Περίληψη
Το πολλαπλούν μυέλωμα (ΠΜ) είναι νεοπλασία των Β-κυττάρων και χαρακτηρίζεται από την κακοήθη υπερπλασία των πλασματοκυττάρων του μυελού των οστών. Τα κακοήθη πλασματοκύτταρα παράγουν μία μονοκλωνική ανοσοσφαιρίνη (Μ-πρωτεΐνη ή παραπρωτεΐνη) και προκαλούν διήθηση του μυελού, οστεολύσεις, αναιμία, νεφρική ανεπάρκεια και ευαισθησία σε μικροβιακές μολύνσεις. Η συχνότητα της νόσου υπολογίζεται σε 1 έως 2 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα, προσβάλλει κυρίως ηλικιωμένα άτομα, και ευθύνεται για το 1% των θανάτων που προκαλούνται από νεοπλασίες. Η πρόγνωση και η κλινική πορεία των ασθενών με ΠΜ ποικίλει, με χρόνο επιβίωσης από μερικές ημέρες έως και πάνω από 10 χρόνια. Επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι το ΠΜ στο ένα τρίτο των ασθενών προκύπτει από προϋπάρχουσα καλοήθη μονοκλωνική γαμμοπάθεια ενώ στους υπόλοιπους παρουσιάζεται παρακάμπτοντας προϋπάρχουσες καταστάσεις και κάποιες φορές με επιθετική εξέλιξη. Θα μπορούσε δηλαδή το ΠΜ να χαρακτηρισθεί σε δύο τύπους, πρωτογενές και δευτερογενές Αυτή ...
Το πολλαπλούν μυέλωμα (ΠΜ) είναι νεοπλασία των Β-κυττάρων και χαρακτηρίζεται από την κακοήθη υπερπλασία των πλασματοκυττάρων του μυελού των οστών. Τα κακοήθη πλασματοκύτταρα παράγουν μία μονοκλωνική ανοσοσφαιρίνη (Μ-πρωτεΐνη ή παραπρωτεΐνη) και προκαλούν διήθηση του μυελού, οστεολύσεις, αναιμία, νεφρική ανεπάρκεια και ευαισθησία σε μικροβιακές μολύνσεις. Η συχνότητα της νόσου υπολογίζεται σε 1 έως 2 περιπτώσεις ανά 100.000 άτομα, προσβάλλει κυρίως ηλικιωμένα άτομα, και ευθύνεται για το 1% των θανάτων που προκαλούνται από νεοπλασίες. Η πρόγνωση και η κλινική πορεία των ασθενών με ΠΜ ποικίλει, με χρόνο επιβίωσης από μερικές ημέρες έως και πάνω από 10 χρόνια. Επιδημιολογικές μελέτες έδειξαν ότι το ΠΜ στο ένα τρίτο των ασθενών προκύπτει από προϋπάρχουσα καλοήθη μονοκλωνική γαμμοπάθεια ενώ στους υπόλοιπους παρουσιάζεται παρακάμπτοντας προϋπάρχουσες καταστάσεις και κάποιες φορές με επιθετική εξέλιξη. Θα μπορούσε δηλαδή το ΠΜ να χαρακτηρισθεί σε δύο τύπους, πρωτογενές και δευτερογενές Αυτή η βιολογική και κλινική ετερογένεια της νόσου υποδηλώνει την εμπλοκή σύνθετων γενετικών μηχανισμών που καθορίζουν την παθογένεση και την εξέλιξη της νόσου μέσω διαφορετικών μονοπατιών. Η κατανόηση επομένως των γενετικών αυτών αλλαγών είναι καθοριστικής σημασίας για την πρόγνωση, κλινική παρακολούθηση και θεραπεία των ασθενών με ΠΜ.Η κυτταρογενετική μελέτη φαίνεται να συμβάλλει στην πρόγνωση και την πορεία εξέλιξης της νόσου αποκαλύπτοντας χρωμοσωμικές διαταραχές στο 20 - 30% των ασθενών με Π.Μ. Η εφαρμογή της μοριακής κυτταρογενετικής (φθορίζων in situ υβριδισμός, FISH) σε μεσοφασικούς πυρήνες έχει συντελέσει στην αύξηση της συχνότητας εμφάνισης ανωμαλιών σε ποσοστά που φτάνουν το 60% των ασθενών. Κάποιες ανωμαλίες φαίνεται να είναι τυπικές της νόσου και να σχετίζονται με την πρόγνωσή της. Οι συχνότερες χρωμοσωμικές ανωμαλίες αφορούν ελλείψεις των χρωμοσωμάτων 13 [del(13q)] και 11 [del (11q)], μεταθέσεις t(4;14), t(11;14), t(14;16), πολυπλοειδίες, υπερδιπλοειδίες, υποδιπλοειδίες, ψευδοδιπλοειδίες και παρατετραπλοειδίες.