Περίληψη
Εισαγωγή Έχει μελετηθεί και καταγραφεί ερευνητικά ότι η άσκηση είναι ο ιδανικότερος τρόπος αντιμετώπισης των καρδιαγγειακών και αναπνευστικών παθήσεων. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για τη βελτίωση του τρόπου ζωής των ασθενών με Χ.Α.Π. οδήγησε στην ολοκλήρωση ποικίλων ερευνών. Επιπλέον, η άσκηση παρουσιάζει ενδιαφέρον για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης των αθλουμένων και των αθλητικών επιδόσεων. Κυρίαρχη θέση στη βιβλιογραφία κατέχουν η σύγκριση της συνεχούς και διαλειμματικής δυναμικής άσκησης και η καταγραφή των παραμέτρων ανάλογα με την πληθυσμιακή ομάδα που απευθύνονται (απλούς ασκούμενους, αθλητές, ασθενείς με χρόνιες παθήσεις). Σημαντικό στοιχείο είναι η μέγιστη ένταση στη διαλειμματική και η μέτρια ένταση στη συνεχή άσκηση. Παράλληλα οι μυϊκές ομάδες που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία της άσκησης επηρεάζουν τις αναπνευστικές παραμέτρους που συγκρίνονται μεταξύ τους. Επίσης, η θερμοκρασία του σώματος, η έκκριση των κατεχολαμινών και οι χημικές μεταβολές που επέρχονται στον ορ ...
Εισαγωγή Έχει μελετηθεί και καταγραφεί ερευνητικά ότι η άσκηση είναι ο ιδανικότερος τρόπος αντιμετώπισης των καρδιαγγειακών και αναπνευστικών παθήσεων. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει για τη βελτίωση του τρόπου ζωής των ασθενών με Χ.Α.Π. οδήγησε στην ολοκλήρωση ποικίλων ερευνών. Επιπλέον, η άσκηση παρουσιάζει ενδιαφέρον για τη βελτίωση της φυσικής κατάστασης των αθλουμένων και των αθλητικών επιδόσεων. Κυρίαρχη θέση στη βιβλιογραφία κατέχουν η σύγκριση της συνεχούς και διαλειμματικής δυναμικής άσκησης και η καταγραφή των παραμέτρων ανάλογα με την πληθυσμιακή ομάδα που απευθύνονται (απλούς ασκούμενους, αθλητές, ασθενείς με χρόνιες παθήσεις). Σημαντικό στοιχείο είναι η μέγιστη ένταση στη διαλειμματική και η μέτρια ένταση στη συνεχή άσκηση. Παράλληλα οι μυϊκές ομάδες που λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία της άσκησης επηρεάζουν τις αναπνευστικές παραμέτρους που συγκρίνονται μεταξύ τους. Επίσης, η θερμοκρασία του σώματος, η έκκριση των κατεχολαμινών και οι χημικές μεταβολές που επέρχονται στον οργανισμό όταν επιβάλλεται σε διαδικασία στρες, επηρεάζουν τους αναπνευστικούς δείκτες. Ο νευρομυϊκός έλεγχος της αναπνοής που αποτιμάται κυρίως από την πίεση σύγκλεισης (P0.1), την εισπνευστική εμπέδηση [P0.1/(VT/Ti)], έχει μελετηθεί με αυξανόμενα φορτία μέχρι εξάντλησης. Η αναφορά που υπάρχει σχετικά με τον τύπο της άσκησης ή τη μέθοδο προπόνησης (συνεχής – διαλειμματικής), παρουσιάζει την ανοχή που δείχνουν στην κούραση οι δοκιμαζόμενοι με σημαντικό πλεονέκτημα τη διαλειμματική άσκηση ή προπόνηση. Τα προαναφερόμενα μας οδηγούν στην υπόθεση ότι ο διαλειμματικός τρόπος άσκησης θα επιφέρει λιγότερη επιβάρυνση στο νευρομυϊκό έλεγχο της αναπνοής και το αναπνευστικό σύστημα, σε σχέση με τη συνεχή άσκηση που αποτυπώνεται στους αναπνευστικούς δείκτες. Οι παράμετροι που εξετάζονται είναι η P0.1. η P0.1/(VT/Ti), ο VT, η VT/Ti, ο V̇E, o Ti, o TTOT, o Ti/ TTOT, o δείκτης χρόνου – έντασης TTMUS και η καρδιακή συχνότητα HR. Στη διάρκεια της ηρεμίας μετρήθηκε και η μέγιστη εισπνευστική πίεση PImax. ΜέθοδοςΣυμμετείχαν στην έρευνα 14 υγιείς εθελοντές (7 άνδρες, 7 γυναίκες) ηλικίας 21.71 (±5.71) ετών, βάρους 65.36 (±11.95) kg, ύψους 171.2 (±9.02) cm και χωρίστηκε η έρευνα σε δύο φάσεις: 1) πρώτη φάση: κατά την πρώτη πειραματική ημέρα στο ηλεκτρικό ποδήλατο πάρθηκε η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (V̇O2max) 35.26 (±5.96) ml. kg-1. min-1 και η μέγιστη απόδοση έργου (Wpeak) 210.7 (±58.5) με άσκηση αυξανόμενου φορτίου που άρχιζε από 30W και αυξανόταν 20W.min-1 μέχρι το σημείο εξάντλησης του δοκιμαζομένου. Στη συνέχεια με την εύρεση του αναερόβιου κατωφλιού (Α.