Περίληψη
Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται στοιχεία της ιστορίας και αρχαιολογίας της αρχαίας πόλης – κράτους της Καρύστου Ευβοίας, κατά την περίοδο από τους γεωμετρικούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους και αποτελεί προϊόν των σωστικών ανασκαφών και των ερευνών πεδίου που πραγματοποίησε η γράφουσα στην περιοχή της νότιας Εύβοιας κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στην ΙΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, από το 1994 μέχρι το 2005. Χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζει την πορεία της ιστορικής και αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή μέχρι σήμερα. Συγκεντρώνονται οι πληροφορίες από τα κείμενα περιηγητών, χαρτογράφων και γεωγράφων από το 16ο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και θίγονται τα κύρια θέματα της αρχαίας τοπογραφίας. Το δεύτερο κεφάλαιο, μετά από μία γενική εισαγωγή στην τοπογραφία της Καρύστου, περιλαμβάνει κατάλογο των θέσεων με επιφανειακά ή ανασκαμμένα αρχαία κατάλοιπα. Το κεφάλαιο κλείνει με μία γενική περιγραφή της πόλης και της ...
Η παρούσα μελέτη πραγματεύεται στοιχεία της ιστορίας και αρχαιολογίας της αρχαίας πόλης – κράτους της Καρύστου Ευβοίας, κατά την περίοδο από τους γεωμετρικούς μέχρι και τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους και αποτελεί προϊόν των σωστικών ανασκαφών και των ερευνών πεδίου που πραγματοποίησε η γράφουσα στην περιοχή της νότιας Εύβοιας κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στην ΙΑ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, από το 1994 μέχρι το 2005. Χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο παρουσιάζει την πορεία της ιστορικής και αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή μέχρι σήμερα. Συγκεντρώνονται οι πληροφορίες από τα κείμενα περιηγητών, χαρτογράφων και γεωγράφων από το 16ο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και θίγονται τα κύρια θέματα της αρχαίας τοπογραφίας. Το δεύτερο κεφάλαιο, μετά από μία γενική εισαγωγή στην τοπογραφία της Καρύστου, περιλαμβάνει κατάλογο των θέσεων με επιφανειακά ή ανασκαμμένα αρχαία κατάλοιπα. Το κεφάλαιο κλείνει με μία γενική περιγραφή της πόλης και της χώρας της Καρύστου, στην οποία αναλύονται ζητήματα του δημόσιου βίου και της αρχαίας τοπογραφίας. Το τρίτο κεφάλαιο αναφέρεται στις επιγραφικές, νομισματικές και γραμματειακές μαρτυρίες για την Καρυστία. Το τέταρτο κεφάλαιο πραγματεύεται τα λίθινα γλυπτά έργα από την Κάρυστο. Το κεφάλαιο κλείνει με ένα επίμετρο στο οποίο παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά αγαλμάτια από μέταλλο. Το πέμπτο κεφάλαιο αποτελεί μία πρώτη προσέγγιση στην κεραμική, κοροπλαστική και μικροτεχνία από την Καρυστία. Η μελέτη κλείνει με το κεφάλαιο των Γενικών Συμπερασμάτων, όπου αξιοποιούνται τα πορίσματα των κεφαλαίων που προηγήθηκαν. Συνοπτικά, από τη μελέτη προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα: Από τον 8ο έως τον ύστερο 6ο αιώνα π.Χ., η πόλη της Καρύστου αποτελείτο από μικρές, διάσπαρτες οικιστικές ομάδες ή κώμες, οι οποίες συνενώθηκαν, κατά μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό από την κλασική έως την ελληνιστική περίοδο. Η αρχαία πόλη της Καρύστου εντοπίζεται στις περιοχές Κοκκάλοι και Παλαιοχώρα, στα βόρεια της σύγχρονης πόλης. Ιερά με σημαντικό ρόλο στην ιστορία της περιοχής αποτελούν το πρώιμο ιερό στη θέση Πλακαρή, το ιερό της Αθηνάς στο Ελληνικό Πλατανιστού και της Ήρας ή του Διός και της Ήρας στην Όχη, όπως πιστοποιείται από τα αρχαιολογικά και επιγραφικά ευρήματα από τους χώρους αυτούς. Με βάση τις επιγραφικές μαρτυρίες στην πόλη ή στη χώρα της Καρύστου υπήρχαν ναοί ή ιερά αφιερωμένα στον Απόλλωνα, Δήλιο και Πύθιο, στην Άρτεμη, στο Διόνυσο, σε μία γυναικεία θεότητα, ίσως στην Κόρη ή στην Άρτεμη Βενδίδα και στον Ηρακλή. Η λατρεία της Κυβέλης, της Ίσιδος, του Σαράπιδος και του Μίθρα μαρτυρείται επιγραφικά σε ιδιωτικό πλαίσιο. Το ιερό και άσυλο του Ποσειδώνος Γεραιστίου, η θέση του οποίου πιθανόν εντοπίζεται στο ακρωτήριο της Γεραιστού στο Καστρί Πλατανιστού, φαίνεται να είναι το μακροβιότερο της περιοχής, με λατρευτική δραστηριότητα, επίσημο χαρακτήρα και ακτινοβολία στο Αιγαίο, όπως προκύπτει από τη διάδοση των θεοφορικών ονομάτων που σχετίζονται με τη ρίζα της προσωνυμίας του θεού. Στη Γεραιστό τελούνταν τα Γεραίστια, στην Κάρυστο τα Αριστονίκεια και οι Καρύστιοι μετείχαν στον εορτασμό της Αρτέμιδος Αμαρυνθίας. Από το Καρύστιο ημερολόγιο μαρτυρείται επιγραφικά το όνομα του μηνός Βουφονιῶνος και η περιστασιακή χρήση ενός μεγάλου έτους 384 ημερών, με έναν εμβόλιμο μήνα 30 ημερών, κατά τη χρονική περίοδο από τον ύστερο 4ο έως το 2ο αιώνα π.