Πολύ πρόσφατα, βρέθηκε πως οι ποικιλομορφίες αριθμού αντιγράφων του ανθρωπίνου γονιδιώματος (Copy number variations ή CNVs) αποτελούν μια νέα πηγή πληροφορίας που αφορά στη δομή των χρωμοσωμάτων. Τα CNVs μπορεί να προέλθουν από προσθήκη, ή έλλειμμα, ή διπλασιασμό χρωμοσωμικών περιοχών, με μέγεθος από μερικές κιλοβάσεις (Kb) έως πολλές μεγαβάσεις (Mb) και μπορεί να έχουν επιπτώσεις στον αριθμό αντιγράφων ενός γονιδίου με συνέπεια τη μεταβολή της σύνθεσης της πρωτεΐνης (gene dosage), στην κατάργηση της λειτουργίας γονιδίων, στην αλλαγή της δομής γονιδίων, ή στην απορρύθμιση της έκφρασης των γονιδίων. Με βάση τα παραπάνω, τα CNVs ενδέχεται να αποτελέσουν αιτία της φαινοτυπικής ποικιλομορφίας σε φυσιολογικές και παθολογικές καταστάσεις. Όσο αφορά το ΠΜ η συνεχής μελέτη των CNVs σε φυσιολογικές και παθολογικές καταστάσεις, αναμένεται να υποστηρίξει την διαλεύκανση μηχανισμών που παίζουν σημαντικό ρόλο στη φαινοτυπική ποικιλομορφία των ανθρώπων και στη διαφορετική προδιάθεση μεταξύ των ατόμων στην ανάπτυξη της νόσου.Επίσης μελέτες έχουν εστιαστεί στους αυξητικούς παράγοντες του ΠΜ όπως οι κυτοκίνες. Οι κυτοκίνες είναι πρωτεΐνες ή γλυκοπρωτεΐνες που ρυθμίζουν την επικοινωνία μεταξύ ανοσολογικών και μη ανοσολογικών κυττάρων και ασκούν χαρακτηριστική δράση στον πολλαπλασιασμό, την κινητικότητα, τη διαφοροποίηση και τη λειτουργία των κυττάρων στόχων που εμπλέκονται στο ανοσοποιητικό σύστημα. Παράγονται από ποικίλα κύτταρα σε απάντηση αντιγονικού ή φλεγμονώδους ερεθισμού και από διάφορα κύτταρα με αυτοκρινή, παρακρινή και σπανίως ενδοκρινή τρόπο. Η ανάγκη κατανόησης των αιτιών και των παθολογικών βάσεων του καρκίνου οδήγησαν στην προσπάθεια ανεύρεσης γενετικών μεταλλάξεων που ίσως διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη γενετική προδιάθεση καθώς και στην εμφάνιση και πρόοδο της νόσου. Οι μελέτες κατευθύνθηκαν στην ανεύρεση γονιδίων χαμηλής διείσδυσης που εμφανίζονται συχνά στο γονιδίωμα και συμμετέχουν στην προδιάθεση για καρκίνο σε σημαντικό αριθμό ασθενών. Τα τελευταία χρόνια, η έρευνα έχει εστιαστεί στη διερεύνηση των πολυμορφισμών των γονιδίων των κυτοκινών, ιδιαίτερα στην περιοχή του υποκινητή των γονιδίων που ενδεχομένως να επηρεάζει τη γονιδιακή μεταγραφή σε διαφορετικό βαθμό. Οι πολυμορφισμοί είναι κοινές κληρονομούμενες ποικιλομορφίες στην αλληλουχία του DNA που εμφανίζουν συχνότητα μεγαλύτερη του 1% στο γενικό πληθυσμό. Στο γονιδίωμα διακρίνουμε διάφορους τύπους πολυμορφισμών, τους μονονουκλεοτιδικούς πολυμορφισμούς (SNPs), τις ελλείψεις και τους διπλασιασμούς μιας μόνο βάσης. Η συχνότητα των πολυμορφικών αλληλίων μπορεί να ποικίλλει μεταξύ πληθυσμών και μέσα στον ίδιο τον πληθυσμό. Ο σκοπός της διατριβής αυτής είναι:•Η μελέτη συχνότητας χρωμοσωματικών ανωμαλιών σε ασθενείς με ΠΜ και η συσχέτιση με την επιβίωσή τους.•Η μελέτη μη τυχαίων χρωμοσωμικών ανωμαλιών σε ασθενείς με ΠΜ με φθορίζοντα in situ υβριδισμό (FISH)•H διερεύνηση ποικιλομορφιών του αριθμού αντιγράφων (CNVs) του γονιδιώματος σε ασθενείς με ΠΜ, με φυσιολογικό και παθολογικό καρυότυπο.•Σύγκριση αποτελεσμάτων των ανωτέρω τριών μεθοδολογιών όσον αφορά στην ευαισθησία ανίχνευσης γενετικών ανωμαλιών.•Η διερεύνηση μονονουκλεοτιδικών πολυμορφισμών των γονιδίων των κυτοκινών IL-1A, IL-1B, IL-1RN σε ασθενείς με ΠΜ για την εκτίμηση της συμμετοχής τους ως προδιαθεσικών παραγόντων. Η μελέτη χωρίζεται σε δύο μέρη :Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται στοιχεία σχετικά με την εμφάνιση και την παθογένεια του Πολλαπλού Μυελώματος, τους γενετικούς και κυτταρογενετικούς μηχανισμούς που εμπλέκονται στις νεοπλασίες και ειδικότερα στο ΠΜ καθώς και τη διάγνωση, τη σταδιοποίηση και την πρόγνωση της νόσου. Τέλος αναλύεται ο ρόλος των κυτοκινών και των πολυμορφισμών των γονιδίων τους στην ανοσολογική απόκριση έναντι των νεοπλασιών.