Περίληψη
Σύγκριση ανθρωπομετρικών και ορμονικών παραμέτρων, καθώς και της υποδεκτικότητας του ενδομητρίου (ποσοστά εμφύτευσης, βιοχημικής και κλινικής εγκυμοσύνης) της εξωσωματικής γονιμοποίησης ανάμεσα σε λήπτριες ωαρίων με ιστορικό ενδομητρίωσης και σε λήπτριες χωρίς ενδομητρίωση.ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ενδομητρίωση είναι καλοήθης γυναικολογική πάθηση της αναπαραγωγικής ηλικίας και ανάλογα με τα συμπτώματα επηρεάζει την ποιότητα ζωής της γυναίκας (Simoens S et al., 2007; Simoens S et al.,2012). Παρόλο που η λαπαροσκόπηση είναι το gold standard για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης, η δυνατότητα να μπορεί να διαγνωστεί και να εκτιμηθεί η επίδρασή της με λιγότερο επεμβατικά μέσα, όπως η χρήση ενός βιολογικού δείκτη (biomarker), θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας.Αν και έχουν προταθεί πολλοί μηχανισμοί για να εξηγήσουν τη σχέση της ενδομητρίωσης με την υπογονιμότητα, ελάχιστα δεδομένα υπάρχουν όσον αφορά στην επίδραση της ενδομητρίωσης στην εμφύτευση του γονιμοποιημ ...
Σύγκριση ανθρωπομετρικών και ορμονικών παραμέτρων, καθώς και της υποδεκτικότητας του ενδομητρίου (ποσοστά εμφύτευσης, βιοχημικής και κλινικής εγκυμοσύνης) της εξωσωματικής γονιμοποίησης ανάμεσα σε λήπτριες ωαρίων με ιστορικό ενδομητρίωσης και σε λήπτριες χωρίς ενδομητρίωση.ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η ενδομητρίωση είναι καλοήθης γυναικολογική πάθηση της αναπαραγωγικής ηλικίας και ανάλογα με τα συμπτώματα επηρεάζει την ποιότητα ζωής της γυναίκας (Simoens S et al., 2007; Simoens S et al.,2012). Παρόλο που η λαπαροσκόπηση είναι το gold standard για τη διάγνωση της ενδομητρίωσης, η δυνατότητα να μπορεί να διαγνωστεί και να εκτιμηθεί η επίδρασή της με λιγότερο επεμβατικά μέσα, όπως η χρήση ενός βιολογικού δείκτη (biomarker), θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής σημασίας.Αν και έχουν προταθεί πολλοί μηχανισμοί για να εξηγήσουν τη σχέση της ενδομητρίωσης με την υπογονιμότητα, ελάχιστα δεδομένα υπάρχουν όσον αφορά στην επίδραση της ενδομητρίωσης στην εμφύτευση του γονιμοποιημένου ωαρίου και στην υποδεκτικότητας της μήτρας. Στην προσπάθεια μας να γίνει κατανοητό εάν το ενδομήτριο, το ωάριο ή και τα δυο επηρρεάζονται από την ενδομητρίωση, χρησιμοποιήθηκε το μοντέλο της δωρεάς ωαρίων. Παρόλο που είναι αποδεκτό οτι η ενδομητρίωση υποστρέφεται όταν οι γυναίκες πλησιάζουν στην εμμηνόπαυση, μη αναστρέψιμες επιγενετικές αλλαγές του ενδομητρίου σε γυναίκες με ενδομητρίωση (Cakmak and Taylor 2010b), όπως και επανενεργοποίηση της ενδομητρίωσης σε γυναίκες που έχουν περάσει στην εμμηνόπαυση, με η χωρίς ορμονική θεραπεία, έχει παρατηρηθεί σε αρκετές περιπτώσεις (Nisolle-Pochet et al., 1988; Goumenou et al., 2003; Oxholm et al., 2007).ΣΤΟΧΟΣ Η παρούσα εργασία συγκρίνοντας ανθρωπομετρικούς και ορμονικούς παράγοντες, έχει ως σκοπό να διερευνήσει εάν η ενδομητρίωση επηρεάζει την υποδεκτικότητα του ενδομητρίου σε γυναίκες με ιστορικό ενδομητρίωσης, οι οποίες συμμετείχαν σε προγραμμα δωρεάς ωαρίων και μοιράστηκαν ωάρια προερχόμενα από κοινές δότριες, με γυναίκες χωρίς ιστορικό ενδομητρίωσης. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙΟι γυναίκες της μελέτης χωρίστηκαν σε 2 ομάδες : Η πρώτη ομάδα (Ι) περιελάμβανε 210 λήπτριες ωαρίων με ιστορικό ενδομητρίωσης, ενώ η δεύτερη ομάδα (ΙΙ) περιελάμβανε 210 γυναίκες λήπτριες ωαρίων χωρίς ιστορικό ενδομητρίωσης. Επίσης, στη διάρκεια της μελέτης αυτής προέκυψαν άλλες 4 υποομάδες γυναικών με βάση τη μεταβλητή της εμμηνόπαυσης. Η τρίτη ομάδα (ΙΙΙ) περιελάμβανε 102 γυναίκες με ιστορικό ενδομητρίωσης σε εμμηνόπαυση. Η τέταρτη (IV) ομάδα περιελάμβανε 108 γυναίκες με ιστορικό ενδομητρίωσης χωρίς εμμηνόπαυση. Η πέμπτη ομάδα (V) περιελάμβανε 98 γυναίκες χωρίς ιστορικό ενδομητρίωσης και σε εμμηνόπαυση. Η έκτη ομάδα (VI) περιελάμβανε 112 γυναίκες χωρίς ιστορικό ενδομητρίωσης και όχι εμμηνόπαυση.Οι παράμετροι που προσδιορίστηκαν διακρίνονται σε τρείς κατηγορίες. Α. Καταγράφονταν πλήρες ιστορικό στην πρώτη επίσκεψη της ασθενούς με τη συμπλήρωση ενός προκαθορισμένου εντύπου. Το έντυπο περιελάμβανε βασικά δημογραφικά στοιχεία (ηλικία, βάρος, κάπνισμα, μαιευτικό ιστορικό με τοκετούς και αποβολές, συχνότητα-έναρξη και διάρκεια εμμήνου ρύσεως), καθώς και τα υπερηχογραφικά και εργαστηριακά ευρήματα (γ. αίματος, ανοσολογικός έλεγχος, χρόνοι πήξης, καλλιέργειες). Β. Την 3η-7η ημέρα του κύκλου που προηγούνταν της εξωσωματικής γονιμοποίησης μετρούνταν στο αίμα οι παρακάτω παράγοντες: FSH, LH, estradiol, CA-125, IL-6, VEGF, AMH. Γ. Καταγράφονταν όλα τα δεδομένα που προέκυπταν στη διαδικασία της εξωσωματικής γονιμοποίησης ( αριθμός ωαρίων, ώριμα ωάρια, αριθμός 2ΡΝ, 2ΡΝ scoring, cleavagerate, εκτίμηση εμβρύων) και τα αντίστοιχα που αφορούσαν στην υποδεκτικότητα του ενδομητρίου (ποσοστά εγκυμοσύνης, εμφύτευσης, βιοχημικής και κλινικής εγκυμοσύνης, αποβολές και γεννήσεις ζώντων παιδιών ). Δεδομένου ότι η ηλικία της δότριας είναι καθοριστικός παράγοντας για την επίτευξη κύησης αφού σχετίζεται αντίστροφα με την ποιότητα των ωαρίων, όλες οι δότριες που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη μας ήταν κάτω των 32 ετών και αποδεδειγμένης γονιμότητας, έχοντας τουλάχιστον ένα παιδί. Το συνηθέστερο πρωτόκολλο που χρησιμοποιήθηκε για τη διέγερση των ωοθηκών της δότριας ήταν το πρωτόκολλο διέγερσης με GnRH αγωνιστή και ενίοτε το αντίστοιχο με χρήση GnRH ανταγωνιστών.Η γονιμοποίηση των ώριμων ωαρίων (στάδιο δεύτερης μειωτικής διαίρεσης) γινόταν με τη μέθοδο της μικρογονιμοποίησης (ICSI). Τα έμβρυα αξιολογούνταν το πρωί της δεύτερης, τρίτης ή και πέμπτης ημέρας της καλλιέργειάς τους και επιλέγονταν τα καλύτερα από αυτά (grade 1 και grade 2) για εμβρυομεταφορά στις λήπτριες (μέγιστος αριθμός εμβρύων: 3), ενώ τα υπεράριθμα καλής ποιότητας καταψύχονταν με τη μέθοδο της υαλοποίησης (Vanderzwalmenetal., 2009). Η εμβρυoμεταφορά πραγματοποιούνταν κάτω από υπερηχογραφική παρακολούθηση (Prapas et al., 1995). Η κύηση επιβεβαιωνόταν 14 ημέρες μετά υην εμβρυομεταφορά με τη διαπίστωση θετικού τεστ κυήσεως. Ως κλινική κύηση ορίστηκε η συνύπαρξη αμνιακού σάκου και θετικής καρδιακής λειτουργίας μεταξύ 8ης και 10ης εβδομάδας της κύησης. Ως εξελισσόμενη ορίστηκε η κύηση στην οποία διαπιστώθηκαν φυσιολογικά υπερηχογραφικά ευρήματα στις 22 εβδομάδες της κύησης. Το ποσοστό εμφύτευσης ορίστηκε ως ο λόγος του αριθμού αμνιακών σάκων με θετική καρδιακή λειτουργία προς των αριθμό των μεταφερόμενων εμβρύων. Τέλος, καταγράφονταν το αποτέλεσμα της εξωσωματικής γονιμοποίησης (βιοχημική-κλινική εγκυμοσύνη, αποβολές-τρίμηνο).ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑΑπό την ανάλυση των αποτελεσμάτων προέκυψε ότι οι γυναίκες με ιστορικό ενδομητρίωσης (Ομάδα Ι, n=210) σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς ιστορικό ενδομητρίωσης (Ομάδα ΙΙ, n=210), εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε ότι αφορά την ηλικία (p <. 0001*), το κάπνισμα (p <. 0001*), τη συχνότητα του εμμηνορρυσιακού κύκλου (p=0.0147*) και τη διάρκεια αυτού (p <.0001*). Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά σε ότι αφορά την εμμηνόπαυση, τους τοκετούς και τις αποβολές που είχαν προηγηθεί, την εμμηναρχή, το ΒΜΙ, καθώς και τις προηγούμενες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης.Επίσης, σε ότι αφορά τις ορμονικές και βιοχημικές παραμέτρους δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά σε οτι αφορά την LH (mIU/ml) και την AMH (pg/ml). Διαφορές όμως παρατηρήθηκαν σε όλες τις υπόλοιπες μετρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, σημαντικά υψηλότερες ήταν οι τιμές της FSH (mIU/ml) για τις γυναίκες της Ομάδας ΙΙ σε σχέση με τις αντίστοιχες της Ομάδας Ι (p=0.0067*). Σε ότι αφορά όμως την E2 (p<0001*), CA125 (p=0.0000*), IL6 (p= 0.0000*) και VEGF(p= 0.0000*) οι τιμές ήταν υψηλότερες για την Ομάδα Ι σε σχέση με την Ομάδα ΙΙ.Σε ότι αφορά τα εργαστηριακά δεδομένα παρατηρούμε οτι δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά σε κανένα από τους παράγοντες που καταγράψαμε (αριθμός ωαρίων, αριθμός ΜΙΙ ωαρίων, αριθμός 2ΡΝ, 2ΡΝ scoring, cleavage rate, αριθμός εμβρύων για εμβρυομεταφορά (ΕΤ), score εμβρύων). Επίσης οι τιμές ήταν υψηλότερες για την Ομάδα ΙΙ σε σχέση με την Ομάδα Ι για την Bhcg (p=0.0007*), την κλινική εγκυμοσύνη (p <0001*), το ρυθμό εμφύτευσης (implantation rate) (p<0001*) και το live birth rate (p <0001*). Ενώ το ποσοστό αποβολής(miscarriage rate) είναι υψηλότερο για τις γυναίκες της Ομάδας ΙΙ σε σχέση με τις γυναίκες της Ομάδας Ι (p = 0.0043), ο ρυθμός οn going pregnancy είναι στατιστικά υψηλότερος για την Ομάδα ΙΙ σε σχέση με την Ομάδα Ι (p=0.0004*).Από την περαιτέρω ανάλυση των αποτελεσμάτων οι γυναίκες με ιστορικό ενδομητρίωσης και όχι εμμηνόπαυση (Ομάδα ΙΙΙ, n=102) σε σχέση με τις γυναίκες με ιστορικό ενδομητρίωσης και με εμμηνόπαυση (Ομάδα ΙV, n=108) εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε ότι αφορά την ηλικία (p < 0.0087*), τους προηγούμενους τοκετούς (p 0.0471*) και τη συχνότητα του εμμηνορρυσιακού κύκλου (p=0.0120*). Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά σε ότι αφορά το κάπνισμα, τις αποβολές που είχαν προηγηθεί, την εμμηναρχή, το ΒΜΙ, τη διάρκεια του κύκλου, καθώς και τις προηγούμενες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης. Επίσης δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά σε οτι αφορά την LH (mIU/ml), το CA125(U/ml) και την AMH (pg/ml). Διαφορές όμως παρατηρήθηκαν σε όλες τις υπόλοιπες μετρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, σημαντικά υψηλότερες ήταν οι τιμές της FSH (mIU/ml) για τις γυναίκες της Ομάδας ΙV σε σχέση με τις αντίστοιχες της Ομάδας ΙII (p=0.0428*) της IL6 (p <.0001*) και VEGF( p< 0.0000*). Τέλος, σε ότι αφορά τα εργαστηριακά δεδομένα παρατηρήσαμε οτι δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά σε κανένα από τους παράγοντες που καταγράψαμε (αριθμός ωαρίων, αριθμός ΜΙΙ ωαρίων, αριθμός 2ΡΝ, 2ΡΝ scoring, cleavage rate, ιθμός εμβρύων