Περίληψη
Η παρούσα διατριβή είναι ένα έργο ιστορίας των ιδεών που εστιάζει στην ανάπτυξη των εννοιών της ισχύος και του έθνους-κράτους στη ρεαλιστική σκέψη. Ο κύριος στόχος της διατριβής είναι να προσφέρει μια ολοκληρωμένη ανάλυση του τρόπου που οι διαφορετικές αντιλήψεις για την ισχύ στο έργο διαφόρων ρεαλιστών στοχαστών επηρρέασαν τις αντιλήψεις τους για το έθνος-κράτος. Αν και τόσο η ισχύς όσο και το κράτος θεωρούνται κεντρικά στοιχεία για τον ρεαλισμό, η σύνδεσή τους δεν έχει συζητηθεί επαρκώς και παραμένει σε μεγάλο βαθμό σιωπηρή. Η διατριβή αποσκοπεί στην ανάδειξη αυτής της σύνδεσης. Οι συγγραφείς που εξετάζονται είναι σημαντικοί ρεαλιστές στοχαστές, αντιπροσωπευτικοί της ποικιλομορφίας της ρεαλιστικής σκέψης καθώς και της εξέλιξης από τον κλασικό στον δομικό ρεαλισμό. Ως εκ τούτου, η διατριβή εστιάζει στα έργα των Ε.Η. Carr, H. Morgenthau (ως κλασικών ρεαλιστών), J. Herz (ως μεταβατικής μορφής) και J. Mearsheimer (ως δομικού ρεαλιστή). Η διατριβή αναλύει τη θεωρία κάθε ρεαλιστή σε τρια σ ...
Η παρούσα διατριβή είναι ένα έργο ιστορίας των ιδεών που εστιάζει στην ανάπτυξη των εννοιών της ισχύος και του έθνους-κράτους στη ρεαλιστική σκέψη. Ο κύριος στόχος της διατριβής είναι να προσφέρει μια ολοκληρωμένη ανάλυση του τρόπου που οι διαφορετικές αντιλήψεις για την ισχύ στο έργο διαφόρων ρεαλιστών στοχαστών επηρρέασαν τις αντιλήψεις τους για το έθνος-κράτος. Αν και τόσο η ισχύς όσο και το κράτος θεωρούνται κεντρικά στοιχεία για τον ρεαλισμό, η σύνδεσή τους δεν έχει συζητηθεί επαρκώς και παραμένει σε μεγάλο βαθμό σιωπηρή. Η διατριβή αποσκοπεί στην ανάδειξη αυτής της σύνδεσης. Οι συγγραφείς που εξετάζονται είναι σημαντικοί ρεαλιστές στοχαστές, αντιπροσωπευτικοί της ποικιλομορφίας της ρεαλιστικής σκέψης καθώς και της εξέλιξης από τον κλασικό στον δομικό ρεαλισμό. Ως εκ τούτου, η διατριβή εστιάζει στα έργα των Ε.Η. Carr, H. Morgenthau (ως κλασικών ρεαλιστών), J. Herz (ως μεταβατικής μορφής) και J. Mearsheimer (ως δομικού ρεαλιστή). Η διατριβή αναλύει τη θεωρία κάθε ρεαλιστή σε τρια στάδια. Πρώτον, αναλύει την εννοιολόγηση της ισχύος και τον ρόλο που διαδραματίζει στις οντολογικές και επιστημολογικές του παραδοχές. Στη συνέχεια, χρησιμοποιώντας αυτή την εννοιολόγηση ως σημείο εκκίνησης, συζητά τον αντίκτυπό της στον τρόπο με τον οποίο ο υπό εξέταση ρεαλιστής κατανοούσε το έθνος-κράτος. Τέλος, ο τρόπος με τον οποίο οι προαναφερθέντες ρεαλιστές ασχολήθηκαν με τις εξωτερικές πολιτικές συγκεκριμένων εθνικών κρατών προσφέρει μια απεικόνιση του θεωρητικού τους πλαισίου. Η διατριβή προσδιορίζει μια στενή αλληλεπίδραση μεταξύ της ισχύος και του έθνους-κράτους σε όλους τους ρεαλιστές που εξετάστηκαν. Η ισχύς παίζει κεντρικό ρόλο στην οντολογία κάθε ρεαλιστή και συνακόλουθα επηρεάζει σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόταν το έθνος-κράτος. Το τελευταίο μπορεί έτσι να προσεγγιστεί ως μια εκδήλωση της ισχύος που δεν παραμένει αμετάβλητη στον χρόνο. Οι ρεαλιστές που εξετάστηκαν προσεγγίζουν το κράτος ως μια ιστορικά προσδιορισμένη οντότητα. Ως εκ τούτου, υποστηρίζεται ότι είναι η ισχύς που αποτελεί την κεντρική αναλυτική κατηγορία του ρεαλισμού και όχι το κράτος του οποίου η ίδια η σύλληψη εξαρτάται από αυτήν της ισχύος. Όσον αφορά την ανάπτυξη του ρεαλισμού, παρατηρείται μια διαδικασία σταδιακής περιστολής της έννοιας της ισχύος κατά τη μετάβαση από τις κλασικές σε δομικές προσεγγίσεις. Η πολύπλευρη αντίληψη της ισχύος που προτάθηκε από τους πρώτους ρεαλιστές εγκαταλείφθηκε προς όφελος μιας προσέγγισης που κατανοεί την ισχύ ως υλικές δυνατότητες. Αν και αυτή η προσέγγιση είναι συμβατή με ένα επιστημονικό όραμα για την πολιτική, όπως εκδηλώθηκε μετά το δεύτερο debate, μειώνει σημαντικά την αναλυτική ισχύ του ρεαλισμού τόσο στην κατανόηση της ισχύος όσο και του έθνους-κράτους. Αυτό είναι εμφανές στην επισφαλή ισορροπία που πρέπει να επιτύχουν οι νεορεαλιστές όταν θεωρητικοποιούν τον εθνικισμό, το ιδεολογικό επακόλουθο του έθνους-κράτους, το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί πληρέστερα από τους κλασικούς ρεαλιστές. Τέλος, αφαιρώντας την ισχύ από το πεδίο της επιστημολογίας, οι δομικές παραλλαγές του ρεαλισμού στερούνται την αναστοχαστικότητα των προηγούμενων ρεαλιστών και συνεπώς δυσκολεύονται να συμμετάσχουν σε συζητήσεις εξωτερικής πολιτικής χωρίς να υπονομεύσουν τις βασικές παραδοχές της θεωρίας τους.