Περίληψη
Η ελεγκτική αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της λογιστικής επιστήμης, με στόχο τη σαφή διατύπωση αρχών και κανόνων που αφορούν τη διεξαγωγή λογιστικών ελέγχων ενώ, προσπαθεί να διαπιστώσει την ορθή (ακριβοδίκαιη) παρουσίαση της περιουσιακής κατάστασης και της χρηματοοικονομικής θέσης της επιχείρησης, σύμφωνα με τις γενικά παραδεκτές λογιστικές αρχές και πρότυπα. Η επιστήμη αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστήμη των οικονομικών, της στατιστικής, της επιχειρησιακής έρευνας, της νομικής και της πληροφορικής. Σήμερα, η ελεγκτική επιστήμη έχει ανάγκη από τη συνεργασία με τις επιστήμες αυτές ώστε, να μπορέσει να εισάγει επιπλέον μεθοδολογικά εργαλεία που θα τη βοηθήσουν κατά τη διάρκεια της ελεγκτικής διαδικασίας ώστε να εξασφαλίσει το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα. Ο μικρός αριθμός εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα (βλ. κεφάλαιο 2), σε σχέση με άλλα πεδία της χρηματοοικονομικής διοίκησης όπως πτώχευση, πιστωτικός κίνδυνος κ.α., σε Η.Π.Α. και σε Μεγάλη Βρετανία κυρίως, έδειξαν ό ...
Η ελεγκτική αποτελεί ιδιαίτερο κλάδο της λογιστικής επιστήμης, με στόχο τη σαφή διατύπωση αρχών και κανόνων που αφορούν τη διεξαγωγή λογιστικών ελέγχων ενώ, προσπαθεί να διαπιστώσει την ορθή (ακριβοδίκαιη) παρουσίαση της περιουσιακής κατάστασης και της χρηματοοικονομικής θέσης της επιχείρησης, σύμφωνα με τις γενικά παραδεκτές λογιστικές αρχές και πρότυπα. Η επιστήμη αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την επιστήμη των οικονομικών, της στατιστικής, της επιχειρησιακής έρευνας, της νομικής και της πληροφορικής. Σήμερα, η ελεγκτική επιστήμη έχει ανάγκη από τη συνεργασία με τις επιστήμες αυτές ώστε, να μπορέσει να εισάγει επιπλέον μεθοδολογικά εργαλεία που θα τη βοηθήσουν κατά τη διάρκεια της ελεγκτικής διαδικασίας ώστε να εξασφαλίσει το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα. Ο μικρός αριθμός εργασιών που έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα (βλ. κεφάλαιο 2), σε σχέση με άλλα πεδία της χρηματοοικονομικής διοίκησης όπως πτώχευση, πιστωτικός κίνδυνος κ.α., σε Η.Π.Α. και σε Μεγάλη Βρετανία κυρίως, έδειξαν ότι πράγματι είναι δυνατή η δημιουργία αξιόπιστων υποδειγμάτων που θα εντοπίζουν τις παραποιημένες λογιστικές καταστάσεις. Στα πλαίσια των ερευνών για τον εντοπισμό παραποιημένων λογιστικών καταστάσεων, έχουν χρησιμοποιηθεί κυρίως στατιστικές και οικονομετρικές τεχνικές και τα τελευταία έτη μη παραμετρικές μεθοδολογίες. Τα υποδείγματα πρόγνωσης της παραποίησης λογιστικών καταστάσεων μπορούν να αποτελέσουν κατάλληλα βοηθητικά εργαλεία των ελεγκτικών μηχανισμών ώστε να βελτιώσουν την ελεγκτική διαδικασία (Bell και Tabor, 1991 και Chen και Church, 1992). Αρκετοί αναφέρουν (Oskamp, 1982, Fischhoff, 1982 και Mahajan, 1992) ότι οι ελεγκτές εξαιτίας της αυτοπεποίθησης που τους διακατέχει, του μικρού δείγματος δεδομένων που συλλέγουν και του περιορισμένου χρόνου που έχουν στη διάθεση τους προκειμένου να πραγματοποιήσουν τον έλεγχο, είναι δυνατό να μην εντοπίσουν παραποιήσεις στις λογιστικές καταστάσεις. Επίσης, οι ελεγκτές θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα υποδείγματα αυτά προκειμένου να ελέγξουν τα αποτελέσματα της εργασίας τους (Kleinman και Anandarajan, 1999), να συγκρίνουν με αποτελέσματα συναδέλφων τους σε ανάλογες περιπτώσεις ελέγχου και να αποφύγουν αρκετές δυσκολίες που παρουσιάζονται από τη συγκέντρωση μεγάλου αριθμού δεδομένων (Laitinen και Laitinen, 1998 και Ramamoorti et al., 1999). Τέλος, τα υποδείγματα αυτά μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα και αποτελεσματικά εργαλεία για: α) τον κρατικό ελεγκτικό μηχανισμό προκειμένου να περιορίσει φαινόμενα όπως η φοροδιαφυγή ή να αξιολογήσει με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα προτάσεις για ένταξη σε συγχρηματοδοτούμενα αναπτυξιακά προγράμματα, β) τους επενδυτές, αφού η ανακοίνωση παραποίησης των λογιστικών καταστάσεων μπορεί να επηρεάσει την τιμή της μετοχής ή ακόμη και να αναστείλει τη διαπραγμάτευσή της στο χρηματιστήριο, γ) το χρηματοπιστωτικό σύστημα ως βασικό κριτήριο πριν την τελική απόφαση χορήγησης δανείου και πιστώσεων, δ) τις ελεγκτικές εταιρείες και τους διευθύνοντες συμβούλους της ελεγχόμενης επιχείρησης προκειμένου να τους προφυλάξει από πιθανές νομικές κυρώσεις από τις παραλήψεις ή αδυναμίες τους. Η παρούσα εργασία συμβάλλει στην προώθηση της διεθνούς έρευνας στα ακόλουθα σημεία: α) Εφαρμόζεται για πρώτη φορά τόσο μεγάλος αριθμός μεθοδολογιών από διαφορετικούς επιστημονικούς χώρους στο ίδιο δείγμα δεδομένων. Οι μέχρι σήμερα εργασίες συνήθως αναπτύσσουν ένα υπόδειγμα το οποίο είναι το προτεινόμενο για τη συγκεκριμένη ερευνητική περιοχή ενώ, στη συνέχεια το συγκρίνουν με μια ή δύο άλλες μεθόδους προκειμένου να αποδείξουν την υπεροχή του. Η παρούσα διατριβή συνεισφέρει αρχικά στην ερευνητική κοινότητα μέσα από την παρουσίαση ενός μεγάλου αριθμού μεθοδολογιών, ώστε να είναι δυνατή η σύγκριση ως προς την αποτελεσματικότητα των μεθόδων αυτών. β) Η παρούσα έρευνα αναπτύχθηκε σε δείγμα επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ελληνική οικονομία. ..............
περισσότερα