για εμβρυομεταφορά (ΕΤ), score εμβρύων). Σε ότι αφορά τα εργαστηριακά δεδομένα, παρατηρήσαμε οτι δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά στη Bhcg, την κλινική εγκυμοσύνη, τη βιοχημική εγκυμοσύνη, το ρυθμό εμφύτευσης (implantation rate) , το ρυθμό αποβολών (miscarriage rate), το οn going pregnancy, το live birth rate μεταξύ της Ομάδας ΙII και ΙV. Οι γυναίκες χωρίς ιστορικό ενδομητρίωσης και όχι σε εμμηνόπαυςη (Ομάδα V, n=98) σε σχέση με τις γυναίκες χωρίς ιστορικό ενδομητρίωσης και σε εμμηνόπαυση Ομάδα VI (n=112) εμφάνισαν στατιστικά σημαντικές διαφορές σε ότι αφορά την ηλικία (p < 0001*), τις προηγούμενες αποβολές (p 0.0111*), το ΒΜΙ (p= 0.0028*), τη συχνότητα του εμμηνορρυσιακού κύκλου (p=0.0002*) και τη διάρκεια αυτού (p < 0001*). Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά σε ότι αφορά το κάπνισμα, την εμμηναρχή, καθώς και τις προηγούμενες προσπάθειες εξωσωματικής γονιμοποίησης.Επίσης, δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά μόνο για την AMH (pg/ml) μεταξύ των γυναικών των Ομάδων V και VI. Διαφορές όμως παρατηρήθηκαν σε όλες τις υπόλοιπες μετρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, σημαντικά υψηλότερες ήταν οι τιμές της FSH (mIU/ml) για τις γυναίκες της Ομάδας VI σε σχέση με τις αντίστοιχες της Ομάδας V ( p<.0001*) και της LH (mIU/ml) (p=0.0202*). Αντίθετα, σημαντικά υψηλότερες ήταν οι τιμές για τις γυναίκες της Ομάδας V σε σχέση με τις αντίστοιχες της Ομάδας VΙ, της Ε2(pg/ml) ( p<.0001*), του CA125(U/ml) (p<.0001*), της IL6 (p =0.0000*) και VEGF (p= 0.0000*). Σε ότι αφορά τα εργαστηριακά δεδομένα παρατηρήσαμε οτι δεν υπάρχει στατιστικά σημαντική διαφορά σε κανένα από τους παράγοντες που καταγράψαμε (αριθμός ωαρίων, αριθμός ΜΙΙ ωαρίων, αριθμός 2ΡΝ, 2ΡΝ scoring, cleavage rate, ιθμός εμβρύων για εμβρυομεταφορά (ΕΤ), score εμβρύων), τη Bhcg, την κλινική εγκυμοσύνη, τη βιοχημική εγκυμοσύνη, το ρυθμό αποβολών (miscarriage rate), το οn going pregnancy και το live birth rate μεταξύ της Ομάδας ΙII και ΙV. Σε οτι αφορά το ρυθμό αποβολής (24 έναντι 9, p=0.0028*) και το ρυθμό εμφύτευσης (implantation rate), οι τιμές είναι στατιστικά σημαντικά υψηλότερες για την Ομάδα VI σε σχέση με την Ομάδα V.ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Το μοντέλο της δωρεάς ωαρίων παρέχει ένα ενδιαφέρον πρότυπο για τη διερεύνηση της αναπαραγωγής, επειδή αποκλείονται παράγοντες που επηρεάζουν τα ωάρια, ειδικά όταν χρησιμοποιούνται ωάρια που προέρχονται από την ίδια δότρια. Από την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων της παρούσας μελέτης φαίνεται ότι οι γυναίκες με ιστορικό ενδομητρίωσης, έχουν στατιστικά χαμηλότερα ποσοστά εμφύτευσης, εγκυμοσύνης και γέννησης ζώντος παιδιού, σε σύγκριση με τις γυναίκες που πήραν ωάρια από την ίδια δότρια και οι οποίες δεν είχαν ιστορικό ενδομητρίωσης. Οι διαφορές αυτές άν και ήταν μικρότερες στη σύγκριση εμμηνοπαυσιακών γυναικών ωστόσο παρέμεναν στατιστικά σημαντικές. Ετσι προέκυψαν ερωτήματα για το αν μη αναστρέψιμες επιγενετικές αλλαγές, πριν την εμμηνόπαυση, που σχετίζονται με την ενδομητρίωση ή μετα- εμμηνοπαυσιακή υποτροπή της ενδομητρίωσης επηρεάσαν τα αποτελέσματα της προσπάθειας εξωσωματικής γονιμοποίησης . Ωστόσο η βαρύτητα της ενδομητρίωσης δεν επηρέασε τα παραπάνω αποτελέσματα και αυτό γιατί ο αριθμός των γυναικών που συμμετείχαν στην εργασία ήταν μεγάλος, περιορίζοντας το στατιστικό σφάλμα. Συμπερασματικά η υποδεκτικότητα του ενδομητρίου επηρεάζεται από την ενδομητρίωση, ακόμη και όταν οι γυναίκες έχουν περάσει στην εμμηνόπαυση και αυτό έχει αρνητικές επιπτώσεις στην εμφύτευση, εγκυμοσύνη και στη γέννηση ζώντος παιδιού και ως εκ τούτου, είναι σημαντικό να αξιολογείται προσεκτικά κάθε λήπτρια με ιστορικό ενδομητρίωσης.