Στο δεύτερο μέρος περιγράφονται τα ακόλουθα :Οι ομάδες μελέτης: η μελέτη περιλαμβάνει 77 δείγματα ασθενών με ΠΜ. Η συλλογή και ο χαρακτηρισμός των δειγμάτων της μελέτης, πραγματοποιήθηκε στην Αιματολογική Κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Λάρισας.Η κυτταρογενετική ανάλυση των δειγμάτων ΠΜ, μετά από κυτταρική καλλιέργεια.Η μοριακή κυτταρογενετική ανάλυση των δειγμάτων ΠΜ με την τεχνική του φθορίζοντα in situ υβριδισμού σε μεσοφασικούς πυρήνες. Η μοριακή ανάλυση των δειγμάτων ΠΜ με την τεχνική του γενωμικού συγκριτικού υβριδισμού (array CGH).Η μοριακή ανάλυση πολυμορφισμών των γονιδίων της ιντερλευκίνης 1, του υποδοχέα και του ανταγωνιστή της ιντερλευκίνης-1 και η μελέτη συχνότητάς τους σε φυσιολογικό πληθυσμό και σε ασθενείς με ΠΜ.Η στατιστική συσχέτιση των κυτταρογενετικών ευρημάτων με συμβατικό καρυότυπο και με τη μέθοδο FISH με την επιβίωση των ασθενών ΠΜ. Ο χρόνος μελέτης επιβίωσης ορίστηκε η 24μηνη διαβίωση από την διάγνωση.Στην παρούσα διατριβή ταυτοποιήθηκαν δύο μεγάλες ανευπλοειδικές ομάδες: η υπερδιπλοειδική ομάδα (47-75 χρωμοσώματα) και η μη-υπερδιπλοειδική ομάδα (30-45 χρωμοσώματα) που συμπεριλαμβάνει ψευδοδιπλοειδίες (46 χρωμοσώματα) και υποτετραπλοειδίες (75-90 χρωμοσώματα) και τους ασθενείς με μία επαναλαμβανόμενη δομική ανωμαλία που σχετίζεται με το ΠΜ όπως η μερική έλλειψη του χρωμοσώματος 13 ή οι μετατοπίσεις t(4;14) και t(11;14). H μοριακή κυτταρογενετική ανάλυση με την μέθοδο της FISH (φθορίζων in situ υβριδισμός) για την έλλειψη 13q14, τις μετατοπίσεις t(4;14), t(11;14) και t(14;16) και τις αναδιατάξεις 14q32 με άλλα χρωμοσώματα, οδήγησε στην ταυτοποίηση αυτών των ανωμαλιών τόσο σε ασθενείς με ΠΜ και εμφανείς χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όσο και σε ασθενείς με φυσιολογικό καρυότυπο. Από τη στατιστική επεξεργασία των ευρημάτων, προέκυψε στατιστικά σημαντική διαφορά στην επιβίωση των ασθενών με παθολογικό καρυότυπο σε σύγκριση με τους ασθενείς με φυσιολογικό. Τα ποσοστά επιβίωσης μειώνονται σημαντικά σε ασθενείς που φέρουν τη έλλειψη 13q14 και ιδιαίτερα σε συνδυασμό με παθολογικό καρυότυπο, ενώ οι ανακατατάξεις του 14q32 και κυρίως η μετατόπιση t(4;14), επηρεάζουν δραστικά την επιβίωση των ασθενών, ιδιαίτερα σε συνδυασμό με υπερδιπλοειδία. Σε τρία δείγματα ασθενών με ΠΜ (ένας με φυσιολογικό καρυότυπο, ένας με παθολογικό καρυότυπο και εύρημα στη FISH και ένας με φυσιολογικό καρυότυπο και εύρημα στη FISH), πραγματοποιήθηκε ανάλυση με τη μέθοδο του Γενωμικού Συγκριτικού Υβριδισμού (array CGH) και επιβεβαιώθηκαν οι ανωτέρω ανωμαλίες και ανιχνεύθηκαν επιπλέον δομικές ανωμαλίες που αφορούσαν διπλασιασμούς και ελλείψεις, που δεν είχαν εντοπιστεί με συμβατικό καρυότυπο. Τέλος, από τη μελέτη κατανομής πολυμορφισμών των κυτοκινών σε 74 Έλληνες ασθενείς και 160 φυσιολογικούς μάρτυρες, βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ της συχνότητας μονονουκλεοτιδικών πολυμορφισμών των ιντερλευκινών IL-1Α (θέση -889 C/T), IL-1Β (θέσεις -511 C/T, +3954 C/T), IL-1RN (θέση +11970 C/T και θέση +11100 C/T) και ΠΜ. Συμπερασματικά, από την παρούσα διατριβή προτείνεται ότι η τεχνική της συμβατικής κυτταρογενετικής είναι