Περίληψη
Στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα, οι παγκόσμιες εξελίξεις είναι εκείνες που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η απειλή κατά της ασφάλειας στον σύγχρονο κόσμο. Η παγκόσμια κοινότητα είναι και θα παραμείνει εξαιρετικά βίαιη, εξαιτίας και της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης που συνεπάγεται τη διεύρυνση του χάσματος πλουσίων και φτωχών, τόσο εντός των συνόρων μίας χώρας όσο και μεταξύ των κρατών. Η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση καθώς και η έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ των χωρών δημιουργεί νέες μορφές τρωτότητας και συνεπώς αυξάνει την ανάγκη της ύπαρξης μέτρων ασφαλείας. Κάθε κυβέρνηση που δρα εκ μέρους των πολιτών της προσπαθεί να τους διασφαλίσει ότι μέσω των αμυντικών δαπανών είναι δυνατόν να επιτευχθεί η υπεράσπιση του έθνους, και η προαγωγή της ειρήνης και της ασφάλειας. Μία βιώσιμη προσέγγιση για την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας είναι η κατοχή μιας επαρκούς ποσοτικά, εκπαιδευμένης και κατάλληλα εξοπλισμένης στρατιωτικής δύναμης η οποία θα είναι ικανή να αποθαρρύνει, να απ ...
Στο πρώτο μισό του 21ου αιώνα, οι παγκόσμιες εξελίξεις είναι εκείνες που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η απειλή κατά της ασφάλειας στον σύγχρονο κόσμο. Η παγκόσμια κοινότητα είναι και θα παραμείνει εξαιρετικά βίαιη, εξαιτίας και της συνολικής οικονομικής ανάπτυξης που συνεπάγεται τη διεύρυνση του χάσματος πλουσίων και φτωχών, τόσο εντός των συνόρων μίας χώρας όσο και μεταξύ των κρατών. Η παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση καθώς και η έντονη αλληλεπίδραση μεταξύ των χωρών δημιουργεί νέες μορφές τρωτότητας και συνεπώς αυξάνει την ανάγκη της ύπαρξης μέτρων ασφαλείας. Κάθε κυβέρνηση που δρα εκ μέρους των πολιτών της προσπαθεί να τους διασφαλίσει ότι μέσω των αμυντικών δαπανών είναι δυνατόν να επιτευχθεί η υπεράσπιση του έθνους, και η προαγωγή της ειρήνης και της ασφάλειας. Μία βιώσιμη προσέγγιση για την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας είναι η κατοχή μιας επαρκούς ποσοτικά, εκπαιδευμένης και κατάλληλα εξοπλισμένης στρατιωτικής δύναμης η οποία θα είναι ικανή να αποθαρρύνει, να αποτρέψει – αλλά και αν αυτό κριθεί απαραίτητο- να εξουδετερώσει ένα ευρύ σύνολο μελλοντικών αντιπάλων (Rahman and Siddiqui 2019). Καθόσον η αμυντική δύναμη έχει αναδειχθεί σε παράγοντα καθοριστικό για τη διαμόρφωση της στάσης των κρατών σε ένα διεθνές σύστημα, η παρούσα διατριβή επιχειρεί να διερευνήσει τη φύση και τη σπουδαιότητα των αμυντικών δαπανών για την επίτευξη ενός υψηλού επιπέδου ασφάλειας και σταθερότητας στον σύγχρονο κόσμο.Συγκεκριμένα, μελετά την διαρκή αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ, οι οποίοι ωστόσο συντηρούν μία ανταγωνιστική σχέση. Η συνεχής εκδήλωση εχθρότητας μεταξύ αυτών, έχει οδηγήσει αρκετούς στη διαπίστωση ότι οι χώρες εμπλέκονται σε μία κούρσα εξοπλισμών, κυρίως εξαιτίας της εισβολής στην Κύπρο το 1974, που ακολουθήθηκε από μία σειρά γεγονότων κατά τη διάρκεια των οποίων οι αντίστοιχες στρατιωτικές δυνάμεις ήταν σε επιφυλακή και μετά βίας απεφεύχθη η πολεμική σύρραξη (Matthews 1999; Athanassiou and Kollias 2000). Παρόλο που αρκετοί ερευνητές έχουν εξετάσει τη δυναμική των Ελληνοτουρκικών σχέσεων ασφαλείας, τα υφιστάμενα ανάμεικτα αποτελέσματα, καθιστούν το θέμα κατάλληλο για περαιτέρω διερεύνηση. Σκοπός αυτής της μελέτης είναι να εξακριβώσει εάν η αντιπαλότητα των δύο γειτονικών χωρών στοιχειοθετεί ένα εξοπλιστικό κυνήγι, χρησιμοποιώντας μία Bayesian τεχνική εφαρμοσμένη σε ένα VAR μοντέλο, για ετήσιας βάσης δεδομένα της περιόδου 1960-2020. Επιπρόσθετα, η διατριβή μελετά τη δυναμική αλληλεξάρτηση μεταξύ των αμυντικών δαπανών και της οικονομίας κατά την περίοδο 1970-2018, λαμβάνοντας υπόψη την αλληλεπίδραση των δώδεκα κορυφαίων, με βάση τις στρατιωτικές δαπάνες, χωρών. Η καινοτομία αυτής της προσπάθειας έγκειται στη μοντελοποίηση της δυναμικής διασύνδεσης και διάχυσης των αμυντικών δαπανών μεταξύ των οικονομικών μονάδων. Η συγκεκριμένη τεχνική στηρίζεται στο διακεκριμένο έργο των Acemoglu et al. (2012) και Pesaran and Yang (2020), και χρησιμοποιεί τη δομή ενός δικτύου βασισμένου στο πλαίσιο των μοντέλων γενικής