Περίληψη
Η παρούσα διατριβή είναι μια μελέτη περίπτωσης ενός κέντρου ξένων γλωσσών στην Ελλάδα, η οποία παρέχει μια μεστή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο υλοποιείται η γλωσσικοδιδακτική πράξη στην περιφέρεια του κόσμου αγγλόφωνου κόσμου. Επιπρόσθετα, η μελέτη αυτή καταδεικνύει τη σκοπιμότητα και τις δυνατότητες χρήσης της Θεωρίας Πολύπλοκων Συστημάτων (ΘΠΣ) στη μελέτη εκπαιδευτικών πλαισίων. Αφετηριακό σημείο της διατριβής είναι η παρουσίαση της διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας στην Ελλάδα, μέσα από την οποία θεμελιώνεται το υπόβαθρο για εμπειρική έρευνα. Ακολουθεί μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αναφορικά με τη διδακτική της αγγλικής γλώσσας, με ιδιαίτερο βάρος στις θεωρίες της γλώσσας, της παιδαγωγικής και της κοινωνίας, και μια επισκόπηση της ΘΠΣ, η οποία συνθέτει πραγματιστικά τον σύνθετο ρεαλισμό και τους μετανεοτερικούς τρόπους γνώσης και ορίζει ένα σύνολο αρχών για την καθοδήγηση της εμπειρικής έρευνας που εδράζεται επιστημολογικά στην πολυπλοκότητα. Έχοντας ορίσει το κέντρο ξένων γλω ...
Η παρούσα διατριβή είναι μια μελέτη περίπτωσης ενός κέντρου ξένων γλωσσών στην Ελλάδα, η οποία παρέχει μια μεστή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο υλοποιείται η γλωσσικοδιδακτική πράξη στην περιφέρεια του κόσμου αγγλόφωνου κόσμου. Επιπρόσθετα, η μελέτη αυτή καταδεικνύει τη σκοπιμότητα και τις δυνατότητες χρήσης της Θεωρίας Πολύπλοκων Συστημάτων (ΘΠΣ) στη μελέτη εκπαιδευτικών πλαισίων. Αφετηριακό σημείο της διατριβής είναι η παρουσίαση της διδασκαλίας της αγγλικής γλώσσας στην Ελλάδα, μέσα από την οποία θεμελιώνεται το υπόβαθρο για εμπειρική έρευνα. Ακολουθεί μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας αναφορικά με τη διδακτική της αγγλικής γλώσσας, με ιδιαίτερο βάρος στις θεωρίες της γλώσσας, της παιδαγωγικής και της κοινωνίας, και μια επισκόπηση της ΘΠΣ, η οποία συνθέτει πραγματιστικά τον σύνθετο ρεαλισμό και τους μετανεοτερικούς τρόπους γνώσης και ορίζει ένα σύνολο αρχών για την καθοδήγηση της εμπειρικής έρευνας που εδράζεται επιστημολογικά στην πολυπλοκότητα. Έχοντας ορίσει το κέντρο ξένων γλωσσών ως ένα πολύπλοκο σύστημα, προτείνεται ότι η δραστηριότητα στο σχολείο ορίζεται από πολλαπλές προθετικότητες, δηλαδή από συλλογικές, αναδυόμενες, εμφωλευμένες και γενεσιουργές κινητήριες δυνάμεις της δραστηριότητας. Σε αυτές περιλαμβάνονται: (α) η επιτακτική ανάγκη παροχής πιστοποίησης στους μαθητές, (β) η επιθυμία ορισμένων μαθητριών να ενταχθούν σε υπερεθνικές κοινότητες λόγου, (γ) η προσδοκία ότι η εκμάθηση γλωσσών θα πρέπει να οδηγήσει σε αυξημένη επίγνωση της «αγγλικής» κουλτούρας, (δ) ο ανταγωνισμός με το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και (ε) ο άρρητος στόχος της προστασίας των επαγγελματικών συμφερόντων του προσωπικού και της ιδιοκτησίας του Κέντρου. Οι προθετικότητες συνδέονταν με συγκεκριμένα παιδαγωγικά αποτελέσματα και πολιτισμικές προοπτικές και η σύνθεσή τους ορίστηκε ως προθετική δυναμική. Στη συνέχεια, η διατριβή εξετάζει τα μαθησιακά υλικά που χρησιμοποιήθηκαν στο σχολείο ξένων γλωσσών και προτείνεται ότι αυτά δημιουργούν ευκαιρίες δράσης που επηρέασαν την παιδαγωγική πράξη. Η κατανομή των μαθησιακών δραστηριοτήτων στα βιβλία συνδέθηκε με συγχρονικές και διαχρονικές αλλαγές στην προθετική δυναμική του ΚΞΓ. Με βάση της παρατηρήσεις αυτές προτείνονται εννοιολογικά εργαλεία που ερανίζονται από τη ΘΠΣ, όπως το «πεδίο δυνατοτήτων προσφοράς» και «ελκυστές», για να περιγράψουν την αλληλεπίδραση του εκπαιδευτικού υλικού, ενώ προτείνεται ότι η διάταξη των πόρων στο συγκεκριμένο πλαίσιο ευνοούσε την ανάδυση παραδοσιακών και επικοινωνιακών παιδαγωγικών πρακτικών. Η εμπειρική συνιστώσα της μελέτης ολοκληρώνεται με την περιγραφή πρωτότυπων ακολουθιών διδασκαλίας που χαρακτήριζαν την διδακτική πράξη στο κέντρο ξένων γλωσσών, οι οποίες παρουσίαζαν ίχνη παραδοσιακής και επικοινωνιακής παιδαγωγικής. Ορισμένες ακολουθίες (π.χ. Ανάγνωση και Λεξιλόγιο και Παραδοσιακή Γραμματική) μαρτυρούσαν παραδοσιακές επιρροές, οι οποίες σχετίζονταν με τις τοπικές παιδαγωγικές παραδόσεις, ενώ άλλες, όπως η Διαδικαστική Συγγραφή εναρμονίζονταν περισσότερο με την κυρίαρχη επικοινωνιακή ιδεολογία στη γλωσσοδιδακτική. Η διατριβή ολοκληρώνεται με τη σύνθεση των ευρημάτων με το θεωρητικό κεκτημένο της ΘΠΣ. Με τον τρόπο αυτό, καταδεικνύει τη θεωρητικά παραγωγική δυναμική της έρευνας με βάση τη ΘΠΣ, η οποία μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση περιγραφών της γλωσσοδιδακτικής που είναι εντοπίζουν με ακρίβεια τις διεπαφές μεταξύ των συστημάτων και του περιβάλλοντός τους, παρέχοντας παράλληλα οντολογικά συνεκτικές περιγραφές της δομής και της δράσης, καθώς και συμπεριφορές που δεν είναι ούτε εντελώς τυχαίες ούτε εντελώς προβλέψιμες.