Περίληψη
Αντικείμενο της προκείμενης μελέτης είναι η διερεύνηση της ανάπτυξης του αφηγηματικού λόγου σε παιδιά με μητρική γλώσσα (Γ1) την Ελληνική και σε παιδιά που κατακτούν την Ελληνική ως δεύτερη γλώσσα (Γ2). Η μελέτη τοποθετείται στη συμβολή τριών ερευνητικών πεδίων: α) της κατάκτησης της Γ1, β) της κατάκτησης της Γ2 από παιδιά και γ) της ανάλυσης του λόγου. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η ικανότητα των παιδιών να δομούν εκτεταμένο λόγο ο οποίος διαθέτει συνεκτικότητα και συνοχή αναπτύσσεται πολύ πιο αργά σε σχέση με τη διαδικασία κατάκτησης του γραμματικού συστήματος της γλώσσας. Αυτή η αναπτυξιακή πορεία περιλαμβάνει το συσχετισμό γλωσσικών δομών που έχουν ήδη κατακτηθεί με νέες κειμενικές λειτουργίες. Η προκείμενη μελέτη διερευνά την ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου τόσο ως προς τη συνεκτικότητα όσο και ως προς τη συνοχή, με κύριο στόχο να αναδείξει τις συνιστώσες της αφηγηματικής ικανότητας και τον τρόπο με τον οποίο αυτές μεταβάλλονται σε συνάρτηση με την ηλικία των ομιλητών, στην περίπτω ...
Αντικείμενο της προκείμενης μελέτης είναι η διερεύνηση της ανάπτυξης του αφηγηματικού λόγου σε παιδιά με μητρική γλώσσα (Γ1) την Ελληνική και σε παιδιά που κατακτούν την Ελληνική ως δεύτερη γλώσσα (Γ2). Η μελέτη τοποθετείται στη συμβολή τριών ερευνητικών πεδίων: α) της κατάκτησης της Γ1, β) της κατάκτησης της Γ2 από παιδιά και γ) της ανάλυσης του λόγου. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η ικανότητα των παιδιών να δομούν εκτεταμένο λόγο ο οποίος διαθέτει συνεκτικότητα και συνοχή αναπτύσσεται πολύ πιο αργά σε σχέση με τη διαδικασία κατάκτησης του γραμματικού συστήματος της γλώσσας. Αυτή η αναπτυξιακή πορεία περιλαμβάνει το συσχετισμό γλωσσικών δομών που έχουν ήδη κατακτηθεί με νέες κειμενικές λειτουργίες. Η προκείμενη μελέτη διερευνά την ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου τόσο ως προς τη συνεκτικότητα όσο και ως προς τη συνοχή, με κύριο στόχο να αναδείξει τις συνιστώσες της αφηγηματικής ικανότητας και τον τρόπο με τον οποίο αυτές μεταβάλλονται σε συνάρτηση με την ηλικία των ομιλητών, στην περίπτωση της Γ1, και του επιπέδου γλωσσικής επάρκειας, στην περίπτωση της Γ2. Τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα για την ανάπτυξη της Ελληνικής τόσο ως Γ1 όσο και ως Γ2 στα οποία η προκείμενη μελέτη επιχειρεί να απαντήσει είναι τα εξής: α) Πώς αναπτύσσεται η ικανότητα των ομιλητών να σηματοδοτούν τα γεγονότα μιας ιστορίας ως συστατικά μιας ευρύτερης αφηγηματικής μακροδομής; β) Ποια είναι η πορεία κατάκτησης των γλωσσικών μέσων με τα οποία πραγματοποιείται η αναφορά στους χαρακτήρες μιας ιστορίας; Η μελέτη είναι συγχρονική. Το δείγμα των ομιλητών της Ελληνικής ως Γ1 περιλαμβάνει τέσσερις ηλικιακές ομάδες: παιδιά ηλικίας 7, 9 και 12 χρόνων και ενήλικες. Οι ομιλητές της Ελληνικής ως