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis is a project of intellectual history which focuses on the development of notions of power and the nation-state in realist thought. The main aim of the thesis is to offer a comprehensive account of how different conceptions of power in the work of various realist thinkers influence their perceptions of the nation-state. Although both power and the state are considered as central to realism, their connection has not been adequately discussed and remains largely implicit. The thesis aims at illuminating such a connection. The authors under examination are both key realist thinkers and representative of the diversity of realist thought as well as of the development from classical to structural realism. As such, the thesis focuses on the works of E.H. Carr, H. Morgenthau (as classical realists), J. Herz (as a transitional figure) and J. Mearsheimer (as a structural realist). The thesis engages with each realist’s theory in a three-step process. First, it analyses their conceptua ...
This thesis is a project of intellectual history which focuses on the development of notions of power and the nation-state in realist thought. The main aim of the thesis is to offer a comprehensive account of how different conceptions of power in the work of various realist thinkers influence their perceptions of the nation-state. Although both power and the state are considered as central to realism, their connection has not been adequately discussed and remains largely implicit. The thesis aims at illuminating such a connection. The authors under examination are both key realist thinkers and representative of the diversity of realist thought as well as of the development from classical to structural realism. As such, the thesis focuses on the works of E.H. Carr, H. Morgenthau (as classical realists), J. Herz (as a transitional figure) and J. Mearsheimer (as a structural realist). The thesis engages with each realist’s theory in a three-step process. First, it analyses their conceptualisation of power and the role it plays in their ontological and epistemological assumptions. Then, using that conceptualisation of power as a starting point, it discusses its impact on the way the realist under examination understood the nation-state. Finally, the way the aforementioned realists engaged with the foreign policies of given nation-states is employed as an illustration of their theoretical framework. The thesis identifies a close interplay between power and the nation-state in all realists examined. Power plays a central role in each realist’s ontology and as such influences profoundly the way they conceptualised the nation-state. The latter can thus be approached as a manifestation of power which is unfixed in time. The realists examined approach the state as a historically conditioned entity. As such, it is argued that it is power that constitutes the core analytical category of realism rather than the state whose very conception is dependent upon that of power. In terms of the development of realism, a process of gradual narrowing down of the concept of power from classical to structural approaches is observed. The multifaceted conception of power advanced by early realists is abandoned in favour of an approach which understands power as material capabilities. While this approach is compatible with a scientific vision of politics as manifested after the second debate it reduces significantly realism’s analytical purchase both in understanding power and the nation-state. This is evident in the precarious balance that neorealists have to attain when theorising nationalism, the ideological corollary of the nation-state, which can more fully be accounted for by classical realists. Finally, by removing power from the field of epistemology, structural variants of realism lack the reflexivity of earlier realists and as such find it difficult to engage in foreign policy debates without compromising the core assumptions of their theory.
περισσότερα