Περίληψη
Η εργασία αυτή μελετά τα Προγράμματα Σπουδών επιστημονικού γραμματισμού και την πιθανή επίδραση των θεσμικών και επιστημολογικών χαρακτηριστικών των προγραμμάτων στη διδασκαλία και τη μάθηση των Φυσικών Επιστημών. Τα προγράμματα επιστημονικού γραμματισμού, που εμφανίστηκαν στο χώρο της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών ως αποτέλεσμα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 στην Αμερική, είχαν παγκόσμια απήχηση. Η έννοια του επιστημονικού γραμματισμού που εισήγαγαν βρήκε εφαρμογή σε Προγράμματα Σπουδών (ΠΣ) διεθνώς. Με αυτήν την έννοια η μελέτη της επίδραση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτών των προγραμμάτων στη διδασκαλία και τη μάθηση των Φυσικών Επιστημών παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον.Τα κείμενα που γράφτηκαν μέχρι σήμερα, γύρω από αυτά τα θέματα, στα περιοδικά και τα βιβλία της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών είναι παρά πολλά, το θεωρητικό τους υπόβαθρο ποικίλο και τα συμπεράσματά τους πολλές φορές αντιφατικά. Έτσι το ερώτημα που εστιάζει στο πως τα ΠΣ ...
Η εργασία αυτή μελετά τα Προγράμματα Σπουδών επιστημονικού γραμματισμού και την πιθανή επίδραση των θεσμικών και επιστημολογικών χαρακτηριστικών των προγραμμάτων στη διδασκαλία και τη μάθηση των Φυσικών Επιστημών. Τα προγράμματα επιστημονικού γραμματισμού, που εμφανίστηκαν στο χώρο της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών ως αποτέλεσμα της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας που ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 στην Αμερική, είχαν παγκόσμια απήχηση. Η έννοια του επιστημονικού γραμματισμού που εισήγαγαν βρήκε εφαρμογή σε Προγράμματα Σπουδών (ΠΣ) διεθνώς. Με αυτήν την έννοια η μελέτη της επίδραση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών αυτών των προγραμμάτων στη διδασκαλία και τη μάθηση των Φυσικών Επιστημών παρουσιάζει ευρύτερο ενδιαφέρον.Τα κείμενα που γράφτηκαν μέχρι σήμερα, γύρω από αυτά τα θέματα, στα περιοδικά και τα βιβλία της Διδακτικής των Φυσικών Επιστημών είναι παρά πολλά, το θεωρητικό τους υπόβαθρο ποικίλο και τα συμπεράσματά τους πολλές φορές αντιφατικά. Έτσι το ερώτημα που εστιάζει στο πως τα ΠΣ του επιστημονικού γραμματισμού επηρεάζουν τις απόψεις για τη διδασκαλία και τη μάθηση των ΦΕ παραμένει ανοιχτό. Η προσέγγισή μας στην προσπάθεια για να δοθεί μια όσο γίνεται πιο απλή και συνεκτική απάντηση ήταν ερμηνευτική. Μας ενδιέφεραν πιθανές απλές και συνεκτικές, εκ των υστέρων, εξηγήσεις ή ερμηνείες για τα φαινόμενα παρά η διατύπωση γενικών αξιωμάτων ή η κριτική των θεωριών που στηρίζουν τα ποικίλα συμπεράσματα της βιβλιογραφίας. Με βάση αυτή τη λογική, θεωρήσαμε ως δεδομένα τα συμπεράσματα της βιβλιογραφίας και επιλέξαμε την μέθοδο της αναλυτικής επαγωγής για την ανάλυσή τους. Εδώ, ο ερευνητής ξεκινά με έναν αδρό ορισμό του ερευνητικού προβλήματος, συνεχίζει με την υποθετική εξήγηση του και ακολουθεί η συλλογή των δεδομένων. Εάν μια περίπτωση (ένα συμπέρασμα από τη βιβλιογραφία) δεν είναι συνεπής με την υποθετική εξήγηση, αντιμετωπίζεται από τον αναλυτή ο οποίος είτε ξαναορίζει την υπόθεση έτσι ώστε να αποκλείει τις αποκλίνουσες ή αρνητικές περιπτώσεις (ήδη υπαρκτά συμπεράσματα) ή αναδιατυπώνει την υπόθεση και συνεχίζει με τη συλλογή περισσότερων δεδομένων.Η πρώτη ανάλυση των δεδομένων έδειξε επίδραση των δηλωμένων και άδηλων επιστημολογικών παραδοχών πρωτίστως στις απόψεις για τη μάθηση και τους στόχους των ΠΣ και -με φθίνουσα σειρά- στις απόψεις για τη διδασκαλία, το περιεχόμενο των ΠΣ και την αξιολόγηση. Η μελέτη των θεσμικών χαρακτηριστικών ανέδειξε την επίδραση εκπαιδευτικών και μη θεσμικών οργάνων στη διαμόρφωση των διδακτικών χαρακτηριστικών των Προγραμμάτων Σπουδών. Φάνηκε ακόμη ότι υπάρχει αποτύπωση των κοινωνικών και πολιτικών απόψεων των σχεδιαστών στα ΠΣ. Η διατύπωση της θεωρίας/ ερμηνευτικής υπόθεσης που ακολούθησε την Α΄ Ανάλυση εκφράζει αυτές τις επιδράσεις: Θεσμοί και θεσμικά όργανα μεταφέρουν διαφορετικές κοινωνικές και πολιτικές τοποθετήσεις στο σχεδιασμό των ΠΣ των Φυσικών Επιστημών με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ανάλογων εκπαιδευτικών θέσεων. Ο ρόλος της επίδρασης των επιστημολογικών χαρακτηριστικών δεν ήταν δυνατό να οριστεί με ακρίβεια σε αυτό το στάδιο.Η Β΄ Ανάλυση επέκτεινε, διευκρίνισε και οριστικοποίησε την επίδραση των επιστημολογικών, θεσμικών, κοινωνικών και πολιτικών παραγόντων στα Προγράμματα Σπουδών. Τα επιστημολογικά χαρακτηριστικά επηρεάζουν και επηρεάζονται από τις κοινωνικές απόψεις και προτάσεις των σχεδιαστών των προγραμμάτων και διαμορφώνουν ανάλογες εκπαιδευτικές θέσεις. Οι επιστημολογικές πεποιθήσεις διαμορφώνουν ακόμη θεσμικά πλαίσια και διαμορφώνονται από τους θεσμούς με τις κοινωνικοπολιτικές τοποθετήσεις των διαφορών θεσμικών ομάδων να παίζουν διαμεσολαβητικό ρόλο. Ολοκληρώνουμε την έρευνά μας με μια πρόταση για το πώς τα ευρήματά μας αυτά θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν στο σχεδιασμό των Προγραμμάτων Σπουδών Φυσικών Επιστημών.
περισσότερα