Περίληψη
Ο στόχος αυτής της διατριβής είναι η διερεύνηση δύο σημαντικών παραγόντων που αφορούν τα μαθήματα των Αγγλικών για Ειδικούς Σκοπούς και των Αγγλικών για Ακαδημαϊκούς Σκοπούς (ΑΕΣ/ΑΑΣ αντίστοιχα). Πιο συγκεκριμένα, εξετάστηκε: α) το άγχος που σχετίζεται με την εκμάθηση της ξένης γλώσσας (Γλωσσικό Άγχος – ΓΑ) β) οι Συναισθηματικές Στρατηγικές Εκμάθησης Γλώσσας, (ΣΣΕΓ) και ο συσχετισμός τους στο πλαίσιο της διδασκαλίας ΑΕΣ/ΑΑΣ στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η σχέση ανάμεσα στους δύο παραπάνω παράγοντες, διερευνήθηκε αναλύοντας ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα. Για τη συλλογή των ποσοτικών δεδομένων, χρησιμοποιήθηκαν τα ερωτηματολόγια FLCAS και SILL που σχετίστηκαν με τις μεταβλητές των ατομικών διαφορών που προήλθαν από 365 πρωτοετείς και δευτεροετείς φοιτητές, τριών πανεπιστημιακών τμημάτων (Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Επιχειρήσεων). Τα ποιοτικά δεδομένα που συλλέχθηκαν και εξετάστηκαν, συνέβαλαν στην ενίσχυση της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας της έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, τα π ...
Ο στόχος αυτής της διατριβής είναι η διερεύνηση δύο σημαντικών παραγόντων που αφορούν τα μαθήματα των Αγγλικών για Ειδικούς Σκοπούς και των Αγγλικών για Ακαδημαϊκούς Σκοπούς (ΑΕΣ/ΑΑΣ αντίστοιχα). Πιο συγκεκριμένα, εξετάστηκε: α) το άγχος που σχετίζεται με την εκμάθηση της ξένης γλώσσας (Γλωσσικό Άγχος – ΓΑ) β) οι Συναισθηματικές Στρατηγικές Εκμάθησης Γλώσσας, (ΣΣΕΓ) και ο συσχετισμός τους στο πλαίσιο της διδασκαλίας ΑΕΣ/ΑΑΣ στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Η σχέση ανάμεσα στους δύο παραπάνω παράγοντες, διερευνήθηκε αναλύοντας ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα. Για τη συλλογή των ποσοτικών δεδομένων, χρησιμοποιήθηκαν τα ερωτηματολόγια FLCAS και SILL που σχετίστηκαν με τις μεταβλητές των ατομικών διαφορών που προήλθαν από 365 πρωτοετείς και δευτεροετείς φοιτητές, τριών πανεπιστημιακών τμημάτων (Οικονομικών Επιστημών και Διοίκησης Επιχειρήσεων). Τα ποιοτικά δεδομένα που συλλέχθηκαν και εξετάστηκαν, συνέβαλαν στην ενίσχυση της αξιοπιστίας και της εγκυρότητας της έρευνας. Πιο συγκεκριμένα, τα ποιοτικά δεδομένα προέκυψαν από ημιδομημένες συνεντεύξεις σε συγκεκριμένο αριθμό φοιτητών και διδασκόντων. Ακολούθησε η τριγωνοποίηση των δεδομένων που είχε ως στόχο να εξαχθούν τα επίπεδα του ΓΑ που βιώνουν οι φοιτητές και η συχνότητα των ΣΣΕΓ που οι ίδιοι φοιτητές χρησιμοποιούν. Καταλήξαμε σε στατιστικούς συσχετισμούς που γενικεύτηκαν μεταξύ των ποικίλων παραγόντων που ανέκυψαν από τη διασταύρωση και τον έλεγχο των αποτελεσμάτων.
