Περίληψη
Οι παγκόσμιες δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, μέσω προσπαθειών μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου υιοθετώντας εναλλακτικές μορφές ηλεκτροπαραγωγής, μεταβάλλουν τις συνθήκες, τα πρότυπα και τον ρυθμό βάσει των οποίων ο καπιταλισμός οικειοποιείται τη φύση. Η παρούσα διατριβή εξετάζει γιατί και πώς αναδιαμορφώνονται τα ενεργειακά τοπία και πώς μετασχηματίζονται τα υφιστάμενα εργασιακά καθεστώτα. Αντικείμενο αποτελεί η διερεύνηση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της ενεργειακής μετάβασης της ηλεκτροπαραγωγής από τον λιγνίτη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και του μετασχηματισμού της εργασίας, συμβάλλοντας σε ένα αναπτυσσόμενο τμήμα της βιβλιογραφίας που τέμνει την Κριτική, Οικονομική και Κοινωνική Γεωγραφία και την Γεωγραφία της Εργασίας, με την Πολιτική Οικονομία και Οικολογία. Η διατριβή υποστηρίζει ότι ο μετασχηματισμός των σχέσεων κεφαλαίου – εργασίας, στο πλαίσιο της μετάβασης αυτής, δύναται να μελετηθεί αποτελεσματικά μέσω της ολοκληρωμένης ανάλυσης δύ ...
Οι παγκόσμιες δεσμεύσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, μέσω προσπαθειών μείωσης εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου υιοθετώντας εναλλακτικές μορφές ηλεκτροπαραγωγής, μεταβάλλουν τις συνθήκες, τα πρότυπα και τον ρυθμό βάσει των οποίων ο καπιταλισμός οικειοποιείται τη φύση. Η παρούσα διατριβή εξετάζει γιατί και πώς αναδιαμορφώνονται τα ενεργειακά τοπία και πώς μετασχηματίζονται τα υφιστάμενα εργασιακά καθεστώτα. Αντικείμενο αποτελεί η διερεύνηση της διαλεκτικής σχέσης μεταξύ της ενεργειακής μετάβασης της ηλεκτροπαραγωγής από τον λιγνίτη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) και του μετασχηματισμού της εργασίας, συμβάλλοντας σε ένα αναπτυσσόμενο τμήμα της βιβλιογραφίας που τέμνει την Κριτική, Οικονομική και Κοινωνική Γεωγραφία και την Γεωγραφία της Εργασίας, με την Πολιτική Οικονομία και Οικολογία. Η διατριβή υποστηρίζει ότι ο μετασχηματισμός των σχέσεων κεφαλαίου – εργασίας, στο πλαίσιο της μετάβασης αυτής, δύναται να μελετηθεί αποτελεσματικά μέσω της ολοκληρωμένης ανάλυσης δύο βασικών εννοιών, αυτών των εργασιακών καθεστώτων και των κοινωνικο-οικολογικών διευθετήσεων. Ως χωρικά ενσωματωμένα, ιστορικά ενδεχόμενα, και τοπικά πραγματωμένα σύνολα μηχανισμών, τα εργασιακά καθεστώτα μεταβάλλονται λόγω των αλλαγών στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας και στις ενεργειακές πολιτικές. Σε αυτή τη διαδικασία, η ενεργειακή μετάβαση ως μία κοινωνικο-οικολογική διευθέτηση που στοχεύει στην αναδιάρθρωση των κοινωνικοοικονομικών και περιβαλλοντικών συνθηκών ενώ επιχειρεί τη διασφάλιση της ηγεμονίας συγκεκριμένων κοινωνικών ιεραρχιών, σχέσεων εξουσίας και θεσμών, λειτουργεί καταλυτικά στην παραγωγή του χώρου, αλλά και στον μετασχηματισμό των κοινωνικο-οικολογικών σχέσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, συντίθενται τα τρία ερευνητικά ερωτήματα: (α) Ποιοί μηχανισμοί (τυπικοί ή άτυποι) διαμορφώνουν τα εργασιακά καθεστώτα σε περιφέρειες εξαρτώμενες από την εξόρυξη άνθρακα και την ηλεκτροπαραγωγή; Ποια είναι η δυναμική μεταξύ δρώντων διαφορετικής ισχύος (κράτος, κεφάλαιο, εργατικό δυναμικό); Ποια είναι η θέση των ανέργων και επισφαλώς εργαζόμενων; (β) Πώς μετασχηματίζονται τα εργασιακά καθεστώτα ενεργειακών περιφερειών λόγω της ενεργειακής μετάβασης της ηλεκτροπαραγωγής από τον άνθρακα στην ανανεώσιμη ενέργεια; Ποιοι μηχανισμοί και φορείς επιδρούν στις αναδυόμενες ενεργειακές και εργασιακές γεωγραφίες; Ποιες μορφές δράσης καταγράφονται; (γ) Ποιά είναι τα χαρακτηριστικά της κοινωνικο-οικολογικής διευθέτησης που δύνανται να επεξηγήσουν τους μετασχηματισμούς των εργασιακών καθεστώτων; Για την προσέγγιση των ερωτημάτων υιοθετείται το παράδειγμα του Κριτικού Ρεαλισμού, εφαρμόζοντας μεικτές μεθόδους έρευνας με περίπτωση μελέτης την περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας. Η εν λόγω περίπτωση αποτελεί ιστορικά τη σημαντικότερη περιοχή παραγωγής ενέργειας με βάση τον λιγνίτη στην Ελλάδα, ενώ λόγω της τρέχουσας απολιγνιτοποίησης αποτελεί κεντρικό σημείο για επενδύσεις ΑΠΕ, ιδιαίτερα φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων, τα