Περίληψη
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση του ζωοαρχαιολογικού υλικού του λιμναίου νεολιθικού οικισμού του Δισπηλιού. Συγκεκριμένες κατηγορίες οστών καταγράφηκαν, χρησιμοποιήθηκαν οι μέθοδοι ποσοτικοποίησης NISP, MinAU και MNI για την ποσοτικοποίηση του υλικού, ο ταξινομικός προσδιορισμός έγινε με άτλαντες και εργαστηριακές συλλογές. Όσον αφορά την ταφονομική ιστορία των οστών, ελέγχθηκε η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος βάσει του τρόπoυ ανάκτησής του, καταγράφηκε η επικάλυψή τους με ιζήματα, τα σημάδια βρώσης από άλλα ζώα, η κατάσταση διατήρησης τους, το χρώμα τους, τα αποτυπώματα ριζών, η καύση και η θραύση τους. Όσον αφορά στην εκμετάλλευση των κουφαριών των ζώων από τον άνθρωπο, παρουσιάστηκε η ανατομική τους αντιπροσώπευση, η οποία συσχετίστηκε με τη διατροφική χρησιμότητα των μερών των κουφαριών, υπολογίστηκε η ποσότητα κρέατος που καταναλώθηκε με βάση το δείγμα, καταγράφηκαν τα σημάδια σφαγής, εκδοράς, διαμελισμού και τεμαχισμού των οστών, διερευνήθηκε η εκμετάλλευση του ...
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανάλυση του ζωοαρχαιολογικού υλικού του λιμναίου νεολιθικού οικισμού του Δισπηλιού. Συγκεκριμένες κατηγορίες οστών καταγράφηκαν, χρησιμοποιήθηκαν οι μέθοδοι ποσοτικοποίησης NISP, MinAU και MNI για την ποσοτικοποίηση του υλικού, ο ταξινομικός προσδιορισμός έγινε με άτλαντες και εργαστηριακές συλλογές. Όσον αφορά την ταφονομική ιστορία των οστών, ελέγχθηκε η αντιπροσωπευτικότητα του δείγματος βάσει του τρόπoυ ανάκτησής του, καταγράφηκε η επικάλυψή τους με ιζήματα, τα σημάδια βρώσης από άλλα ζώα, η κατάσταση διατήρησης τους, το χρώμα τους, τα αποτυπώματα ριζών, η καύση και η θραύση τους. Όσον αφορά στην εκμετάλλευση των κουφαριών των ζώων από τον άνθρωπο, παρουσιάστηκε η ανατομική τους αντιπροσώπευση, η οποία συσχετίστηκε με τη διατροφική χρησιμότητα των μερών των κουφαριών, υπολογίστηκε η ποσότητα κρέατος που καταναλώθηκε με βάση το δείγμα, καταγράφηκαν τα σημάδια σφαγής, εκδοράς, διαμελισμού και τεμαχισμού των οστών, διερευνήθηκε η εκμετάλλευση του μυελού και λίπους των οστών βάσει της μορφολογίας θραύσης τους. Τέλος, τα οστέινα εργαλεία παρουσιάζονται εν συντομία και συσχετίζονται με το υπόλοιπο οστεολογικό υλικό. Η διαχείριση των ζώων διερευνήθηκε ως εξής: αρχικά, διαχωρίστηκαν βάσει των μετρήσεων τα ήμερα, άγρια και πιθανώς ημι-άγρια άτομα συγκεκριμένων ειδών, διακρίθηκε το αρσενικό και θηλυκό φύλο με μορφολογικά κριτήρια και με μετρήσεις, υπολογίστηκε η ηλικία θανάτωσης των ειδών βάσει των γνάθων και του μετακρανιακού υλικού των ζώων, καταγράφηκαν και ερμηνεύτηκαν τα παθολογικά χαρακτηριστικά των οστών. Επιπλέον, διερευνήθηκε η εποχικότητα εκμετάλλευσης των ζώων βάσει της ηλικίας θανάτωσής τους. Συγκεκριμένα, στην παρούσα εργασία καταγράφηκαν συνολικά 74.190 οστά, από τα οποία τα 27.512 (37%) προσδιορίστηκαν σε επίπεδο είδους ζώου ή μέρους του σκελετού. Η σημασία της ήμερης πανίδας είναι φανερή σε όλες τις φάσεις κατοίκησης, ενώ παρουσιάζεται μια σταδιακή αύξηση της άγριας πανίδας προς τις μεταγενέστερες φάσεις. Aνάμεσα στα ήμερα είδη το πρόβατο (Ovis aries) είναι το πιο συχνό είδος, ακολουθούμενο από το χοίρο (Sus domesticus), το βόδι (Bos taurus), την αίγα (Capra hircus) και το σκύλο (Canis familiaris). Η παρουσία των οστών ιπποειδών χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Ανάμεσα στα άγρια είδη, το κόκκινο ελάφι (Cervus elaphus) και το ζαρκάδι (Capreolus capreolus) υπερέχουν αριθμητικά, ενώ ο αγριόχοιρος (Sus scrofa) και ο λαγός (Lepus capensis) ακολουθούν. Τα λιγότερο συχνά είδη είναι τα εξής: το άγριο βόδι (Bos primigenius), η αλεπού (Vulpes vulpes), η καφέ αρκούδα (Ursus arctos), ο ασβός (Meles meles), η ενυδρίδα (Lutra lutra), το πετροκούναβο (Martes foina), ο σκίουρος (Sciurus vulgaris), ο σκαντζόχοιρος (Erinaceus europaeus). Καταγράφηκαν και οστά από πτηνά, από χελώνα, από τρωκτικά/εντομοφάγα και από τις οικογένειες Ranidae και Bufonidae. Τα ήμερα βόδια εκτρέφονταν για το κρέας και το γάλα τους, ενώ δεν υπάρχει καμία παθολογική ένδειξη που να δείχνει ότι χρησιμοποιούνταν συστηματικά σε σκληρές εργασίες. Οι χοίροι θανατώνονταν για το κρέας και το λίπος τους. Τα αιγοπρόβατα τα εκμεταλλεύονταν για το κρέας, το γάλα και το μαλλί/τρίχα με μια έμφαση στην παραγωγή κρέατος. Η ηλικία θανάτωσης των ελαφοειδών δείχνει μια στόχευση σε νεαρά ενήλικα άτομα. Η επιλογή των μερών των σφαγίων φαίνεται ότι αποσκοπούσε στην εξασφάλιση της μεγαλύτερης δυνατής ποσότητας κρέατος. Η θραύση των οστών για την εξαγωγή μυελού ήταν πιο εντατική στα βόδια παρά στα αιγοπρόβατα και στους χοίρους, ενώ υπήρχε μια προτίμηση για την εξαγωγή μυελού από ώριμα άτομα. Το υλικό του Δισπηλιού δε διαφοροποιείται από τα υπόλοιπα ζωοαρχαιολογικά υλικά της ίδιας εποχής του ελλαδικού χώρου, ενώ αντιθέτως παρουσιάζει σημαντικές διαφορές σε σχέση με τα υλικά των Βαλκανίων και των λιμναίων οικισμών της Κεντρικής Ευρώπης.