Περίληψη
Η κατάθλιψη αποτελεί μια από τις συχνότερα εμφανιζόμενες ασθένειες στον γενικό πληθυσμό και μια από τις βασικές αιτίες αναπηρίας και ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Η δραματική αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στην εφηβική ηλικία, η επικινδυνότητα της πρώιμης έναρξης της κατάθλιψης και οι επιπτώσεις της διαταραχής σε διάφορους τομείς της λειτουργικότητας των εφήβων έχουν στρέψει το ερευνητικό ενδιαφέρον στη διερεύνηση μεταβλητών που σχετίζονται με την αναφορά καταθλιπτικών συμπτωμάτων, αλλά και στην εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης της κατάθλιψης στους εφήβους. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των παραγόντων που σχετίζονται με την καταθλιπτική συμπτωματολογία στους εφήβους και η σύγκριση δυο διαφορετικών προγραμμάτων πρόληψης της κατάθλιψης, μεταξύ τους αλλά και με μια ομάδα ελέγχου σε ένα δείγμα εφήβων «υψηλού κινδύνου». Για το σκοπό αυτό η μελέτη χωρίστηκε σε δυο επιμέρους έρευνες. Στην πρώτη έρευνα (Έρευνα 1) στόχος ήταν η διερεύνηση των επιπέδων της κατάθλιψης στον γενι ...
Η κατάθλιψη αποτελεί μια από τις συχνότερα εμφανιζόμενες ασθένειες στον γενικό πληθυσμό και μια από τις βασικές αιτίες αναπηρίας και ψυχοκοινωνικών προβλημάτων. Η δραματική αύξηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στην εφηβική ηλικία, η επικινδυνότητα της πρώιμης έναρξης της κατάθλιψης και οι επιπτώσεις της διαταραχής σε διάφορους τομείς της λειτουργικότητας των εφήβων έχουν στρέψει το ερευνητικό ενδιαφέρον στη διερεύνηση μεταβλητών που σχετίζονται με την αναφορά καταθλιπτικών συμπτωμάτων, αλλά και στην εφαρμογή προγραμμάτων πρόληψης της κατάθλιψης στους εφήβους. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των παραγόντων που σχετίζονται με την καταθλιπτική συμπτωματολογία στους εφήβους και η σύγκριση δυο διαφορετικών προγραμμάτων πρόληψης της κατάθλιψης, μεταξύ τους αλλά και με μια ομάδα ελέγχου σε ένα δείγμα εφήβων «υψηλού κινδύνου». Για το σκοπό αυτό η μελέτη χωρίστηκε σε δυο επιμέρους έρευνες. Στην πρώτη έρευνα (Έρευνα 1) στόχος ήταν η διερεύνηση των επιπέδων της κατάθλιψης στον γενικό πληθυσμό των εφήβων, καθώς επίσης και η διερεύνηση των επιπέδων σχετιζόμενων με την κατάθλιψη μεταβλητών όπως του δεσμού, της ανησυχίας, του κοινωνικού άγχους και της ανοχής στη δυσφορία. Συγκεκριμένα οι στόχοι της Έρευνας 1 ήταν (α) η διερεύνηση των επιπέδων των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στο γενικό πληθυσμό των εφήβων, (β) η διερεύνηση της επίδρασης του φύλου στις μεταβλητές της μελέτης, (γ) η επίδραση του τύπου του δεσμού με τους συνομηλίκους (ασφαλής/ανασφαλής) στα καταθλιπτικά συμπτώματα, (δ) η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ όλων των μεταβλητών της μελέτης, (ε) η διερεύνηση του διαμεσολαβητικού ρόλου του κοινωνικού άγχους, στη σχέση ανάμεσα στον δεσμό με την μητέρα, την ανησυχία και την ανοχή στη δυσφορία με τη κατάθλιψη. Στην Έρευνα 1 συμμετείχαν 1015 έφηβοι, ηλικίας 14 έως 16 ετών. Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: η Κλίμακα Καταγραφής της Παιδικής Κατάθλιψης (Children’s Depression Inventory- CDI, Kovacs, 1992), η Κλίμακα Kutcher για την Εφηβική Κατάθλιψη με έξι ερωτήματα (Kutcher Adolescent Depression Scale, 6-item version- KADS-6, LeBlank et al., 2002), οι Κλίμακες Αξιολόγησης του Δεσμού με τη Μητέρα και τον Πατέρα, από την Κλίμακα Αξιολόγησης του Δεσμού με Γονείς και Συνομηλίκους (Inventory of Parent and Peer Attachment IPPA-45, Wilkinson & Goh, 2014), το Ερωτηματολόγιο Δεσμού για Παιδιά (Attachment Questionnaire for Children- AC-Q, Muris et al., 2000), η Κλίμακα Ανοχής στη Δυσφορία (Distress Tolerance Scale -DTS, Simons & Gaher, 2005), η σύντομη εκδοχή του Ερωτηματολογίου Ανησυχίας Penn State (Penn State Worry Questionnaire- PSWQ, the brief version, Topper et al., 2014) και η Κλίμακα Άγχους Κοινωνικής Διαντίδρασης και Κλίμακα Κοινωνικής Φοβίας (Social Interaction Anxiety Scale and Social Phobia Scale – SIAS-6-SPS-6, Peters, et al., 2012). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι από τους εφήβους του δείγματος της μελέτης, ένα ποσοστό γύρω στο 30% ανέφερε υψηλά καταθλιπτικά συμπτώματα. Τα κορίτσια του δείγματος εμφάνισαν μεγαλύτερη επιβάρυνση σχεδόν στο σύνολο των υπό μελέτη μεταβλητών. Το σύνολο των μεταβλητών εμφάνισε στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις με την κατάθλιψη. Συγκεκριμένα βρέθηκε ότι ο ασφαλής δεσμός με τους γονείς και με τους συνομηλίκους και η ανοχή στη δυσφορία παρουσιάζουν αρνητική συσχέτιση με τα συμπτώματα της κατάθλιψης και από την άλλη μεριά, το κοινωνικό άγχος και η ανησυχία θετική. Επιπρόσθετα, το κοινωνικό άγχος φάνηκε ότι διαμεσολαβεί μερικώς τη σχέση ανάμεσα στον δεσμό με τη μητέρα, την ανησυχία και την ανοχή στη δυσφορία με την κατάθλιψη, μειώνοντας την επίδρασή τους στα καταθλιπτικά συμπτώματα. Στη δεύτερα έρευνα (Έρευνα 2) στόχος ήταν η σύγκριση ανάμεσα σε ένα πρόγραμμα Γνωστικής Συμπεριφορικής Θεραπείας (ΓΣΘ ομάδα) και ένα πρόγραμμα που βασίστηκε σε δεξιότητες της Διαλεκτικής Συμπεριφορικής Θεραπείας (ΔΣΘ ομάδα) με στόχο την πρόληψη της κατάθλιψης και την αντιμετώπιση της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας σε εφήβους υψηλού κινδύνου. Στη μελέτη συμπεριλήφθηκαν επίσης οι μεταβλητές της ανησυχίας, της ανοχής στη δυσφορία και του κοινωνικό άγχους. Οι έφηβοι με υψηλή καταθλιπτική συμπτωματολογία που εντοπίστηκαν μέσα από την Έρευνα 1, συμμετείχαν σε μια διαγνωστική συνέντευξη με τη χρήση της Ημιδομημένης Διαγνωστικής Συνέντευξης Kiddie Schedule for Affective Disorders and Schizophrenia for School Αged Children (K-SADS-PL, Kaufmann et al., 1997). Οι έφηβοι που πληρούσαν τα κριτήρια για τη διαταραχή της κατάθλιψης ή της δυσθυμίας ή άλλης ψυχιατρικής διαταραχής παραπέμφθηκαν σε αρμόδιους δημόσιους φορείς για την καταλληλότερη κάλυψη των αναγκών τους. Οι έφηβοι που δεν έλαβαν κάποια διάγνωση αποτέλεσαν τους συμμετέχοντες της Έρευνας 2. Στόχοι της Έρευνας 2 ήταν: (α) η διερεύνηση των πιθανών προστατευτικών αποτελεσμάτων της συμμετοχής στις δυο πειραματικές ομάδες, έναντι της συμμετοχής στην ομάδα ελέγχου (με βάση τα αποτελέσματα των μεταβλητών της έρευνας: κατάθλιψη, ανησυχία, ανοχή στη δυσφορία και κοινωνικό άγχος) (β) η διερεύνηση πιθανών διαφορών μεταξύ των δυο πειραματικών ομάδων και (γ) η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας των δυο