οποία μετασχηματίζουν το εδραιωμένο εργασιακό καθεστώς. Οι μέθοδοι πρωτογενούς έρευνας που αξιοποιούνται είναι ημι-δομημένες συνεντεύξεις, Ομάδες Εστίασης, μικρής έκτασης συμμετοχική παρατήρηση και φωτογραφικό υλικό. Η έρευνα έλαβε χώρα μεταξύ 2021 και 2022 με συμμετέχοντες εργαζόμενους/-ες στους κλάδους εξόρυξης και ηλεκτροπαραγωγής, κάτοικους και πληροφορητές-κλειδιά. Αντίστοιχα, η δευτερογενής έρευνα βασίστηκε σε στατιστικά και χωρικά δεδομένα, θεσμικά/στρατηγικά κείμενα, νομοθεσία, μελέτες, ερευνητικό υλικό, δημοσιεύματα τύπου, καθώς και εκθέσεις/αναφορές οργανισμών. Η ανάλυση επικεντρώνεται στη μεταβαλλόμενη αλυσίδα αξίας παραγωγής ενέργειας και εξετάζει την εισροή νέων τεχνολογιών και επενδύσεων, τη νέα χωρική οργάνωση της ενεργειακής παραγωγής, καθώς και τη διαλεκτική σχέση αυτών με τις μεταβολές στο εργασιακό μοντέλο. Από τη σκοπιά της δράσης διαφορετικών ενδιαφερόμενων μερών, εξετάζονται οι στρατηγικές κοινωνικής (απο)νομιμοποίησης των ενεργειακών έργων και πολιτικών, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στη δράση των εργαζομένων και των κινημάτων βάσης κατά της χωρικής διάχυσης των ΑΠΕ. Τα ευρήματα δείχνουν ότι η ανεργία, σε ένα συγκείμενο επισφάλειας και απουσίας ποιοτικών θέσεων εργασίας, οξύνει τις ανισότητες στην αγορά εργασίας της περιοχής μελέτης· ενώ οι τάσεις μετανάστευσης αυξάνονται. Ταυτόχρονα, η διάχυση ενεργειακών υποδομών, λόγω έντονης εισροής επενδύσεων σε ΑΠΕ και ελλιπούς σχεδιασμού χωροθέτησης αυτών, συνοδεύεται από πρακτικές υφαρπαγής γης, που οδηγούν στην απώλεια αγροτικής γης, στην άσκηση πίεσης προς τον πρωτογενή τομέα και εν τέλει επιδρούν στη διαμόρφωση των χρήσεων γης βιομηχανοποιώντας περαιτέρω το ενεργειακό τοπίο. Η ελλιπής διαφοροποίηση του παραγωγικού μοντέλου, η αδυναμία διαμόρφωσης νέων αλυσίδων αξίας και η απουσία οραμάτων, πέραν από τα πρότυπα του οικομοντερνισμού, περιχαράσσει τις δυνατότητες μίας δίκαιης μετάβασης. Σε αυτό το πλαίσιο, η εργατική δράση είναι σημαντικά περιορισμένη, ενώ οι πρακτικές των κινημάτων βάσης και των τοπικών φορέων, που αντιστέκονται στην υφαρπαγή γης και τις άνισες επιπτώσεις της ενεργειακής μετάβασης, είναι κατά περίπτωση αποτελεσματικές, αν και χωρο-κοινωνικά κατακερματισμένες. Εν τέλει, η κοινωνικο-οικολογική διευθέτηση ως αναλυτικό πρίσμα δύναται να αρθρώσει το πώς οι μεταβάσεις σε χαμηλές εκπομπές άνθρακα, όπως αυτές οραματίζονται και εφαρμόζονται από τους κυρίαρχους καπιταλιστικούς θεσμούς, αφορούν τη διάσωση του κεφαλαίου και την επέκταση των διαδικασιών συσσώρευσης και όχι την αντιμετώπιση τη κλιματικής κατάρρευσης με κοινωνικά δίκαιους όρους. Καθοδηγούμενη από τους ίδιους μηχανισμούς που γέννησαν το ηγεμονικό και μετέπειτα ευέλικτο εργασιακό καθεστώς στην περίπτωση μελέτης, η τρέχουσα διευθέτηση εισφέρει στην περαιτέρω ευελικτοποίηση αυτού αποδομώντας τον «προνομιούχο» πυρήνα μόνιμων εργαζόμενων στη ΔΕΗ. Αυτό φαίνεται να συμβαίνει, καθώς αναπαράγονται οι μηχανισμοί εξαρτημένης πορείας και το νέο ενεργειακό τοπίο βασίζεται στις υπάρχουσες «ζώνες θυσίας», αξιοποιώντας το «φθηνό» εργατικό δυναμικό και γη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Global commitments to address the climate crisis by reducing greenhouse gas emissions through the adoption of alternative forms of electricity generation are changing the conditions, patterns and pace at which capitalism appropriates nature. This doctoral thesis examines the restructuring of energy landscapes and the transformation of existing labour regimes resulting from the transition from lignite-based energy production to renewable energy sources (RES). The main aim is to investigate the dialectical relationship between the energy transition and the transformation of labour. In doing so, it contributes to a growing body of literature in which Critical, Economic, Social and Labour Geography, intersect with Political Economy and Ecology. The thesis argues that the changing relations between capital and labour in the above transition can be effectively studied through a comprehensive analysis of two key concepts: Labour regimes and socio-ecological fixes. As spatially embedded, histo ...
