Περίληψη
Εισαγωγή: Η αθηροσκλήρυνση ξεκινά από την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται στην ενήλικη ζωή. Η έγκαιρη ανίχνευσή της είναι σημαντική για την αποφυγή ή καθυστέρηση εκδήλωσης καρδιαγγειακής νόσου. Η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μη επεμβατική μέθοδος για την εκτίμηση της αθηροσκλήρυνσης είναι η μέτρηση του πάχους του έσω-μέσου χιτώνα στην κοινή καρωτίδα (cIMT). Η μέτρηση του cIMT αποτελεί μια απλή, φθηνή και αναπαραγώγιμη μέθοδο για την εκτίμηση και παρακολούθηση των παιδιών και των εφήβων που είναι σε αυξημένο κίνδυνο πρώιμης αθηροσκληρωτικής νόσου όπως είναι αυτά με δυσλιπιδαιμία. Σκοπός: Σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση του cIMT με τη βοήθεια του Β-mode υπερηχογραφήματος σε παιδιά και εφήβους με δυσλιπιδαιμία και άλλα χρόνια νοσήματα και η συσχέτισή του με το δείκτη μάζας-σώματος, τη βασική νόσο και την αντιμετώπισή της. Υλικό – Μέθοδος: Ο πληθυσμός της μελέτης αποτελείται από 1626 παιδιά και εφήβους (825 άρρενα), ηλικίας 4 - 18,3 ετών, 1149 με δυσλιπιδαιμία, 286 με φυσιολογικό λιπιδόγ ...
Εισαγωγή: Η αθηροσκλήρυνση ξεκινά από την παιδική ηλικία και εκδηλώνεται στην ενήλικη ζωή. Η έγκαιρη ανίχνευσή της είναι σημαντική για την αποφυγή ή καθυστέρηση εκδήλωσης καρδιαγγειακής νόσου. Η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη μη επεμβατική μέθοδος για την εκτίμηση της αθηροσκλήρυνσης είναι η μέτρηση του πάχους του έσω-μέσου χιτώνα στην κοινή καρωτίδα (cIMT). Η μέτρηση του cIMT αποτελεί μια απλή, φθηνή και αναπαραγώγιμη μέθοδο για την εκτίμηση και παρακολούθηση των παιδιών και των εφήβων που είναι σε αυξημένο κίνδυνο πρώιμης αθηροσκληρωτικής νόσου όπως είναι αυτά με δυσλιπιδαιμία. Σκοπός: Σκοπός της μελέτης είναι η εκτίμηση του cIMT με τη βοήθεια του Β-mode υπερηχογραφήματος σε παιδιά και εφήβους με δυσλιπιδαιμία και άλλα χρόνια νοσήματα και η συσχέτισή του με το δείκτη μάζας-σώματος, τη βασική νόσο και την αντιμετώπισή της. Υλικό – Μέθοδος: Ο πληθυσμός της μελέτης αποτελείται από 1626 παιδιά και εφήβους (825 άρρενα), ηλικίας 4 - 18,3 ετών, 1149 με δυσλιπιδαιμία, 286 με φυσιολογικό λιπιδόγραμμα (μάρτυρες), 27 με οικογενή υπερχοληστερολαιμία που τέθηκαν σε αγωγή με ατορβαστατίνη, 33 έφηβες με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS),50 με χρόνια νεφρική νόσο (ΧΝΝ) και 77 με νεοπλασματική νόσο. Σε όλους τους συμμετέχοντες, το cIMT μετρήθηκε σε 6 σημεία σε κάθε πλευρά και υπολογίστηκε ο μέσος όρος με τη χειροκίνητη μέθοδο. Επιπλέον, ελήφθη ατομικό και οικογενειακό ιστορικό και έγινε λεπτομερής κλινική εξέταση. Ο εργαστηριακός έλεγχος περιελάμβανε πλήρες λιπιδόγραμμα νηστείας, έλεγχο νεφρικής, ηπατικής και θυρεοειδικής λειτουργίας και γενική αίματος. Στα παιδιά με ΧΝΝ, ο έλεγχος της νεφρικής λειτουργίας ήταν πιο εκτεταμένος και στις έφηβες με PCOS έγινε έλεγχος για αντίσταση στην ινσουλίνη. Τα παιδιά που τέθηκαν σε φαρμακευτική αγωγή εκτιμήθηκαν πριν και μετά την αγωγή. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα της μελέτης ανά ομάδα πληθυσμού έχουν ως εξής: 1ον) Ομάδα ατόμων με και χωρίς δυσλιπιδαιμία: Το μέσο και διάμεσο cIMT δεν διέφεραν σημαντικά μεταξύ των δύο ομάδων, ακόμη και στο ίδιο φύλο. Η ηλικία και το φύλο ήταν σημαντικοί ανεξάρτητοι προβλεπτικοί παράγοντες του cIMT και στις δύο ομάδες. Όσο μεγαλύτερη η ηλικία τόσο υψηλότερο το cIMT, ενώ τα κορίτσια είχαν σημαντικά χαμηλότερο cIMT από τα αγόρια, ανεξάρτητα από ηλικία και ΒΜΙ. Το ΒΜΙ ήταν σημαντικός ανεξάρτητος προβλεπτικός παράγοντας μόνο στην ομάδα με δυσλιπιδαιμία. Τα παχύσαρκα παιδιά, στο σύνολό τους, είχαν σημαντικά υψηλότερο cIMT σε σύγκριση με τα φυσιολογικού βάρους και τα υπέρβαρα. Το στάδιο ήβης κατά Tanner, μετά από διόρθωση για συγχυτικούς παράγοντες, δεν επιδρούσε στη διαμόρφωση του cIMT. Στην ομάδα της δυσλιπιδαιμίας, σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση του cIMT είχαν οι: LDL ≥190 mg/dl, Non-HDL, ApoB, αθηρωματικοί δείκτες LDL/HDL & ApoB/ApoA1 (πολυπαραγοντική ανάλυση). Το 42,4% των ατόμων με δυσλιπιδαιμία είχαν επίσης αυξημένη Lp(a) (≥ 30 mg/L), η οποία δεν επιδρούσε στη διαμόρφωση του cIMT, ακόμη και όταν το cutoff) τίθετο σε ≥100 mg/dl. Το θετικό οικογενειακό ιστορικό δυσλιπιδαιμίας και πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου αποτελούσε σημαντικό προβλεπτικό παράγοντα του cIMT των παιδιών. 2ον) Ομάδα δυσλιπιδαιμίας που έλαβαν αγωγή με ατορβαστατίνη: Τα αγόρια εμφάνισαν τάση μείωσης του cIMT μετά από 7-35 μήνες χορήγησης, αν και στο 65% δεν είχε επιτευχθεί ο στόχος μείωσης της LDL-C (<130 mg/dl). Το cIMT πριν την έναρξη της αγωγής, ήταν σημαντικά υψηλότερο από των αγοριών ανάλογης ηλικίας με φυσιολογικό λιπιδόγραμμα. Τα αγόρια είχαν σημαντικά υψηλότερο cIMT από τα κορίτσια. 3ον) Ομάδα εφήβων με PCOS: Το cIMT δεν διέφερε από το cIMT εφήβων, ανάλογης ηλικίας και σταδίου Tanner, χωρίς PCOS. Σημαντική θετική συσχέτιση με το cIMT είχαν η συστολική αρτηριακή πίεση και το ΒΜΙ z-score. 