Περίληψη
Αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελεί ο τεχνητός φωτισμός στο Βυζάντιο. Ο τεχνητός φωτισμός σε όλη τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο ταυτίζεται με τη φωτιά, καθώς ό,τι φώτιζε έκαιγε και ό,τι έκαιγε φώτιζε. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο ρόλος που διαδραμάτιζαν ως φωτιστικό μέσο οι φωτιές. Το πιο απλό μέσο, η ανοιχτή φωτιά, κατά περίσταση, λειτουργούσε στο ύπαιθρο ως κύριο φωτιστικό μέσο. Οι εστίες, μόνιμες και φορητές, σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις εξυπηρετούσαν τον φωτισμό και ακόμη και σ’ αυτές με συμπληρωματικό τρόπο.Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στους πυρσούς που αποτέλεσαν την απλούστερη μορφή φωτιστικών μέσων. Διακρίνονται σε αυτούς που αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από αναλώσιμο υλικό και τους πυρσούς που ήταν επαναχρησιμοποιήσιμοιΤο επόμενο κεφάλαιο αφορά τα κεριά, τόσο αυτά από ζωικό λίπος όσο και τα μελισσοκέρια, τα οποία αποτέλεσαν σαφώς μία μετεξέλιξη των πυρσών. Η ευχάριστη οσμή του μελισσόκερου σε συνδυασμό με την ελάχιστη εκπομπή καπνού τα κατέστ ...
Αντικείμενο της παρούσας διδακτορικής διατριβής αποτελεί ο τεχνητός φωτισμός στο Βυζάντιο. Ο τεχνητός φωτισμός σε όλη τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο ταυτίζεται με τη φωτιά, καθώς ό,τι φώτιζε έκαιγε και ό,τι έκαιγε φώτιζε. Στο πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ο ρόλος που διαδραμάτιζαν ως φωτιστικό μέσο οι φωτιές. Το πιο απλό μέσο, η ανοιχτή φωτιά, κατά περίσταση, λειτουργούσε στο ύπαιθρο ως κύριο φωτιστικό μέσο. Οι εστίες, μόνιμες και φορητές, σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις εξυπηρετούσαν τον φωτισμό και ακόμη και σ’ αυτές με συμπληρωματικό τρόπο.Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στους πυρσούς που αποτέλεσαν την απλούστερη μορφή φωτιστικών μέσων. Διακρίνονται σε αυτούς που αποτελούνταν εξ ολοκλήρου από αναλώσιμο υλικό και τους πυρσούς που ήταν επαναχρησιμοποιήσιμοιΤο επόμενο κεφάλαιο αφορά τα κεριά, τόσο αυτά από ζωικό λίπος όσο και τα μελισσοκέρια, τα οποία αποτέλεσαν σαφώς μία μετεξέλιξη των πυρσών. Η ευχάριστη οσμή του μελισσόκερου σε συνδυασμό με την ελάχιστη εκπομπή καπνού τα κατέστησαν ιδιαίτερα προσφιλή ώστε να υιοθετηθούν άμεσα από τη χριστιανική Εκκλησία. Το τέταρτο κεφάλαιο περιλαμβάνει τα λυχνάρια τα οποία συνεχίζοντας μία παράδοση αιώνων αποτέλεσαν ένα από τα συνηθέστερα μέσα φωτισμού στο Βυζάντιο. Στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο τα πήλινα, κατασκευασμένα με πήλινες ή γύψινες μήτρες λυχνάρια ήταν σαφέστατα αυτά που κυριάρχησαν και αποτέλεσαν την πλειονότητα των φωτιστικών σκευών. Η παραγωγή με μήτρα αποτέλεσε μία αξιοσημείωτη παρένθεση στη διαχρονική σχεδόν κυριαρχία των τροχήλατων λυχναριών από την περίοδο της εμφάνισής τους και έπειτα και είχε ως αποτέλεσμα να τεθεί στο περιθώριο η παραγωγή των τροχήλατων λυχναριών. Τα μετάλλινα, κλειστού τύπου, λυχνάρια είναι παρόμοια με τα πήλινα με τη διαφορά ότι στα μετάλλινα προσέθεταν συνήθως ένα κάλυμμα για την οπή πλήρωσης και κατά περίσταση διαμόρφωναν έναν ανακλαστήρα επάνω από τη λαβή και έναν «κολεό», δηλαδή μία ειδική υποδοχή, για να προσαρμόζεται το λυχνάρι στην αιχμηρή απόληξη των μετάλλινων λυχνοστατών. Στο πέμπτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι καντήλες, δηλαδή, φωταγωγά δοχεία, ανοιχτού σχήματος χωρίς μυκτήρα, στα οποία το ελλύχνιόν τους, μέσω του οποίου καιγόταν το καύσιμο, βρισκόταν εντός του χείλους του σκεύους και όχι επάνω από αυτό ή έξω από αυτό όπως συνέβαινε με τα λυχνάρια. Οι γυάλινες καντήλες αποτέλεσαν την πιο μεγάλη επινόηση της Ύστερης Αρχαιότητας στο θέμα του φωτισμού. Πράγματι αυτές εμφανίστηκαν από τις αρχές του 3ου αι. στην Αίγυπτο και στην Ανατολική Μεσόγειο και άρχισαν να συναγωνίζονται τα λυχνάρια. Στο έκτο κεφάλαιο παρατίθενται όσα αφορούν τα μέσα υποστήριξης ή ανάρτησης των φωτιστικών. Η εξέλιξη των αντικειμένων υποστήριξης ή ανάρτησης των φωτιστικών σχετίζεται άμεσα με την εξέλιξη των φωτιστικών ειδών και αναπόφευκτα προκύπτει ως άμεσο επακόλουθό της. Το επόμενο κεφάλαιο αφορά τα φανάρια ως μέσα προστασίας των φωτιστικών πηγών ενώ το όγδοο και τελευταίο κεφάλαιο τα μέσα συντήρησης των