Περίληψη
Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση της διεπιδραστικής διορθωτικής ανατροφοδότησης στο πλαίσιο διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής ως Γ2. Για τον λόγο αυτό, σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν δύο έρευνες οι οποίες προσπαθούν να φωτίσουν τη διαδικασία αυτή, μέσα από τη διερεύνηση της διορθωτικής ανατροφοδότησης τόσο από την πλευρά των διδασκόντων όσο και από την πλευρά των διδασκομένων. Σκοπός της πρώτης έρευνας είναι η αποτύπωση της διαδικασίας διόρθωσης στις τάξεις αρχαρίων κατά τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως Γ2 από την πλευρά των διδασκόντων. Πιο συγκεκριμένα, στόχος της έρευνας είναι αφενός να καταγραφούν οι διδακτικές πρακτικές των διδασκόντων κατά τη διαδικασία διόρθωσης, αφετέρου να διερευνηθεί κατά πόσο οι πεποιθήσεις και οι παράγοντες που δηλώνουν ότι λαμβάνουν υπόψιν κατά την εφαρμογή των πρακτικών διόρθωσης συμφωνούν με τις διαδικασίες που εφαρμόζουν στην πράξη. Για τον λόγο αυτό, σχεδιάστηκε μία έρευνα μικτών μεθόδων περίπτωσης με παράλληλο σχεδιασμό τριγωνοποίησης. ...
Στόχος της παρούσας διατριβής είναι η διερεύνηση της διεπιδραστικής διορθωτικής ανατροφοδότησης στο πλαίσιο διδασκαλίας της Νέας Ελληνικής ως Γ2. Για τον λόγο αυτό, σχεδιάστηκαν και υλοποιήθηκαν δύο έρευνες οι οποίες προσπαθούν να φωτίσουν τη διαδικασία αυτή, μέσα από τη διερεύνηση της διορθωτικής ανατροφοδότησης τόσο από την πλευρά των διδασκόντων όσο και από την πλευρά των διδασκομένων. Σκοπός της πρώτης έρευνας είναι η αποτύπωση της διαδικασίας διόρθωσης στις τάξεις αρχαρίων κατά τη διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως Γ2 από την πλευρά των διδασκόντων. Πιο συγκεκριμένα, στόχος της έρευνας είναι αφενός να καταγραφούν οι διδακτικές πρακτικές των διδασκόντων κατά τη διαδικασία διόρθωσης, αφετέρου να διερευνηθεί κατά πόσο οι πεποιθήσεις και οι παράγοντες που δηλώνουν ότι λαμβάνουν υπόψιν κατά την εφαρμογή των πρακτικών διόρθωσης συμφωνούν με τις διαδικασίες που εφαρμόζουν στην πράξη. Για τον λόγο αυτό, σχεδιάστηκε μία έρευνα μικτών μεθόδων περίπτωσης με παράλληλο σχεδιασμό τριγωνοποίησης. Η έρευνα συνίσταται σε ποσοτικά και ποιοτικά δεδομένα, τα οποία συλλέχθηκαν, αναλύθηκαν ξεχωριστά και στη συνέχεια ενοποιήθηκαν, ώστε να εντοπιστούν τα σημεία που αυτά συγκλίνουν και αποκλίνουν. Τα ποσοτικά δεδομένα συλλέχθηκαν μέσα από την παρακολούθηση των μαθημάτων των διδασκόντων, ενώ τα ποιοτικά δεδομένα συλλέχθηκαν μέσα από τις συνεντεύξεις τους. Τα ποσοτικά δεδομένα υποβλήθηκαν σε στατιστική επεξεργασία, ενώ τα ποιοτικά δεδομένα αναλύθηκαν με τη μέθοδο της θεματικής ανάλυσης περιεχομένου. Στην έρευνα συμμετείχαν πέντε τάξεις αρχαρίων (67 μαθητές) καθώς και πέντε διδάσκοντες του Διδασκαλείου Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Η ερευνήτρια παρατήρησε τρία τρίωρα μαθήματα από κάθε διδάσκοντα. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν την εφαρμογή των διδακτικών πρακτικών των διδασκόντων είναι τόσο ενδογενείς, γνωστικοί ή συναισθηματικοί όσο και εξωγενείς, άμεσα σχετιζόμενοι με περιορισμούς που αφορούν το περιβάλλον στο οποίο λαμβάνει χώρα η διεπίδραση. Επιπλέον, κατά τη σύγκριση των πεποιθήσεων που δήλωσαν ότι έχουν οι διδάσκοντες έναντι της ΔΑ με τις διδακτικές τους πρακτικές, εντοπίστηκαν αποκλίσεις ως προς το είδος των στρατηγικών ΔΑ που χρησιμοποιούν. Τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν την ανάγκη για αναστοχασμό των διδασκόντων και την καλλιέργεια αυτεπίγνωσης σχετικά με τις πρακτικές που εφαρμόζουν. Η έρευνα καταδεικνύει επίσης την πολυπλοκότητα του φαινομένου της ανατροφοδότησης. Για τον λόγο αυτό προτείνεται να ενταχθεί στα προγράμματα επιμόρφωσης των διδασκόντων. Σκοπός της δεύτερης έρευνας που εντάχθηκε στην παρούσα διατριβή είναι η διερεύνηση της επιρροής της διορθωτικής ανατροφοδότησης, από την πλευρά των