Περίληψη
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η εφαρμογή μιας παρέμβασης υπό το πρίσμα της Κοινωνικογνωστικής Θεωρίας Σταδιοδρομίας σε μαθητές μέσης εφηβικής ηλικίας που αντιλαμβάνονται εμπόδια σταδιοδρομίας. Για την καλύτερη στήριξη του σχεδιασμού και της υλοποίησης της παρέμβασης διεξήχθησαν μία ποσοτική έρευνα και μία ποιοτική διερεύνηση με βάση μεθοδολογία μεικτών μεθόδων έρευνας. Στο πλαίσιο της ποσοτικής έρευνας, 724 μαθητές της πρώτης Λυκείου ηλικίας 15 και 16 ετών από 12 Λύκεια μετρήθηκαν ως προς τις αντιλήψεις τους για τα εμπόδια, τις πηγές υποστήριξης, την αυτοαποτελεσματικότητα, τις προσδοκίες, τα ενδιαφέροντα και τους στόχους σχετικά με τη σταδιοδρομία τους. Οι τέσσερις τελευταίες μεταβλητές εξετάστηκαν ως προς τους έξι τύπους προσωπικότητας του Holland. Οι μεταβλητές εξετάστηκαν και ως προς δημογραφικούς παράγοντες (φύλο, μορφωτικό επίπεδο γονέων, εμπειρία εργασίας, ύπαρξη ΓΡΑ.Σ.Ε.Π. στο σχολείο) για τον εντοπισμό περαιτέρω διαφοροποιήσεων που θα μπορούσαν να είναι ωφέλιμοι για τον σχε ...
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η εφαρμογή μιας παρέμβασης υπό το πρίσμα της Κοινωνικογνωστικής Θεωρίας Σταδιοδρομίας σε μαθητές μέσης εφηβικής ηλικίας που αντιλαμβάνονται εμπόδια σταδιοδρομίας. Για την καλύτερη στήριξη του σχεδιασμού και της υλοποίησης της παρέμβασης διεξήχθησαν μία ποσοτική έρευνα και μία ποιοτική διερεύνηση με βάση μεθοδολογία μεικτών μεθόδων έρευνας. Στο πλαίσιο της ποσοτικής έρευνας, 724 μαθητές της πρώτης Λυκείου ηλικίας 15 και 16 ετών από 12 Λύκεια μετρήθηκαν ως προς τις αντιλήψεις τους για τα εμπόδια, τις πηγές υποστήριξης, την αυτοαποτελεσματικότητα, τις προσδοκίες, τα ενδιαφέροντα και τους στόχους σχετικά με τη σταδιοδρομία τους. Οι τέσσερις τελευταίες μεταβλητές εξετάστηκαν ως προς τους έξι τύπους προσωπικότητας του Holland. Οι μεταβλητές εξετάστηκαν και ως προς δημογραφικούς παράγοντες (φύλο, μορφωτικό επίπεδο γονέων, εμπειρία εργασίας, ύπαρξη ΓΡΑ.Σ.Ε.Π. στο σχολείο) για τον εντοπισμό περαιτέρω διαφοροποιήσεων που θα μπορούσαν να είναι ωφέλιμοι για τον σχεδιασμό της παρέμβασης. Τέλος, σύντομη μέτρηση αφορούσε τις αρνητικές προσδοκίες αποτελέσματος. Διερευνήθηκαν οι προβλεπτικές σχέσεις μεταξύ των έξι παραπάνω μεταβλητών με βάση πέντε εναλλακτικά θεωρητικά μοντέλα που αφορούν την επιρροή που έχουν οι παράγοντες πλαισίου στους στόχους που θέτουν οι μαθητές. Αρχικά, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα εμπόδια και οι πηγές υποστήριξης δεν συνδέονται στατιστικά σημαντικά αρνητικά μεταξύ τους. Επίσης, και τα πέντε θεωρητικά μοντέλα ερμηνεύουν με στατιστική επάρκεια τις αντιλήψεις των μαθητών και οι παραπάνω μεταβλητές αποτελούν έξι διακριτές αλλά δυνάμει συσχετιζόμενες μεταβλητές. Επιπλέον, τα διαμεσολαβητικά μοντέλα έχουν ελάχιστα καλύτερους δείκτες πρόβλεψης από το μοντέλο άμεσων επιδράσεων ενώ σε αρκετές περιπτώσεις τα εμπόδια συνδέονται ισχυρότερα με την αυτοαποτελεσματικότητα ενώ οι πηγές υποστήριξης με τις προσδοκίες αποτελέσματος. Τα εμπόδια συνδέονται ισχυρότερα με τις αρνητικές προσδοκίες παρά με τις θετικές προσδοκίες αποτελέσματος. Τέλος, οι δείκτες πρόβλεψης διαφοροποιούνται με βάση τους τύπους του Holland. Σύμφωνα με τις διαμέσους των βαθμολογιών των μαθητών στα παραπάνω ερωτηματολόγια (βαθμολογίες τομής που πληρούσαν τα κριτήρια «υψηλά εμπόδια/χαμηλή υποστήριξη»), επιλέχθηκαν 50 μαθητές από πέντε σχολεία για να λάβουν μέρος στην παρέμβαση. Κάθε ομάδα παρέμβασης περιελάμβανε δέκα μαθητές από ένα λύκειο για κάθε εκπαιδευτική περιφέρεια του νομού Θεσσαλονίκης. Επιπλέον, διενεργήθηκε