επαρκώς αποτελεσματική για την ανίχνευση παθολογικού κλώνου σε ασθενείς ΠΜ σταδίου ΙΙ και ΙΙΙ. Από την κυτταρογενετική ανάλυση των δειγμάτων προέκυψε πως η μη-υπερδιπλοειδής ομάδα ασθενών υπερισχύει αριθμητικά της υπερδιπλοειδούς σε αναλογία 3:1, παρουσιάζει δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό και συνοδεύεται από χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης. Από τη μελέτη αυτή προέκυψε επαναλαμβανόμενη μη-τυχαία ολική ή μερική έλλειψη του χρωμοσώματος 13, σε μεγάλο ποσοστό των ασθενών, οδηγώντας στο συμπέρασμα πως αποτελεί αρχικό γενετικό γεγονός στην παθογένεση και εξέλιξη του ΠΜ. Η περαιτέρω εφαρμογή της τεχνικής FISH, αύξησε την ευαισθησία και ειδικότητα ανίχνευσης παθολογικών κλώνων και οδήγησε στο διπλασιασμό του αριθμού των ασθενών με ευρήματα. Επιπλέον, η εφαρμογή της FISH οδήγησε στο συμπέρασμα πως η έλλειψη του γενετικού 13q14 ή del (13q14) αποτελεί ισχυρή ανεξάρτητη προγνωστική παράμετρο, ενώ κακός προγνωστικός δείκτης αναδείχτηκε και η μετατόπιση t(4;14). Συνοπτικά, μετά από ανάλυση λογιστικής παλινδρόμησης, οι ασθενείς με χρωμοσωμικές ανωμαλίες εμφανίζουν 10 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να μην επιβιώσουν κατά την περίοδο μελέτης, οι ασθενείς με del(13q14) 5 φορές και οι ασθενείς με αναδιατάξεις του 14q32 3 φορές. Η εφαρμογή array-CGH με μικροσυστοιχίες υψηλής ευκρίνειας σε 3 ασθενείς ανέδειξαν μοριακές αναδιατάξεις σε περιοχές που περιέχουν σημαντικά ογκογονίδια ή ογκοκατασταλτικά γονίδια, οι οποίες δεν είχαν εντοπιστεί με τις τεχνικές συμβατικού καρυότυπου και FISH, οδηγώντας στο συμπέρασμα πως η τεχνική θα μπορούσε να αποτελέσει διαγνωστικό εργαλείο ελέγχου ολόκληρου του γονιδιώματος. Τέλος, η μελέτη των πολυμορφισμών των γονιδίων των κυτοκινών έδειξε ότι οι γονότυποι IL-1A -889 CT, IL-1B -511 CT, IL-1B +3954 TT, IL-1RN +11970 TT και IL-1RN +11100 TT, αποκάλυψε συσχέτιση αυτών με το ΠΜ σε Έλληνες ασθενείς, η οποία υποδηλώνει την πιθανή εμπλοκή της φλεγμονώδους κυτοκίνης IL-1 στην προδιάθεση του ΠΜ.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Multiple Myeloma (MΜ) is a B-cell neoplasia characterized by the malignant proliferation of plasma cells in the bone marrow. The malignant plasma cells produce a monoclonal immunoglobulin (M-protein or paraprotein) and cause bone marrow infiltration, osteolysis, anemia, renal impairment and susceptibility to microbial infections. The disease, whose incidence is estimated at 1-2 cases per 100,000 people, mainly affects the elderly and is responsible for 1% of deaths caused by tumors. The prognosis and clinical course varies among patients with MM; survival time may vary from several days to over 10 years. Epidemiological studies have shown that the MM in one third of patients results from pre-existing benign monoclonal gammopathy while in the other two thirds it is presented by skipping underlying conditions and often with an aggressive progression. Therefore, MM could be classified into two types, primary and secondary. This biological and clinical heterogeneity of the disease implies ...
