Περίληψη
Η θεωρία δεσμού στους ενήλικες θεωρεί τους πρώιμους μηχανισμούς της επεξεργασίας πληροφοριών, όπως η προσοχή, πολύ σημαντικούς για τη ρύθμιση του συστήματος συμπεριφορών δεσμού αλλά και τη ρύθμιση των συναισθημάτων γενικότερα. Ωστόσο, η έρευνα που αφορά αυτούς τους μηχανισμούς βρίσκεται σε αρχικά στάδια. Η σειρά μελετών που εκπονήθηκαν στα πλαίσια αυτής της διδακτορικής διατριβής είχαν ως σκοπό την εξέταση γνωστικών παραμέτρων και παραμέτρων κινήτρων στην επεξεργασία της συναισθηματικής πληροφορίας υπό το πρίσμα των ατομικών διαφορών στην οργάνωση του συστήματος δεσμού (ασφαλής και ανασφαλής προσανατολισμός) στους ενήλικες. Ένα κεντρικό ερευνητικό ερώτημα που θέτουν οι μελέτες που παρουσιάζονται εδώ, είναι το πώς διαφορετικές συνθήκες ενεργοποίησης του συστήματος δεσμού, ιδιαίτερα ως προς τον προσανατολισμό ανασφαλούς δεσμού, επηρεάζουν την επεξεργασία πληροφοριών. Ένα δεύτερο ερευνητικό ερώτημα αφορούσε την εξέταση του πρώτου ερωτήματος σε σχέση με την επεξεργασία πληροφοριών που έχου ...
Η θεωρία δεσμού στους ενήλικες θεωρεί τους πρώιμους μηχανισμούς της επεξεργασίας πληροφοριών, όπως η προσοχή, πολύ σημαντικούς για τη ρύθμιση του συστήματος συμπεριφορών δεσμού αλλά και τη ρύθμιση των συναισθημάτων γενικότερα. Ωστόσο, η έρευνα που αφορά αυτούς τους μηχανισμούς βρίσκεται σε αρχικά στάδια. Η σειρά μελετών που εκπονήθηκαν στα πλαίσια αυτής της διδακτορικής διατριβής είχαν ως σκοπό την εξέταση γνωστικών παραμέτρων και παραμέτρων κινήτρων στην επεξεργασία της συναισθηματικής πληροφορίας υπό το πρίσμα των ατομικών διαφορών στην οργάνωση του συστήματος δεσμού (ασφαλής και ανασφαλής προσανατολισμός) στους ενήλικες. Ένα κεντρικό ερευνητικό ερώτημα που θέτουν οι μελέτες που παρουσιάζονται εδώ, είναι το πώς διαφορετικές συνθήκες ενεργοποίησης του συστήματος δεσμού, ιδιαίτερα ως προς τον προσανατολισμό ανασφαλούς δεσμού, επηρεάζουν την επεξεργασία πληροφοριών. Ένα δεύτερο ερευνητικό ερώτημα αφορούσε την εξέταση του πρώτου ερωτήματος σε σχέση με την επεξεργασία πληροφοριών που έχουν να κάνουν με το συναίσθημα και πληροφοριών που έχουν να κάνουν με το δεσμό. Αυτά τα δύο ερωτήματα εξετάστηκαν στις δύο πρώτες μελέτες. Η τρίτη μελέτη επέκτεινε την έρευνα ως προς την επίδραση που έχει η υποουδική ενεργοποίηση της ασφάλειας στην επεξεργασία πληροφοριών συναισθηματικού τύπου. Η τέταρτη και τελευταία μελέτη επέκτεινε το ερευνητικό πρόγραμμα μέσα από την εξέταση της επίδρασης των ατομικών διαφορών του συστήματος δεσμού στην αποκωδικοποίηση συναισθηματικών εκφράσεων του προσώπου και σχετικών παραμέτρων κινήτρων. Η σειρά μελετών υιοθέτησε διαφορετικές μεθόδους αξιολόγησης της επεξεργασίας πληροφοριών. Οι δύο πρώτες μελέτες διερεύνησαν τις επιδράσεις διαφορετικών μεθόδων ενεργοποίησης στην επεξεργασία των διαπροσωπικών και συναισθηματικών πληροφοριών με τη χρήση μεθοδολογίας υποουδικής και υπερουδικής ενεργοποίησης του συστήματος συμπεριφορών δεσμού (Mikulincer και συν., 2002). Στις μελέτες υιοθετήθηκαν δύο διαφορετικά έργα εκτίμησης γνωστικής επεξεργασίας πληροφοριών: ένα έργο συναισθηματικού Stroop, στην πρώτη μελέτη, και ένα έργο ανίχνευσης κουκκίδας στη δεύτερη. Ο γνωστικός ενεργοποιητής, η λέξη εγκατάλειψη, παρουσιαζόταν πριν από κάθε δοκιμή είτε υπερουδικά είτε υποουδικά ανάλογα με την συνθήκη ενεργοποίησης. Στην πρώτη κύρια μελέτη, οι 97 συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε τρεις ομάδες – συνθήκη υποουδικής ενεργοποίησης, συνθήκη υπερουδικής ενεργοποίησης, και συνθήκη ελέγχου, και μετέπειτα πήραν μέρος στη δοκιμασία Stroop ή οποία περιελάμβανε 5 κατηγορίες ερεθισμάτων (αρνητικές συναισθηματικές λέξεις, θετικές συναισθηματικές λέξεις, αρνητικές λέξεις σχετικές με το δεσμό, θετικές λέξεις σχετικές με το δεσμό και ουδέτερες λέξεις). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όταν το σύστημα δεσμού ενεργοποιήθηκε υπερουδικά, άτομα με υψηλό σκορ στην διάσταση της αποφυγής απέφυγαν (είχαν συντομότερους χρόνους αντίδρασης) την επεξεργασία αρνητικών πληροφοριών που σχετίζονται με το δεσμό, γεγονός που οδήγησε σε μείωση του φαινομένου Stroop (μειωμένη παρεμβολή), ενώ υπήρξαν επίσης ενδείξεις για το ότι υπό τις ίδιες συνθήκες ενεργοποίησης επηρεάζεται και η επεξεργασία αρνητικών συναισθηματικών πληροφοριών (που δεν σχετίζονται με το δεσμό). Δεν υπήρξαν σημαντικά αποτελέσματα για τους ενήλικες με προσανατολισμό άγχους-εμμονής. Τα αποτελέσματα συμφωνούν με προηγούμενες μελέτες (π.χ., Edelstein & Gillath, 2008), και φανερώνουν ότι οι ενήλικες τύπου αποφυγής χρησιμοποιούν ελεγχόμενες αμυντικές στρατηγικές κατά την επεξεργασία αρνητικών διαπροσωπικών και συναισθηματικών πληροφοριών. Στη δεύτερη μελέτη, χρησιμοποιήθηκε ο ίδιος μεθοδολογικός σχεδιασμός ως προς την ενεργοποίηση, με εκείνον της πρώτης μελέτης. Ωστόσο, στη δεύτερη μελέτη χρησιμοποιήθηκε ένα διαφορετικό εργαλείο μέτρησης της επεξεργασίας πληροφοριών, το τεστ ανίχνευσης κουκκίδας. Το σκεπτικό ήταν να αξιολογηθούν πρώιμα στάδια της επεξεργασίας των πληροφοριών (ιδιαίτερα ως προς την κατανομή της προσοχής). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι όταν το σύστημα δεσμού ενεργοποιήθηκε υπερουδικά, τα άτομα υψηλής αποφυγής απομάκρυναν την προσοχή τους από αρνητικές συναισθηματικές πληροφορίες (που δεν σχετίζονται με το δεσμό), ενώ όταν το σύστημα δεσμού ενεργοποιήθηκε υποουδικά τότε τα άτομα υψηλής αποφυγής απέστρεψαν την προσοχή τους από θετικές λέξεις που αφορούν το δεσμό. Για καμία από τις δύo διαστάσεις, άγχος-εμμονή ή αποφυγή δε βρέθηκαν στρεβλώσεις στην επεξεργασία θετικών συναισθηματικών πληροφοριών ή αρνητικών πληροφοριών που σχετίζονται με το δεσμό ως συνάρτηση των συνθηκών γνωστικής ενεργοποίησης. Όπως και στην προηγούμενη μελέτη, δεν υπήρξαν ευρήματα αναφορικά με τα άτομα προσανατολισμού άγχους-εμμονής. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν ότι οι ενήλικες τύπου αποφυγής χρησιμοποιούν συνειδητούς αμυντικούς μηχανισμούς κατά την επεξεργασία αρνητικών συναισθηματικών πληροφοριών ακόμα και σε πρωιμότερα στάδια της επεξεργασίας των πληροφοριών. Ωστόσο, φαίνεται ότι μία πρώτη «στρατηγική άμυνας» μπορεί να είναι πιο αυτόματη και να αφορά ακόμα και θετικές διαπροσωπικές πληροφορίες. Τα αποτελέσματα των δύο πρώτων μελετών συζητούνται μέσα από ένα πλαίσιο γνωστικών παραμέτρων αλλά και παραμέτρων κινήτρων. Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότεροι ερευνητές ενδιαφέρονται για την επίδραση των ατομικών διαφορών της οργάνωσης του δεσμού στην επεξεργασία των συναισθηματικών πληροφοριών που σχετίζονται ή όχι με το δεσμό. Οι μελέτες αυτές έχουν επικεντρωθεί κυρίως στην πιθανή σχέση ανάμεσα στα ανασφαλή ενεργά μοντέλα δεσμού και τις γνωστικές διαδικασίες αγνοώντας το πώς τα άτομα με ασφαλή προσανατολισμό δεσμού επεξεργάζονται τις σχετικές με το δεσμό πληροφορίες και τις συναισθηματικές πληροφορίες γενικότερα. Για να είναι δυνατή ή εξαγωγή σαφών συμπερασμάτων για τον τρόπο που ανασφαλή άτομα επεξεργάζονται τις συναισθηματικού τύπου πληροφορίες αλλά και για τις συνέπειες αυτής της προκατειλημμένης επεξεργασίας είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς λειτουργούν τα ασφαλή άτομα και ποιοι είναι οι προστατευτικοί τους μηχανισμοί. Η τρίτη μελέτη λοιπόν, εξέτασε την επίδραση της υποουδικής ενεργοποίησης του σχήματος