Χ. Κατά το μεγαλύτερο μέρος του 5ου και 4ου αιώνα π.Χ., περίοδο ένταξης της Καρύστου στην Α΄ και Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία και ως τη μεμονωμένη σύναψη της συμμαχίας των ευβοϊκών πόλεων με την Αθήνα το 357/356 π.Χ., το πολίτευμα της Καρύστου ήταν δημοκρατικό. Απετέλεσε τη μόνη ευβοϊκή πόλη που παρέμεινε στην Αθηναϊκή Συμμαχία το 349/348 π.Χ. και δεν συμμετείχε στην αποστασία των Ευβοέων. Η ύπαρξη βουλής τεκμηριώνεται με βάση τα επιγραφικά ευρήματα για την υστεροκλασική και ελληνιστική περίοδο. Ονόματα αρχόντων και άλλων αξιωματούχων εντοπίζονται σε ψηφίσματα του δήμου, καθώς και σε νομίσματα της Καρύστου. Η ύπαρξη του σώματος των προβούλων κατά τη ρωμαϊκή περίοδο στην πολιτεία της Καρύστου, θεσμός, ο οποίος θεωρήθηκε ότι θα είχε διατηρηθεί από παλαιότερες περιόδους αποτελεί επισφαλή εικασία. Κατά την υστεροκλασική έως ελληνιστική περίοδο μαρτυρούνται δημόσια και ιδιωτικά δάνεια από το ιερό της Δήλου για την πόλη και τους πολίτες της Καρύστου. Στην Κάρυστο μαρτυρείται επίσης η παρουσία ισχυρών γενών, με σημαντικό ρόλο στα δημόσια πράγματα. Καρύστιοι ιδιώτες γίνονται αναθέτες σε εκτός Καρύστου ιερά, όπως στο Αμφιάρειο του Ωρωπού και στα ιερά του Απόλλωνα στη Δήλο και στους Δελφούς. Αναθήματα της πόλης της Καρύστου στην Ακρόπολη Αθηνών το 370 π.Χ. και στους Δελφούς γύρω στο 479 π.Χ. σηματοδοτούν πτυχές της ιστορίας της πόλης. Οι πολιτικοί, συμμαχικοί, λατρευτικοί και εμπορικοί δεσμοί της Καρύστου με την Αθήνα είναι πολύπλευροι. Η Κάρυστος συμμετείχε στην Α΄ και στη Β΄ Αθηναϊκή Συμμαχία. Οι επιτύμβιες στήλες και οι κιονίσκοι Καρυστίων ξένων ή μετοίκων που απέθαναν και ετάφησαν στην Αθήνα καλύπτουν την υστεροκλασική και ελληνιστική περίοδο. Λίγες επιτύμβιες στήλες Καρυστίων ξένων ή μετοίκων ελληνιστικών έως ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων έχουν μέχρι σήμερα βρεθεί σε άλλες πόλεις-κράτη, όπως στην Ερέτρια, στην Κω και στην Κύπρο. Οι Καρύστιοι πρόξενοι που εμφανίζονται σε τιμητικά ψηφίσματα άλλων πόλεων κατά τη διάρκεια του ύστερου 4ου, 3ου, 2ου και 1ου αιώνα π.Χ. αποτελούν μεγάλη ομάδα, η ύπαρξη της οποίας τονίζει τις ναυτικές, οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της νοτιοευβοϊκής πόλης μέσα στο δίκτυο ανταλλαγών του Αιγαίου. Υπερτερούν σε αριθμό οι Καρύστιοι πρόξενοι στην Αθήνα, με χαρακτηριστική περίπτωση τους Τιμοσθένη Ι και IΙ, οι εμπορικές και πολιτικές δραστηριότητες των οποίων καλύπτουν τα τέλη του 4ου μέχρι το τρίτο τέταρτο του 3ου αιώνα π.Χ. Η Κάρυστος διατήρησε σχέσεις συμμαχικές, πολιτικές, εμπορικές, οικονομικές και λατρευτικές, με τις άλλες μεγάλες Ευβοϊκές πόλεις, αλλά κατά κύριο λόγο με την κατά τον Ηρόδοτο ἀστυγείτονα Ερέτρια. Επιγραφικές μαρτυρίες από το οχυρό του Ραμνούντος και το δήμο του Ωρωπού, όπως και από άλλες περιοχές του χερσαίου ελλαδικού χώρου και πόλεις μακρινότερων περιοχών, όπως η Ερεσσός της Λέσβου, η θρακική Μαρώνεια, τα ποντικά Βορύσθενα και οι λακωνικές Γερόνθρες, πιστοποιούν λατρευτικές, επαγγελματικές και εμπορικές σχέσεις με την Κάρυστο. Σημαντική είναι επίσης η συμμετοχή της Καρύστου στη Δελφική Αμφικτυονία. Καρύστιοι μισθοφόροι απαντούν μέσα στον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. στη Χίο, στη Ρόδο και στην Κύπρο, άλλοι κέρδισαν το δικαίωμα του πολίτη στη Μίλητο, στον ύστερο 3ο αιώνα π.Χ. και άλλοι ανέλαβαν εργολαβίες σε ναούς στην Αττική και στη Δήλο, τον 4ο και πρώιμο 3ο αιώνα π.