Γ2 είναι μαθητές των μειονοτικών δημοτικών σχολείων της Θράκης και έχουν ως μητρική γλώσσα την Τουρκική. Το δείγμα περιλαμβάνει παιδιά ηλικίας 9 και 12 χρόνων, τα οποία ανήκουν σε τρία επίπεδα γλωσσικής επάρκειας, όπως αυτά περιγράφονται στο Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς για τις Γλώσσες (Common European Framework of Reference for Languages): στοιχειώδες (A1), εισαγωγικό (A2), βασικό (Β1). Οι ομιλητές παρήγαγαν γραπτό αφηγηματικό λόγο, ο οποίος εκμαιεύθηκε με τη βοήθεια μιας σύντομης εικονογραφημένης ιστορίας. Από τα αποτελέσματα σχετικά με την ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου στην Ελληνική ως Γ1 διαπιστώθηκε ότι μεταξύ 7 και 12 χρόνων αναπτύσσεται η ικανότητα των παιδιών: α) να σηματοδοτούν τα γεγονότα της ιστορίας ως δομικά συστατικά επεισοδίων, β) να σηματοδοτούν τις ενέργειες των χαρακτήρων της ιστορίας ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου δράσης για την επίτευξη ενός στόχου, γ) να σηματοδοτούν την αιτιακή σχέση μεταξύ βασικών γεγονότων γύρω από τα οποία αναπτύσσονται τα επεισόδια της ιστορίας και δ) να χρησιμοποιούν αξιολογικό λόγο για να εκφράσουν την υποκειμενική τους στάση απέναντι στα γεγονότα της ιστορίας. Ωστόσο, οι παραπάνω ικανότητες αναπτύσσονται και μετά την ηλικία των 12 χρόνων και εμφανίζονται πλήρως ανεπτυγμένες μόνο στους ενήλικες ομιλητές. Ενώ σε όλες τις ηλικιακές ομάδες των παιδιών επικρατεί η τάση της απλής αναφοράς στα γεγονότα και της επισήμανσης των χρονικών παρά των αιτιακών σχέσεων που τα συνδέουν, οι ενήλικες ομιλητές είναι σε θέση να οργανώνουν συστηματικά τα γεγονότα σε ένα δίκτυο ιεραρχικών και αιτιακά συνδεόμενων δομικών μονάδων και να δημιουργούν ενδιαφέρουσες αφηγήσεις χρησιμοποιώντας ποικιλία αξιολογικών μέσων, τόσο σε τοπικό όσο και σε πιο συνολικό επίπεδο κειμενικής οργάνωσης. Τέλος, διαπιστώθηκε ότι ήδη από την ηλικία των 7 χρόνων τα παιδιά είναι σε θέση να πραγματοποιήσουν ενδοκειμενική χρήση των αναφορικών εκφράσεων για να εισαγάγουν, να διατηρήσουν και να επανεισαγάγουν με επιτυχία τους χαρακτήρες της ιστορίας. Ωστόσο, τα παιδιά σταδιακά αποκτούν την ικανότητα να ενσωματώνουν στις αναφορικές εκφράσεις και άλλες λειτουργίες, όπως η αξιολόγηση των χαρακτήρων και η δήλωση των κινήτρων τους. Επιπλέον, επηρεάζονται σε μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τους ενήλικες από γραμματικούς παρά από κειμενικούς παράγοντες για την επιλογή αναφορικών εκφράσεων. Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα ότι η γνωσιακά απαιτητική για τα παιδιά διαδικασία παραγωγής αφηγηματικού λόγου δεν επιτρέπει τον παράλληλο έλεγχο των συνοχικών και ουνεκτικών μηχανισμών. Τα παιδιά ακόμη και μέχρι την ηλικία των 12 χρόνων εστιάζουν κυρίως στον έλεγχο των γλωσσικών στοιχείων που πραγματώνουν την αναφορά στους πρωταγωνιστές και τη χρονική διαδοχή, χωρίς ταυτόχρονα να είναι σε θέση να χειριστούν επαρκώς τη μακροδομή. Ως αποτέλεσμα αυτού, αν και συγκροτούν τον αφηγηματικό «σκελετό», αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην παραγωγή πολύπλοκων και συνεκτικών αφηγήσεων. Όσον αφορά την ανάπτυξη του αφηγηματικού λόγου στην Ελληνική ως Γ2, διαπιστώθηκε ότι η δυνατότητα χειρισμού του αφηγηματικού σχήματος και δημιουργίας της συνοχής του κειμένου μέσω του μηχανισμού της αναφοράς απαιτεί ένα ορισμένο «κατώφλι» γλωσσικής ανάπτυξης το οποίο αντιστοιχεί στο επίπεδο ΑΙ. Από το επίπεδο Α2 και μετά διαπιστώνεται σαφής ανάπτυξη ως προς τη δυνατότητα συγκρότησης της αφηγηματικής δομής, καθώς οι ιστορίες διαθέτουν αναφορική και χρονική αλληλουχία, ενώ τα επεισόδια διαθέτουν βασικά δομικά συστατικά, όπως ο στόχος των πρωταγωνιστών. Επίσης, από το επίπεδο Α2 και μετά οι ομιλητές είναι σε θέση να διακρίνουν τις τρεις αναφορικές λειτουργίες στο επίπεδο του λόγου - της εισαγωγής, της διατήρησης και της επανεισαγωγής ενός χαρακτήρα - μέσω διαφοροποιημένων επιλογών τύπων αναφορικών εκφράσεων της Ελληνικής. Η ανάπτυξη από το επίπεδο Α2 στο Β1 εντοπίζεται κυρίως: α) στη συχνότερη δήλωση των αιτιακών σχέσεων μεταξύ των γεγονότων, β) στη χρήση πιο επεξεργασμένων και εξειδικευμένων μέσων για τη δήλωση των χρονικών και αιτιακών σχέσεων, γ) στην καταλληλότερη χρήση των τύπων της γλώσσας-στόχου για τη δήλωση της αναφοράς και δ) στη μείωση της επίδρασης της μητρικής γλώσσας στη διαγλώσσα των ομιλητών. Ωστόσο, η ικανότητα δημιουργίας δομικά άρτιων αφηγήσεων οι οποίες ξεπερνούν το επίπεδο της γραμμικής παράθεσης των γεγονότων απαιτεί γνώση της γλώσσας-στόχου η οποία, στην περίπτωση των παιδιών-ομιλητών της Ελληνικής ως Γ2, αντιστοιχεί σε ένα υψηλότερο επίπεδο γλωσσικής επάρκειας από αυτό του επιπέδου Β1.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The present study aims to investigate the development of narrative discourse in Greek L1 and L2 children. This study involves three main research areas: a) L1 acquisition, b) child L2 acquisition and c) discourse analysis. According to the literature, the acquisition of the grammatical system of any native language is considered to be completed by the age of 5 years. However, language development still continues after the age of 5. Along with the acquisition of a number of complex grammatical structures (e.g. passive constructions, relative clauses etc.) and the development of vocabulary, there is evidence that important changes take place in later language development. Many researchers have demonstrated that even simple linguistic structures, such as determiners, undergo changes in their use during the transition from the local intrasentential to the global intersentential level of discourse. Thus, it seems that an important aspect of late language development is associated with the o ...