ασφαλούς βάσης στην επεξεργασία συναισθηματικών πληροφοριών και πληροφοριών που σχετίζονται με το δεσμό, καθώς και την αλληλεπίδραση αυτής της ενεργοποίησης με τις ατομικές διαφορές των προσανατολισμών δεσμού. Οι συμμετέχοντες (Ν = 72) χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες – ομάδα υποουδικής ενεργοποίησης (υποουδική παρουσίαση ενός πίνακα του Picasso που απεικονίζει μια μητέρα που κρατά στην αγκαλιά της ένα βρέφος) και ομάδα ελέγχου – και ακολούθως εκτέλεσαν το τεστ ανίχνευσης κουκκίδας. Τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι η ενεργοποίηση της ασφάλειας, σε αλληλεπίδραση με τους προδιαθεσικούς τύπους δεσμού, επηρεάζει την επεξεργασία θετικών συναισθηματικών πληροφοριών που δε σχετίζονται με το δεσμό. Επιπλέον, τα ευρήματα αυτά δεν μπορούν να εξηγηθούν από την θετική διάθεση των συμμετεχόντων καθώς αυτή ελέγχθηκε. Ωστόσο, η ενεργοποίηση του σχήματος ασφαλούς βάσης δεν φάνηκε να επηρεάζει την επεξεργασία των πληροφοριών ανεξάρτητα από τον προδιαθεσικό τύπο δεσμού όπως είχε αρχικά υποτεθεί. Οι υποθέσεις της μελέτης που δεν επιβεβαιώθηκαν από τα ευρήματα, συζητούνται σε σχέση με την συγκεκριμένη τεχνική ενεργοποίησης των ενεργών μοντέλων ασφάλειας και σε σχέση με την χρήση του τεστ ανίχνευσης κουκκίδας για την αξιολόγηση της προσοχής. Παρόλο που η θεωρία δεσμού πρεσβεύει ότι το σύστημα συμπεριφορών δεσμού ρυθμίζει την προσαρμογή μέσω των κινήτρων και των στόχων, η έρευνα που αφορά τις ατομικές διαφορές στο δεσμό και τη ρύθμιση του συναισθήματος έχει επικεντρωθεί κυρίως σε γνωστικές διεργασίες (π.χ., προσοχή και αντίληψη). Η τέταρτη μελέτη της παρούσας διατριβής αποτελεί την πρώτη προσπάθεια να εξεταστεί ο ρόλος της αλληλεπίδρασης των προσανατολισμών δεσμού με τους κοινωνικούς στόχους και τα κίνητρα στην ακρίβεια αποκωδικοποίησης συναισθηματικών εκφράσεων του προσώπου. Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης 104 άτομα συμμετείχαν σε μια δοκιμασία αποκωδικοποίησης συναισθηματικών εκφράσεων του προσώπου (χαρά, φόβος, λύπη, θυμός) που είχαν παραποιηθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να δημιουργηθούν 10 διαφορετικά επίπεδα «οπτικού θορύβου». Στην πρώτη φάση της μελέτης οι συμμετέχοντες είχαν συμπληρώσει μια σειρά ερωτηματολογίων όπως η ΑΚΒΔΣ, το Ερωτηματολόγιο Κοινωνικών Στόχων και οι Κλίμακες Συμπεριφορικής Αναστολής και Συμπεριφορικής Ενεργοποίησης (BIS/BAS). Με βάση τα ευρήματα, η διάσταση της αποφυγής σχετίστηκε θετικά με τους χαμηλούς στόχους προσέγγισης, και την χαμηλή συμπεριφορική ενεργοποίηση (BAS), και αρνητικά με τους κοινωνικούς στόχους αποφυγής. Από την άλλη, η διάσταση του άγχους-εμμονής, σχετίστηκε θετικά με την συμπεριφορική αναστολή (BIS), αλλά όχι και με τους στόχους αποφυγής όπως θα ήταν αναμενόμενο. Αναφορικά με τους κοινωνικούς στόχους και κίνητρα βρέθηκαν θετικές συσχετίσεις ανάμεσα στους κοινωνικούς στόχους αποφυγής και προσέγγισης και την αποκωδικοποίηση της χαράς χαμηλού «οπτικού θορύβου», αλλά και ανάμεσα στην συμπεριφορική ενεργοποίηση (BAS) και την ακρίβεια αποκωδικοποίησης του θυμού χαμηλού «οπτικού θορύβου». Δεν υπήρχαν ευρήματα ούτε για την συμπεριφορική αναστολή (BIS), ούτε για τους τύπους δεσμού σε σχέση με την ακρίβεια αποκωδικοποίησης των συναισθημάτων. Σε συμφωνία με την κύρια υπόθεση της μελέτης, τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι οι στόχοι προσέγγισης έπαιξαν ρυθμιστικό ρόλο στη σχέση της διάστασης αποφυγής με την αποκωδικοποίηση του θυμού και της χαράς, ενώ οι στόχοι αποφυγής έπαιξαν ρυθμιστικό ρόλο στη σχέση της διάστασης του άγχους-εμμονής με την αποκωδικοποίηση της λύπης και της χαράς. Έτσι, βρέθηκε