Περίληψη
Στη μακρά περίοδο από τον ύστερο 11ο αιώνα έως και το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., η θρησκεία αναδεικνύεται σε έναν από τους κυριότερους άξονες της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, όπου μπορούμε να ερευνήσουμε τις σύνθετες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, αλλά και ιδεολογικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο σύνολο σχεδόν του ελλαδικού χώρου. Η Πελοπόννησος, παρούσα στις εξελίξεις αυτές, έχει να επιδείξει ένα πλούσιο λατρευτικό τοπίο, το οποίο σχηματίζεται μέσα από μια μοναδική συνύπαρξη πανελληνίων ιερών, ισχυρών αστικών και εξωαστικών ιερών και ιερών σε κατεξοχήν αγροτικές ή μεθόριες θέσεις. Από τη δημοσίευση των πορισμάτων των πρώτων ανασκαφών στην Ολυμπία το 1890, έως και τις μέρες μας, ο αριθμός των μελετών που αφορούν στα πελοποννησιακά ιερά φανερώνει το συνεχές και αμείωτο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας απέναντι σε ζητήματα θρησκείας και λατρευτικής συμπεριφοράς, ειδικά σε μια περίοδο με κρίσιμες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις για τους πληθυσμούς της Πελοποννήσου, όπως ...
Στη μακρά περίοδο από τον ύστερο 11ο αιώνα έως και το τέλος του 7ου αιώνα π.Χ., η θρησκεία αναδεικνύεται σε έναν από τους κυριότερους άξονες της αρχαίας ελληνικής κοινωνίας, όπου μπορούμε να ερευνήσουμε τις σύνθετες κοινωνικές, πολιτικές, οικονομικές, αλλά και ιδεολογικές εξελίξεις που λαμβάνουν χώρα στο σύνολο σχεδόν του ελλαδικού χώρου. Η Πελοπόννησος, παρούσα στις εξελίξεις αυτές, έχει να επιδείξει ένα πλούσιο λατρευτικό τοπίο, το οποίο σχηματίζεται μέσα από μια μοναδική συνύπαρξη πανελληνίων ιερών, ισχυρών αστικών και εξωαστικών ιερών και ιερών σε κατεξοχήν αγροτικές ή μεθόριες θέσεις. Από τη δημοσίευση των πορισμάτων των πρώτων ανασκαφών στην Ολυμπία το 1890, έως και τις μέρες μας, ο αριθμός των μελετών που αφορούν στα πελοποννησιακά ιερά φανερώνει το συνεχές και αμείωτο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας απέναντι σε ζητήματα θρησκείας και λατρευτικής συμπεριφοράς, ειδικά σε μια περίοδο με κρίσιμες κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις για τους πληθυσμούς της Πελοποννήσου, όπως είναι η Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου και η Πρώιμη Αρχαϊκή περίοδος. Η συγκέντρωση του συνόλου του δημοσιευμένου υλικού που αντιστοιχεί στους αιώνες αυτούς και κυρίως στη μετάβαση από τον 8ο στον 7ο αιώνα π.Χ., είχε ως αποτέλεσμα την κατάρτιση ενός καταλόγου, ο οποίος περιλαμβάνει εκατόν εννέα θέσεις, που ταυτίζονται είτε με μεγάλα και σημαντικά ιερά, είτε με χώρους, στους οποίους εντοπίζονται κατάλοιπα λατρευτικών πρακτικών, όπως για παράδειγμα ένας υπαίθριος βωμός ή ένας ιερός αποθέτης. Τα περισσότερα από αυτά εντοπίζονται στις περιοχές της Λακωνίας, της Αργολίδας και της Αρκαδίας, ενώ ακολουθούν η Μεσσηνία, η Κορινθία, η Αχαΐα, η βορειοανατολική Πελοπόννησος και τέλος, η Ηλεία. Μεταξύ των θέσεων αυτών σημειώνονται πολλές ομοιότητες, ως προς την τοπογραφία του ιερού, την έναρξη της λατρείας στο χώρο, την ανέγερση και τη μορφή του πρώτου ναϊκού οικοδομήματος, το πλήθος και το είδος των αναθημάτων, τη σχέση με κάποιο οικιστικό κέντρο, κ.ά., ενώ την ίδια στιγμή αναδεικνύονται τοπικές ιδιαιτερότητες, παραδόσεις και προτιμήσεις.