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis is a complexity-informed case study of a language school in Greece, which provides a rich description of how language pedagogy develops in the periphery of the English-using world. In addition, this study demonstrates the feasibility and potential of using Complex Systems Theory (CST) in the study of educational settings. The thesis begins by describing English Language Teaching (ELT) in Greece, thus setting the scene for the empirical investigation. This is followed by a review of ELT literature, with particular reference to theories of language, pedagogy and society, and by an overview of CST, which pragmatically synthesises complex realism and post-modern ways of knowing, and defines a set of principles to guide complexity-informed empirical inquiry. Having conceptualised the language school as a complex system, it is suggested that activity in the school was sustained by multiple intentionalities, i.e., collective, emergent, nested and generative drivers of activity. Th ...
This thesis is a complexity-informed case study of a language school in Greece, which provides a rich description of how language pedagogy develops in the periphery of the English-using world. In addition, this study demonstrates the feasibility and potential of using Complex Systems Theory (CST) in the study of educational settings. The thesis begins by describing English Language Teaching (ELT) in Greece, thus setting the scene for the empirical investigation. This is followed by a review of ELT literature, with particular reference to theories of language, pedagogy and society, and by an overview of CST, which pragmatically synthesises complex realism and post-modern ways of knowing, and defines a set of principles to guide complexity-informed empirical inquiry. Having conceptualised the language school as a complex system, it is suggested that activity in the school was sustained by multiple intentionalities, i.e., collective, emergent, nested and generative drivers of activity. These included: (a) an imperative to provide certification to learners, (b) some learners’ desire to integrate in transnational discourse communities, (c) the expectation that language learning should lead to increased awareness of ‘English’ culture, (d) competition against the state school system, and (e) the unstated aim of protecting the professional interests of the school’s staff and stakeholders. Intentionalities were associated with specific pedagogical outcomes and cultural outlooks, and their synthesis is defined as a dynamic of intentions. Next, the thesis looks into the learning materials used at the language school, and it is suggested that these generate affordances which impacted pedagogy. The distribution of learning activities in the books was associated with synchronic and diachronic changes in the dynamics of intentions underpinning activity in the school. Complexity-inspired conceptual instruments, such as an ‘affordance landscape’ and ‘attractors’, are developed to describe the influence of the learning materials, and it is suggested that the learning resources used at the language school made transmissive and communicative pedagogy more likely. The empirical component of the study concludes by describing prototypical instruction sequences that typified ELT in the language school, which evidenced traces of transmissive and communicative pedagogy. Some sequences (e.g., Reading and Vocabulary, and Transmissive Grammar) evidenced transmissive influences, which were associated with local pedagogical traditions, whereas others, such as Process-Based Writing, were more closely aligned with the communicative ideology that is mainstream in ELT. The thesis concludes by synthesising the findings with insights from the CST literature. In doing so, it demonstrates the theoretically generative potential of a complexity-informed inquiry, which can help to formulate understandings of ELT that are sensitive to the interface between systems and their environments, while providing ontologically coherent accounts of structure and agency, and of behaviours that are neither completely random nor entirely predictable.
περισσότερα