Περίληψη
Στον Πρόλογο περιγράφεται το γενικό πλαίσιο και οι αρχές της βιοηθικής, της αναλυτικής και της ηπειρωτικής φιλοσοφίας, διακρίνεται η προσέγγιση που ακολουθείται εδώ από αυτές της αναλυτικής και της ηπειρωτικής φιλοσοφίας, η οποία διαφορά έγκειται στη μεθοδολογία. Ακολουθείται η αναλυτική μέθοδος, η οποία βασίζεται στην θεωρητική προτύπωση (η οποία δεν προκύπτει από την παράδοση της αναλυτικής φιλοσοφίας, η οποία αναλύει λογικά την εμπειρία). Στην Εισαγωγή περιγράφεται πιο αναλυτικά το επιστημολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η παρούσα διατριβή και καθορίζονται οι έννοιες της αναλυτικής, της συναίνεσης, της πληροφόρησης και της γνώσης, τα ζητήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και τη μεθοδολογία της επιστήμης, και η διάκριση μεταξύ συναίνεσης και συγκατάθεσης, μεταξύ επιστήμης και ειδητικής, και μεταξύ εκουσιότητας και ακουσιότητας. Το πρώτο μέρος, το οποίο έχει τον τίτλο «Αναλυτική μέθοδος και συναίνεση», ασχολείται με το θεωρητικό υπόβαθρο του αναλυτικού μοντέλου π ...
Στον Πρόλογο περιγράφεται το γενικό πλαίσιο και οι αρχές της βιοηθικής, της αναλυτικής και της ηπειρωτικής φιλοσοφίας, διακρίνεται η προσέγγιση που ακολουθείται εδώ από αυτές της αναλυτικής και της ηπειρωτικής φιλοσοφίας, η οποία διαφορά έγκειται στη μεθοδολογία. Ακολουθείται η αναλυτική μέθοδος, η οποία βασίζεται στην θεωρητική προτύπωση (η οποία δεν προκύπτει από την παράδοση της αναλυτικής φιλοσοφίας, η οποία αναλύει λογικά την εμπειρία). Στην Εισαγωγή περιγράφεται πιο αναλυτικά το επιστημολογικό πλαίσιο στο οποίο κινείται η παρούσα διατριβή και καθορίζονται οι έννοιες της αναλυτικής, της συναίνεσης, της πληροφόρησης και της γνώσης, τα ζητήματα που σχετίζονται με την εκπαίδευση, τον πολιτισμό και τη μεθοδολογία της επιστήμης, και η διάκριση μεταξύ συναίνεσης και συγκατάθεσης, μεταξύ επιστήμης και ειδητικής, και μεταξύ εκουσιότητας και ακουσιότητας. Το πρώτο μέρος, το οποίο έχει τον τίτλο «Αναλυτική μέθοδος και συναίνεση», ασχολείται με το θεωρητικό υπόβαθρο του αναλυτικού μοντέλου που παρουσιάζεται. Συγκεκριμένα, στο εισαγωγικό κεφάλαιο αναλύονται οι έννοιες του εμπειρισμού και του σχετικισμού. Θεμελιώνεται η αξιωματική προσέγγιση στην ηθική και γίνονται οι αντίστοιχες υποθέσεις εργασίας οι οποίες, μαζί με τις απαγορευτικές αρχές που τίθενται, αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη των επόμενων κεφαλαίων. Τέλος, εξετάζεται κριτικά η αναλυτική μέθοδος και προτείνεται μια συγκεκριμένη προσέγγιση. Το δεύτερο κεφάλαιο του πρώτου μέρους αναλύει την συναίνεση μέσω της παρουσίασης του αναλυτικού μοντέλου της. Παρατίθενται όλοι οι αναλυτικοί πόλοι της ενήμερης εκούσιας συναίνεσης, και στη συνέχεια επιχειρείται η απόδοση νοήματος σε όποιες από αυτές τις περιπτώσεις κρίνεται πιο εύλογο. Στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσεται μέσα από ιστορική διαδρομή σύντομη, η συνεισφορά κάθε ξεχωριστού ηθικού συστήματος στο μοντέλο της συναίνεσης όπως παρουσιάζεται εδώ, αλλά και γενικότερα η συμβολή τους στην σύνδεση μαθηματικών και ηθικής. Διαπιστώνεται η αδυναμία ουσιαστικής σύνδεσης με τα μαθηματικά, και έτσι διαφαίνεται πιο άμεσα πώς η προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην παρούσα διατριβή είναι πιο γόνιμη ως προς αυτή την παράμετρο, δηλαδή την κατασκευή ενός μαθηματικού μοντέλου συναίνεσης.Το δεύτερο μέρος, το οποίο φέρει τον τίτλο «Το αναλυτικό μοντέλο συναίνεσης σε μελέτες περίπτωσης», εξετάζει την εφαρμοσιμότητα του μοντέλου της συναίνεσης που αναπτύχθηκε στο δεύτερο κεφάλαιο. Συγκεκριμένα, στο τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται το ζήτημα των γενετικώς τροποποιημένων τροφίμων και η δυνατότητα, αλλά και οι περιπτώσεις συναίνεσής μας στην κατανάλωσή τους, όπως επίσης το πρόβλημα της κατανάλωσης κρέατος, τόσο από οικολογική σκοπιά (επιπτώσεις στο περιβάλλον), όσο και από τη σκοπιά των δικαιωμάτων των ίδιων των ζώων. Συνοδεία μικρής έρευνας που διενεργείται σε αριθμό καταναλωτών, διαπιστώνεται το μικρό επίπεδο πληροφόρησης και ως εκ τούτου, η αδυναμία παροχής επαρκώς ενήμερης συναίνεσης. Προκύπτουν, έτσι, συγκεκριμένα συμπεράσματα για την ανάγκη εκπαίδευσης των καταναλωτών. Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζεται η περίπτωση της ειδικής και χαρισματικής αγωγής και διαπιστώνεται η δυνατότητα (καταρχήν) αλλά και το είδος της συναίνεσης που μπορούν ή πρέπει να παρέχουν οι δύο αυτές ομάδες μαθητών. Αμφότερες οι ομάδες έχουν εγγενείς (άτομα αυτιστικού φάσματος με συνοδή νοητική υστέρηση) ή περιβαλλοντικούς (χαρισματικά άτομα) περιορισμούς σχετικά με την πλήρως ενήμερη συναίνεση για το είδος της εκπαίδευσης που τους παρέχεται. Στο έκτο κεφάλαιο υπεισερχόμαστε σε ζητήματα συναίνεσης σε έκθεση σε διαφορετικές κουλτούρες, όπως αυτό συμβαίνει σε περιπτώσεις προσφυγικών εισροών, αλλά και σε ομαδικές πράξεις αντίστασης, όπως θα μπορούσε να θεωρηθεί σε συγκεκριμένες περιπτώσεις η τρομοκρατία. Αξιολογούνται, υπό το πρίσμα της συναινετικής ικανότητας, τόσο οι κοινωνικές ομάδες υποδοχής, όσο και οι προσφυγικές ροές που διηθούν τις εν λόγω ομάδες. Στη δε τρομοκρατία, πολλές φορές οι ίδιοι οι τρομοκράτες εμφανίζουν μια ιδιόρρυθμη ακουσιότητα στην συναινετική τους ικανότητα, η οποία προάγεται και από το περιβάλλον τους. Τέλος, στο έβδομο κεφάλαιο, ανατέμνονται ζητήματα πληροφόρησης και συναίνεσης σε προσωπικά δεδομένο που βρίσκονται στο διαδίκτυο, εξ αφορμής της διαχείρισης δεδομένων του γονιδιώματος. Μελετάται η περίπτωση της Ancestry, και το σκάνδαλο που ξέσπασε λόγω (συγκαλυμμένης κατά πολλούς) διατύπωσης στους όρους χρήσης που άφηνε χώρο για εμπορική εκμετάλλευση των γενετικών δεδομένων των χρηστών των υπηρεσιών της εν λόγω εταιρίας, με πολλές συνέπειες για το είδος της συναίνεσης που έδιναν οι χρήστες της υπηρεσίας.Στα Συμπεράσματα επιχειρείται η συνολική αξιολόγηση της επιτυχίας του μοντέλου στις επιμέρους περιπτώσεις που εξετάστηκαν. Εξετάζεται η δυνατότητα επέκτασης του χάρτη της συναίνεσης προς περισσότερο λεπτοφυείς περιπτώσεις. Επιβεβαιώνεται η αξία της αναλυτικής μεθόδου στην μελέτη της συναίνεσης και προτείνεται η εφαρμογή αντίστοιχων μοντέλων και σε άλλες περιοχές της ηθικής φιλοσοφίας – ή της φιλοσοφίας εν γένει. Υπογραμμίζεται η σημασία της εκπαίδευσης για την ανάπτυξη πιο συνειδητών μορφών συναίνεσης. Προτείνεται η δημιουργία προγραμμάτων εκπαίδευσης του ευρέος κοινού σε ζητήματα συναίνεσης. Εν τέλει, κρίνεται απορριπτέα η όποια απλοϊκή προσέγγιση στα θέματα της συναίνεσης, η οποία συσκοτίζει παρά εξυπηρετεί την ευόδωση των αρχών της βιοηθικής, και κατοχυρώνεται η ισχύς της επιστημολογικής προσέγγισης στην συναίνεση.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The Prologue describes the general context and the principles of bioethics, the analytic method and Continental Philosophy; the approach followed here is distinguished from analytical and continental philosophies. The presentation of the analytical method follows.The Introduction describes the epistemological context and defines the concepts of consent, information and knowledge, issues related to education, culture and science, and the distinction between consensus and consent and between science and episteme.The first part, titled "Analytical Method and Consent", deals with the theoretical background of the analytical model presented. Specifically, the introductory chapter analyzes the concepts of empiricism and relativism. It establishes an ethical approach to ethics and makes the corresponding working hypotheses which, along with the prohibitive principles set forth, form the basis for the development of the next chapters. Finally, the analytical method is critically examined, and ...