The present study aims to investigate the development of narrative discourse in Greek L1 and L2 children. This study involves three main research areas: a) L1 acquisition, b) child L2 acquisition and c) discourse analysis. According to the literature, the acquisition of the grammatical system of any native language is considered to be completed by the age of 5 years. However, language development still continues after the age of 5. Along with the acquisition of a number of complex grammatical structures (e.g. passive constructions, relative clauses etc.) and the development of vocabulary, there is evidence that important changes take place in later language development. Many researchers have demonstrated that even simple linguistic structures, such as determiners, undergo changes in their use during the transition from the local intrasentential to the global intersentential level of discourse. Thus, it seems that an important aspect of late language development is associated with the organization of utterances in long spans of connected discourse, which involves the reorganization of the already mastered linguistic structures in order to express new functions at the discourse level. The present study concerns late language development, as it examines the development of Greek L1 and L2 children's ability a) to create global narrative discourse organization and b) to achieve discourse cohesion through the use of personal reference, i.e. reference to the story characters. The main research question of this study is how children, with increasing age -in case of LI- and with increasing language proficiency level -in case of L2-, differ in their ability to a) encode the temporally ordered events of a narrative as constituents of narrative structure and b) unambiguously cue the story addressee to the intended referent through the use of appropriate referring expressions. Children's ability to create narrative macrostructure is examined on the basis of the following parameters: a) encoding of the events of the story as structural units of episodes, b) encoding of characters' actions as attempts to attain a goal and c) linking the story episodes with causal relations. Children's ability to refer to the story characters is examined in relation to three main referential functions in narrative discourse: a) introduction of a new referent, b) maintenance of a previously introduced referent who is currently the focus of attention, c) reintroduction of a referent who is not currently the focus of attention. The study is cross-sectional. The Greek-speaking subjects are primary school pupils. The sample consists of four age groups, 7, 9, 12 years-old children and adults. Greek L2 children belong to the Muslim minority of Thrace and have Turkish as their L1. Subjects are 9 and 12 years-old and belong to A1, A2 and B1 language proficiency levels, according to the Common European Framework of Reference for Languages (CEFR). The research was conducted on the basis of a written, picture elicited narrative. The results of the study show that the ability to create global-level narrative discourse organization is developing from 7 to 12 years, and development continues even after the age of 12. Although children of all age groups demonstrate knowledge of the story schema, since they are able to produce stories which contain basic structural elements, it was observed that they favor linear event sequencing rather than causally relating the narrated events. This characteristic is more pronounced in the stories of the 7 and 9 year-olds. 12 year-olds seem to be in a transitional stage where they begin to attribute more consistently goals and motives to story characters and to encode causal relations between events and episodes. However, only adults show a fully developed ability to integrate events into a coherent mental representation of the story and encode them as causally related components of episodic structure and hierarchical macrostructure. These results suggest that the age where narratives appear to approach adult-like performance is around 12 years, while the ability to create structurally complex narratives characterized by structural embedding, causal connection between events and global discourse organization appears as fully developed only in adults. Finally, it was observed that children of all ages were able to make appropriate, intralinguistic use of referring expressions in order to introduce, maintain and reintroduce story characters to the discourse. However, children gradually develop their ability to integrate more functions to the referring expressions they use, such as evaluation of story characters and encoding of characters' motives. Children's observed tendency, in comparison to adults, to favor local linear event sequencing rather than hierarchical causal connection between events, combined with the use of appropriate personal reference at all ages could be explained as a results of the cognitive effort required to control the different aspects of storytelling at the same time. Narrative production is a task which requires the coordination of different kinds of knowledge and processes, such as knowledge of the story schema, production of grammatical and meaningful sentences, processing and establishing interclausal -temporal and/or causal- relations, regulating information flow across utterances, causal inferencing and world knowledge. Research on each individual component of storytelling suggests that these skills are present in school-aged children. However, the results of the present study indicate that children, even at the age of 12, experience difficulties in putting all the "pieces" together in a complete whole, focusing their "effort" mainly to the control of anaphoric and temporal reference, which affects their ability to construct hierarchical narrative macrostructure. As for narrative development in Greek L2, the results of the study show that global-level organization of narrative discourse and discourse cohesion through reference to story characters requires a certain threshold of language proficiency, which corresponds to A1 level. At levels A2 and B1, children are able to create narrative structure, since their stories demonstrate simple episodic structure with basic structural units. However, local linear event sequencing is a common characteristic of the stories produced at both levels. Moreover, children at levels A2 and B1 are able to distinguish the three referential contexts through differential choices of referring expressions and, in general, they are able to adequately disambiguate reference for the story addressee. At level B1, frequency of use of grammatically more appropriate target language referring expressions increases, while the use of ungrammatical forms in Greek decreases, compared to levels A1 and A2. This development can be explained as a result of reduced transfer from their L1. Finally, speakers at B1 level encode more frequently the causal relations between story events and they use more refined and elaborate devices in order to encode temporal and causal relations. However, the ability to create structurally complex narratives that go beyond local discourse organization requires a higher language proficiency level than B1 level.
περισσότερα