Multiple Myeloma (MΜ) is a B-cell neoplasia characterized by the malignant proliferation of plasma cells in the bone marrow. The malignant plasma cells produce a monoclonal immunoglobulin (M-protein or paraprotein) and cause bone marrow infiltration, osteolysis, anemia, renal impairment and susceptibility to microbial infections. The disease, whose incidence is estimated at 1-2 cases per 100,000 people, mainly affects the elderly and is responsible for 1% of deaths caused by tumors. The prognosis and clinical course varies among patients with MM; survival time may vary from several days to over 10 years. Epidemiological studies have shown that the MM in one third of patients results from pre-existing benign monoclonal gammopathy while in the other two thirds it is presented by skipping underlying conditions and often with an aggressive progression. Therefore, MM could be classified into two types, primary and secondary. This biological and clinical heterogeneity of the disease implies the involvement of complex genetic mechanisms that determine the pathogenesis and progression through different pathways. The understanding of these genetic modifications is crucial for prognosis, clinical monitoring and treatment of patients with MM.Cytogenetic study appears to contribute to the prognosis and course of disease progression by revealing chromosomal disorders in 20-30% of patients with MM. The application of molecular cytogenetics (fluorescent in situ hybridization, FISH) in interphase nuclei has contributed to the detection of abnormalities in about 60% of patients. Some abnormalities appear to be typical of the disease and associated with prognosis. The most common chromosomal abnormalities involve deletions of chromosomes 13 [del (13q)] and 11 [del (11q)], translocations t (4; 14), t (11; 14), t (14; 16), polyploidies, hyperdiploidies, hypodiploidies, pseudodiploidies and paratetraploidies.Very recently, it was found that Copy Number Variations (CNVs) of the human genome are a new source of information concerning the structure of chromosomes. CNVs may result from gain, deletion or doubling of chromosomal regions, varying in size from a few kilobases (Kb) to several megabases (Mb) and may affect the gene copy number resulting in a change in protein synthesis (gene dosage), abolish gene function, change genes’ structure, or deregulate gene expression. Based on the above, CNVs may be a cause of phenotypic diversity in both physiological and pathological conditions.In MM, the continuous study of CNVs under normal and pathological conditions, is expected to decipher the mechanisms that play an important role in the phenotypic diversity of people and different susceptibility among individuals to the disease development.Moreover, other studies have focused on growth factors such as cytokines of MM. Cytokines are proteins or glycoproteins that regulate communication between immune and non-immune cells and exert functional effects on proliferation, motility, differentiation and function of target cells involved in the immune system. Cytokines are produced by various cells in response to antigen or inflammatory stimulation in an autocrine, paracrine and rarely endocrine manner.The need to understand the causes and pathological bases of cancer have led the effort of finding genetic mutations that may play an important role in genetic predisposition, emergence and progression of the disease. Research has been directed towards finding genes of low penetration, frequently occuring in the genome, and which are involved in the predisposition to cancer