Χ. Η εμπορική σημασία της Καρύστου και της Νότιας Εύβοιας τονώθηκε με τη συστηματική εκμετάλλευση των λατομείων της καρυστίας λίθου, από ρωμαίους αξιωματούχους, πραγματευόμενους (negotiatores) και έλληνες απελεύθερους, κατά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο. Κτίρια της μεσαιωνικής και υστεροβυζαντινής περιόδου καλύπτουν τις υπώρειες του Κάστρου της Καρύστου. Μέσα στις επιχώσεις του Κάστρου βρέθηκαν ευρήματα κλασικών χρόνων, στοιχείο που οδηγεί στην ενδυνάμωση της παλαιάς εικασίας των περιηγητών ότι στο χώρο αυτό εντοπίζεται η αρχαία ακρόπολη. Ιδιωτικά κτίρια των ρωμαϊκών και βυζαντινών χρόνων έχουν θεμελιωθεί πάνω σε κτίρια ελληνιστικών και προγενέστερων χρόνων στην Παλαιοχώρα. Μία αποσπασματική μέχρι σήμερα εικόνα, με οικοδομικά κατάλοιπα οικιών, μεταξύ των οποίων μίας οικίας με πύργο υστεροκλασικών έως ελληνιστικών χρόνων, μας προσέφερε η επιφανειακή έρευνα στους Κοκκάλους. Ο αγροτικός χαρακτήρας των οικιστικών εγκαταστάσεων που εντοπίζονται τόσο στη χώρα, όσο και στο άστυ είναι φανερός από τα σχετικά ευρήματα, όπως τα λίθινα πιεστήρια, οι μυλόλιθοι και τα θραύσματα άβαφων αποθηκευτικών αγγείων. Τα δημητριακά και η αμπελουργία, τα κτηνοτροφικά και αλιευτικά προϊόντα, η μεταλλουργία, το καρύστιο μάρμαρο, ο τοπικός σχιστόλιθος και άλλοι λίθοι αποτελούν τους φυσικούς πόρους της περιοχής. Η νεκρόπολη αποτελείται από μικρά, οικογενειακά νεκροταφεία, τα οποία απλώνονται σε πυρήνες στα δυτικά και νότια της πόλης και στα νότια του Μεγάλου Ρέματος, στον Κάμπο και στην ευρύτερή του περιοχή. Μετά την προσάρτηση των Στύρων από την Ερέτρια, γύρω στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ. ή κατά τον πρώιμο 4ο αιώνα π.Χ., η Καρυστία χώρα απλώνεται σε έκταση 450 τετραγωνικών χιλιομέτρων, από τα οροπέδια με τους αγροικίες-πύργους, που είναι γνωστοί ως Δρακόσπιτα των Στύρων, μέχρι τις Καφηρείους άκρας. Η πόλη και η χώρα προφυλάσσονται κατά τον 5ο έως 3ο αιώνα π.Χ. με τα οχυρά στα Πλακωτά, στη Φιλάγρα, στην Αρχάμπολη, στο Θύμι, στη Ζαχαριά, στο Σκούασι και με τον οχυρωμένο λιμένα στο πόλισμα της Γεραιστού. Οι αρχαίες θέσεις ή κώμες Αρχάμπολη και Φιλάγρα, στις οποίες έχουν αποδοθεί, χωρίς ασφαλή τεκμήρια, τα αρχαία ονόματα Νύσα και Αιγές, αποτελούν οχυρωμένους οικισμούς, στο εσωτερικό των οποίων υπάρχουν ίχνη εκτεταμένης μεταλλουργικής και μεταλλευτικής δραστηριότητας. Οικίες του απλού τύπου, με παρατακτική σειρά δωματίων, κατά τον πλατυμέτωπο άξονα, αγροικίες με πύργους, μεμονωμένοι πύργοι, κυκλικοί και τετράπλευροι, χώροι πιθανών ιερών και εργαστηρίων, καθώς και τμήματα αρχαίων οδών του 5ου αιώνα π.Χ. έως τον 2ου αιώνα μ.Χ. εντοπίστηκαν σε πολλά σημεία της χώρας. Οι θέσεις των πύργων μαρτυρούν ότι έχουν οικοδομηθεί για λόγους φύλαξης και ασφάλειας των κατοίκων και των αγαθών τους σε περιπτώσεις επιδρομών και πειρατικών εισβολών. Πολλοί από τους κυκλικούς πύργους εποπτεύουν μέρος του κεντρικού Αιγαίου, άλλοι βρίσκονται σε σημαντικά χερσαία περάσματα και άλλοι κοντά σε φυσικούς πόρους της περιοχής, όπως σε μεταλλοφόρες περιοχές ή κοντά σε καλλιέργειες. Τα σύνολα οικιστικών εγκαταστάσεων στις ορεινές περιοχές Μετόχι-Κουκουβάγιες, Κουρμαλή και στην Παξιμάδα μπορούν να θεωρηθούν κώμες της Καρυστίας χώρας. Η πιθανή ταύτιση των αγροικιών της Παξιμάδας με τις οικιστικές εγκαταστάσεις των Αθηναίων κληρούχων του 5ου αιώνα π.Χ., υπό τον Τολμίδη, εάν αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Κάρυστο και όχι σε άλλη περιοχή της Εύβοιας, δεν έχει τεκμηριωθεί επιγραφικά. Το επιγραφικά ταυτισμένο πόλισμα της Γεραιστού είναι η μεγαλύτερη από τις καρύστιες κώμες και περιγράφεται ως έχουσα «κατοικίαν ἀξιόλογον» από το Στράβωνα. Λόγω της κομβικής της θέσης, η Γεραιστός έπαιξε σημαντικό ρόλο σε κάθε περίοδο της ιστορίας της πόλης-κράτους της Καρύστου και γνώρισε την επικυριαρχία των Αθηναίων, Σπαρτιατών και Μακεδόνων. Δεν υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη εργαστηρίων γλυπτικής στη νότια Εύβοια, όπου τα διάφορα είδη των τοπικών λίθων ήταν ακατάλληλα για τη λάξευση πλαστικών έργων. Λίγα είναι τα σωζόμενα έργα της πλαστικής που ενδεχομένως μπορούν να αποδοθούν σε δημόσια προγράμματα. Τα περισσότερα από τα έργα της πλαστικής που εξετάστηκαν, αναθήματα και επιτύμβια, κατασκευάστηκαν χάρη σε ιδιωτική πρωτοβουλία και ορισμένα αποτελούν ένδειξη του πλούτου και των προβαλλόμενων αξιών της άρχουσας κοινωνικής τάξης. Στενοί καλλιτεχνικοί δεσμοί της πόλης της Καρύστου με την Αθήνα, την Ερέτρια και τις Κυκλάδες μαρτυρούνται σε όλη τη διάρκεια των υστεροκλασικών και ελληνιστικών χρόνων. Δημοφιλείς τύποι επιτύμβιων έργων κατά τον 3ο έως 1ο αιώνα π.