Περίληψη
Το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι συνδέεται άρρηκτα με την αλλαγή, την μεταβολή, τον μετασχηματισμό. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η δυναμική της αλλαγής και η δυνατότητά του να εκφράζει την συνείδηση της εποχής του. Ο 20ος αιώνας κατέχει κεντρική θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας, στο βαθμό που κατά την διάρκεια του επεκράτησε το γλωσσο-επικοινωνιακό «παράδειγμα» της φιλοσοφικής σκέψης.¹ Είναι γνωστό πώς ο Descartes αρχικώς και αργότερα ο Kant θεμελίωσαν το υποκειμενοκεντρικό «παράδειγμα» της φιλοσοφίας, δηλ. εκείνον τον τύπο του σκέπτεσθαι, ο οποίος θέτει σε πρώτη μοίρα το υπερβατικό υποκείμενο και την αρχή της ταυτότητας. Το υποκειμενοκεντρικό «παράδειγμα» της φιλοσοφίας αποτέλεσε εξ αρχής αντικείμενο κριτικής και ελέγχου.² Η κριτικό-ερμηνευτική παράδοση της θεωρίας έθεσε στο κέντρο της κριτικής της τις αρχές της υποκειμενικότητας και της ταυτότητας και διετύπωσε το αίτημα του επαναπροσδιορισμού του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι. Το ίδιο αλλά με διαφορετικούς όρους και διαφορετικές προοπτικές συνέ ...
Το φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι συνδέεται άρρηκτα με την αλλαγή, την μεταβολή, τον μετασχηματισμό. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι η δυναμική της αλλαγής και η δυνατότητά του να εκφράζει την συνείδηση της εποχής του. Ο 20ος αιώνας κατέχει κεντρική θέση στην ιστορία της φιλοσοφίας, στο βαθμό που κατά την διάρκεια του επεκράτησε το γλωσσο-επικοινωνιακό «παράδειγμα» της φιλοσοφικής σκέψης.¹ Είναι γνωστό πώς ο Descartes αρχικώς και αργότερα ο Kant θεμελίωσαν το υποκειμενοκεντρικό «παράδειγμα» της φιλοσοφίας, δηλ. εκείνον τον τύπο του σκέπτεσθαι, ο οποίος θέτει σε πρώτη μοίρα το υπερβατικό υποκείμενο και την αρχή της ταυτότητας. Το υποκειμενοκεντρικό «παράδειγμα» της φιλοσοφίας αποτέλεσε εξ αρχής αντικείμενο κριτικής και ελέγχου.² Η κριτικό-ερμηνευτική παράδοση της θεωρίας έθεσε στο κέντρο της κριτικής της τις αρχές της υποκειμενικότητας και της ταυτότητας και διετύπωσε το αίτημα του επαναπροσδιορισμού του φιλοσοφικώς σκέπτεσθαι. Το ίδιο αλλά με διαφορετικούς όρους και διαφορετικές προοπτικές συνέβη και με την γλωσσο-αναλυτική φιλοσοφική παράδοση.³ Στο παρόν βιβλίο σκιαγραφείται η μετάβαση από το υποκειμενοκεντρικό στο γλωσσοεπικοινωνιακό «παράδειγμα» της φιλοσοφίας, ενώ ταυτόχρονα αποδεικνύεται με βάσιμη επιχειρηματολογία ότι η φιλοσοφία είναι δυνατή ως κριτική κοινωνική θεωρία, της οποίας το πραγματολογικό θεμέλιο είναι οι συναλλακτικές σχέσεις ανάμεσα στους δρώντες. Το παρόν βιβλίο διαιρείται σε τρία κεφάλαια (μέρη): στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται η κριτική κοινωνική θεωρία υπό την κλασική εκδοχή της. Κύριοι εκπρόσωποι της θεωρούνται οι φιλόσοφοι Max Horkheimer, Theodor W. Adorno, Walter Benjamin και Herbert Marcuse. Χωρίς να υποτιμάται η συμβολή και των άλλων μελών της Σχολής της Φρανκφούρτης στην ανανέωση της φιλοσοφίας, η θεωρητική έρευνα περιορίζεται σ’ αυτούς τους τέσσερεις φιλοσόφους, επειδή ιδιαιτέρως σ’ αυτούς και στο έργο τους διαμορφώνεται η πεποίθηση της «διαλεκτικής» του