The Prologue describes the general context and the principles of bioethics, the analytic method and Continental Philosophy; the approach followed here is distinguished from analytical and continental philosophies. The presentation of the analytical method follows.The Introduction describes the epistemological context and defines the concepts of consent, information and knowledge, issues related to education, culture and science, and the distinction between consensus and consent and between science and episteme.The first part, titled "Analytical Method and Consent", deals with the theoretical background of the analytical model presented. Specifically, the introductory chapter analyzes the concepts of empiricism and relativism. It establishes an ethical approach to ethics and makes the corresponding working hypotheses which, along with the prohibitive principles set forth, form the basis for the development of the next chapters. Finally, the analytical method is critically examined, and a specific approach is proposed. The second chapter of the first part analyzes the consent through the presentation of its analytical model. All the analytical poles of the informed consent are listed, and then the meaning deemed more appropriate is proposed. In the third chapter, the contribution of each distinct moral system to the model of consent as presented here, as well as its contribution to the connection of mathematics and morality, are developed briefly. The inability to be authentically connected to mathematics is examined, and so it becomes more obvious to see how the approach followed in this thesis is more fertile to this parameter, namely the construction of a mathematical model of consent.The second part, titled "The Analytical Model of Consent in Case Studies," examines the applicability of the consent model developed in the second chapter. Specifically, the fourth chapter discusses the issue of genetically modified food, but also consent on their consumption, as well as the problem of eating meat, both from an ecological point of view (environmental impact) and from the point of view of rights of the animals themselves. Consequently, there are concrete conclusions about the need for consumer education. In the fifth chapter, the cases of special and charismatic education are examined and the possibility and the kind of consent that these two groups of pupils can or should provide is examined. Both groups have inherent (the group with autistic spectrum with concomitant mental retardation) or environmental (the charismatic group) restrictions preventing fully informed consent about the type of education they are provided with. In the sixth chapter we are dealing with issues of consent on exposure to different cultures, as is the case in refugee inflows, but also in group-resistance actions, as might be the case in specific cases of terrorism. In terms of consensus capacity, both social reception groups and refugee flows that filter these groups are assessed. In terrorism, terrorists themselves often have a peculiar to their state form of consent, which is also promoted by their environment. Finally, in the seventh chapter, issues of information and consensus on personal data on the Internet are examined on the basis of data management of the genome. The case of Ancestry is being studied, and the scandal that broke out due to some specific formulation in Terms of Use that left room for commercial exploitation of the genetic data of users of the company's services, with many implications for the kind of consensus given by the users of the service.The Conclusions attempt to assess the overall success of the model in the individual cases examined. The value of the analytic method in ethics is confirmed and the need for special educational policies is underlined.
περισσότερα