μαθητών. Αναλυτικότερα, η δεύτερη έρευνα εξετάζει την επιρροή της διορθωτικής ανατροφοδότησης στην κατάκτηση της μορφολογίας του Αορίστου σε αρχάριους μαθητές της Ελληνικής ως Γ2. Για τον λόγο αυτό, σχεδιάστηκε μία ημι-πειραματική έρευνα η οποία εξετάζει α) την πιθανή επιρροή της διορθωτικής ανατροφοδότησης στην κατάκτηση της μορφολογίας του Αορίστου, β) την επιρροή δύο στρατηγικών διόρθωσης, της αναδιατύπωσης και της μεταγλωσσικής ανατροφοδότησης, στην ανάπτυξη της ρητής γνώσης των μαθητών, γ) την επιρροή της επίδοσης των μαθητών στην αποτελεσματικότητα των στρατηγικών διόρθωσης, δ) εάν υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ των στρατηγικών διόρθωσης και της επίδοσης των μαθητών, εάν δηλαδή οι στρατηγικές διόρθωσης επηρεάζουν την επίδοση των μαθητών ενώ την ίδια στιγμή η επίδοση των μαθητών επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών διόρθωσης. Στην έρευνα συμμετείχαν δέκα τάξεις αρχαρίων (86 μαθητές) του Διδασκαλείου Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Οι μαθητές συμμετείχαν σε δύο διεκπεραιωτικές δραστηριότητες, οι οποίες εφαρμόστηκαν βάσει των αρχών της διδασκαλίας της εστίασης στον τύπο. Πριν από την παρέμβαση, διενεργήθηκε ένα διαγνωστικό τεστ κατάταξης, ώστε να κατηγοριοποιηθούν οι μαθητές, βάσει της επίδοσής τους, στους μαθητές χαμηλής και υψηλής επίδοσης. Δημιουργήθηκαν τρεις ομάδες, ανάλογα με τις συνθήκες ανατροφοδότησης στις οποίες εκτέθηκαν. Η Ομάδα Α΄ έλαβε ανατροφοδότηση με τη μορφή της αναδιατύπωσης, η Ομάδα Β΄ έλαβε ανατροφοδότηση με τη μορφή της στρατηγικής της μεταγλωσσικής ανατροφοδότησης ενώ η Ομάδα Γ΄ αποτέλεσε την ομάδα ελέγχου, η οποία, αν και συμμετείχε στις παρεμβάσεις, δεν έλαβε ΔΑ στη δομή-στόχο. Η επίδοση των μαθητών αξιολογήθηκε μέσω ενός τεστ γραμματικής αποδεκτότητας, το οποίο διενεργήθηκε πριν και μετά την παρέμβαση. Το συγκεκριμένο τεστ χρησιμοποιήθηκε για την αξιολόγηση της ανάπτυξης της ρητής γνώσης των μαθητών όσον αφορά το φαινόμενο του Αορίστου. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η επίδοση των πειραματικών ομάδων ξεπέρασε την επίδοση της ομάδας ελέγχου, ενώ δεν εντοπίστηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στην επιρροή της αναδιατύπωσης και της μεταγλωσσικής ανατροφοδότησης στην κατάκτηση του φαινομένου. Επιπλέον, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η αποτελεσματικότητα των στρατηγικών διόρθωσης επηρεάστηκε από την επίδοση των μαθητών. Συγκεκριμένα, τα ευρήματα έδειξαν ότι oι μαθητές υψηλής επίδοσης ωφελήθηκαν στον ίδιο βαθμό και από τις δύο στρατηγικές διόρθωσης, ενώ οι μαθητές χαμηλής επίδοσης ωφελήθηκαν μόνο από τη μεταγλωσσική ανατροφοδότηση.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of the dissertation is to investigate interactional corrective feedback in the context of Greek as a L2. With this aim in mind two empirical studies were designed to investigate oral corrective feedback from both teachers’ and students’ perspective. The aim of the first study was to capture oral corrective feedback in beginners’ classrooms from teachers’ perspective. More specifically, the study aimed to investigate teachers’ beliefs about oral corrective feedback and the factors that teachers take into consideration when making decisions on the implementation of their corrective techniques. Additionally, the study aimed to examine the extent to which teachers’ stated beliefs matched their teaching practices. The study was framed within a mixed methods case study with concurrent triangulation design. Quantitative and qualitative data were collected, analyzed separately and then linked together to examine the correlations and the discrepancies between the two sets of data. The q ...