in a significant number of patients. In recent years, research has been focused on the investigation of gene polymorphisms of cytokines, particularly within the genes’ promoter regions, which could affect gene transcription to varying degrees. Polymorphisms are common inherited variants of the DNA sequence, exhibiting a frequency greater than 1% in the general population. Several types of polymorphisms are found within the human genome, such as single nucleotide polymorphisms (SNPs), single-base deletions and duplications. The frequency of polymorphic alleles may vary between populations as well as within the same population.The purpose of the present thesis is:•to study of the frequency of chromosomal abnormalities in patients with MM and to correlate with survival.•to study nonrandom chromosomal abnormalities in patients with MM using fluorescent in situ hybridization (FISH)•to investigate copy number variations (CNVs) of the genome in patients with MM, both with normal and abnormal karyotype .•to compare the results of the above three techniques with respect to the sensitivity of detection of genetic abnormalities.•To explore single nucleotide polymorphisms of the genes of cytokines IL-1A, IL-1B, IL-1RN in patients with MM for the assessment of their participation as predisposing factors .The study is divided into two parts: The first part presents data concerning the occurrence and pathogenesis of multiple myeloma, the cytogenetic and genetic mechanisms involved in cancer and specifically in MM, as well as the diagnosis, staging and prognosis of the disease. Finally, the role of cytokines and polymorphisms in their genes in the immune response against neoplasias will be analyzed.The second part describes the following:The study groups: the study included 77 samples MM patients. The collection and characterization of the samples of the study was performed in the Clinic of Hematology of the General Hospital of Larissa.The cytogenetic analysis of MM samples, upon cell culture.The molecular cytogenetic analysis of MM samples by fluorescent in situ hybridization in interphase nuclei. The molecular analysis of the MM samples with the technique of comparative genomic hybridization (array CGH).The molecular analysis of gene polymorphisms of interleukin-1, interleukin-1 receptor and antagonist and the study of their frequency in the normal population and in patients with MM.The statistical correlation of cytogenetic findings with conventional karyotyping and FISH with MM patient survival. The time of survival was defined as the 24-month survival upon diagnosis.In the present study two major aneuploid groups were identified: the hyperploid group (47 to 75 chromosomes), and the non-hyperploid group (30-45 chromosomes) including pseudodiploidies (46 chromosomes) and hypotetraploidies (75-90 chromosomes) and patients with a repeating structural abnormality associated with MM such as partial deletion of chromosome 13 or translocations t (4;14) and t (11;14). The molecular cytogenetic analysis by FISH (fluorescent in situ hybridization) for the 13q14 deletion, the t(4;14), t(11;14) and t(14;16) translocations and the 14q32rearrangements with other chromosomes, led to the identification of these abnormalities both in patients with MM and visible chromosomal abnormalities, as well