Τ.) καθορίστηκε η χαμηλή ένταση στο 80% του Α.Τ. και η υψηλή ένταση στο Α.Τ. + 50%W(Wpeak – WA.T.). Στην επόμενη πειραματική ημέρα εκτελέστηκε συνεχής άσκηση για 5 min στη χαμηλή ένταση με 5 min αποκατάσταση στα 30W και στη συνέχεια 5 min στην υψηλή ένταση. Άλλη πειραματική ημέρα εφαρμόστηκε διαλειμματική άσκηση στην ίδια ένταση και στην ίδια διάρκεια ερεθίσματος με τη διαφορά ότι υπήρχε άσκηση για 1 min με αντίστοιχο χρόνο διαλείμματος (1:1) στη χαμηλή ένταση και 1 min άσκηση με 2 min διάλειμμα στην υψηλή ένταση. Σε κάθε τύπο άσκησης πριν από την έναρξη της προσπάθειας και μετά το τέλος αυτής μετρήθηκαν οι παράμετροι που προαναφέρθηκαν. 2) Δεύτερη φάση: σε ένα δυναμόμετρο που μετρούσε τη δύναμη σε Watts (W) οι δοκιμαζόμενοι εκτελούσαν προσπάθεια εφαρμόζοντας δύναμη με όλο το σώμα (χέρια – πόδια) της μέγιστης έντασης (100%) 1M.V.C. κρατώντας το για 6 sec. Στη συνέχεια εκτελούσαν ισομετρική συνεχή άσκηση στο 50% της 1M.V.C. διάρκειας 60 sec και στο 80% της 1M.V.C. διάρκειας 30 sec Αμέσως μετά εκτελέστηκε ισομετρική διαλειμματική άσκηση στο 50% της 1M.V.C. διάρκειας 12 sec x 5 προσπάθειες συνολικά με 6sec διάλειμμα με συνολική διάρκεια ερεθίσματος 60 sec και στο 80% της 1M.V.C. διάρκειας 6 sec x 5 προσπάθειες με 6sec διάλειμμα με συνολική διάρκεια ερεθίσματος 30 sec. Πριν από την έναρξη και μετά το τέλος κάθε τύπου άσκησης καταγράφηκαν όλες οι προαναφερόμενες μετρήσεις. ΑποτελέσματαΔιαπιστώθηκαν τα παρακάτω αποτελέσματα για κάθε τύπο άσκησης και Συγκεκριμένα, έχουμε:1) Στη συνεχή, σε σχέση με τη διαλειμματική άσκηση η P0.1, η P0.1/(VT/Ti), ο VT, η VT/Ti, ο V̇E, o TTMUS και η HR παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.05) με χαμηλότερες τιμές στη διαλειμματική από ότι στη συνεχή. Ο Ti και o TTOT παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά (p<0.005) χαμηλότερες τιμές στη διαλειμματική από ότι στη συνεχή στην υψηλή ένταση. Πριν την έναρξη της συνεχούς άσκησης και μετά το τέλος αυτής παρουσίασαν στατιστικά σημαντική διαφορά η P0.1 (p<0.01), η P0.1/(VT/Ti) (p<0.001), ο TTMUS (p<0.005) και στην PImax (p<0.03) με χαμηλότερες τιμές στο τέλος της άσκησης. Στις μετρήσεις πριν την έναρξη και στο τέλος της διαλειμματικής άσκησης διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στη P0.1 (p<0.001), στη P0.1/(VT/Ti) (p<0.001), στο VT (p<0.03), στο V̇E (p<0.03), o Ti (p<0.04) και στον TTMUS (p<0.001).2) Στην ισομετρική συνεχή σε σχέση με την ισομετρική διαλειμματική άσκηση διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ως προς τον Ti (p<0.02) στη χαμηλή ένταση. Στις μετρήσεις πριν την έναρξη και στο τέλος της ισομετρικής συνεχής άσκησης διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στη P0.1/(VT/Ti) (p<0.02), στη VT/Ti (p<0.001) και στο V̇E (p<0.001). Στις μετρήσεις πριν την έναρξη και μετά το τέλος της ισομετρικής διαλειμματικής άσκησης διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά στη P0.1 (p<0.004), στη P0.1/(VT/Ti) (p<0.003), στoν TTMUS (p<0.05) και στην PImax (p<0.005). Συμπέρασμα Η επιβάρυνση που δέχτηκε το αναπνευστικό σύστημα και αποτυπώθηκε στις παραμέτρους που μετρήθηκαν, ήταν χαμηλότερη στη διάρκεια της διαλειμματικής άσκησης σε σύγκριση με τη συνεχή και στις δύο εντάσεις. Η ίδια άποψη επικρατεί και μετά το τέλος της άσκησης όπου η επιβάρυνση ήταν μικρότερη στο τέλος της διαλειμματικής άσκησης. Στη μελέτη της ισομετρική συνεχή και ισομετρικής διαλειμματική υπήρχαν μικρότερες αποκλίσεις στη διάρκεια της άσκησης. Στις μετρήσεις μετά το τέλος της άσκησης διαπιστώθηκαν χαμηλότερες τιμές και στους δύο τύπους άσκησης, σε κάποιες παραμέτρους του νευρομυϊκού ελέγχου της αναπνοής.
περισσότερα