Από τους βιοχημικούς δείκτες ενδομητρίου που αναλύσαμε το συμπέρασμα που προέκυψε ήταν ότι μόνο η IL-6 και ο VEGF αλλάζουν με την εμμηνόπαυση, ενώ δεν εμφανίζουν αλλαγές η ΑΜΗ και ο Ca-125. Πιο συγκεκριμένα, στις λήπτριες ωαρίων χωρίς ιστορικό ενδομητρίωσης , μετά την εμμηνόπαυση, τα επίπεδα τόσο της IL-6 όσο και του VEGF μειώνονται, ενώ στις γυναίκες με ιστορικό ενδομητρίωσης που περνούν στην εμμηνόπαυση τα επίπεδα αυτών αυξάνουν. Ωστόσο από τα αποτελέσματά μας φαίνεται ότι τα ποσοστά εμφύτευσης, εγκυμοσύνης αλλά και γέννησης ζώντος παιδιού δεν επηρεάζονται από τους δείκτες αυτούς..
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
SUMMARY TITLEComparison of anthropometric and hormonal parameters and the receptivity of the endometrium (implantation rates, biochemical and clinical pregnancy) IVF-OD between recipient oocytes with a history of endometriosis and recipient without endometriosis.INTRODUCTIONEndometriosis is a benign gynecological disease of reproductive age and according to symptoms affecting quality of life of the woman (Simoens S et al., 2007; Simoens S et al., 2012). Although laparoscopy is the gold standard for diagnosis of endometriosis, the possibility can be diagnosed and assessed its impact on less invasive means such as the use of a biological indicator (biomarker), could be extremely high economic and social importance. Although many mechanisms have been proposed to explain how endometriosis is associated with infertility, there is no important data on the effect of endometriosis on implantation of the fertilized oocyte and the uterus receptivity. Trying to understand if the en ...
SUMMARY TITLEComparison of anthropometric and hormonal parameters and the receptivity of the endometrium (implantation rates, biochemical and clinical pregnancy) IVF-OD between recipient oocytes with a history of endometriosis and recipient without endometriosis.INTRODUCTIONEndometriosis is a benign gynecological disease of reproductive age and according to symptoms affecting quality of life of the woman (Simoens S et al., 2007; Simoens S et al., 2012). Although laparoscopy is the gold standard for diagnosis of endometriosis, the possibility can be diagnosed and assessed its impact on less invasive means such as the use of a biological indicator (biomarker), could be extremely high economic and social importance. Although many mechanisms have been proposed to explain how endometriosis is associated with infertility, there is no important data on the effect of endometriosis on implantation of the fertilized oocyte and the uterus receptivity. Trying to understand if the endometrium, the oocyte , or both are affected by endometriosis was used the egg donation model .Whilst it is accepted that endometriosis regresses when women nearing menopause, irreversible epigenetic changes of the endometrium in women with