Περίληψη
Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά, από την οπτική της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης και της Εκπαιδευτικής Πολιτικής, τις πραγματώσεις (enactments) των υπερεθνικών πολιτικών γλωσσικού γραμματισμού (language literacy) και των εθνικών αναλυτικών προγραμμάτων για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας σε δημόσια σχολεία υποβαθμισμένων αστικών περιοχών. Η προβληματική της διδακτορικής διατριβής συνοψίζεται στη θέση ότι οι μορφές παιδαγωγικής πρακτικής που αναπτύσσονται κατά την πραγμάτωση του αναλυτικού προγράμματος σε συγκεκριμένα σχολικά πλαίσια αποτελούν κρίσιμο παράγοντα ενίσχυσης ή άμβλυνσης του αναπαραγωγικού ρόλου της εκπαίδευσης, δημιουργώντας συνθήκες συμπερίληψης ή αποκλεισμού των μαθητών/τριών, ιδιαίτερα αυτών που προέρχονται από κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες. Για τη διερεύνηση του συγκεκριμένου ζητήματος πραγματοποιήθηκε μια εμπειρική έρευνα σε τέσσερα δημόσια Γυμνάσια υποβαθμισμένων περιοχών του κέντρου της Αθήνας, με υψηλό ποσοστό μαθητών/τριών με χαμηλό κοινωνικοοικον ...
Η παρούσα διδακτορική διατριβή διερευνά, από την οπτική της Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης και της Εκπαιδευτικής Πολιτικής, τις πραγματώσεις (enactments) των υπερεθνικών πολιτικών γλωσσικού γραμματισμού (language literacy) και των εθνικών αναλυτικών προγραμμάτων για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας σε δημόσια σχολεία υποβαθμισμένων αστικών περιοχών. Η προβληματική της διδακτορικής διατριβής συνοψίζεται στη θέση ότι οι μορφές παιδαγωγικής πρακτικής που αναπτύσσονται κατά την πραγμάτωση του αναλυτικού προγράμματος σε συγκεκριμένα σχολικά πλαίσια αποτελούν κρίσιμο παράγοντα ενίσχυσης ή άμβλυνσης του αναπαραγωγικού ρόλου της εκπαίδευσης, δημιουργώντας συνθήκες συμπερίληψης ή αποκλεισμού των μαθητών/τριών, ιδιαίτερα αυτών που προέρχονται από κοινωνικά μειονεκτούσες ομάδες. Για τη διερεύνηση του συγκεκριμένου ζητήματος πραγματοποιήθηκε μια εμπειρική έρευνα σε τέσσερα δημόσια Γυμνάσια υποβαθμισμένων περιοχών του κέντρου της Αθήνας, με υψηλό ποσοστό μαθητών/τριών με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό οικογενειακό υπόβαθρο. Τα εμπειρικά δεδομένα συνελέγησαν κατά τη διάρκεια των σχολικών ετών 2017-2018 και 2018-2019 με τα ακόλουθα ερευνητικά εργαλεία: α. 26 ημι-δομημένες κύριες συνεντεύξεις με 20 φιλολόγους, τους διευθυντές/τις διευθύντριες των σχολείων και με 2 Σχολικές Συμβούλους, β. 25 διδακτικές ώρες παρατήρησης στη σχολική τάξη του μαθήματος της Γλωσσικής Διδασκαλίας, και γ. 14 συμπληρωματικές ημι-δομημένες συνεντεύξεις με φιλολόγους στις οποίες σχολιάζουν τα κριτήρια με τα οποία αξιολόγησαν 28 γραπτά μαθητικά κείμενα (παραγωγές γραπτού λόγου). Η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων βασίζεται στην «εννοιολογική γραμματική» της θεωρίας του παιδαγωγικού μηχανισμού του Basil Bernstein, καθώς και στην περαιτέρω ανάπτυξή της από σύγχρονους/ες συνεχιστές της παράδοσής του. Με τα συγκεκριμένα θεωρητικά εργαλεία επιχειρείται η διεύρυνση της έννοιας του «ρυθμιστικού λόγου» («regulative discourse») του Bernstein, καθώς και η επαναπροσέγγιση της έννοιας του «σχολικού πλαισίου» («school context») την οποία προτείνουν ο Stephen Ball και οι συνεργάτες του. Απώτερος σκοπός αυτής της θεωρητικής ανάπτυξης είναι η παραγωγή εργαλείων περιγραφής και ανάλυσης των τοπικών πραγματώσεων των πολιτικών για τη σχολική (γλωσσική) γνώση και των δυνητικών συνεπειών τους για τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών/τριών, στις σύγχρονες συνθήκες ρύθμισης της εκπαίδευσης. Η ανάλυση των εμπειρικών δεδομένων κατέδειξε ότι οι εκπαιδευτικοί πραγματώνουν τα εθνικά αναλυτικά προγράμματα για τη διδασκαλία της νεοελληνικής γλώσσας σε ιδιαίτερα απαιτητικές συνθήκες εργασίας και με ποικίλες μορφές παιδαγωγικής πρακτικής. Ωστόσο, οι παιδαγωγικές πρακτικές που αναπτύσσονται στη σχολική τάξη διαμορφώνονται υπό την επίδραση ενός ισχυρού ρυθμιστικού λόγου ο οποίος επικεντρώνεται στη συμπερίληψη (inclusion) των μαθητών/τριών στις εκπαιδευτικές διαδικασίες. Ο συγκεκριμένος ρυθμιστικός λόγος, αν και ανομοιογενής, συνήθως διαμορφώνει μορφές πρακτικής που τείνουν να αναπαράγουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες. Η ανάλυση των δεδομένων ανέδειξε ακόμη τον λιγότερο επιδραστικό ρυθμιστικό λόγο της «επιτελεστικότητας» («performativity»), ο οποίος κατασκευάζει το παγκόσμιο πρότυπο «του καλού/της καλής εκπαιδευτικού». Ο συγκεκριμένος λόγος διαμορφώνει μορφές πρακτικής οι οποίες, αν και χαρακτηρίζονται «σύγχρονες», συνήθως αδυνατούν να συνδέσουν αποτελεσματικά την παιδαγωγική με το αναλυτικό πρόγραμμα. Συνεπώς, τα ευρήματα της μελέτης εγείρουν ερωτήματα σχετικά με τις νέες μορφές επαγγελματικής γνώσης που παράγονται και διαχέονται στα διάφορα επίπεδα