ποιοτική διερεύνηση μέσω ομάδων συζήτησης με τους πενήντα μαθητές που επιλέχθηκαν για να λάβουν μέρος στην παρέμβαση. Συνολικά διεξήχθησαν πέντε ομάδες συζήτησης με δέκα μαθητές η καθεμία (πέντε αγόρια και πέντε κορίτσια). Η ομάδα συζήτησης περιελάμβανε συνολικά οκτώ ερωτήσεις, έξι ερωτήσεις διερεύνησης για κάθε μία από τις μεταβλητές της Κοινωνικογνωστικής Θεωρίας Σταδιοδρομίας και δύο ερωτήσεις πρόσθετης πληροφόρησης σε θέματα σταδιοδρομίας. Τα αποτελέσματα της θεματικής ανάλυσης έδειξαν ότι οι μαθητές αναγνωρίζουν μια πληθώρα παραγόντων, ενδοατομικών και περιβαλλοντικών, που παίζουν ρόλο κατά τη στοχοθέτηση, ενώ δίνουν έμφαση στη σημασία της εξατομικευμένης διαχείρισης των παραγόντων πλαισίου. Με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα, σχεδιάστηκε παρέμβαση πέντε συναντήσεων με διάρκεια μιάμιση ώρα για την κάθε συνάντηση. Η παρέμβαση περιελάμβανε γραπτές ασκήσεις, αξιολόγηση και εξατομικευμένη ανατροφοδότηση, παροχή προτύπων προς μίμηση, πληροφορίες για τον κόσμο της εργασίας και ιδιαίτερη έμφαση στη διαχείριση των δύο παραγόντων πλαισίου. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται σε μια τεχνική αυτο-διαχείρισης που κατασκευάστηκε σε συνεργασία με τους μαθητές που έλαβαν μέρος στην παρέμβαση. Μετά την παρέμβαση, ακολούθησε η αξιολόγηση των μαθητών που έλαβαν την παρέμβαση (πειραματική ομάδα) και επιπλέον πενήντα μαθητών που δεν έλαβαν την παρέμβαση (ομάδα ελέγχου) ταυτοποιημένων ως προς το φύλο, την ηλικία και ως προς τα επίπεδα εμποδίων και πηγών υποστήριξης. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι μαθητές της πειραματικής ομάδας αντιλαμβάνονται χαμηλότερα εμπόδια κατά τη συνθήκη «μετά την παρέμβαση» σε σχέση με τα υψηλότερα εμπόδια που αντιλαμβάνονταν κατά τη συνθήκη «πριν την παρέμβαση» χωρίς να παρατηρούνται στατιστικά σημαντικές διαφορές ως προς τις πηγές υποστήριξης στις δύο χρονικές στιγμές. Επιπλέον, τα αποτελέσματα δεν έδειξαν διαφορές μεταξύ της πειραματικής ομάδας και της ομάδας ελέγχου κατά τη συνθήκη «μετά την παρέμβαση» και ως προς τα εμπόδια και ως προς την υποστήριξη. Τα αποτελέσματα της έρευνας συζητώνται στο πλαίσιο της σημασίας που έχει η επιρροή των παραγόντων πλαισίου στη διαδικασία επιλογής σταδιοδρομίας των μαθητών Λυκείου. Επιπλέον, ο σχολιασμός περιλαμβάνει ερευνητικές και πρακτικές προεκτάσεις της Κοινωνικογνωστικής Θεωρίας Σταδιοδρομίας ως ένα ευρετικό θεωρητικό πλαίσιο για τον εμπλουτισμό του σχολικού αναλυτικού προγράμματος και για τον καλύτερο δυνατό σχεδιασμό εμπειρικά τεκμηριωμένων παρεμβάσεων σταδιοδρομίας για μαθητές Λυκείου.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The purpose of this research was the implementation of an intervention based on Social Cognitive Career Theory (S.C.C.T.) in high-school students who perceive career barriers. For supporting this intervention, a quantitative and a qualitative study took place based on a mixed-methods research design. In the quantitative study, 724 9th graders from 12 high-schools were measured on their perceptions of barriers, supports, self-efficacy, outcome expectations, interests and choice goals. The four latter variables were assessed across Holland types. All variables were examined across demographic factors (sex, parental education, work experience, existence of Counseling and Guidance Offices in schools). Finally, a brief measurement of negative outcome expectations was added. Predictive relationships among all the variables above were investigated according to five structural models of S.C.C.T. (direct effects, full and alternative full mediation, partial and alternative partial mediation). R ...