endometriosis (Cakmak and Taylor 2010b), as well as reactivation of endometriosis in women who have passed menopause , with or without hormonal therapy , has been observed in several cases (Nisolle-Pochet et al., 1988; Goumenou et al., 2003; Oxholm et al., 2007).AIM OF THE STUDYThe present study comparing anthropometric and hormonal factors aims to investigate whether endometriosis affects the receptivity of the endometrium in women with a history of endometriosis, in an egg donation program and shared eggs with women who had free history of endometriosis.SUBJECTS AND METHODS Women in the study were divided into 2 groups: the first group (I) included 210 women with a history of endometriosis, which were recipient oocytes. The second group (II) included 210 women without history of endometriosis who shared donor’s oocytes with women from group I. Also, during the study arose other four subgroups of women by variable menopause. The third group (III) consisted of 102 women with a history of endometriosis in menopause. The fourth (IV) group included 108 women with a history of endometriosis and no menopause. The fifth group (V) included 98 women with no history of endometriosis and menopause. The sixth group (VI) included 112 women with no history of endometriosis and no menopause. The parameters identified are divided into three categories. A complete history recorded in the patient 's first visit by completing a prescribed form. The form included basic demographic data (age, weigh, smoking, history of obstetric deliveries and abortions, menarche, frequency and duration of menstruation) and ultrasound and laboratory findings (bloodcontrol, immunological control, time of blood coagulation, cultures) . B On the 3rd to 7th day of the cycle preceding IVF measured in blood, the following factors : FSH, LH, estradiol, CA-125, IL-6, VEGF, AMH. C. Documentation and all elements of effort ( number of eggs , mature eggs , number of 2PN, 2PN scoring, cleavage rate, embryo assessment) and the receptivity of the endometrium ( pregnancy rate , implantation rate, biochemical and clinical pregnancy , abortions and live births ) . The age of the donor is a key factor in achieving pregnancy as it is known that a woman's age is inversely related to the quality of oocytes, all donors were under 32 years of proven fertility, having at least one child. The most common protocol used for ovarian stimulation of the donor was the long protocol, and sometimes the corresponding using GnRH antagonists. The fertilization of the mature oocytes (stage of the second meiotic division) was made by the method of microinjection (ICSI). Embryos were evaluated on the morning of the second, third or fifth day of their culture and were selected the best ones (grade 1 and grade 2) for transfer to the recipient (maximum number of embryos 3), while supernumerary good quality were frozen and by the method of vitrification (Vanderzwalmenetal., 2009). The embryotransfer held under ultrasound monitoring (Prapas et al., 1995). Pregnancy was confirmed 14 days after embryo transfe with finding of a positive pregnancy test. A clinical pregnancy was defined as coexistence amniotic sac and positive cardiac function between 8th and 10th week of pregnancy. As defined by the ongoing