Η πρώτη περίοδος σημαντικών αλλαγών στη λατρευτική ζωή των περιοχών της Πελοποννήσου αντιστοιχεί με τη μετάβαση από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου. Κατά τη μεταβατική αυτή περίοδο, η λατρεία στα πρωιμότερα από τα πελοποννησιακά ιερά φαίνεται πως ήταν επικεντρωμένη στη διεξαγωγή θυσιών και κοινών λατρευτικών δείπνων. Η εντατικοποίηση των λατρευτικών πρακτικών τοποθετείται χρονικά από τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. και εξής, μια περίοδο που έχει συνδεθεί με τα πρώτα στάδια της αστικοποίησης και την ανάδυση των πρώτων πόλεων-κρατών. Περισσότερα από τα μισά πελοποννησιακά ιερά ιδρύονται κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου και κυρίως στην ύστερη φάση της. Η περιοχή που αντιδρά πιο άμεσα στις εξελίξεις αυτές είναι η Αργολίδα, καθώς σύμφωνα με την έρευνα τότε ιδρύονται τα δέκα από τα είκοσι ένα συνολικά ιερά που έχουν καταγραφεί στην αργολική επικράτεια. Τον 7ο αιώνα π.Χ. παρατηρείται επίσης ένας σημαντικός βαθμός λατρευτικής δραστηριότητας, η οποία διακρίνεται από μία σχετική ανισότητα μεταξύ των διαφόρων περιοχών της Πελοποννήσου, με την Αρκαδία να ηγείται των εξελίξεων, ενώ αντίθετα την Αχαΐα να παρουσιάζει μια εικόνα στασιμότητας και οπισθοχώρησης.Μέχρι τα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. τα ιερά που βρίσκονταν εντός των οικισμών της πελοποννησιακής επικράτειας συνήθως δεν διέθεταν κάποιο ναϊκό οικοδόμημα, ενώ σε αυτά που είχαν ιδρυθεί στην περιφέρεια των οικιστικών κέντρων ή στην ύπαιθρο η μορφή των ναών περιοριζόταν σε αρκετά απλές, μικρών διαστάσεων κατασκευές. Τα πρώτα μνημειακά ναϊκά οικοδομήματα κάνουν την εμφάνισή τους στο τέλος του 8ου αιώνα π.Χ., αρκετά από τα οποία ανήκουν στον τύπο του εκατόμπεδου. Η βορειοανατολική Πελοπόννησος αποτελεί την περιοχή όπου περί το 700 π.Χ. και καθ’ όλη τη διάρκεια του α΄ μισού του 7ου αιώνα π.Χ. νέες τάσεις εφαρμόζονται στη αρχιτεκτονική των ναών με απώτερο σκοπό την απόδοση σε αυτούς ενός μνημειακού χαρακτήρα. Ο ηγετικός ρόλος της Κορίνθου στις εξελίξεις αυτές αποτελεί πλέον ένα αξίωμα του σύγχρονου ακαδημαϊκού κόσμου. Ως καινοτόμα στοιχεία των κορινθιακών ναών έχουν θεωρηθεί η χρήση του τοπικού μαλακού ασβεστόλιθου ως οικοδομικού υλικού, όπως επίσης η εφαρμογή και διάδοση της πήλινης στέγασης του ναϊκού οικοδομήματος. Αξίζει να σημειωθεί ότι στον πρώιμο αρχαϊκό ναό του Απόλλωνος αποδίδεται η πρωιμότερη πήλινη στέγη που έχει βρεθεί συνολικά στον ελλαδικό χώρο της μετα-Μυκηναϊκής εποχής.Σημαντική στην πρώιμη ναϊκή αρχιτεκτονική υπήρξε επίσης η συμβολή της Αχαΐας. Η ανασκαφή που ξεκίνησε το 1979 στο Άνω Μαζαράκι του οροπεδίου της Ρακίτας έφερε στο φως τον πρωιμότερο ναό της Αχαΐας, αλλά και ένα από τα αρχαιότερα παραδείγματα δωρικού ναού, στον οποίο σε μία πρώιμη μορφή συναντώνται όλα τα επιμέρους αρχιτεκτονικά στοιχεία του αρχαϊκού και του κλασικού ναού, δηλαδή πρόδομος, κυρίως ναός και περίσταση. Το πιο κοντινό παράλληλο του ναού στο Άνω Μαζαράκι θεωρείται ο πρόσφατα ανεσκαμμένος ναός του Ελικωνίου Ποσειδώνος στη θέση Νικολέικα του Αιγίου. Η παρουσία του ημικυκλικού προστώου στη είσοδο και των δύο ναών αποτέλεσε μία καινοτομία των υστερογεωμετρικών ναών της Αχαΐας, ως μία προσπάθεια απόδοσης μνημειακότητας σε αυτούς. Τέλος, η περίπτωση του μεγαλοπρεπούς γεωμετρικού οικοδομήματος της Τραπεζάς υποδεικνύει την ύπαρξη - ήδη από το β’ μισό του 8ου αιώνα π.Χ. - κτηρίων, τα οποία εξυπηρετούσαν πρακτικές όπως η τέλεση λατρευτικών δείπνων. Στα ιερά της Πελοποννήσου έχει έρθει στο φως πληθώρα αφιερωμάτων, όπως κεραμεική, μικκύλα αγγεία, πήλινα και χάλκινα ειδώλια, κοσμήματα, πήλινα ομοιώματα, αντικείμενα από οστό και ελεφαντοστό, σφραγιδόλιθοι, είδη οπλισμού και πολλά άλλα, τα οποία χρονολογούνται ως επί το πλείστον στη Γεωμετρική και Αρχαϊκή περίοδο. Από τις πρώτες ανασκαφές στην Ολυμπία και το Ηραίο του Άργους, αλλά και από αυτές που ακολούθησαν σε αρκετές θέσεις της πελοποννησιακής επικράτειας, έγινε εμφανές ότι τα μετάλλινα αντικείμενα υπήρξαν ίσως το πιο αγαπητό από τα αναθήματα και ότι η παράγωγή τους βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στη δράση τοπικών εργαστηρίων παραγωγής. Μια από τις πιο αντιπροσωπευτικές ομάδες αυτών των αναθημάτων, η οποία διακρίνεται σε πολλές περιπτώσεις ιερών για την ποσοτική της υπεροχή και την υψηλή καλλιτεχνική της ποιότητα, είναι τα κοσμήματα, όπως επιβεβαιώνει ο αριθμός των χάλκινων περονών από τα ιερά της Ήρας στο Άργος, της Ορθίας στη Σπάρτη και της Αλέας στην Τεγέα.