4ον) Ομάδα ατόμων με ΧΝΝ: Από τους 50 συμμετέχοντες, οι 11 ήταν υπό αιμοκάθαρση και οι 16 μεταμοσχευμένοι. Στο σύνολο των ασθενών, το cIMT ήταν σημαντικά υψηλότερο από αυτό των 50 υγιών μαρτύρων αναλόγου ηλικίας και φύλου και είχε σημαντική θετική συσχέτιση με τη σχέση περιμέτρου μέσης προς ύψος (ΠΜ/Ύψος). Στην ομάδα των ασθενών, τα αυξημένα επίπεδα κρεατινίνης αποτελούσαν σημαντικό ανεξάρτητο προβλεπτικό παράγοντα του cIMT.5ον) Ομάδα ατόμων με νεοπλασματική νόσο: Το cIMT δεν διέφερε σημαντικά από αυτό των μαρτύρων, ανάλογης ηλικίας και φύλου. Στο σύνολο ασθενών – μαρτύρων, τα αγόρια είχαν σημαντικά υψηλότερο cIMT σε σύγκριση με τα κορίτσια, ενώ η ηλικία τους δεν διέφερε σημαντικά. Μόνο στα αγόρια, η ηλικία επιδρούσε σημαντικά στο cIMT. Συμπεράσματα: Η απουσία σημαντικής διαφοράς στο cIMT των παιδιών και εφήβων με δυσλιπιδαιμία ή με νεοπλασματική νόσο και των εφήβων με PCOS από των υγιών παιδιών και εφήβων με φυσιολογικό λιπιδόγραμμα, δείχνει ότι η κατάλληλη παρέμβαση μπορεί να καθυστερήσει ή να προλάβει την εξέλιξη της αθηροσκληρωτικής νόσου. Η ηλικία και το φύλο αποτελούν τους πιο σημαντικούς προβλεπτικούς παράγοντες του cIMT. Τα παχύσαρκα παιδιά με δυσλιπιδαιμία έχουν σημαντικά υψηλότερο cIMT από τα λεπτόσωμα. Μόνο τα πολύ υψηλά επίπεδα της LDL φαίνεται να επιδρούν στη διαμόρφωση του cIMT. Το θετικό οικογενειακό ιστορικό δυσλιπιδαιμίας και πρώιμης καρδιαγγειακής νόσου είναι σημαντικός προβλεπτικός παράγοντας του cIMT των παιδιών. Η αγωγή με ατορβαστατίνη φαίνεται ότι μειώνει τον ρυθμό εξέλιξης του cIMT στα αγόρια με οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Οι ασθενείς με ΧΝΝ, συμπεριλαμβανομένων των μεταμοσχευμένων, βρίσκονται σε αυξημένο κίνδυνο πρώιμης αθηροσκλήρωσης, όπως αυτό προκύπτει από το σημαντικά υψηλότερο cIMT σε σύγκριση με τους μάρτυρες. Επιπλέον, σημαντική επίδραση στην αύξηση του cIMT έχει η κοιλιακή κατανομή του λίπους, όπως εκτιμήθηκε από τη σχέση της ΠΜ/Υψος και ο βαθμός έκπτωσης της νεφρικής τους λειτουργίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Introduction: Atherosclerosis begins in childhood and manifests itself in adulthood. Early detection is important to prevent or delay the onset of cardiovascular disease. The most widely used non-invasive method for the assessment of atherosclerosis is the measurement of the intima media thickness in the common carotid artery (cIMT). The cIMT measurement is a simple, inexpensive, and reproducible method for assessing and monitoring children and adolescents who are at increased risk for early atherosclerotic disease such as those with dyslipidemia. Objectives: The aim of the study was to evaluate cIMT with the help of B-mode ultrasound in children and adolescents with dyslipidemia and other chronic diseases and its correlation with body mass index, the underlying disease and its treatment. Material and Methods: The study population consists of 1626 children and adolescents (825 males), aged 4 - 18.3 years, 1149 with dyslipidemia, 286 with normal lipid profile (controls), 27 with familia ...