προγραμμάτων παρέμβασης στην πρόληψη του πρώτου επεισοδίου της κατάθλιψης. Στην Έρευνα 2 συμμετείχαν 113 έφηβοι, οι οποίοι είχαν υψηλά καταθλιπτικά συμπτώματα, αλλά δεν πληρούσαν τα κριτήρια για τη διάγνωση της κατάθλιψης ή άλλης ψυχιατρικής διαταραχής, οι οποίοι κατανεμήθηκαν τυχαία στις τρεις ομάδες της μελέτης: Πειραματική ομάδα 1 (ΓΣΘ ομάδα), Πειραματική Ομάδα 2 (ΔΣΘ ομάδα) και Ομάδα Ελέγχου. Τα εργαλεία που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: η Κλίμακα Καταγραφής της Παιδικής Κατάθλιψης-CDI (Kovacs,1992), η Κλίμακα Kutcher για την Εφηβική Κατάθλιψη- KADS-6 (LeBlank et al., 2002), η Κλίμακα Ανοχής στη Δυσφορία -DTS (Simons & Gaher, 2005), και η σύντομη εκδοχή του Ερωτηματολογίου Ανησυχίας Penn State – PSWQ (Topper et al., 2014). Μετρήσεις έγιναν πριν την έναρξη της παρέμβασης, στη λήξη, καθώς και τρεις και έξι μήνες μετά τη λήξη της παρέμβασης. Στους έξι μήνες μετά τη λήξη των παρεμβάσεων έλαβε χώρα η επαναληπτική διαγνωστική συνέντευξη με τη χρήση της Ημιδομημένης Διαγνωστικής Συνέντευξης Kiddie Schedule for Affective Disorders and Schizophrenia for School Αged Children (K-SADS-PL, Kaufmann et al., 1997). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι και οι δυο ομάδες παρέμβασης εμφάνισαν εξίσου καλά αποτελέσματα, συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου, στους 3 και στους 6 μήνες μετά τη λήξη των παρεμβάσεων. Η ΔΣΘ ομάδα ήταν η μόνη η οποία εμφάνισε μείωση στα καταθλιπτικά συμπτώματα, την ανησυχία και βελτίωση στην ανοχή στη δυσφορία, συγκρινόμενη με την ομάδα ελέγχου, στη λήξη της παρέμβασης. Η ΔΣΘ ομάδα επίσης, εμφάνισε καλύτερα αποτελέσματα αναφορικά με τα επίπεδα ανοχής στη δυσφορία συγκριτικά και με τη ΓΣΘ Ομάδα και με την Ομάδα Ελέγχου. Τέλος, στην επαναληπτική διαγνωστική συνέντευξη με τη χρήση του εργαλείου K-SADS-PL, 9 έφηβοι έλαβαν τη διάγνωση της κατάθλιψης. Συγκεκριμένα έξι μήνες μετά τη λήξη των παρεμβάσεων, από την Ομάδα Ελέγχου 6 άτομα πληρούσαν τα κριτήρια για τη διάγνωση της κατάθλιψης, ενώ ο αντίστοιχος αριθμός στις Πειραματικές Ομάδες ήταν 1 άτομο από την ΓΣΘ Ομάδα και 2 άτομα από την ΔΣΘ Ομάδα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Depression is one of the most common mental illnesses in the general population and one of the main causes of disability and psychosocial difficulties. The dramatic increase in depressive symptoms during adolescence, the risk of the early manifestation and the consequences that depression has in various areas of adolescent’s functioning have guided research to the investigation of depression related variables and also to the application of prevention intervention programs. The main purpose of the present study was the investigation of the variables related to depressive symptomatology in adolescents and the comparison between two different prevention of depression programs with each other and with a control group, in high risk adolescents. For this purpose, the study consists of two studies. The purpose of the first study (Study 1) was the investigation of depression levels in the general population of adolescents, as well as the investigation of the depression related variables such a ...