Τα χάλκινα και πήλινα ανθρωπόμορφα και ζωόμορφα ειδώλια συνιστούν επίσης μία από τις πολυπληθέστερες ομάδες αντικειμένων που αφιερώνονταν στα πελοποννησιακά ιερά. Τα ειδώλια ίππων είναι αναμφισβήτητα ένα αντιπροσωπευτικό ανάθημα του 8ου αιώνα π.Χ., με την Ολυμπία να προσφέρει έναν εξαιρετικά μεγάλο αριθμό από αυτά κυρίως σε χαλκό. Ένα σημαντικό σύνολο πήλινων ειδωλίων ίππων προέρχεται από το ιερό του Φλιούντος, ενώ ιδιαίτερα αγαπητή προσφορά υπήρξε και στην περιοχή της Σπάρτης. Χαρακτηριστική ομάδα πήλινων χειροποίητων ανθρωπόμορφων ειδωλίων είναι οι ένθρονες γυναικείες μορφές ή θεότητες με πλούσια πλαστική διακόσμηση, οι οποίες απαντώνται ως επί το πλείστον στα ιερά της Αργολίδας.Ως προς την κεραμεική, τα μικρού μεγέθους ανοιχτά αγγεία - αγγεία πόσης - επικρατούν με διαφορά μεταξύ των άλλων σχημάτων. Ο κάνθαρος υπήρξε το πλέον αγαπητό σχήμα στην περιοχή της Αχαΐας, καθ’ όλη τη διάρκεια των πρώιμων ιστορικών χρόνων, ενώ τα παραδείγματα των ύστερων γεωμετρικών χρόνων βρίσκουν παράλληλα σε αυτά που έχουν βρεθεί στο ιερό της Ολυμπίας και στα ιερά της Μύσιας Δήμητρας στο Κουρτάκι και του Αγαμέμνονος στις Μυκήνες. Η ισχυρή παρουσία σε ένα ιερό ενός κλειστού σχήματος αγγείου σχετίζεται ως επί το πλείστον με προτιμήσεις τοπικού χαρακτήρα, όπως είναι η υδρία στην περιοχή της Αργολίδας, αν και στην περίπτωση αυτή πρόκειται κυρίως για μικρού μεγέθους αγγεία. Η Κόρινθος θεωρείται η περιοχή που πρωτοστάτησε στην παραγωγή μικρογραφικής αναθηματικής κεραμεικής. Οι ανασκαφές που διενεργήθηκαν στη Συνοικία των Κεραμέων, στο ιερό της Δήμητρας και της Κόρης στον Ακροκόρινθο, στο Ηραίο της Περαχώρας, στο ιερό του Ισθμίου Ποσειδώνος και αλλού, έφεραν στο φως μια αξιοσημείωτα μεγάλη ποσότητα αγγείων αυτής της κατηγορίας, ενώ οι κορινθιακές μικρογραφικές κοτύλες έχουν βρεθεί σε πολλές θέσεις εκτός της κορινθιακής επικράτειας, μεταξύ των οποίων η Αργολίδα και το ιερό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα.Οι χάλκινοι τρίποδες, σύμβολο μιας υψηλής κοινωνικά τάξης, εμφανίζονται στην Ολυμπία νωρίτερα σε σύγκριση με τα πρωιμότερα παραδείγματα από άλλα ιερά της Πελοποννήσου, όπως της Αθηνάς Χαλκιοίκου και του Απόλλωνος Αμυκλαίου στη Σπάρτη ή του Διός Ιθωμάτα και του Ποσειδώνος στα Ακοβίτικα της Μεσσηνίας, ενώ ο αριθμός τους στο ιερό της Άλτεως ξεπερνά κατά πολύ αυτούς που θα πρέπει να αφιερώθηκαν στα άλλα ιερά.Μικρού μεγέθους πήλινα ομοιώματα ποικίλων μορφών, όπως οικίσκοι, ή άλλες αρχιτεκτονικές μορφές, άρματα και τροχοί, είδη οπλισμού, καρποί, φρούτα και αρτοπαρασκευάσματα και αρκετά ακόμα, εμφανίζονται στα πελοποννησιακά ιερά του 8ου και 7ου αιώνα π.Χ., συχνά σε αξιόλογες ποσότητες. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα πήλινα ομοιώματα κτηρίων (οικίσκων) που προέρχονται από τα Ηραία της Περαχώρας και του Άργους, της Αθηνάς Αλέας, της Ορθίας Αρτέμιδος, της Αρτέμιδος στο Άνω Μαζαράκι, του Ελικωνίου Ποσειδώνος και από το ιερό της Αφροδίτης στη νότια πλευρά του Φλιάσιου πεδίου. Τέλος, ειδικές κατηγορίες αφιερωμάτων, όπως τα ανάγλυφα αναθηματικά πλακίδια, τα μολύβδινα μικροσκοπικά ειδώλια, οι μικρογραφικοί πήλινοι και χάλκινοι κώδωνες, τα πήλινα προσωπεία και τα σιδηρά δρεπάνια, τα οποία έχουν συνδεθεί κατά κύριο λόγο με τα σπαρτιατικά ιερά, υποδηλώνουν την επικράτηση τοπικών παραδόσεων, σε συνδυασμό με την υιοθέτηση ανατολικών προτύπων στα έργα της εγχώριας καλλιτεχνικής παραγωγής.Στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. εκδηλώνεται μια έντονη επιθυμία των διαφόρων πληθυσμών της Πελοποννήσου για σύνδεση με το μυκηναϊκό - ηρωικό παρελθόν. Θρησκευτικοί συμβολισμοί μεταφέρονται από τη μία εποχή στην άλλη, επηρεάζοντας και διαμορφώνοντας ως ένα βαθμό τις νέες πεποιθήσεις και λατρευτικές πρακτικές. Η άσκηση λατρευτικής δράσης σε κατεξοχήν μυκηναϊκές θέσεις, όπως το ανάκτορο της Πύλου και οι ακροπόλεις των Μυκηνών και της Τίρυνθας, καθώς επίσης και σε τάφους της Εποχής του Χαλκού, είναι ένα φαινόμενο που συνδέθηκε με την άνοδο της δημοφιλίας των ηρώων και των προγόνων. Επίσης νέα ιερά είτε ιδρύονται πλησίον θέσεων ή καταλοίπων της Εποχής του Χαλκού, είτε αφιερώνονται στη λατρεία μορφών του έπους, όπως το ιερό του Μενελάου και της Ελένης στη Σπάρτη. Τέλος, η παρουσία αντικειμένων της Εποχής του Χαλκού ή αναθημάτων που μιμούνται συνειδητά τύπους και εικονογραφικά θέματα της προϊστορικής περιόδου σε ιερά των πρώιμων ιστορικών χρόνων, τα λεγόμενα κειμήλια, λειτούργησαν ως φορείς ανάμνησης και εξύμνησης του παρελθόντος. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελούν οι μικρογραφικοί διπλοί πελέκεις, οι οποίοι εμφανίζονται κυρίως στις περιοχές της Σπάρτης και της Τεγέας και δευτερευόντως στο Ηραίο του Άργους και στα ιερά της Ολυμπίας και των Λουσών. Κατά τη διάρκεια του 8ου και του 7ου αιώνα π.Χ. οι διάφοροι πληθυσμοί της Πελοποννήσου πάσχισαν να διαφυλάξουν σε μικρό ή σε μεγαλύτερο βαθμό τη διαφορετικότητα της καταγωγής και της ιστορίας τους. Έχοντας συχνά ως συνεκτικό στοιχείο τη δωρική καταγωγή τους, επιχείρησαν να ενισχύσουν τις πολιτικές τους δομές μέσω της δημιουργίας ισχυρών δικτύων λατρευτικής δραστηριότητας. Ο ρόλος κάποιων ιερών στη διαμόρφωση ευρύτερων θρησκευτικών ομάδων είναι δυνατό να ανιχνευθεί στα ιερά της Ολυμπίας, της Ισθμίας, του Ηραίου του Άργους, της Επιδαύρου, της Αθηνάς Αλέας στην Τεγέα, της Αρτέμιδος στο Άνω Μαζαράκι, του Ποσειδώνος στα Ακοβίτικα της Μεσηνίας, καθώς και στο ιερό του Απόλλωνα στις Αμύκλες. Η εξέταση των σχέσεων μεταξύ των ιερών και κατ’ επέκταση μεταξύ των περιοχών στις οποίες ανήκουν θέτει σε νέα βάση τη συζήτηση σχετικά με το ρόλο των εξωαστικών ιερών κατά τον 8ο π.Χ. αιώνα, μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον στην ανάδυση ομάδων ιερών, τα οποία αποτέλεσαν κέντρα διακίνησης μεγάλου αριθμού αναθημάτων και τέλεσης συλλογικών λατρευτικών πρακτικών. Η λατρεία της Ήρας και του Δία στη βορειοανατολική Πελοπόννησο, το δίκτυο των σπαρτιατικών ιερών και το αρκαδικό δίκτυο ιερών, συνιστούν αντιπροσωπευτικές μελέτες περίπτωσης ως προς αυτήν την κατεύθυνση της έρευνας αναφορικά με την πρώιμη λατρεία στην Πελοπόννησο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In the long period from the late 11th century to the end of the 7th century BC, religion rises as one of the main reference points for ancient Greek society, and a field where we can explore the complex social, political, economic as well as ideological developments that occurred throughout the Greek world. The Peloponnese, present in these developments, demonstrates a rich sacred landscape which is shaped by a unique coexistence of Pan-Hellenic sanctuaries, prominent urban and extra-urban sanctuaries and by sanctuaries in rural or liminal locations.From the publication of the first excavation results at Olympia in 1890, to date, the number of studies on Peloponnesian sanctuaries reveals the continuous and unceasing interest of the scientific community in issues of religion and cult practices, especially in a period of such critical social and political developments for the people in the Peloponnese, as in the Early Iron Age and the Early Archaic period. The assembled published materia ...
