Περίληψη
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στην αξιολόγηση και το σχολείο ως οργανισμό που μαθαίνει. Επιπλέον, η έρευνα αποσκοπούσε στην μελέτη του βαθμού στον οποίο η αξιολόγηση μπορεί να αποτελεί προβλεπτικό παράγοντα της βελτίωσης του σχολείου μέσω της εξέλιξής του σε οργανισμό που μαθαίνει. Επιμέρους στόχοι της έρευνας, για την καλύτερη κατανόηση του ερευνητικού πλαισίου, ήταν η διερεύνηση του στυλ ηγεσίας των Διευθυντών Γυμνασίων και Δημοτικών σχολείων που συμμετείχαν στην έρευνα, των χαρακτηριστικών των σχολείων στα οποία υπηρετούν για να διαπιστωθεί αν αυτά ικανοποιούν τις συνθήκες ενός οργανισμού που μαθαίνει, και των απόψεών τους σχετικά με την ικανότητα των σχολείων τους για αξιολόγηση, τα οφέλη από την χρήση των αποτελεσμάτων και την συμμετοχή στην διαδικασία αξιολόγησης και τους παράγοντες που ενισχύουν την υλοποίησή της. Επίσης, αναζητήθηκε η διαφορά στις απόψεις των Διευθυντών Γυμνασίων και Δημοτικών σχολείων αναφορικά με την αξιολόγηση και τον χαρακτηρισμό του σχολείου τους ως οργανισμού που μαθαίνει. Ακολουθώντας τις παραδοχές του μετα-θετικιστικού παραδείγματος, η έρευνα υιοθέτησε την ποσοτική προσέγγιση ως ερευνητική στρατηγική. Στην έρευνα συμμετείχαν 148 Δημοτικά σχολεία και Γυμνάσια της Α΄, Β΄, Γ΄ και Δ΄ Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Αθήνας της Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Αττικής. Για την διερεύνηση των απόψεων των Διευθυντών αναφορικά με την αξιολόγηση και το σχολείο ως μανθάνοντα οργανισμό και των εκπαιδευτικών αναφορικά με το στυλ ηγεσίας των Διευθυντών τους χρησιμοποιήθηκε η έρευνα επισκόπησης αντιλήψεων, ενώ για την μέτρηση και περιγραφή του βαθμού στον οποίο υπάρχει συνδιακύμανση ανάμεσα στην αξιολόγηση και το σχολείο ως οργανισμό που μαθαίνει και για τον εντοπισμό των παραγόντων της αξιολόγησης που προβλέπουν καλύτερα το σχολείο που μαθαίνει χρησιμοποιήθηκαν η ερμηνευτική και η προγνωστική συσχέτιση, αντίστοιχα.Για την συλλογή των δεδομένων αξιοποιήθηκε το ηλεκτρονικό ερωτηματολόγιο. Το ερωτηματολόγιο το οποίο απευθυνόταν στους Διευθυντές αποτελείτο από τις ενότητες: α) το σχολείο ως οργανισμός που μαθαίνει, και β) αξιολόγηση. Στο ερωτηματολόγιο αναφορικά με το στυλ ηγεσίας των Διευθυντών ανταποκρίθηκαν 270 εκπαιδευτικοί οι οποίοι εξέφρασαν τις απόψεις τους σχετικά με την ικανότητα των Διευθυντών των σχολείων τους να διαμορφώνουν στόχους και όραμα, να παρέχουν υποστήριξη και ενθάρρυνση και να μετασχηματίζουν το σχολείο τους. Οι συμμετέχοντες Διευθυντές και εκπαιδευτικοί εξέφρασαν τις απόψεις τους σε πεντάβαθμη κλίμακα Likert. Η αξιοπιστία για τον παράγοντα σχολείο ως οργανισμός που μαθαίνει ήταν α= ,96, για τον παράγοντα αξιολόγηση α= ,97, και για τον παράγοντα ηγεσία α= ,98. Για την μελέτη του στυλ ηγεσίας, των σχολείων ως οργανισμών που μαθαίνουν και των απόψεων σχετικά με την αξιολόγηση χρησιμοποιήθηκε η περιγραφική ανάλυση δεδομένων για όλες τις ανεξάρτητες και εξαρτημένες μεταβλητές της έρευνας. Επιπλέον, πραγματοποιήθηκε t-test για ανεξάρτητα δείγματα για την εξέταση της διαφοράς ανάμεσα στις απόψεις των Διευθυντών Γυμνασίου και Δημοτικού σχετικά με τον οργανισμό που μαθαίνει και την αξιολόγηση. Ο συντελεστής συσχέτισης Kendall’s tau χρησιμοποιήθηκε για την διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των μεταβλητών του σχολείου ως οργανισμού που μαθαίνει και της αξιολόγησης, ενώ για να ελεγχθεί ποιοι παράγοντες της αξιολόγησης μπορούν να προβλέψουν σε σημαντικό βαθμό το σχολείο ως οργανισμό που μαθαίνει χρησιμοποιήθηκε η βηματική πολλαπλή παλινδρόμηση.Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι οι Διευθυντές τείνουν να υιοθετούν σε κάποιο βαθμό το μετασχηματιστικό στυλ ηγεσίας. Οι Διευθυντές δήλωσαν, επίσης, ότι τα σχολεία στα οποία υπηρετούν εμφανίζουν σε μέτριο βαθμό χαρακτηριστικά οργανισμού που μαθαίνει. Αναφορικά με την αξιολόγηση, η πλειοψηφία των Διευθυντών υποστήριξε ότι η ικανότητα του σχολείου τους για αξιολόγηση είναι ανεπαρκής, καθόσον υπάρχει πολύ χαμηλή αποδοχή της αξιολόγησης που φαίνεται πως οφείλεται στην έλλειψη συστηματικής και πλήρους ενημέρωσης σχετικά με την αξιολόγηση και τις θετικές συνέπειές της και στην απουσία κατάλληλων υποστηρικτικών δομών. Ωστόσο, βρέθηκε μια μέτριου βαθμού συμφωνία σχετικά με το όφελος που μπορούν να αποκομίσουν τα σχολεία από την χρήση των δεδομένων και την συμμετοχή όλων στην διαδικασία της αξιολόγησης. Όταν εξετάστηκε η σχέση της αξιολόγησης με το σχολείο ως οργανισμό που μαθαίνει βρέθηκε μικρή θετική συσχέτιση μεταξύ των δυο μεταβλητών. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι η αξιολόγηση συσχετίζεται θετικά σε μικρό, ωστόσο, βαθμό με 4 διαστάσεις του σχολείου-οργανισμού που μαθαίνει, ήτοι τη «δημιουργία και υποστήριξη συνεχούς επαγγελματικής μάθησης», την «προώθηση ομαδικής μάθησης και συνεργασίας», τη «δημιουργία κουλτούρας έρευνας και καινοτομίας» και τη «συλλογή και ανταλλαγή γνώσης». Η «ικανότητα για αξιολόγηση» ήταν η μόνη διάσταση της αξιολόγησης που είχε σημαντική θετική συσχέτιση με το σχολείο ως οργανισμό που μαθαίνει, με το κοινό όραμα και ξεκάθαρο προσανατολισμό για αξιολόγηση που βασίζεται σε συμμετοχικές διαδικασίες να αποτελεί ισχυρό προγνωστικό παράγοντα του σχολείου που μαθαίνει. Το σχολικό κλίμα και η ανάπτυξη δεξιοτήτων σχετικά με την αξιολόγηση φαίνεται ότι επηρεάζουν, επίσης, κάποιες μεταβλητές του σχολείου ως οργανισμού που μαθαίνει. Η περαιτέρω διερεύνηση της επίδρασης της αξιολόγησης στον μετασχηματισμό του σχολείου σε οργανισμό που μαθαίνει με την διεύρυνση του πεδίου έρευνας, συμπεριλαμβάνοντας όλη τη σχολική κοινότητα, και με την αξιοποίηση ποιοτικών μεθόδων έρευνας, θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανάπτυξη μοντέλων αξιολόγησης που αποβλέπουν στην δημιουργία ενός σχολείου που καινοτομεί, υποστηρίζει την αλλαγή, στοχάζεται σχετικά με τις πρακτικές του, προσαρμόζεται στο συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον του και προωθεί την μάθηση για όλα τα μέλη της σχολικής κοινότητας. Επιπλέον, θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τον σχεδιασμό παρεμβάσεων για την αλλαγή της στάσης των εκπαιδευτικών απέναντι στην αξιολόγηση εν γένει και την ανάπτυξη δεξιοτήτων αξιολόγησης με τελικό στόχο την ανάπτυξη σχολείων που μαθαίνουν.