ισορροπίας. Η διεισδυτικότητα κάθε οικονομίας στο δίκτυο εξετάζεται χρησιμοποιώντας την τεχνική των Pesaran and Yang (2020), ενώ η επιλογή του SpVAR μοντέλου που προτείνεται από τους εν λόγω συγγραφείς, επεκτείνεται με τη χρήση μίας GVAR τεχνικής που εξασφαλίζει αφθονία και ευελιξία ως προς την μοντελοποίηση της δυναμικής των διεθνών κρίσεων, ενώ καθιστά διαχειρίσιμο και το θέμα του διαστατού. Τέλος, με βάση την επιλογή των κυρίαρχων οντοτήτων που προτείνεται από τους Konstantakis et al. (2015) και Tsionas et al. (2016) διενεργείται μία ανάλυση ευαισθησίας για την εύρεση των κυρίαρχων οικονομιών (κόμβων) στο πλαίσιο του δικτύου.Επίσης, η διατριβή επιδιώκει να εξετάσει εάν η στρατιωτική δραστηριότητα μίας χώρας διαμορφώνει τα αισθήματα τρόμου των πολιτών της. Ειδικότερα, διερευνά τον βαθμό στον οποίο το χάσμα ως προς την θρησκεία και την τεχνολογική ανάπτυξη μεταξύ δύο χωρών που εμπλέκονται σε πολεμική σύγκρουση, επηρεάζει τον φόβο για ένα επερχόμενο τρομοκρατικό χτύπημα στο άμεσο μέλλον, εντός των ορίων της χώρας που επιτίθεται αλλά και στην ευρύτερη περιοχή. Η ανάμειξη των Ευρωπαίων σε εμπόλεμες ζώνες στη Συρία και το Ιράκ με τη μορφή ξένων μαχητών, καθιστά την Ευρώπη αντιμέτωπη με το ρίσκο ότι άτομα τα οποία έχουν αποκτήσει πολεμική εμπειρία θα μπορούσαν να επιστρέψουν στην ευρωπαϊκή ήπειρο να διαπράξουν ή να συντονίσουν μακράς προετοιμασίας και εξελιγμένες, ευρείας κλίμακας επιθέσεις ή παρορμητικά και απρόβλεπτα χτυπήματα εκτελούμενα από «μοναχικούς λύκους». Αυτός ο προβληματισμός εγείρει το ερώτημα πώς η στρατιωτική δραστηριότητα ενός κράτους επηρεάζει την στάση των πολιτών απέναντι στην ομολογία ότι η χώρα τους ή η Ευρώπη είναι ευάλωτη σε σοβαρές απειλές. Η συγκεκριμένη μελέτη, βασισμένη σε δεδομένα από 27 ευρωπαϊκές χώρες και 92.636 ερωτώμενους για τις περιόδους 2005-2006 και 2007-2008, συνεισφέρει στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, διενεργώντας μία ολοκληρωμένη ανάλυση ως προς τη διαμόρφωση του αισθήματος του φόβου σε χώρες εμπλεκόμενες σε πολεμικές συρράξεις, εστιάζοντας ωστόσο στους πολίτες της επιτιθέμενης πλευράς, καθόσον υφίσταται πιθανότητα εκδίκησης. Εν κατακλείδι, η εμπειρική ανάλυση του ρόλου των αμυντικών δαπανών που πραγματώνεται στην παρούσα εργασία, προσφέρει μία χρήσιμη και ιδιαίτερη εμβάθυνση όσον αφορά στις επιλογές που ακολουθεί μία χώρα για την αμυντική πολιτική της στο πλαίσιο ενός δυναμικού διεθνούς συστήματος. Ο ισχυρισμός ότι οι οικονομίες που είναι δικτυωμένες σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο διαμορφώνουν την στάση τους κατάλληλα, με βάση τη γενικότερη δραστηριότητα του δικτύου, επιβεβαιώνεται. Η παγκοσμιοποίηση και η οικονομική αλληλεπίδραση εντείνουν τη συγκεκριμένη τάση, υπενθυμίζοντας ότι είναι επιτακτικό οι οικονομικές μονάδες να επαναπρογραμματίζουν τα αμυντικά τους σχέδια ταχέως και να προσαρμόζονται σε απρόσμενες κρίσεις, ακολουθώντας τις κατάλληλες τακτικές. Επίσης, η διαχείριση των συναισθημάτων και απόψεων του κοινού θα ήταν χρήσιμο να αποτελεί μέρος μίας επιτυχημένης κρατικής πολιτικής, εφόσον η προαγωγή της ασφάλειας και της σταθερότητας δεν συνδέεται αποκλειστικά με αμυντικές στρατηγικές.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Security threats in the modern world are determined by the global trends in the first half of the 21st century. The world community is and will remain extraordinarily violent, with the overall economic development that leads to the widening of a gap between rich and poor, between countries and within themselves. The development of the global economy and its complete interdependence creates new forms of vulnerability and the need for security measures. Each government acting on behalf of the public tries to ensure that the military is capable of defending the nation, and promoting peace and safety. A viable approach to national security is to maintain an adequately sized, trained and equipped force that is capable of dissuading, deterring, and – if necessary – defeating a diverse set of future adversaries (Rahman and Siddiqui 2019). Since military power has been proved to be the determining factor for the behavior of states in the international system, the present thesis aims to investi ...