In the long period from the late 11th century to the end of the 7th century BC, religion rises as one of the main reference points for ancient Greek society, and a field where we can explore the complex social, political, economic as well as ideological developments that occurred throughout the Greek world. The Peloponnese, present in these developments, demonstrates a rich sacred landscape which is shaped by a unique coexistence of Pan-Hellenic sanctuaries, prominent urban and extra-urban sanctuaries and by sanctuaries in rural or liminal locations.From the publication of the first excavation results at Olympia in 1890, to date, the number of studies on Peloponnesian sanctuaries reveals the continuous and unceasing interest of the scientific community in issues of religion and cult practices, especially in a period of such critical social and political developments for the people in the Peloponnese, as in the Early Iron Age and the Early Archaic period. The assembled published material from these centuries and mainly from the 8th-to the 7th-century BC transition, has resulted to a catalogue of one hundred and nine sites identified either with large and prominent sanctuaries, or with places where remains of cult activity have been traced, as, for instance, an open air altar or a sacred deposit. Most of these sites are located in Laconia, the Argolid, and in Arcadia, followed by Messenia, Corinthia, Achaia, Northeast Peloponnese and Elis. They share many similarities to do with the sanctuary’s topography, the beginning of the cult, the construction and form of the first temple building, the number and type of offerings, the association with a settlement, etc, while at the same time local peculiarities, traditions and preferences emerge.The first period of significant changes in the cult life of people in the Peloponnese corresponds to the transition from the Late Bronze Age to the Early Iron Age. During this transitional period, cult in the earliest Peloponnesian sanctuaries seems to have been focused on the performance of sacrifices and communal ritual feasting. Cult practices are intensified by the mid-8th century BC onwards, a period associated with the earliest stages of urbanization and the rise of the city-state (polis). More than half of the Peloponnesian sanctuaries are founded during the Geometric period and mainly towards the period’s last phase. The Argolid is the region reacting more imminently to these developments, as, according to research, out of the twenty one sanctuaries recorded in the region, ten were founded during this period. The significant cult activity noted in the 7th century BC, is rather unevenly distributed among the various Peloponnesian regions, with Arcadia having the lead in the developments, as opposed to Achaia which displays inactiveness and recession.Up to the middle of the 8th century BC the sanctuaries located within settlements in the Peloponnese did not usually have a temple building, as opposed to the relatively simple, small size structures in the sanctuaries situated in the periphery of settlements or in the countryside. The first monumental temple buildings appear in the end of the 8th century BC, many of which belong to the hekatompedos type. In ca. 700 BC and during the first half of the 7th century BC, new trends appear in the architecture of temples in the northeast Peloponnese that ultimately aim to monumentalize them. The leading role of Corinth in these developments has long been established in academia. The use of local soft limestone as a building material, as well as the implementation and dissemination of terracotta roofs have been considered innovative elements in the Corinthian temples. It is