Χ. φαίνεται ότι είναι οι ναϊσκόμορφες στήλες νησιωτικών, κυρίως κυκλαδικών, και μικρασιατικών προτύπων, γεγονός που αποτελεί επιβεβαίωση του θαλάσσιου προσανατολισμού των ενδιαφερόντων της αρχαίας πόλης. Η τοπική μεταλλοτεχνία φαίνεται ότι παρουσιάζει ανάπτυξη ήδη από τον 6ο αιώνα π.Χ. Τα τοπικά εργαστήρια παρήγαγαν μικρά χάλκινα αναθηματικά έργα, αντιγράφοντας, χάρη στους εμπορικούς δεσμούς της πόλης, τύπους από κοντινά και μακρινότερα κέντρα, με στόχο την κάλυψη των λατρευτικών αναγκών της Καρυστίας. Η τοπική κεραμική παραγωγή της Καρύστου αναπτύχθηκε από τους γεωμετρικούς έως τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους. Η κεραμική των ύστερων γεωμετρικών χρόνων από το ιερό της Πλακαρής και από άλλες θέσεις της Καρύστου, εισαγμένη και τοπική, δείχνει επαφές με την Αττική, την Ερέτρια και τις Κυκλάδες, τόσο στα σχήματα, όσο και στα διακοσμητικά μοτίβα. Η ανάδειξη του χαρακτήρα της τοπικής κεραμικής παραγωγής της Καρυστίας πραγματοποιείται κατά την αρχαϊκή περίοδο, μέσω επαφών με το νησιωτικό Αιγαίο, όπως πιστοποιούν τα θραύσματα των ανάγλυφων πίθων με τα ποικίλα φυτικά και γραμμικά μοτίβα, από τη Φιλάγρα και την Κάρυστο. Κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο, διαπιστώνεται η ύπαρξη πολλών εισηγμένων αττικών αγγείων και η τοπική παραγωγή περιορίζεται σε μελαμβαφή αττικίζοντα ή κορινθιάζοντα αγγεία και κυρίως σε τοπικά άβαφα χρηστικά και μαγειρικά σκεύη. Μεγάλη ποικιλία σχημάτων αγγείων και ευρηματικότητα απλών διακοσμητικών μοτίβων παρατηρείται από τον 4ο έως τον 3ο αιώνα π.Χ., περίοδο ανάπτυξης του αστικού κέντρου και των βιοτεχνιών της Καρύστου. Κατά την υστεροκλασική περίοδο αντιγράφονται στην Κάρυστο δημοφιλή μελαμβαφή αθηναϊκά και ερετριακά σχήματα αγγείων. Τοπικής παραγωγής άβαφα αγγεία, όπως χύτρες, λοπάδες και πίθοι παράγονταν από τον 6ο αιώνα π.Χ. ώς τον 1ο αιώνα μ.Χ. Η αυτόνομη εξελικτική πορεία του σχήματος του πίθου και των χυτροειδών από τον 6ο έως τον 2ο αιώνα π.Χ. στην Καρυστία επιβεβαιώνει την ύπαρξη τοπικών εργαστηρίων μαγειρικών σκευών, με παράδοση, υπόθεση που ενισχύεται από τα ανασκαφικά ευρήματα και απηχείται στο μαρτυρούμενο όνομα κάκκαβος, που ο Αθήναιος αποδίδει σε ένα μεγάλο καρύστιο μαγειρικό σκεύος. Κατά τον 3ο και 2ο αιώνα π.Χ, η ποικιλία των μοτίβων που χρησιμοποιήθηκαν σε άωτους ανάγλυφους σκύφους και στη μελαμβαφή παραγωγή, τύπου Δυτικής Κλιτύος, δείχνει επιρροές όχι μόνον από την Αθήνα και την Ερέτρια, αλλά και αναφορές σε άλλα κέντρα της Πελοποννήσου, του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Η παραγωγική δραστηριότητα των τοπικών κοροπλαστικών εργαστηρίων παρουσίασε αυτονομία και δημιούργησε πρωτότυπους τύπους κατά τους υστεροκλασικούς και ελληνιστικούς χρόνους και με σκοπό την κάλυψη των αναγκών της τοπικής αγοράς. Τα ειδώλια, τα πήλινα ακροκέραμα, οι λύχνοι του 4ου έως 1ου αιώνα π.Χ.-1ου αιώνα μ.Χ., τα γυάλινα φυσητά αγγεία των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων και τα οστέινα εργαλεία του 4ου έως 1ου αιώνα π.Χ.-1ου αιώνα μ.Χ. αποτελούν δείγματα αντίστοιχων μικρών τοπικών παραγωγικών δραστηριοτήτων, ενώ τα γυάλινα αγγεία τεχνικής πυρήνα από άμμο, του πρώτου μισού του 5ου αιώνα π.Χ., δείγματα εισαγωγών από το νότιο Αιγαίο, μέσω της Ερέτριας. Μέσα από την μελέτη αυτή σκιαγραφήθηκαν ορισμένα στοιχεία από την ιστορία και την αρχαιολογία της Καρυστίας, κέντρο της οποίας ήταν η πόλη-κράτος της Καρύστου, με τις μικρές κώμες και τους αγροτικούς οικισμούς της χώρας που την περιέβαλε. Η κομβική θέση της πόλης-κράτους της Καρύστου λειτούργησε σε όλη την διάρκεια της αρχαιότητας ως δίαυλος επικοινωνίας μεταξύ του χερσαίου ελλαδικού χώρου και των Μικρασιατικών παραλίων, μέσα στο πολύμορφο δίκτυο των πολιτικών, λατρευτικών, οικονομικών και εμπορικών επαφών του Αιγαίου. Το νότιο άκρο της Εύβοιας λειτούργησε ως πύλη των ναυτικών επιχειρήσεων της Ερέτριας, της Αθήνας, της Σπάρτης και της Μακεδονίας. Η επικυριαρχία στην νότια Εύβοια σηματοδοτούσε την εγγύηση της επιτυχούς επιβολής της εκάστοτε ηγεμονικής δύναμης του ελλαδικού χώρου στο κεντρικό Αιγαίο. Ο ρόλος της ευβοϊκής πόλης-κράτους της Καρύστου στο δίκτυο επαφών των αρχαίων ελληνικών πόλεων αναδεικνύεται σαφέστερα μέσα τις επιγραφικές και νομισματικές μαρτυρίες, που φανερώνουν σχέσεις που απλώνονται από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την Αίγυπτο, καθώς και από την Ρώμη μέχρι την Μικρά Ασία.