Περίληψη
Οι μαθησιακές δυσκολίες στα μαθηματικά είναι ένα ζήτημα που απασχολεί διαχρονικά τόσο την επιστημονική έρευνα όσο και την εκπαιδευτική πράξη. Σχετίζεται άμεσα με την πραγμάτωση της ισότιμης πρόσβασης στη μάθηση και βρίσκεται στο επίκεντρο ενός πολυπαραγοντικού φαινόμενου που έχει αντίκτυπο στα άτομα, την κοινωνία, τον πολιτισμό και την οικονομική ανάπτυξη. Οι δυσκολίες και τα προβλήματα στη μάθηση που αντιμετωπίζουν οι μαθητές, ανεξάρτητα από την προέλευση ή την «ετικέτα» που αυτά φέρουν, αποτελούν αρνητικό παράγοντα σχολικής προόδου και συχνά αίτια σχολικής αποτυχίας. Στην Ελλάδα, ο μηχανισμός υποστήριξης του μαθητή ενεργοποιείται ουσιαστικά μετά τη «διάγνωση», με την τοποθέτηση του σε κάποια κατηγορία ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών. Η διαδικασία αυτή βασίζεται στο κριτήριο της απόκλισης ανάμεσα στη νοητική ικανότητα και την επίδοση, που πάρα την ευρύτητα χρήσης του, έχει δεχθεί κριτική για την αποτελεσματικότητά του. Στον αντίποδα του κριτηρίου της απόκλισης, έχει αναπτυχθεί ένα εναλλ ...
Οι μαθησιακές δυσκολίες στα μαθηματικά είναι ένα ζήτημα που απασχολεί διαχρονικά τόσο την επιστημονική έρευνα όσο και την εκπαιδευτική πράξη. Σχετίζεται άμεσα με την πραγμάτωση της ισότιμης πρόσβασης στη μάθηση και βρίσκεται στο επίκεντρο ενός πολυπαραγοντικού φαινόμενου που έχει αντίκτυπο στα άτομα, την κοινωνία, τον πολιτισμό και την οικονομική ανάπτυξη. Οι δυσκολίες και τα προβλήματα στη μάθηση που αντιμετωπίζουν οι μαθητές, ανεξάρτητα από την προέλευση ή την «ετικέτα» που αυτά φέρουν, αποτελούν αρνητικό παράγοντα σχολικής προόδου και συχνά αίτια σχολικής αποτυχίας. Στην Ελλάδα, ο μηχανισμός υποστήριξης του μαθητή ενεργοποιείται ουσιαστικά μετά τη «διάγνωση», με την τοποθέτηση του σε κάποια κατηγορία ειδικών εκπαιδευτικών αναγκών. Η διαδικασία αυτή βασίζεται στο κριτήριο της απόκλισης ανάμεσα στη νοητική ικανότητα και την επίδοση, που πάρα την ευρύτητα χρήσης του, έχει δεχθεί κριτική για την αποτελεσματικότητά του. Στον αντίποδα του κριτηρίου της απόκλισης, έχει αναπτυχθεί ένα εναλλακτικό μοντέλο που ονομάστηκε «Ανταπόκριση στη Διδασκαλία» και στόχος του είναι η έγκαιρη αντιμετώπιση των μαθησιακών δυσκολιών εντός του εκπαιδευτικού πλαισίου. Σε αυτό η διδακτική παρέμβαση εκκινεί ανεξάρτητα και πέρα από τη «διάγνωση» και συμπεριλαμβάνει όλους εκείνους τους μαθητές που έχουν σημαντικές δυσκολίες μάθησης, ανεξάρτητα από τα αίτια που τις προκαλούν. Βασίζεται στην καθολική ανίχνευση του μαθητικού πληθυσμού για τον εντοπισμό όσων χρήζουν διδακτικής υποστήριξης και τον έλεγχο της ανταποκρισιμότητάς τους στη μάθηση. Σκοπός της έρευνας στην παρούσα διατριβή, είναι η προσαρμογή, η εφαρμογή και η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του μοντέλου «Ανταπόκριση στη Διδασκαλία» στην ελληνική σχολική πραγματικότητα και πιο συγκεκριμένα σε μαθητές της Α΄ Γυμνασίου στο γνωστικό αντικείμενο των μαθηματικών. Ο σχεδιασμός της έρευνας είναι δομημένος σε δύο ερευνητικές φάσεις. Κατά την πρώτη ερευνητική φάση έγινε η προσαρμογή του μοντέλου, και η ανάπτυξη του απαιτούμενου εκπαιδευτικού υλικού για την εφαρμογή του μοντέλου, δηλαδή την κατασκευή ανιχνευτικού εργαλείου για τον εντοπισμό των μαθητών που έχουν μαθησιακές δυσκολίες στα μαθηματικά ή βρίσκονται σε επικινδυνότητα, την κατασκευή κριτηρίων για τον έλεγχο της ανταποκρισιμότητας των μαθητών στην εκπαιδευτική παρέμβαση, τη διαμόρφωση του εκπαιδευτικού υλικού και τον καθορισμό της διδακτικής μεθοδολογίας. Στη δεύτερη ερευνητική φάση, πραγματοποιήθηκε η εφαρμογή και η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του μοντέλου με την