εξορθολογισμού. Αυτό σημαίνει ότι η κοινωνική και θεωρητική δυναμική του εξορθολογισμού συνδέεται άρρηκτα με τους πραγματολογικούς όρους της υπονόμευσής της. «Η διαλεκτική του διαφωτισμού», καθίσταται καθολική αρχή συγκρότησης των όντων. Η δυνατότητα διάσωσης του διαφωτισμού έγκειται στην αισθητική διεύρυνση της έννοιας, πράγμα το οποίο με τη σειρά του οδηγεί στην άμβλυνση της κυριαρχίας πάνω στη φύση και της κοινωνικής κυριαρχίας. Κατά τον Adorno η επίτευξη της κοινωνικής συμφιλίωσης συμπίπτει «με την μετάβαση σ’ ένα άλλο είδος του σκέπτεσθαι» (Αρνητική Διαλεκτική). Η θεωρητική έρευνα για έναν άλλο τύπο του σκέπτεσθαι εκτίθεται στο δεύτερο μέρος, στο οποίο και αποσαφηνίζεται η ιδέα της «αλλαγής παραδείγματος» στη φιλοσοφία. Στο τμήμα αυτό της εργασίας δίδεται ιδιαίτερη έμφαση στην θεωρητική προβληματική του φιλοσόφου Jürgen Habermas. Είναι εκείνος, ο οποίος προώθησε την ιδέα του επικοινωνιακώς πράττειν και θεμελίωσε την φιλοσοφία ως γλωσσοεπικοινωνιακή θεωρία. Αυτό σημαίνει ότι έθεσε τις βάσεις για την πραγματολογική μετάβαση από την «δικτατορία του Λόγου στην Δημοκρατία του Διαλόγου» κατά τον Δημ. Μαρκή.⁴ Η επικοινωνιακή θεωρία των Habermas και Apel συγκροτεί τον νέο τύπο του σκέπτεσθαι για τον οποίο μιλούσε ο Adorno. Θέτει η ίδια τα κριτήρια, με βάση τα οποία κρίνεται η εγκυρότητα των προτάσεών της. Το επιστημολογικό αυτό χαρακτηριστικό της είναι εκείνο το στοιχείο, μέσω του οποίου συντελείται η υπέρβαση του «κανονιστικού ελλείμματος» της κλασικής κριτικής θεωρίας. Στο τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου αποσαφηνίζεται ο «μετασχηματισμός της φιλοσοφίας», ο οποίος δεν είναι μόνον πραγματολογικός αλλά περιλαμβάνει και καθαρά περιεχομενικά στοιχεία. Οι γάλλοι μεταστρουκτουραλιστές Michel Foucault, Gilles Deleuze και Jacques Derrida αποτελούν, όπως και στην περίπτωση της κλασικής κριτικής θεωρίας, τους επιστημολογικούς οδοδείκτες της ιστορικής πορείας του σκέπτεσθαι προς τον ριζικό μετασχηματισμό του. Η «διαφορά» καθίσταται η έννοια -κλειδί για να συλλάβει κανείς την «αλλαγή παραδείγματος» στη φιλοσοφία. Στην περίπτωση του Niklas Luhmann, θεμελιωτή της θεωρίας των κοινωνικών συστημάτων, η έννοια-κλειδί είναι το σύστημα. Ο συγγραφέας του παρόντος βιβλίου ισχυρίζεται ότι η «φιλοσοφία της διαφοράς» και η συστημική θεωρία συγκλίνουν και όσον αφορά τους επιστημολογικούς στόχους τους (την ριζική κριτική του υποκειμενοκεντρισμού) και όσον αφορά τα πραγματολογικά αποτελέσματα (την εγκαθίδρυση του γλωσσοεπικοινωνιακού «παραδείγματος» της φιλοσοφίας).⁵ Οι συναλλακτικές σχέσεις και επαφές ανάμεσα στους δρώντες δεν καταλήγουν πάντοτε σε συνεννόηση. Από την άλλη πλευρά, τα κοινωνικά συστήματα έχουν αντικαταστήσει τα όντα του παλαιού οντολογικού «παραδείγματος» και έχουν απωθήσει το υπερβατικό υποκείμενο του υποκειμενοκεντρικού «παραδείγματος». Η «διαφορά» ως πραγματολογική συνθήκη αποτελεί τον κατεξοχήν κοινωνικό τόπο της επικοινωνίας των δρώντων. Τέλος, τόσο η «φιλοσοφία της διαφοράς» όσο και η συστημική θεωρία συγκροτούνται ως τύποι κριτικής θεωρίας, στο βαθμό που ενσωματώνουν την πραγματολογική δυνατότητα της αλλαγής της κοινωνικής πραγματικότητας. […]
περισσότερα