The purpose of this research was the implementation of an intervention based on Social Cognitive Career Theory (S.C.C.T.) in high-school students who perceive career barriers. For supporting this intervention, a quantitative and a qualitative study took place based on a mixed-methods research design. In the quantitative study, 724 9th graders from 12 high-schools were measured on their perceptions of barriers, supports, self-efficacy, outcome expectations, interests and choice goals. The four latter variables were assessed across Holland types. All variables were examined across demographic factors (sex, parental education, work experience, existence of Counseling and Guidance Offices in schools). Finally, a brief measurement of negative outcome expectations was added. Predictive relationships among all the variables above were investigated according to five structural models of S.C.C.T. (direct effects, full and alternative full mediation, partial and alternative partial mediation). Results showed that barriers and supports are not significantly correlated. All five models present very good fit indices while the six variables are six distinct but “would be” correlated variables. The mediation models have slightly better betas than the betas of the direct effects model while in some cases barriers are more strongly correlated with self-efficacy and supports are more strongly correlated with outcome expectations. Barriers are more strongly correlated with negative expectations rather than with the positive ones. Different betas run for different Holland types. According to cutoff scores in the questionnaires of barriers (high) and supports (low), 50 students from 5 high schools were selected to take part in the intervention. Each intervention group contained 10 students from a high school of every educational zone of the wider Thessaloniki area. Further, a qualitative investigation took place in those 50 students who were selected for the intervention. Five discussion groups with 10 students in each one group were run. The discussion groups were relied on eight questions according to the core variables of S.C.C.T. Results of this investigation through thematic analysis showed that the students acknowledged a wide variety of factors, intrapersonal and environmental, that effect goal setting while they emphasize an individualized approach in the management of barriers. According to the results from the aforementioned studies, an intervention was designed and implemented. The intervention consisted of five meetings, of one and a half hour each. Intervention included writing exercises, assessment, individualized feedback, modeling, information and management of contextual factors (barriers and supports). Students, in particular, used a new self-management technique. Results after the intervention showed that students of the experimental team perceived lower barriers but no higher supports at the post-test. No differences found between the experimental and the control group in terms of barriers and supports at the post-test. Results are discussed concerning the importance of contextual factors (barriers-supports) in goal setting. Further, more comments are provided for the possibility of S.C.C.T. to enrich the Greek school curriculum and to become the evidence-based theory for the design and implementation of further evidence-based programs for school students.
περισσότερα