φωτιστικών, δηλαδή τα αναλώσιμα υλικά για τη συντήρηση των φωτιστικών και τα εξαρτήματα για την πλήρωση, την καλή λειτουργία, τη συντήρηση και την κατάσβεση των φωτιστικών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The main subject of this present doctoral dissertation is artificial lighting in the Byzantine era. In the Byzantine period (4th-15th century), as well as until the end of the 19th century, artificial lighting has been identified with fire. Any means that gave off light was also a carrier of fire: what illuminated burned, and what burned illuminated.In the first chapter the role that fire used to play as a means of illumination is presented. The simplest means, namely the so-called “open fire”, was at times used for illuminating the countryside. On the other hand, hearths, whether fixed or portable, were used only under certain circumstances, and this was done in a complementary fashion.The second chapter treats the torches, which have been the simplest and most easily manufactured lighting devices. Torches can be distinguished between those that were made entirely out of some consumable material and those that were reusable. The next chapter is devoted to candles, which represent the ...
The main subject of this present doctoral dissertation is artificial lighting in the Byzantine era. In the Byzantine period (4th-15th century), as well as until the end of the 19th century, artificial lighting has been identified with fire. Any means that gave off light was also a carrier of fire: what illuminated burned, and what burned illuminated.In the first chapter the role that fire used to play as a means of illumination is presented. The simplest means, namely the so-called “open fire”, was at times used for illuminating the countryside. On the other hand, hearths, whether fixed or portable, were used only under certain circumstances, and this was done in a complementary fashion.The second chapter treats the torches, which have been the simplest and most easily manufactured lighting devices. Torches can be distinguished between those that were made entirely out of some consumable material and those that were reusable. The next chapter is devoted to candles, which represent the evolution of torches. These were made either of animal fat or of bee-wax. Animal-fat candles were already used in Roman times, whereas the use of bee-wax for lighting purposes seems to have been established since the early Byzantine period. The fourth chapter focuses on the lamps, which, continuing a long tradition, were the most common lighting devices in the Byzantine era. Clay lamps can be distinguished into three categories: those made in clay or plaster moulds, those made at a potter’s wheel, and those made by hand. Either of clay or plaster, clay lamps made in moulds clearly constituted the majority of the lighting devices in the Early Byzantine period. Clay lamps made in moulds was a notable interval in the continuous potter’s wheel manufacture. The metallic, closed-type, lamps are similar to the clay ones, with the addition of a cover for the pouring hole and an occasional reflector on top of the handle. In the fifth chapter the kandelae are presented. These were nozzleless open lamps, without a horizontal projection to support the wick. In this type of lamps, the wick is contained within the rim of the vessel and not above or outside it as in standard oil lamps (lychnoi). Glass lamps were the great invention of Late Antiquity in the field of lighting. They appeared in Egypt and the Levant early in the 3rd c., and immediately began to replace clay lamps.The sixth chapter focuses on the supporting means of the lighting devices. The way the objects used to support or suspend lighting devices developed in the Byzantine era is closely related to the evolution of the lighting means and, inevitably, it occurs as its immediate result. The next chapter deals with the lanterns as a means for the protection of the lighting sources from the wind or the rain, whereas the eight and last one with the consumables used in lighting devices and the accessories used for the filling and the good operation of lighting devices.
περισσότερα