ότι οι συμμετέχοντες τύπου αποφυγής με υψηλούς στόχους προσέγγισης ήταν πιο ακριβείς στην αποκωδικοποίηση του θυμού μέτριου και υψηλού «οπτικού θορύβου» αλλά και στην αποκωδικοποίηση της χαράς μέτριου «οπτικού θορύβου», ενώ αντίθετα όταν οι στόχοι προσέγγισης ήταν χαμηλοί οι ενήλικες τύπου αποφυγής ήταν λιγότερο ακριβείς στην αποκωδικοποίηση της χαράς χαμηλού «οπτικού θορύβου». Οι συμμετέχοντες τύπου άγχους-εμμονής με υψηλούς στόχους αποφυγής ήταν λιγότερο ακριβείς στην αποκωδικοποίηση της λύπης μέτριου «οπτικού θορύβου». Στο υψηλό επίπεδο «οπτικού θορύβου», τόσο για την λύπη όσο και για τον θυμό, δεν ήταν οι κοινωνικοί στόχοι που ρύθμισαν την σχέση ανάμεσα στο άγχος-αποφυγή και την ακρίβεια αποκωδικοποίησης, αλλά η συμπεριφορική ενεργοποίηση (BAS). Ακολούθως, τα άτομα τύπου άγχους-εμμονής με υψηλή συμπεριφορική ενεργοποίηση αποκωδικοποίησαν με μεγαλύτερη ακρίβεια την λύπη υψηλού «οπτικού θορύβου» και με χαμηλότερη ακρίβεια τον θυμό υψηλού «οπτικού θορύβου». Τέλος, όσον αφορά τη χαρά τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι οι συμμετέχοντες τύπου άγχους-εμμονής και χαμηλούς στόχους αποφυγής αποκωδικοποίησαν με μεγαλύτερη ακρίβεια την χαρά μέτριου «οπτικού θορύβου». Δεν υπήρχαν ευρήματα για το συναίσθημα του φόβου. Η παρούσα μελέτη η είναι από τις πρώτες (από όσο είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε) που αναδεικνύουν το ρυθμιστικό ρόλο των κοινωνικών στόχων και κινήτρων στην αποκωδικοποίηση του συναισθήματος. Πιο συγκεκριμένα, τα ευρήματα καταδεικνύουν ότι η επίδραση των διαφορετικών προσανατολισμών δεσμού στην ακρίβεια αποκωδικοποίησης των συναισθημάτων εξαρτάται άμεσα από τους κοινωνικούς στόχους προσέγγισης και αποφυγής και σε ένα μικρότερο βαθμό από διεργασίες ανώτερου επιπέδου όπως είναι τα συστήματα συμπεριφορών ενεργοποίησης (BAS) και αναστολής (BIS).
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Adult attachment theory considers the early mechanisms of information processing, such as attention, very important for the regulation of the attachment behavioural system and the regulation of emotions in general. However, research on these mechanisms is in its early stages. The series of studies carried out in this thesis aimed to examine the effects of cognitive and motivational factors on the processing of emotional information in the light of individual differences in the organization of adult attachment (secure versus insecure orientation). A central research question of the studies presented in this thesis, was how different priming (subliminal or supraliminal) conditions of the attachment system, interact with predispositional insecure attachment to differentially affect the processing of emotional and/or attachment-related information. This question was examined in the first two studies. The third study extended the findings by examining the effects of priming the secure base ...
Adult attachment theory considers the early mechanisms of information processing, such as attention, very important for the regulation of the attachment behavioural system and the regulation of emotions in general. However, research on these mechanisms is in its early stages. The series of studies carried out in this thesis aimed to examine the effects of cognitive and motivational factors on the processing of emotional information in the light of individual differences in the organization of adult attachment (secure versus insecure orientation). A central research question of the studies presented in this thesis, was how different priming (subliminal or supraliminal) conditions of the