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This Ph.D. Thesis concentrates on aspects of the history and archaeology of the ancient city-state of Karystos, in Euboea, from the Geometric to the Roman Imperial period. The study stands at the end of an eleven-year period (1994-2005) of field and excavation research in this region undertaken by the author, as an archaeologist of the 11th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities (IA EPKA). The study is separated in five chapters. An outline of historical and archaeological research in Southern Euboea from the 19th century up to recent times is contained in the first chapter. Information from travelers and geographers’ texts from the 16th to the beginning of the 20th century is gathered in this chapter, together with a preliminary presentation of the main issues of the ancient topography of Karystos. The second chapter, after a general introduction to the geography of the region, contains a catalogue of sites with surface or excavated ancient remains. The chapter close ...
This Ph.D. Thesis concentrates on aspects of the history and archaeology of the ancient city-state of Karystos, in Euboea, from the Geometric to the Roman Imperial period. The study stands at the end of an eleven-year period (1994-2005) of field and excavation research in this region undertaken by the author, as an archaeologist of the 11th Ephorate of Prehistoric and Classical Antiquities (IA EPKA). The study is separated in five chapters. An outline of historical and archaeological research in Southern Euboea from the 19th century up to recent times is contained in the first chapter. Information from travelers and geographers’ texts from the 16th to the beginning of the 20th century is gathered in this chapter, together with a preliminary presentation of the main issues of the ancient topography of Karystos. The second chapter, after a general introduction to the geography of the region, contains a catalogue of sites with surface or excavated ancient remains. The chapter closes with an overall description of known topographical data from the city and chora of Karystos and an analysis of aspects of the public life of the city. Ancient literary sources related to the history of Karystos, inscriptions from Karystia as well as from other areas with reference to Karystos or Karystians are briefly presented in the third chapter, together with a short outline of the local mint. Sculptures from Karystos are discussed in the fourth chapter, which also contains an appendix on bronzes from the same region. The fifth chapter contains a first presentation of the local ceramic and coroplastic production and the study closes with the last chapter in which all previous conclusions and data are evaluated and commented upon. The main conclusions of this study can be summarized as follows: From the 8th to the late 6th century B.C. the city of Karystos consisted of small, dispersed habitation clusters or komai which were joined, in a smaller or larger degree, from the Classical to the Hellenistic period. The main civic center of Karystos is situated at Kokkaloi and Palaiochora to the north of the modern town. The early sanctuary at Plakari, the sanctuary of Athena in Platanistos and the sacred mountain top of Ochi, where Zeus and Hera must have been worshipped and where the Dragon House was later constructed represent significant known sanctuaries of the region, as attested by their finds. In the Karystian civic or country space sanctuaries and temples dedicated to Apollo Delian and Pythian, to Artemis, Dionysos, perhaps Kore or Artemis Bendis and to Herakles are also epigraphically attested. Worship of Cybele, Isis, Serapis and Mithras are known to have been privately practiced. The sanctuary and asylum of Poseidon Geraistios, a site most probably located at Kastri promontory, is testified to have functioned for long periods. Its official character and fame were renown in the island polities of the Aegean, as