Introduction: Atherosclerosis begins in childhood and manifests itself in adulthood. Early detection is important to prevent or delay the onset of cardiovascular disease. The most widely used non-invasive method for the assessment of atherosclerosis is the measurement of the intima media thickness in the common carotid artery (cIMT). The cIMT measurement is a simple, inexpensive, and reproducible method for assessing and monitoring children and adolescents who are at increased risk for early atherosclerotic disease such as those with dyslipidemia. Objectives: The aim of the study was to evaluate cIMT with the help of B-mode ultrasound in children and adolescents with dyslipidemia and other chronic diseases and its correlation with body mass index, the underlying disease and its treatment. Material and Methods: The study population consists of 1626 children and adolescents (825 males), aged 4 - 18.3 years, 1149 with dyslipidemia, 286 with normal lipid profile (controls), 27 with familial hypercholesterolemia treated with atorvastatin, 33 adolescents with polycystic ovary syndrome (PCOS), 50 with chronic kidney disease (CKD)and 77 with neoplastic disease. cIMT was measured at 6 points on each side in all participants and the mean of the measurements was calculated by the manual method. Moreover, an individual and family history was obtained and a detailed clinical examination was performed. A fasting lipid profile, markers of renal, hepatic and thyroid function, and a complete blood count were assessed. In children with CKD, a more extensive monitoring of renal function was performed and adolescents with PCOS were evaluated for insulin resistance. Children who were on medication were evaluated before and after treatment. Results: The results of the study by population group are as follows: 1st) Group of individuals with and without dyslipidemia: Mean and median cIMT did not differ significantly between the two groups, even in the same sex. Age and gender were important independent predictors of cIMT in both groups. The older the age the higher cIMT, while girls had significantly lower cIMT than boys, regardless of age and BMI. BMI was a significant independent predictor only in the group with dyslipidemia. Obese children had significantly higher cIMT compared to normal weight and overweight ones. Tanner's pubertal stage, after correction for confounding factors, did not affect cIMT. In the dyslipidemia group, cIMT was significantly correlated with LDL ≥190 mg/dl, Non-HDL, ApoB, and atherosclerotic markers LDL / HDL & ApoB / ApoA1 (multifactorial analysis). 42.4% of subjects with dyslipidemia had also elevated Lp (a) (≥ 30 mg/L), which did not affect cIMT, even when the cutoff was ≥100 mg / dl. A positive family history of dyslipidemia and early cardiovascular disease was an important predictor of pediatric cIMT. 2nd) Dyslipidemia group treated with atorvastatin: Males showed a tendency to decrease cIMT after 7-35 months of administration, although in 65% of them the LDL-C reduction target (<130 mg / dl) was not achieved. The cIMT before treatment was significantly higher than that of males of similar age with a normal lipid profile. Males had significantly higher cIMT than females. 3rd) Group of adolescents with PCOS: The cIMT was no different from the cIMT of adolescents, of similar age and Tanner stage, without PCOS. Systolic blood pressure and BMI z-score had a significant positive correlation with cIMT. 4th) Group of individuals with CKD: Among the 50 participants, 11 were on dialysis and 16 were renal transplant recipients. The cIMT of CKD patients was significantly higher than that of the 50 sex- and age-matched healthy controls and had a significant positive correlation with the waist-to-height (PM / Height) ratio. In the patient group, elevated creatinine levels were a significant independent predictor of cIMT. 5th) Group of participants with neoplastic disease: the cIMT did not differ significantly to sex- and age-matched controls. In the total population (patients and controls), boys had significantly higher cIMT compared to girls, while their age did not differ significantly. The age had a significant correlation with cIMT only in boys. Conclusions: The absence of a significant difference in cIMT of children and adolescents with dyslipidemia or neoplastic disease and of adolescents with PCOS from healthy children and adolescents with normal lipid profiles indicates that appropriate intervention may delay or prevent the progression of atherosclerotic disease. Age and gender are the most important predictors of cIMT. Obese children with dyslipidemia have a significantly higher cIMT than leptosomes. Only very high levels of LDL appear to affect cIMT. A positive family history of dyslipidemia and early cardiovascular disease is an important predictor of cIMT in the pediatric population. Atorvastatin treatment appears to reduce the rate of cIMT progression in boys with familial hypercholesterolemia. Patients with CKD, including transplant recipients, are at increased risk of early atherosclerosis, as they have significantly higher cIMT compared to controls. In addition, a significant effect on the increase of cIMT has the abdominal fat distribution, as estimated by the ratio of PM / Height, as well as the degree of renal impairment.
περισσότερα