υλοποίηση της εκπαιδευτικής παρέμβασης σε δύο μικρές ομάδες μαθητών, που επιλέχθηκαν με βάση τα αποτελέσματα της ανίχνευσης στο σύνολο των μαθητών της σχολικής τάξης (Α΄ Γυμνασίου). Τα βασικά ερευνητικά ερωτήματα αφορούν τη δομή και το περιεχόμενο του απαιτούμενου εκπαιδευτικού υλικού, προκειμένου να εφαρμοστεί το προτεινόμενο μοντέλο, καθώς και τη διδακτική προσέγγιση που θα το πλαισιώσει. Βασική υπόθεση της έρευνας είναι ότι το μοντέλο «Ανταπόκριση στη Διδασκαλία», με τις κατάλληλες προσαρμογές, μπορεί να αποτελέσει μια ολοκληρωμένη, ρεαλιστική, αποδοτική και εφαρμόσιμη πρόταση για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των δυσκολιών μάθησης στα μαθηματικά, εντός του γενικού σχολείου. Οι επιμέρους υποθέσεις αφορούν τη θετική επίδραση της παρέμβασης στους μαθητές της πειραματικής ομάδας τόσο σε σχέση με το αρχικό επίπεδο αναφοράς τους, όσο και σε σχέση με την ομάδα ελέγχου (γενική τάξη). Η μεθοδολογία της έρευνας βασίστηκε στο πραγματιστικό παράδειγμα με χρήση ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων και ο πειραματικός σχεδιασμός αποτελεί μια σύνθεση πειραματικού σχεδιασμού ασυνεχούς παλινδρόμησης και μελέτης μεμονωμένης περίπτωσης. Στην έρευνα συμμετείχαν εξήντα τρεις (63) μαθητές, εκ των οποίων οι δεκατρείς (13) από αυτούς συμμετείχαν στην πειραματική παρέμβαση που είχε διάρκεια εφαρμογής ένα σχολικό τετράμηνο. Από το σύνολο των ευρημάτων προέκυψαν θετικά αποτελέσματα, τόσο ως προς την προσαρμογή και εφαρμογή του μοντέλου, όσο και ως προς τα μαθησιακά αποτελέσματα που σημείωσαν οι μαθητές της πειραματικής ομάδας. Πιο συγκεκριμένα, από την εξέταση της ενδοομαδικής επίδρασης της παρέμβασης στους δεκατρείς (13) μαθητές της πειραματικής ομάδας, βρέθηκε ότι υπήρξε στατιστικά σημαντική διαφορά στην επίδοση τους πριν και μετά την παρέμβαση. Επιπλέον, από την εξέταση των αποτελεσμάτων της ατομικής προόδου ανά μαθητή, από την έναρξη έως και την περάτωση της πειραματικής παρέμβασης, προέκυψε ότι οι περισσότεροι από τους μαθητές της πειραματικής ομάδας σημείωσαν πρόοδο στα μαθηματικά που κάλυψε πάνω από το 25% του συνόλου της κλίμακας μέτρησης. Η σημαντικότητα των αποτελεσμάτων επιβεβαιώνεται όχι μόνο από τη στατιστική ανάλυση, αλλά και από την πρακτική αξία της μεταβολής που παρατηρήθηκε στη μαθηματική ετοιμότητα των μαθητών της πειραματικής ομάδας σε σχέση με τις συνολικές επιδόσεις των μαθητών της ομάδα ελέγχου. Τέλος, από την αξιολόγηση της πιστότητας εφαρμογής του προτεινόμενου μοντέλου, βρέθηκε υψηλό επίπεδο σύγκλισης με τις βασικές αρχές του.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Learning disabilities in mathematics is an issue that has preoccupied both the scientific research and the educational practice in depth over the years. It is directly related to achieving the equity of access in learning and is in the center of a multifactorial phenomenon that has an impact on individuals, the society as well as culture and financial growth. The struggles and problems in the learning process that students are facing, despite their cause or the “label” that they carry, can form a negative factor for school performance and often lead to school failure. In Greece the educational support is actually triggered after the diagnosis has taken place and the student is ranked on the basis of a special education needs group. This procedure is based on the IQ-achievement discrepancy model which despite being widely used has been subject to criticism for its lack of effectiveness. By contrast, an alternative model has been developed, the so called Response to Instruction, and its ...