it is shown by the dissemination range of the theophoric names developed out of the god’s prosonym. The feast of Geraistia was celebrated in Geraistos, the feast of Aristonikeia in Karystos and Karystians are known to have participated in the feast of Artemis Amarynthia. One month of the Karystian calendar was Bouphonion. The occasional use of a large year of 384 days with an inserted month of 30 days is attested for the period from the late 4th to the 2nd century B.C. During the greatest part of the 5th and the 4th century B.C. when Karystos was a member of the First and the Second Athenian League and up to the signing of separate peace treaties of the Euboean cities with Athens in 357/356 B.C., the city must have been under democratic rule. Karystos was the only Euboean city that remained in the Athenian League in 349/348 B.C. and did not participate in the Euboean stasis. A Karystian boule is attested from the late Classical to the Hellenistic period. Archon and other officials’ names are attested in decrees and coins of the city. The controversial existence of probouloi in Karystos is doubtfully attested for the Roman period as for earlier ones too. Public and private loans from the Delian sanctuary are attested for Karystos and Karystians during the late Classical to Hellenistic period. Powerful family clans or gene with significant civic roles are known to have existed in the ancient city. Karystian individuals dedicated offerings to sanctuaries in other regions away from their home town, such as at Amphiareion in Oropos and the sanctuaries of Apollo in Delos and Delphi. The city itself dedicated a bronze bull at Delphi around 479 B.C. and crowns in the Athenian Acropolis around 370 B.C. The political, military, trade and religious bonds of Karystos with Athens cover many aspects of the ancient city life. Karystos was a member of the First and Second Athenian League. The funerary stelai and columns of Karystian xenoi or metics buried in Athens cover the period from late Classical to the end of the Hellenistic period. A small number of stelai of Karystian xenoi of Hellenistic to Roman Imperial times have been also found in Eretria, Kos and Cyprus. The Karystian proxenoi testified in decrees of other city-states from the late 3rd to the 1st century B.C. represent a large group that reveals the extent of commercial, trade and maritime relations of this ancient city in the Aegean island polity network. The Karystian proxenoi in Athens represent the largest group. Among this group the political activities of Timosthenes I and II cover the period from the end of the 4th to the third quarter of the 3rd century B.C. Karystos maintained political, trade and religious bonds with the other large Euboean cities, chiefly with Eretria, its friendly city neighbor according to Herodotos. Inscriptions from the fortress of Rhamnous and the demos of Oropos, other mainland areas, as well as from cities as far away as Eressos in Lesbos, Thracian Maroneia, Pontic Borysthena and the Laconian Geronthrai testify the existence of commercial, trade and religious bonds with Karystos. Karystos also participated in the Delphian Amphictyony. The presence of Karystian mercenaries in Chios, Rhodes and Cyprus in the 4th and 3rd century B.C., the citizenship rights a number of Karystians earned in Miletos in the late 3rd century B.C. and the presence of Karystian contractors in building sanctuary projects in Athens and Delos in the 4th and early 3rd century B.C. show the same social and civic mobility traits found in developed Greek city-states of the late Classical and Hellenistic periods. The commercial role of the city was particularly elevated with the intensive and systematic exploitation of the quarry complexes of Karystia lithos by Roman Imperial delegates, officials and tradesmen (negotiatores) who worked together with local freedmen in Karystia during Roman Imperial times. Building remains of the medieval and post byzantine period cover the slopes of the mountain height where the Frankish Castel Rosso was built. In the depositions of sherds in this area finds of the Classical period help corroborate the