Global commitments to address the climate crisis by reducing greenhouse gas emissions through the adoption of alternative forms of electricity generation are changing the conditions, patterns and pace at which capitalism appropriates nature. This doctoral thesis examines the restructuring of energy landscapes and the transformation of existing labour regimes resulting from the transition from lignite-based energy production to renewable energy sources (RES). The main aim is to investigate the dialectical relationship between the energy transition and the transformation of labour. In doing so, it contributes to a growing body of literature in which Critical, Economic, Social and Labour Geography, intersect with Political Economy and Ecology. The thesis argues that the changing relations between capital and labour in the above transition can be effectively studied through a comprehensive analysis of two key concepts: Labour regimes and socio-ecological fixes. As spatially embedded, historically contingent, and locally realised mechanisms, labour regimes are transformed by changes in global value chains and energy policies. In this process, the energy transition catalyses the production of space and the transformation of socio-ecological relations as a socio-ecological fix that aims to restructure socio-economic and ecological conditions while securing the hegemony of certain social hierarchies, power relations and institutions. In this context, three research questions are formulated: (a) What mechanisms shape the labour regime in peripheral regions dependent on coal mining and electricity generation? What are the dynamics between actors with different powers (state, capital, labour)? What is the situation of the unemployed and precarious workers? (b) How are the labour regimes in the energy regions changing as a result of the energy transition from coal-fired power generation to renewable energy? Which mechanisms and actors influence the emerging energy and labour geographies? What forms of action can be observed? (c) What are the characteristics of the socio-ecological fix that can explain the transformations of labour regimes? In order to approach these questions, the paradigm of Critical Realism is applied, utilising mixed research methods with a case study on the region of Western Macedonia in Greece. This region has historically been the main hub of lignite-based energy production in Greece and is now a focal point for renewable energy projects, particularly solar and wind power plants that are transforming the established labour regime. The primary research methods used include semi-structured interviews, focus groups, brief participant observation and photographic material. The research was conducted between 2021 and 2022. Participants were mining and power generation workers, local residents and key informants. The secondary research is based on statistical and spatial data, institutional/strategic texts, laws, studies, research material, press publications and reports from organisations. The analysis focuses on the evolving value chain of energy production and examines the influx of new technologies and investments, the new spatial organisation of energy production and its dialectical relationship with shifts in the labour market. It also examines the strategies of social (de)legitimisation of energy projects and policies from the perspective of different interest groups, paying particular attention to the actions of workers and grassroots movements opposing the spatial expansion of renewable energy. The findings indicate that in a context of precarity and lack of quality jobs, unemployment exacerbates inequalities in the local labour market, while migration trends increase. At the same time, the expansion of energy infrastructure (i.e., energy sprawl) due to intensive investment in renewable energy projects and insufficient spatial planning is accompanied by land grabbing practises that lead to the loss of agricultural land, put pressure on the primary sector and ultimately influence land use by further industrialising the energy landscape. The lack of diversification of the production model, the inability to create new value chains and the lack of visions beyond ecomodernism limit the possibilities of a just transition. In this context, workers' options for action are significantly limited, while the practises of grassroots movements and local actors resisting land grabbing and the unequal impact of the energy transition are occasionally effective, albeit spatially and socially fragmented. Ultimately, the socio-ecological fix as an analytical lens can articulate how low-carbon transitions, as envisioned and implemented by dominant capitalist institutions, serve to preserve capital and expand accumulation processes rather than address climate collapse under socially just conditions. Guided by the same mechanisms that created the hegemonic and later flexible labour regime in the case study, the current fix contributes to a further flexibilisation of labour by dismantling the "privileged" core of permanent workers in the Public Power Corporation. This appears to be happening as path-dependent mechanisms are reproduced and the new energy landscape draws on existing "sacrifice zones" and exploits the "cheap" labour and land.
περισσότερα