Learning disabilities in mathematics is an issue that has preoccupied both the scientific research and the educational practice in depth over the years. It is directly related to achieving the equity of access in learning and is in the center of a multifactorial phenomenon that has an impact on individuals, the society as well as culture and financial growth. The struggles and problems in the learning process that students are facing, despite their cause or the “label” that they carry, can form a negative factor for school performance and often lead to school failure. In Greece the educational support is actually triggered after the diagnosis has taken place and the student is ranked on the basis of a special education needs group. This procedure is based on the IQ-achievement discrepancy model which despite being widely used has been subject to criticism for its lack of effectiveness. By contrast, an alternative model has been developed, the so called Response to Instruction, and its aim is an early tackle of learning difficulties within the educational frame. In this model the teaching intervention takes place regardless the “diagnosis” and includes all the struggling students no matter the reasons causing their difficulties. It is based on the universal screening of the student population so as to trace those in need of teaching support as well as to check their responsiveness towards the learning process. The purpose of the current thesis is the adaptation, the implementation and the effectiveness of the “Response to Instruction” model which was used in the Greek school reality and specifically on students of the first grade of middle school (Gymnasium in Greek) in the school subject of Mathematics. The research design is structured in two research stages. During the first stage the adaptation of the model and the development of the required educational material took place aiming at the implementation of the model, thus the construction of a screening tool, to trace students already facing learning difficulties in mathematics or are at risk experiencing similar difficulties. Also, the construction of criteria to check the responsiveness of students in the educational intervention, the configuration of the educational material and the establishment of the teaching methodology were included in this first stage. In the second research stage the application and the estimation of the effectiveness of the model were tested through the implementation of the educational intervention in two small groups of students, selected on the basis of the outcomes of the screening process, from the total number of students in the same school class level. The basic research questions concern both the structure and the content of the educational material required, for the implementation of the model proposed, as well as the teaching approach. The fundamental question of the current research is whether the model “Response to Instruction”, with the appropriate adaptations, can serve as a comprehensive, realistic, efficient and applicable model to deal with learning difficulties in maths within the mainstream school, in a productive and successful way. Τhe research hypotheses involve the improving student outcomes due to the intervention made on the students that belong to the experimental group both on the basis of their initial baseline line and in comparison to the control group. The Research Methodology is based on the pragmatic paradigm combining both qualitative and quantitative research components and the experimental design is a combination of an experimental design of regression discontinuity and the study of a single-subject design. In the research study conducted sixty – three (63) students took part, 13 of which participated in the experimental intervention that took place in the fall semester (from September to mid-February). The total number of findings resulted in positive outcomes concerning both the adjustment and implementation of the model as well as the learning effects that students of the experimental team portrayed. In particularly, the study of the effect of the intragroup from the intervention in the thirteen (13) students of the experimental group has shown a statistically significant difference in their performance before and after the intervention. Added to this, the review of the individual progress of each student, from the beginning to the end of this experimental intervention has shown that most of the students of this experimental group have improved their performance in mathematics in a percentage reaching about 25% in comparison to their performance rate before the intervention. The importance of the results is confirmed not only because of the statistical analysis but also owing to the practical significance of the magnitude of the difference that was noticed in math readiness of the students belonging to the experimental group in relation to the overall performance of the student belonging to the control group. Finally, the assessment of the implementation fidelity of the model proposed showed a high level of the convergence concerning the essential components of Response to Instruction Model.
περισσότερα