Depression is one of the most common mental illnesses in the general population and one of the main causes of disability and psychosocial difficulties. The dramatic increase in depressive symptoms during adolescence, the risk of the early manifestation and the consequences that depression has in various areas of adolescent’s functioning have guided research to the investigation of depression related variables and also to the application of prevention intervention programs. The main purpose of the present study was the investigation of the variables related to depressive symptomatology in adolescents and the comparison between two different prevention of depression programs with each other and with a control group, in high risk adolescents. For this purpose, the study consists of two studies. The purpose of the first study (Study 1) was the investigation of depression levels in the general population of adolescents, as well as the investigation of the depression related variables such as attachment, worry, social anxiety and distress tolerance. More specifically, the aims of the study were (a) the investigation of depression levels in adolescents, (b) the investigation of gender differences in the study variables, (c) the investigation of peer attachment differences (secure/insecure) in relation to depressive symptoms, (d) the correlations between the study variables, (e) the investigation of the mediation role of social anxiety in the relationship between attachment to mother, worry and distress tolerance with depression. In Study 1 participated 1015 adolescents, ages from 14 to 16 years old. The measures used were: the Children’s Depression Inventory- CDI (Kovacs, 1992), the 6-Item Kutcher Adolescent Depression Scale- KADS-6 (Le Blank et al., 2002), the Inventory of Parent and Peer Attachment -IPPA-45 (Wilkinson & Goh, 2014), only the mother-father section, the Attachment Questionnaire for Children- AC-Q (Muris et al., 2000), the Distress Tolerance Scale – DTS (Simons & Gaher, 2005), the brief version of the Penn State Worry Questionnaire- PSWQ (Topper et al., 2014), and the Social Interaction Anxiety Scale and Social Phobia Scale – SIAS-6-SPS-6 (Peters et al., 2012). The results showed that 30% of the adolescents who participated in the study reported high depressive symptomatology. In almost every study variable, girls reported worse symptoms. Statistically significant correlations were found between all the study variables. Specifically secure attachment with both parents and peers, and distress tolerance were negatively related with symptoms of depression and social anxiety and worry were positively correlated with depression. Social anxiety mediated the relationship between mother attachment, worry and distress tolerance with depression, diminishing their influence. In the second study (Study 2) the aim was the comparison between two prevention of depression programs, a Cognitive Behavioral Program (CBT group) and a skills training program based on Dialectical Behavioral Therapy (DBT skills group) in adolescents with elevated depressive symptomatology. Worry, distress tolerance and social anxiety variables were also included in the study. All adolescents with elevated symptoms of depression participated in a diagnostical interview with the Kiddie Schedule for Affective Disorders and Schizophrenia for School aged Children (Kaufmann et al., 1997), prior to their inclusion in the study. Adolescents who reached the criteria for the diagnosis of depression, dysthymia or any other psychiatric illness were excluded from the study and referred for suitable treatment. The rest were randomly assigned to the three groups of Study 2, namely Prevention group 1 (CBT group), Prevention group 2 (DBT skills group) and the Control group.The aims of the Study 2 were: (α) the investigation of possible protective effects due to the participation in the two active treatment groups (based on the outcomes of depression, worry, distress tolerance, social anxiety), (b) the investigation of the differences in outcomes between the two active treatment groups and the control group and (c) the investigation of the effectiveness of the two treatment groups in the prevention of the first depression episode. In Study 2 participated 113 adolescents, who reported elevated depressive symptomatology but didn’t reach the criteria for the diagnosis of depression, dysthymia or any other psychiatric illness. The measures used were: the Children’s Depression Inventory- CDI (Kovacs, 1992), the 6-Item Kutcher Adolescent Depression Scale- KADS-6 (Le Blank et al., 2002), the Distress Tolerance Scale – DTS (Simons & Gaher, 2005), the brief version of the Penn State Worry Questionnaire- PSWQ (Topper et al., 2014), and the Social Interaction Anxiety Scale and Social Phobia Scale – SIAS-6-SPS-6 (Peters et al., 2012). Measures were taken prior to the interventions, at the end of the interventions and 3 and 6 months after the end of the intervention. At the last measurement, 6 months after the end of the interventions the diagnostical interview (K-SADS-PL) was once more conducted. Results showed that both intervention groups had good results compared to the control group at 3 and 6 months after the end of the interventions. Only the DBT skills group reduced depressive symptoms, lower worry and increased distress tolerance at the end of the intervention. The DBT skills group also showed better results in distress tolerance compared to both the control group and the CBT group at all times of measurement. At the last diagnostical interview with K-SADS-PL, 9 adolescents reached the criteria for the diagnosis of depression. 6 of them were adolescents from the control group, who didn’t participate in any treatment whereas 2 adolescents from the DBT group and only 1 from the CBT group was diagnosed with depression six months after the end of the intervention.
περισσότερα