attachment system, interact with predispositional insecure attachment to differentially affect the processing of emotional and/or attachment-related information. This question was examined in the first two studies. The third study extended the findings by examining the effects of priming the secure base schema on the processing of emotional and attachment- related information. The fourth and final study expanded the research program by examining the interface of insecure attachment orientations and social goals for predicting facial emotion perception accuracy. The first study investigated avoidant attachment orientation differences in emotion processing biases under different conditions of attachment schema activation (subliminal, supraliminal, or no-activation). After completing a dimensional measure of adult attachment 97 participants were randomly assigned to one of the three activating conditions and subsequently performed an Emotional Stroop Task which involved attachment-related and emotion positive and negative words. Consistently, in the supraliminal activation condition avoidant participants demonstrated higher interference of attachment-related and emotional stimuli compared to the no-activation condition; namely, they focused on the task-relevant processes (colour naming) ignoring the semantic meaning of the words (lower interference). The results of the present study suggest that avoidant individuals use both pre-emptive (evident in the subliminal activation of the attachment system) and post-emptive strategies (evident in the supraliminal activation condition) under different activating conditions in the processing of emotion information. The results also highlight interpretation of latencies in the Emotional Stroop Task for avoidant participants. In the second study, the same methodological design was used for the activation of the attachment behavioural system. However, the second study employed a different task to assess information processing, the Dot Probe task. The idea was to evaluate the earlier stages of information processing (especially the allocation of attention). The results showed that when the attachment system was supraliminally activated individuals high in avoidance took their attention away from negative emotional information (unrelated to attachment), and when the attachment system was subliminally activated individuals high in avoidance turned their attention away from positive attachment-related words. For none of the two dimensions, anxiety or avoidance, were any biases found in relation to the processing of positive emotional information or negative attachment-related information as a function of priming conditions. As in the first study, there were no findings concerning anxious individuals. The results confirmed that avoidant adults employ conscious defence mechanisms when processing negative emotional information even in the earliest stages of information processing. However, it appears that a first line of defence can be more automatic and may even involve positive interpersonal information. The results of the first two studies were discussed within a cognitive-motivational framework. In recent years more and more researchers have become interested in the influence of individual differences in adult attachment on the processing of attachment-related or emotional information. These studies have focused mainly on the possible link between insecure attachment and cognitive processes ignoring how individuals with a secure attachment orientation process attachment-related information