pregnancy in which normal sonographic findings in 22 weeks of pregnancy. The implantation rate was defined as the ratio of the number amniotic sacks positive cardiac function to the number of transferred embryos. Finally, recorded the outcome of in vitro fertilization ( biochemical - clinical pregnancy, miscarriage and live birth rate ) .RESULTS The analysis of the results showed that women with a history of endometriosis (Group I , n = 210) compared with women with no history of endometriosis (Group II , n = 210), showed statistically significant differences respecting age (p <. 0001 * ) , smoking (p <. 0001 *), the frequency of the menstrual cycle (p = 0.0147 *) and the duration (p <.0001 *). There was no statistically significant difference in terms of menopause, births and abortions were preceded menarche, BMI, and previous IVF attempts. Also, regarding the hormonal and biochemical parameters there was not statistically significant difference in terms of the LH (mIU / ml) and AMH (pg / ml). Differences were seen in all other measurements, specifically, it was significantly higher values of FSH (mIU / ml) for the women in Group II compared with those of the group I (p = 0.0067 *). In that regard however, the E2 (p <0001 *), CA125 (p = 0.0000 *), IL6 (p = 0.0000 *) and VEGF (p = 0.0000 *) values were higher for Group I compared to Group II. Regarding laboratory data we observed that there was no statistically significant difference in any of the factors recorded ( number of eggs , number of MII oocytes , number 2PN, 2PN scoring, cleavage rate, number of embryos for embryo transfer (ET ), score of embryos) . Also, were higher for Group II compared to Group I Bhcg (p = 0.0007 *), clinical pregnancy (p <0001 *) and implantation rate (p <0001 *) and live birth rate (p <0001 *). While the miscarriage rate was again higher for women in Group II compared with women in Group I (p = 0.0043), the rate of going pregnancy was statistically higher for Group II compared with Group I ( p = 0.0004 *). A further analysis of the results of women with no history of endometriosis and menopause (Group III, n = 102) compared with women with a history of endometriosis and menopause (Group IV , n = 108) showed statistically significant differences respecting age (p <0.0087 *), the previous births (p 0.0471 *) and the frequency of the menstrual cycle (p = 0.0120 *). There was no statistically significant difference in smoking, abortions, menarche, BMI, duration of the cycle and previous IVF attempts . No statistically significant differences in terms of the LH (mIU / ml), the CA125 (U / ml) and AMH (pg / ml). Differences were seen in all other measurements, specifically significantly higher values of FSH (mIU / ml) for women of Group IV compared with those of the Group III (p = 0.0428 *) of IL6 (p <.0001 *) and VEGF (p <0.0000 * ) . Regarding laboratory data observed that there was no statistically significant difference in any of the factors recorded ( number of eggs , number of MII oocytes , number 2PN , 2PN scoring, cleavage rate, ithmos embryos for embryo transfer (ET ), score embryos) . Regarding laboratory data, we observed that there was no statistically significant difference in Bhcg, clinical pregnancy, biochemical pregnancy, (implantation