Security threats in the modern world are determined by the global trends in the first half of the 21st century. The world community is and will remain extraordinarily violent, with the overall economic development that leads to the widening of a gap between rich and poor, between countries and within themselves. The development of the global economy and its complete interdependence creates new forms of vulnerability and the need for security measures. Each government acting on behalf of the public tries to ensure that the military is capable of defending the nation, and promoting peace and safety. A viable approach to national security is to maintain an adequately sized, trained and equipped force that is capable of dissuading, deterring, and – if necessary – defeating a diverse set of future adversaries (Rahman and Siddiqui 2019). Since military power has been proved to be the determining factor for the behavior of states in the international system, the present thesis aims to investigate in today’s world, the nature and importance of military expenditures for a higher degree of security and stability.Specifically, it explores the enduring confrontation between Greece and Turkey, two NATO allies which have been maintaining though an antagonistic relationship. The ongoing hostility has led many to believe that the countries have been engaged in an arms race, particularly due to the Cyprus conflict in 1974, followed by numerous narrowly avoiding war situations, during which the respective forces were placed on full alert (Matthews 1999; Athanassiou and Kollias 2000). Although a number of researchers have tested the dynamics of Greek – Turkish security relations, the extant mixed results, render the subject open to further deliberation. The aim of this study is to ascertain whether or not the rivalry of the two neighboring countries features an arms race, by using a Bayesian approach applied to a VAR model, for an annual dataset running from 1960 to 2020.Additionally, the thesis studies the dynamic interdependencies between military expenditures and the real economy for the period 1970-2018, by accounting for the interconnection among the top twelve military spenders. The novelty of this effort lies on the modeling of the dynamic interdependencies of defense spillovers across economic units. The modeling technique builds on the prominent work of Acemoglu et al. (2012) and Pesaran and Yang (2020) and utilizes the network system structure, using a general equilibrium framework. The pervasiveness of each economy in the network is tested following Pesaran and Yang (2020), while the modeling choice of Spatial Vector Autoregressive schemes proposed by these authors, is extended by using a GVAR process, which allows rich and flexible modeling of international shock dynamics, while keeping dimensionality manageable. Finally, based on the selection of dominant entities proposed in Konstantakis et al. (2015) and Tsionas et al. (2016), a robustness analysis is provided for the dominance characterization of each economy (node) in the network.Furthermore, the dissertation aims to explore whether a country’s military activity shapes the terror sentiments of its inhabitants. Particularly, it investigates how the religious and technological gap between two countries involved in a military conflict, affects the fear about an imminent terrorist episode in the near future, within the borders of the country initiating the attack, and in the wider region. The involvement of Europeans to conflict zones in Syria and Iraq as foreign fighters, makes Europe facing the risk that those individuals having gained combat experience, would return to the continent to perpetrate or coordinate long-prepared and sophisticated large-scale attacks or spontaneous and unpredictable ones carried out by “lone-wolves”. This concern raises the question of how a country’s military activity influences its citizens’ perception to admit that the country or Europe might be vulnerable to serious threats. The study, based on detailed data from 27 European countries and 92,636 respondents for the waves 2005-2006 and 2007-2008, contributes to the literature by offering a comprehensive analysis of the fear sentiment formation in countries involved in a military conflict, focusing on the citizens’ sentiments of the country that attacks because there is a chance of revenge. Overall, the empirical analysis on the role of military allocations, undertaken in the present thesis, offers useful and novel insights as for a country’s defense policy options in the context of a dynamic international system. The claim that economies plugged into the global chains form their behavior accordingly, based on the network’s activity, finds strong support. Globalization and economic interdependence have intensified it, reminding there is a need for units to reorganize their military plans quickly and adapt to the unanticipated shocks, following appropriate actions. Further, the management of public sentiments and opinions might need to be included as part of a country’s successful policy, since the promotion of safety and solidarity is not associated merely with military strategies.
περισσότερα