worth noting that the earliest terracotta roof found in the post-Mycenaean mainland Greece has been attributed to the early archaic temple of Apollo.Achaia’s contribution to the early temple architecture has also been of importance. The excavation launched in 1979 at Ano Mazaraki located in Rakita’s plateau brought to light the earliest temple known in Achaia, and also one of the earliest examples of a Doric temple, where all the essential architectural elements of the archaic and classical temple are brought together - although still in an early form, i.e. pronaos, cella and peristasis. The recently excavated temple of Poseidon Helikonios at Nikoleika in Aigion, is considered the closest parallel to the temple at Ano Mazaraki. The semicircular prostoon at the entrance of both temples was an innovative element in the late Geometric temples of Achaia, probably an attempt to ascribe a monumental character to them. Last but not least, the magnificent edifice at Trapeza indicates the occurrence – already by the second half of the 8th century BC – of structures housing activities like ritual feasting. A large number of offerings has come to light from the Peloponnesian sanctuaries, such as pottery, miniature vases, clay and bronze figurines, jewellery, terracotta models, objects made of bone and ivory, sealstones, armour, and many more, dating, mostly, to the Geometric and Archaic period. Already by the earliest excavations at Olympia and the Heraion of Argos, but also by those that followed in many Peloponnesian sites, it became evident that metal objects were, perhaps, the most favorite offerings, and that they were largely manufactured by local workshops. Jewellery, one of the most representative groups of metal offerings, stands out in many sanctuaries because of large numbers and high artistic elaboration, as, for instance, did the bronze pins in the sanctuaries of Hera in Argos, Orthia in Sparta and Alea at Tegea.The anthropomorphic and zoomorphic figurines made of bronze or clay comprise one of the most numerous groups of objects offered in the Peloponnesian sanctuaries. Horse figurines are undoubtedly rather distinctive offerings of the 8th century BC, with a large number of them, mainly in bronze, coming from Olympia. A significant group of horse terracotta figurines comes from the sanctuary at Phlious, while it was a particularly favorite offering in Sparta. Seated female figures or deities with elaborate plastic decoration comprise a distinct group of handmade anthropomorphic terracotta figurines that is mainly attested in sanctuaries of the Argolid.As far as the pottery is concerned, small size open vases – drinking vases – are mainly represented. Kantharos was the most preferable vase type in Achaia during the early historic times, while the late Geometric examples find parallels in the sanctuary of Olympia and, at the sanctuaries of Demeter Mysia at Kourtaki and of Agamemnon at Mycenae. The marked presence of a closed shape vase in a sanctuary is to do with local preferences, as for instance the hydria in the region of the Argolid, although in this case the vases are mostly of small size. Corinth is considered a pioneer in the production of votive miniature pottery. Excavations at the Potters’ Quarter, at the sanctuaries of Demeter and Kore on the Acrocorinth, Heraion in Perachora, Poseidon Isthmios and elsewhere, have revealed a significant number of miniature vases, while Corinthian miniature kotylai have been found in many sites outside the Corinthian territory, with the Argolid and the sanctuary of Athena Alea at Tegea among them.Bronze tripods, symbols of the elite, appear in Olympia earlier than the earliest