rate), miscarriage rate, the on going pregnancy to live birth rate between Group III and IV.Women without a history of endometriosis and no menopause (Group V, n = 98) compared with women without a history of endometriosis and menopausal Group VI (n = 112) showed statistically significant differences respecting age (p <0001 *), previous miscarriages (p= 0.0111 *), BMI (p = 0.0028 *), the frequency of the menstrual cycle (p = 0.0002 *) and the duration (p <0001 *). There was no statistically significant difference in smoking, menarche and previous IVF attempts. There was no statistically significant difference only for AMH (pg / ml) among women of Groups V and VI. Differences were seen in all other measurements, specifically it was significantly higher values of FSH (mIU / ml) for women of Group VI in relation to those of the Group V (p <.0001 *) and LH (mIU / ml) (p = 0.0202 *) . Instead, it was significantly higher values for females of Group V in relation to those of the Group VI of E2 (pg / ml) (p <.0001 *), the CA125 (U / ml) (p <.0001 * ) of IL6 (p = 0.0000 *) and VEGF (p = 0.0000 *). Regarding laboratory data observed that there was no statistically significant difference in any of the factors recorded (number of eggs, number of MII oocytes , number 2PN , 2PN scoring, cleavage rate, number of embryos for embryo transfer (ET ), score embryos ) , the Bhcg, clinical pregnancy, biochemical pregnancy, the rate of abortion (miscarriage rate), the on going pregnancy and live birth rate between Group III and IV. Regarding the miscarriage rate (24 versus 9, p = 0.0028 *) and implantation rate, the prices are significantly higher for Group VI in relation to Group V.CONCLUSIONS From the assessment of the results of this study it appears that women with a history of endometriosis, have statistically lower rates of implantation, pregnancy and live births, compared with women who received oocytes from the same donor, which had no history of endometriosis. These differences though were lower in comparison to menopausal women, but remained statistically significant. Thus, questions arose about whether irreversible epigenetic changes before menopause associated with endometriosis or recurrent postmenopausal endometriosis affect the outcome of IVF. However, the severity of endometriosis did not affect these results and that's why the number of women who participated in the work was great, limiting the statistical error. In conclusion, the receptivity of the endometrium affected by endometriosis, even when women have gone through menopause and has negative effects on implantation, pregnancy and live birth rate and therefore, it is important to carefully assess each recipient with a history of endometriosis.From biochemical indices endometrial analyze the conclusion drawn was that only the IL-6 and VEGF changing with menopause, while no changes occur AMH and Ca-125. More specifically, in recipient oocytes without history of endometriosis, after menopause, the levels of both IL-6 and VEGF in reduced while women with a history of endometriosis who are going through menopause these levels increase. However, from our results it appears that the rates of implantation, pregnancy and live birth not affected by these indicators.
περισσότερα