hypothesis formulated by the early scholars and visitors of the region that the ancient city acropolis is probably located at this site. Parts of large houses or villas of the Roman and Byzantine periods found in Palaiochora appear to have been built on remains of Hellenistic and earlier buildings. The results of the initial surface and excavation research in the area of Kokkaloi to the south of Castle offer a fragmentary image of this part of the civic area, where remains of houses of late Classical to Hellenistic times, including one with a square tower are found. The rural character of habitation sites is evident in the chora as well as in the civic area, by the number of agricultural tools and implements, such as stone mills and wine press parts, as well as by the coarse domestic pottery sherds found in many of the sites. Cultivation of cereals and grapes, animal husbandry, fishing, metallurgy and the exploitation of the local stones represent the main resources of the region, according to the sources and the archaeological finds. The ancient Karystian cemeteries consist of small, dispersed grave groups located in the west and south of the ancient city, to the south of Megalo Rhema, as well as in Kampos, the main plain of the region. After the annexation of Styra in the Eretrian territory, around the end of the 5th to the early 4th century B.C., Karystia chora covered an area of 450 square kilometers, from the mountain valleys with the rural towers and farm houses known as Styra Dragon houses to Kaphereus promontory. From the 5th to the 3rd century B.C., the city and its chora were protected by a series of fortified sites, at Plakota, Filagra, Skouasi, Archampolis, Thymi, Zacharia and the probably fortified port at Geraistos. The fortified settlements or hamlets at Archampolis and Filagra, alleged to be identified with the ancient Nysa or Aigai, have traces of extensive metallurgical and possibly metal ore exploitation activities. Houses of the simple type with a small series of rooms organized along the long axis, farm houses with towers, isolated towers, round and square, sites with traces of cultic or workshop activities, as well as parts of ancient roads, dating from the 5th century B.C. to the 2nd century A.D. were located or excavated in many parts of the Karystia chora. The mountainous location of the tower remains with their open scope towards sea routes testify that they had been constructed so as to guarantee the protection and safety of the local population and their goods in cases of enemy and pirate invasions. A number of the round towers have open views towards the central Aegean many are situated in important land crossings and others near local metal or agricultural resources. The habitation nuclei on the mountainous ridges in Metochi-Koukouvagies, Kourmali and Paximada can be characterized as komai of the Karystia chora. The hypothetical identification of the large number of ancient farm house remains in Paximada peninsula in the western part of Karystos bay to the activities of Tolmides and his clerouchic installations of the 5th century B.C. is rather doubtful, because this Athenian measure is not plainly mentioned by the sources for Karystos or corroborated by inscriptional finds till now. The port town of Geraistos, the largest of Karystian komai, is on the other hand epigraphically identified and proves to deserve Strabo’s comment of having installations worth mention. Due to its strategic location, Geraistos played an important role in every period of Karystian history and was on occasion dominated by foreign powers, such as the Athenians, Spartans and Macedonians. The existence of any significant local sculptural workshops has not been testified yet in Southern Euboea, most probably due to the form and quality of the local marbles that are inappropriate for large scale sculptural work. A limited number of local sculptures of imported stones can be attributed to public projects. Most of the sculptures examined in the study, dedications and grave stelai, were made on private initiative and some can be seen as indications of the wealth and status of the Karystian elite in