Τα δεδομένα που συλλέχθηκαν από τους συμμετέχοντες στην έρευνα, κατέδειξαν χαμηλά (75,3%) έως μέτρια (22,4%) επίπεδα ΓΑ, γεγονός που δε συνάδει με άλλες διεθνείς σχετικές έρευνες. Παρόμοια, η συχνότητα των ΣΣΕΓ που εμφάνιζαν οι συμμετέχοντες αναφέρθηκε χαμηλή για το 69,7% των συμμετεχόντων και μέτρια για το 28,2% των συμμετεχόντων.
Όσον αφορά τη σχέση του ΓΑ και της χρήσης ΣΣΕΓ με τις μεταβλητές των ατομικών διαφορών, βρέθηκαν μερικές στατιστικά σημαντικές διαφορές και συσχετισμοί. Πιο συγκεκριμένα, από τη μελέτη προέκυψε ότι υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα σε γυναίκες και άντρες φοιτητές σχετικά με το επίπεδο ΓΑ, αλλά όχι και με τη συχνότητα χρήσης των ΣΣΕΓ. Ομοίως, υπήρχαν διαφορές που συσχετίζονταν με την ακαδημαϊκή επίδοση – ο βαθμός που έλαβαν οι φοιτητές σε προηγούμενα ΑΕΣ/ΑΑΣ μαθήματα φαίνεται να επιδρά στο επίπεδο ΓΑ αλλά όχι και στη συχνότητα της χρήσης των ΣΣΕΓ. Σχετικά με τον παράγοντα της εμπειρίας στη γνώση ξένων γλωσσών, τα αποτελέσματα κατέδειξαν ότι οι φοιτητές που είχαν μάθει περισσότερες από μια ξένες γλώσσες είχαν χαμηλότερα επίπεδα ΓΑ σε σύγκριση με αυτούς που δεν είχαν μάθει μία δεύτερη ξένη γλώσσα και δε χρησιμοποίησαν περισσότερες ΣΣΕΓ σε σύγκριση με αυτούς που είχαν μόνο μελετήσει τα αγγλικά ως ξένη γλώσσα. Στατιστικά σημαντικοί συσχετισμοί βρέθηκαν όσον αφορά το επίπεδο της ξένης γλώσσας που είχαν κατακτήσει και το αναφερθέν επίπεδο ΓΑ, χωρίς να σημειωθούν στατιστικά σημαντικές συνδέσεις με τις ΣΣΕΓ. Επιπροσθέτως, δεν υπήρξαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους φοιτητές που φοιτούσαν στα διαφορετικά πανεπιστημιακά τμήματα. Παρόμοια, όσον αφορά τη συχνότητα χρήσης των ΣΣΕΓ, ο μέσος όρος των αποτελεσμάτων των προαναφερθέντων κατηγοριών ήταν παρεμφερής. Ο χρόνος φοίτησης (πρώτος ή δεύτερος) δεν παρουσίασε στατιστικά σημαντικές διαφορές όσον αφορά το ΓΑ ούτε αποδείχτηκε να είναι καθοριστικός παράγοντας για τη χρήση των ΣΣΕΓ.
Τα ποσοτικά ευρήματα έδειξαν ότι ο στατιστικός συσχετισμός των δύο στοιχείων (ΓΑ και ΣΣΕΓ) δεν είναι σημαντικός. Συνεπώς, αυτή η έλλειψη στατιστικά σημαντικού συσχετισμού δεν ενισχύει την υπόθεση ότι μπορεί να υπάρχει ουσιαστική σύνδεση ανάμεσα στο ΓΑ και στις ΣΣΕΓ ή ότι τα χαμηλά επίπεδα του ΓΑ οφείλονται σε μια συστηματική και αποτελεσματική χρήση των ΣΣΕΓ.
Σε σχέση με τα ποιοτικά δεδομένα, oι απαντήσεις που συλλέχθηκαν από τις συνεντεύξεις, υποστήριξαν τα ποσοτικά ευρήματα και ανέδειξαν θέματα που συνδέονται άμεσα με τα μαθήματα ΑΕΣ/ΑΑΣ στα ελληνικά ΑΕΙ.