as in patients with normal karyotype. The statistical analysis of the findings demonstrated a statistically significant difference in the survival of patients with an abnormal karyotype compared to patients with a normal karyotype. Survival rates were found to be significantly reduced in patients bearing the del(13q14), particularly in combination with an abnormal karyotype, while 14q32 rearrangements and especially t(4;14) translocation, were found to drastically affect the survival of patients, especially in combination with hyperdiploidy.Three samples from patients with MM (one with a normal karyotype, one with an abnormal karyotype and a finding in FISH and one with a normal karyotype and finding in FISH), were analyzed using the method of Comparative Genomic Hybridization (array CGH) and confirmed the above defects and detected additional structural abnormalities involving duplications and deficiencies, which were not detected by conventional karyotyping.Finally, the study of distribution of cytokine polymorphisms in 74 Greek MM patients and 160 normal controls, revealed a correlation between the frequency of single nucleotide polymorphisms in interleukins IL-1A (position -889 C/T), IL-1B (positions -511 C/T, + 3954 C/T), IL-1RN (position pst +11970 C/T and position msp 1 +11100 C/T) and MM.In conclusion, the present study suggests that the technique of conventional cytogenetics is sufficiently effective to detect a malignant clone in MM patients of stages II and III. The cytogenetic analysis of samples demonstrated that the non-hyperdiploid group predominates numerically the hyperdiploid group (3:1), shows structural chromosomal abnormalities at a much greater rate and is accompanied by lower survival rates. The study revealed a repeated non-accidental total or partial loss of chromosome 13 in a large proportion of patients, leading to the conclusion that it constitutes an early genetic event in the pathogenesis and progression of MM. The further application of the FISH technique increased the sensitivity and specificity of detection of abnormal clones and led to a doubling in the number of patients with findings. Moreover, the application of FISH led to the conclusion that the del(13q14) is a strong independent prognostic parameter, while the translocation t(4;14) also pointed out as bad predictor. Briefly, upon logistic regression analysis, patients with chromosomal abnormalities exhibited 10 times greater risk not to survive during the study period, 5 times in patients with del(13q14) and 3 times patients with 14q32 rearrangements. The application of array-CGH with high resolution microarrays in 3 patient samples revealed molecular rearrangements in regions containing substantially important oncogenes or tumor suppressor genes, which were not detected with the techniques of conventional karyotyping and FISH, leading to the conclusion that the array-CGH could serve as a diagnostic tool for the control of the entire genome. Finally, the study of gene polymorphisms of cytokines revealed that the genotypes IL-1A -889 CT, IL-1B -511 CT, IL-1B +3954 TT, IL-1RN +11970 TT and IL-1RN +11100 TT revealed an association of these with the MM in Greek patients, suggesting the possible involvement of the proinflammatory cytokine IL-1 in the predisposition of MM.
περισσότερα