these early times. Artistic relations between Karystos, Athens, Eretria and the Cyclades are testified throughout the late Classical and Hellenistic periods. Funerary stelai of the naiskos type, known in the Cyclades and Asia Minor are often found in Karystos from the 3rd to the 1st century B.C., a fact that corroborates the maritime interests of the ancient city. Local metallurgical workshops appear to have functioned from the 6th century B.C., producing statuettes of small size as ex-votos and copying types from near and remote centers, due to the trade affiliations of the ancient city and seeking to cover the local religious and market needs. The local Karystian ceramic production was developed from the Geometric to the Hellenistic and Roman times. Pottery from the sanctuary at Plakari and other sites in Karystos, local and imported, shows contacts with Attica, Eretria and the Cyclades, in both the shapes and the decoration motifs chosen. The first signs of local pottery types are evident in the Archaic period, through contacts with Aegean pottery centers, as testified by the relief pithos sherds with plant and linear decoration, found in Filagra and Karystos. During the Archaic and Classical periods Attic ceramic imports are attested and the local production is concentrated on black glazed, occasionally atticizing or corinthianizing types, as well as plain coarse vases and cooking pots. A great variety of shapes and inventiveness in simple decoration motifs is evident in Karystian ceramic products from the 4th to the 3rd century B.C., a period of development of the ancient civic center and the local workshops. In the late Classical period Karystian potters occasionally copied types of popular Athenian and Eretrian black glaze vase shapes for the local market. Local plain ware, such as chytrai, lopades and pithoi were produced from the 6th century B.C. to the 1st century A.D. The independent evolution of pithos and chytra shapes from the 6th to the 2nd century B.C. help us corroborate the existence of local coarse cooking ware workshops of some local fame, an assumption founded on the study of the excavation finds and echoed in the name of a large Karystian cooking pot, kakkabos, mentioned by Atheneaus. The variety of motifs used on relief bowls and black glaze shapes of West Slope type of the 3rd and 2nd centuries B.C. shows contacts with Athens, Eretria, the Peloponnese, the Aegean and even Asia Minor. Local coroplastic workshops developed independent production series of sometimes original terracotta figurines during the late Classical and Hellenistic periods, in order to cover the local market needs. The local terracotta figurines, roof tiles, lamps, bone tools and jewellery of the 4th to the 1st century A.D. and the blown glass vessels of Roman Imperial times found in various city, chora or cemetery sites are indicative specimens of small range local workshop activities, whereas imports, such as a number of core glass vessels of the first half of the 5th century B.C. from southern Aegean and Eretria, are not missing either. In this study are discussed a number of issues of the history and archaeology of the city-state of Kaystos, its civic centre, cemeteries and chora or territorial region settlements. The significant geographical location of this city functioned as a communication channel between the mainland and the cities of the Aegean and Asia Minor, in a multi-leveled network of political, religious, commercial and financial relations of the Greek island polities. The southern tip of Euboea represented the gate of nautical expeditions of Eretria, Athens, Sparta and Macedonia in the Aegean and beyond. Dominance in Southern Euboea often secured a successful outcome of operations of the occasional mainland great power in the central Aegean and farther areas. This seminal role of the Euboean city-state of Karystos among other Greek mainland and island polities is best shown in the inscriptional and mint records discussed in the study, which reveal that the range of this city’s relations extended from the Black Sea to Egypt and from Rome to Asia Minor throughout ancient times.
περισσότερα