The aim of the dissertation is to investigate interactional corrective feedback in the context of Greek as a L2. With this aim in mind two empirical studies were designed to investigate oral corrective feedback from both teachers’ and students’ perspective. The aim of the first study was to capture oral corrective feedback in beginners’ classrooms from teachers’ perspective. More specifically, the study aimed to investigate teachers’ beliefs about oral corrective feedback and the factors that teachers take into consideration when making decisions on the implementation of their corrective techniques. Additionally, the study aimed to examine the extent to which teachers’ stated beliefs matched their teaching practices. The study was framed within a mixed methods case study with concurrent triangulation design. Quantitative and qualitative data were collected, analyzed separately and then linked together to examine the correlations and the discrepancies between the two sets of data. The quantitative set of data was collected from observations of teachers’ classes, while the qualitative data was collected from teachers’ interviews. Quantitative data were statistically analyzed, while interview data were subjected to thematic content analysis. The sample consisted of were five intact beginners’ classes (67 students) and five teachers of the Modern Greek Language Teaching Center of the University of Athens. The researcher observed three 3-hour classes from each teacher. Results showed that teachers’ decisions were influenced by cognitive, affective and situational factors. Moreover, results showed discrepancies between their stated beliefs and their teaching practices regarding corrective feedback strategies. This study argues that teachers need to reflect on their teaching practices, cultivate self-knowledge and become aware of their actual feedback-practice. Finally, it seems that corrective feedback is a complex phenomenon, and it should become a topic of importance in teacher education programs. The aim of the second study of the dissertation is to investigate the impact of corrective feedback on the acquisition of past tense morphology in beginners’ classes of Greek as a second language. For this reason, a semi-experimental study was designed to examine: (a) the possible impact of oral corrective feedback on the acquisition of the Greek past tense morphology; (b) the effects of two corrective feedback strategies, namely recasts and metalinguistic feedback on the development of students’ explicit knowledge; (c) the effect of student’s proficiency on the effectiveness of the corrective feedback strategies; (d) the interaction between feedback type and learner’s proficiency. The sample of this study consisted of ten beginners’ intact classes (86 students). The participants were divided into two proficiency levels (high vs low) according to their performance on a placement test. The classes were assigned to three conditions. Each class received one of the following treatments in response to any utterance that contained an error in the target structure: (a) recast; (b) metalinguistic feedback; (c) no feedback on the target structure. Students’ progress was assessed based on a grammaticality judgment test that was administrated before and after the treatment to measure participants’ development on the explicit knowledge of past tense morphology. Results showed that the experimental groups which received recasts and metalinguistic feedback outperformed the control group, while no statistical significance was found between the effects of corrective recasts and metalinguistic feedback on acquisition of past tense. Moreover, the results showed that the effectiveness of feedback strategies depended on the learners’ proficiency. High-proficiency learners benefited equally from both metalinguistic feedback and recasts, whereas low-proficiency learners benefited significantly more from metalinguistic feedback than from recasts.
περισσότερα