examples in other Peloponnesian sanctuaries do, such as in the sanctuary of Athena Chalkioikos and Apollo Amyklaios in Sparta or Zeus Ithomatas’ and Poseidon’s at Akovitika in Messenia, while their number in the sanctuary of Altis rises well beyond the numbers that must have been offered in the other sanctuaries.Small size terracotta models of varying forms such as oikiskoi or either architectural structures, chariots and wheels, armour, fruits, bread, and many more, appear in Peloponnesian sanctuaries of the 8th and 7th centuries BC, often in considerable quantities. Of particular interest are the terracotta models of buildings (oikiskoi) coming from the Heraion at Perachora and in Argos, from the sanctuaries of Athena Alea, Artemis Orthia, Artemis at Ano Mazaraki, Poseidon Helikonios, and of Aphrodite in the southern part of Phliasian field. Last, special categories of offerings, such as votive relief plaques, lead miniature figurines, miniature terracotta and bronze bells, terracotta masks and iron sickles, which have mainly been associated with the Spartan sanctuaries, suggest that in the locally manufactured artifacts the local traditions predominated combined, though, with the adoption of eastern prototypes.In the late 8th century BC an intense desire to link with the Mycenaean-heroic past is manifested by the various local Peloponnesian populations. Religious symbolisms are being transferred from the one period to the other, affecting and, to a degree, shaping the novel perceptions and cult practices. The phenomenon of cult rituals in Mycenaean sites par excellence, such as the palace at Pylos and the citadels at Mycenae and Tiryns, as well as in Bronze Age graves, has been linked to the rise of popularity of heroes and the ancestors. Moreover, new sanctuaries are established near sites or remains of the Bronze Age, or are associated with the cult of epic figures such as the sanctuary of Menelaos and Helen in Sparta. Last, the presence of Bronze Age objects in sanctuaries of the early historic times, or of offerings purposefully imitating prehistoric types and iconographic themes, the so-called keimelia, operated as media of remembrance and praising of the past. Representative examples are the miniature double axes found primarily in the territory of Sparta and Tegea, and secondarily at the Argive Heraion and the sanctuaries at Olympia and Loussoi. During the 8th and 7th centuries BC the various Peloponnesian populations struggled to preserve, to a greater or lesser extent, their diverse provenance and past. Often by having their common Doric origin as point of reference and cohesion, they tried to strengthen their political structures by creating strong cult networks. The role played by some sanctuaries in the formation of wider religious groups can possibly be traced in the sanctuaries of Olympia, Isthmia, Heraion of Argos, Epidauros, Alea Athena at Tegea, Artemis at Ano Mazaraki, Poseidon at Akovitika in Messenia, as well as in the sanctuary of Apollo at Amykles. The examination of the relations developed between the sanctuaries themselves and, therefore, between the territories they belong to, sets on a new basis the discussion about the role of the extra urban sanctuaries in the 8th century BC. It shifts interest to the rise of groups of sanctuaries, which formed distribution centers of large numbers of offerings and centers where communal cult practices were being performed. The cult of Hera and Zeus in the northeastern Peloponnese, the network of Spartan sanctuaries and the Arcadian network of sanctuaries, constitute representative case studies in the research of early cult in the Peloponnese.
περισσότερα