της εκπαιδευτικής διακυβέρνησης (governance), ρυθμίζοντας την εργασία των εκπαιδευτικών, στο συγκεντρωτικό και γραφειοκρατικό ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, το οποίο, κατά την περίοδο διεξαγωγής της εμπειρικής έρευνας, δε ρυθμιζόταν –τουλάχιστον ρητά- από τον ηγεμονικό λόγο της «επιτελεστικότητας», όπως συμβαίνει σε πολλά εκπαιδευτικά συστήματα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis explores, from the perspective of the Sociology of Education and Education Policy, the enactments of supranational language literacy policies and the Modern Greek Language curriculum, in state schools located in disadvantaged urban areas. The problematic of the thesis is summarised in the position that, in specific school contexts, the forms of pedagogic practice through which the curriculum is enacted are critical factors for the reinforcement or mitigation of the reproductive role of education, and create the conditions for students’ inclusion or exclusion, especially among those from socially disadvantaged groups.To investigate this issue, an empirical research study was carried out in four lower-secondary state schools, in the inner-city of Athens, with a high percentage of students from low socioeconomic family backgrounds. The empirical data was collected during the school years 2017-2018 and 2018-2019, with the following research tools: a. 26 main semi-structured int ...
This thesis explores, from the perspective of the Sociology of Education and Education Policy, the enactments of supranational language literacy policies and the Modern Greek Language curriculum, in state schools located in disadvantaged urban areas. The problematic of the thesis is summarised in the position that, in specific school contexts, the forms of pedagogic practice through which the curriculum is enacted are critical factors for the reinforcement or mitigation of the reproductive role of education, and create the conditions for students’ inclusion or exclusion, especially among those from socially disadvantaged groups.To investigate this issue, an empirical research study was carried out in four lower-secondary state schools, in the inner-city of Athens, with a high percentage of students from low socioeconomic family backgrounds. The empirical data was collected during the school years 2017-2018 and 2018-2019, with the following research tools: a. 26 main semi-structured interviews with 20 Modern Greek Language teachers, 4 school principals, and 2 school advisors, b. 25 hours of classroom observation in Modern Greek Language classes, and c. 14 additional semi-structured interviews with Modern Greek Language teachers, focusing on the criteria with which they had assessed the written texts of 28 students.The analysis of the empirical data is based on the «conceptual grammar» of Bernstein’s theory of the pedagogic device, as well as on its further development by contemporary Bernstein scholars. With these particular theoretical tools, an attempt has been made to broaden Bernstein's concept of «regulative discourse», as well as to rethink the notion of «school context» proposed by Stephen Ball and his colleagues. The goal of this theoretical development is the production of tools for describing and analysing the local enactments of policies on school (language) knowledge, as well as their potential consequences for students' academic performance, in the current conditions of educational regulation. The analysis of the empirical data indicates that teachers enact the national curriculum on Μodern Greek Language teaching under very demanding working conditions, through various forms of pedagogic practice. However, the pedagogic practices developed in the classrooms are shaped by a strong regulative discourse that focuses on the inclusion of students in the educational processes. This regulative discourse, although heterogeneous, usually creates forms of practice that tend to reinforce educational inequalities. The data analysis also reveals a less influential regulative discourse of performativity that constructs the global model of the «good teacher». This regulative discourse shapes forms of practice that, although characterised as «modern», usually fail to effectively link pedagogy to curriculum. Therefore, the findings of this doctoral research raise questions about the new forms of professional knowledge that are produced and disseminated at the various levels of educational governance, regulating teachers’ work whithin the highly centralised and bureaucratic Greek education system, which, during the course of the empirical study, was not -at least explicitly- regulated by the hegemonic discourse of «performativity», identified in many other educational systems.
περισσότερα