and emotional information in general. However, in order to draw clear conclusions about how insecure people process different types of emotional information and the consequences of this biased processing, it is important to understand the protective mechanisms of secure individuals. Therefore, the third study examined the effects of secure schema activation on selective attention towards attachment-related and emotional information. Seventy two participants were randomly allocated into two conditions–subliminal priming of mental representations of supportive attachment figures (a Picasso sketch of a mother holding a baby and looking into his eyes) and a no priming condition followed by an administration of a dot probe task that included positive and negative attachment-related and emotion words. The results showed that the activation of the secure prime in conjunction with chronic attachment orientations affected the processing of positive and negative attachment-unrelated emotional information. Results highlight relationships between higher-order processes of the attachment system (attachment schema activation) with early stage information processing (selective attention) as assessed by the dot probe task. Methodological issues were discussed with reference to the priming method used and the traditional version of the dot-probe task. Although attachment theory holds that the attachment system regulates behaviour through the adaptation of goals and motives, research on individual differences in attachment and the regulation of emotion has focused mainly on cognitive processes (e.g., attention and perception). The fourth study of this thesis is the first attempt to examine the role of the interaction between attachment orientations and social goals and motives in decoding emotional facial expressions accurately. The study examined the interface of insecure attachment orientations and social goals for predicting facial emotion perception accuracy. Participants completed a dimensional measure of adult attachment, the Social Goals questionnaire (approach vs. avoidance) and participated in a laboratory task of emotion perception accuracy that assessed gradients of four emotional expressions (happiness, fear, anger, and sadness). Participants higher in avoidance and lower in social approach goals were less accurate in the decoding of happy facial expressions. Participants higher in avoidance and in social approach goals had higher decoding accuracy of angry facial expressions. Participants higher in attachment anxiety and lower in social approach goals were more accurate in the decoding of happy emotional expressions. Higher anxious attachment and social avoidance goals predicted lower accuracy in decoding sad facial expressions. The study pointed to the perceivers’ social motivation and targets’ facial expressions as moderators of insecure attachment decoding effects. The cognitive, emotional and motivational processes of secure and insecure attachment play an important role in the regulation of emotion, and consequently mental health and wellbeing of the individual (Carnelley, Pietromonaco & Jaffe, 1994; Hankin, Kassel & Abela, 2005; Reinecke & Rogers, 2001; Wei, Heppner, Russell & Young, 2006; Whiffen, 2005). My PhD thesis contributed to the understanding of the structure and functioning of mental representations of adult attachment (working models of attachment) by highlighting the dynamic nature of the attachment system and by further promoting the understanding of defensive secondary attachment strategies.
περισσότερα