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of the present thesis was the analysis of the faunal assemblage of the Neolithic lakeside settlement of Dispilio. Specific bones were recorded according to the quantification methods of NISP, MinAU and MNI and the taxonomic identification was achieved by visual comparison using published and unpublished criteria and various reference collections. As far as it concerns the taphonomic history of the sample, we investigated its recovery efficiency and we, also, recorded the colour, incrustation, erosion, scavenger attrition, etching caused by roots, fragmentation and burning of the bones. As far as it concerns carcass exploitation, we recorded the anatomical representation of its species, which we correlated with the nutritional value of each part of the carcass, we calculate the possible amount of meat consumed by the prehistoric inhabitants, as well as cut marks on the bones indicative of slaughter, skinning, dismembering and filleting of the carcasses. In addition, we explored ...
The aim of the present thesis was the analysis of the faunal assemblage of the Neolithic lakeside settlement of Dispilio. Specific bones were recorded according to the quantification methods of NISP, MinAU and MNI and the taxonomic identification was achieved by visual comparison using published and unpublished criteria and various reference collections. As far as it concerns the taphonomic history of the sample, we investigated its recovery efficiency and we, also, recorded the colour, incrustation, erosion, scavenger attrition, etching caused by roots, fragmentation and burning of the bones. As far as it concerns carcass exploitation, we recorded the anatomical representation of its species, which we correlated with the nutritional value of each part of the carcass, we calculate the possible amount of meat consumed by the prehistoric inhabitants, as well as cut marks on the bones indicative of slaughter, skinning, dismembering and filleting of the carcasses. In addition, we explored the exploitation of bones’ marrow and fat by the Neolithic people taking into account bones’ fragmentation morphology. Then, we, briefly, presented the bone tools found in this settlement (studied by another specialist). Regarding the investigation of the management of the domestic species, we, firstly, estimated the presence of domestic, wild and feral individuals analyzing selected measurements; secondly, we assessed the population of males and females in each species using morphological criteria and specific measurements; thirdly, we recorded fusion data of long bones and tooth eruption and wear in order to assign age-at-death for each species. Finally, we observed and interpreted indications of pathological conditions. Furthermore, we looked at indications of seasonality of exploitation in the case of the domestic species using finer criteria for age assignment. In this, research, a total of 74.190 bones were recorded, of which, 27.512 (37%) were identified to species level or to a more general taxonomic category. The importance of domestic fauna is evident in all phases, whereas there is a gradual increase in the percentages of wild fauna from the earlier to the later phases of occupation. Among the domesticated animals, sheep (Ovis aries) is the commonest species, followed by pig (Sus domesticus), cattle (Bos taurus), goat (Capra hircus) and dog (Canis familiaris). The interpretation of equid bones presence needs further research. Among the wild taxa, the red (Cervus elaphus) and the roe deer (Capreolus capreolus) prevail numerically, followed by the wild boar (Sus scrofa) and the hare (Lepus capensis). The least common species are: aurochs (Bos primigenius), red fox (Vulpes vulpes), brown bear (Ursus arctos), badger (Meles meles), otter (Lutra lutra), marten (Martes foina), squirrel (Sciurus vulgaris), hedgehog (Erinaceus europaeus). Bones of rodentia/insectivora, Ranidae and Bufonidae, birds and Testudo species were, also, recorded. Cattle were raised for meat and milk, while there is not any pathological lesions on their bones, which could imply stress imposed to articulations due to hard work. Pigs were slaughtered for their meat and fat, while sheep and goats were exploited for meat, milk and wool/hair with an emphasis on meat production. Concerning hunting, the age-at-death of deer, as indicated by their bones, reveals a preference for the consumption of young adults’ carcasses. Generally, we can see that there was a strategy aiming to maximum food quantity than to maximum food quality with animal body parts corresponding to all three classes of nutritional value. Bone fragmentation for marrow extraction was more intensive in the case of cattle and less in sheep/goats and pigs and in the case of mature animals in comparison to younger ones. The fauna of Dispilio have significant similarities with Neolithic faunal assemblages of Greece, while it presents important differences in comparison to the same kind of data coming from the lakeside settlements of Europe or contemporary terrestrial sites of the Balkans.
περισσότερα