Ως αποτέλεσμα των ευρημάτων αυτής της μελέτης, παρατέθηκαν πολλές πρακτικές και παιδαγωγικές εφαρμογές. Ευελπιστούμε ότι αυτή η διατριβή διεύρυνε υπάρχουσες μελέτες και ταυτόχρονα προσέφερε άλλες οπτικές στις έρευνες που έχουν γίνει ως τώρα σχετικά με τις ΣΣΕΓ, θέτοντας παράλληλα νέες βάσεις στον εντοπισμό και στη διαχείριση του ΓΑ των φοιτητών στα ελληνικά ΑΕΙ. Τέλος, έγινε μια προσπάθεια ανάδειξης της υπάρχουσας κατάστασης (σχετικά με ΑΕΣ/ΑΑΣ) στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση και έχουν προταθεί τρόποι βελτίωσής της.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis’ main object is to examine two important factors of ESP/EAP: foreign language anxiety and affective language learning strategies and their correlation in a Greek university context. In order to examine the relationship between these two factors, quantitative research methods were used (the FLCAS and SILL questionnaires) and individual differences variables were obtained involving 365 first and second year students from three Greek university departments of economics and business administration. Qualitative methods were also employed to ensure more reliable and valid results. More specifically, structured questionnaires were used with a number of ESP/EAP students and teachers. This triangulation approach to the research attempted to extract the levels of language learning anxiety these students experience and the frequency of affective language learning strategies the same students employ by cross tabulating the findings. Finally, statistical correlations were generated amon ...
This thesis’ main object is to examine two important factors of ESP/EAP: foreign language anxiety and affective language learning strategies and their correlation in a Greek university context. In order to examine the relationship between these two factors, quantitative research methods were used (the FLCAS and SILL questionnaires) and individual differences variables were obtained involving 365 first and second year students from three Greek university departments of economics and business administration. Qualitative methods were also employed to ensure more reliable and valid results. More specifically, structured questionnaires were used with a number of ESP/EAP students and teachers. This triangulation approach to the research attempted to extract the levels of language learning anxiety these students experience and the frequency of affective language learning strategies the same students employ by cross tabulating the findings. Finally, statistical correlations were generated among the various factors investigated through cross tabulation.
The data gathered from the respondents who participated in the study revealed that they exhibited low (75,3%) to moderate (22,4%) levels of anxiety, a fact that does not correspond with other international studies mentioned in this thesis. Likewise, the respondents’ frequency of affective language learning strategy use was reported as being low for 69,7% of the respondents and moderate for 28,2% of the respondents.
In terms of the relationship of reported FLA, affective LLS use and the demographic data, some statistically significant differences and correlates were found. More specifically, the study revealed that there is a statistically significant difference between male and female students in the levels of anxiety reported but not in the frequency of affective LLS used. Similarly, there were differences connected to academic performance -the grade students received in a previous ESP/EAP course appears to have an impact on the level of FLA reported but not on the frequency of affective LLS use. In connection to language learning experience, the results indicated that students who had studied more than one foreign language had lower levels of FLA compared to those who had not studied a second foreign language, but did not use more affective LLS compared to those who had only studied EFL. Statistically significant correlations were found with regards to the language level the participant had attained and their reported level of FLA, but no statistically important links with affective LLS were evident. Moreover, there were no significant differences among students who came from different academic departments. Likewise, in connection to affective LLS frequency of use, the mean scores for the aforementioned categories were similar. Finally, the year a student was in (first or second) did not reveal any statistically important differences regarding FLA nor did it prove to be a determining factor for affective LLS use.
The quantitative findings showed that the statistical correlation of the two elements (language anxiety and affective language learning strategies) is also not significant. Hence, this lack of statistically significant correlation does not lend any credence to the assumption that there may be a substantial connection between the presence of FLA and the use of affective LLS or that low language anxiety is attributed to the systematic and effective use of affective LLS.
Several practical and pedagogical implications were put forward as a result of the findings this study yielded. In essence, it is hoped that this thesis extended existing studies and contributed new perspectives to the existing body of research which pertains to language learning anxiety and affective language learning strategies within the Greek ESP/EAP context. Finally, it is endeavored that this study has shed some light on the existing situation of ESP/EAP in Greek tertiary education and has put forward various applicable suggestions as to how the existing situation can be ameliorated.
περισσότερα