 | |
Εισαγωγή: Η έρευνα σχετικά με τη γνώση, στάση και συμπεριφορά των νοσηλευτών και των φοιτητών νοσηλευτικής απέναντι στους κωφούς και σχετικά με την τροποποίηση αυτών για τη διασφάλιση του δικαιώματος των κωφών στην υγεία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Σκοπός: Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 2 φάσεις. Στην πρώτη φάση σκοπός ήταν η διερεύνηση της γνώσης, στάσης και συμπεριφοράς των νοσηλευτών και φοιτητών νοσηλευτικής απέναντι στα κωφά άτομα, της αυτοεκτίμησης της ικανότητάς τους να φροντίσουν κωφούς ασθενείς και του ενδιαφέροντός τους να εκπαιδευτούν σχετικά. Σκοπός της δεύτερης φάσης ήταν ο σχεδιασμός και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας διδακτικής παρέμβασης σχετικής με το δικαίωμα των κωφών στην υγεία και την ελληνική νοηματική γλώσσα.Υλικό – Μέθοδος: Η πρώτη φάση της μελέτης ήταν μελέτη επισκόπησης και συσχέτισης. Χρησιμοποιήθηκαν 2 είδη ερωτηματολογίου: το «σύντομο» και το «πλήρες». Και τα 2 είχαν κοινές τις ερωτήσεις που αφορούσαν στα δημογραφικά στοιχεία, σε προηγούμενη επαφή με κωφούς ...
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
Εισαγωγή: Η έρευνα σχετικά με τη γνώση, στάση και συμπεριφορά των νοσηλευτών και των φοιτητών νοσηλευτικής απέναντι στους κωφούς και σχετικά με την τροποποίηση αυτών για τη διασφάλιση του δικαιώματος των κωφών στην υγεία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Σκοπός: Η μελέτη πραγματοποιήθηκε σε 2 φάσεις. Στην πρώτη φάση σκοπός ήταν η διερεύνηση της γνώσης, στάσης και συμπεριφοράς των νοσηλευτών και φοιτητών νοσηλευτικής απέναντι στα κωφά άτομα, της αυτοεκτίμησης της ικανότητάς τους να φροντίσουν κωφούς ασθενείς και του ενδιαφέροντός τους να εκπαιδευτούν σχετικά. Σκοπός της δεύτερης φάσης ήταν ο σχεδιασμός και η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας διδακτικής παρέμβασης σχετικής με το δικαίωμα των κωφών στην υγεία και την ελληνική νοηματική γλώσσα.Υλικό – Μέθοδος: Η πρώτη φάση της μελέτης ήταν μελέτη επισκόπησης και συσχέτισης. Χρησιμοποιήθηκαν 2 είδη ερωτηματολογίου: το «σύντομο» και το «πλήρες». Και τα 2 είχαν κοινές τις ερωτήσεις που αφορούσαν στα δημογραφικά στοιχεία, σε προηγούμενη επαφή με κωφούς ή εκπαίδευση με σχετική θεματολογία, στη συμπεριφορά απέναντι σε κωφά άτομα, στην αυτοεκτίμηση της ικανότητας παροχής φροντίδας υγείας (Cronbach’s α=0,75) και στο ενδιαφέρον συμμετοχής σε σχετική εκπαίδευση. Το «πλήρες» ερωτηματολόγιο περιλάμβανε επιπλέον κλίμακα γνώσης 13 ερωτήσεων και κλίμακα στάσης 27 ερωτήσεων, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν πιλοτικά σε νοσηλευτές και φοιτητές νοσηλευτικής. Η κλίμακα γνώσης η οποία αναπτύχθηκε για τους σκοπούς της μελέτης απέδωσε συντελεστή αξιοπιστίας Cronbach’s α=0,730. Η κλίμακα στάσης αποτελεί τροποποίηση της κλίμακας στάσης των Cooper et al87 και απέδωσε συντελεστή αξιοπιστίας Cronbach’s α=0,789. Στην πρώτη φάση της μελέτης συμμετείχαν συνολικά 535 άτομα (ανταπόκριση 83,59%) εκ των οποίων οι 246 ήταν τυχαία επιλεγμένοι νοσηλευτές (ανταπόκριση 87,86%) 2 δημόσιων νοσοκομείων και 2 κέντρων υγείας της Αττικής, και οι 289 (ανταπόκριση 80,28%) ήταν οι πρωτοετείς και τεταρτοετείς φοιτητές νοσηλευτικής (πολίτες και στρατιωτικοί) του τμήματος νοσηλευτικής ΕΚΠΑ. Από τους 535 συμμετέχοντες, με τυχαία επιλογή, το «πλήρες» ερωτηματολόγιο δόθηκε σε 351 (173 νοσηλευτές, 178 φοιτητές) και το «σύντομο» ερωτηματολόγιο δόθηκε σε 184 (111 νοσηλευτές, 73 φοιτητές). Η δεύτερη φάση της μελέτης ήταν οιονεί πειραματική μελέτη τύπου Solomon (2 ομάδες παρέμβασης και 2 ομάδες ελέγχου). Αρχικά, σχεδιάστηκε διδακτική παρέμβαση (10 τρίωρα μαθήματα) και ειδικό έντυπο και ηλεκτρονικό εκπαιδευτικό υλικό. Η αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της διδακτικής παρέμβασης βασίστηκε στην αξιολόγηση της γνώσης, της στάσης, της συμπεριφοράς και των δεξιοτήτων επικοινωνίας με τους κωφούς χρήστες νοηματικής γλώσσας και της αυτοεκτίμησης της ικανότητας παροχής φροντίδας υγείας σε κωφούς ασθενείς των συμμετεχόντων στις τέσσερις ομάδες, πριν και μετά τη διδακτική παρέμβαση και στην αξιολόγηση της διδακτικής παρέμβασης από τους εκπαιδευόμενους και από κωφούς, μέλη της κοινότητας των κωφών. Από όσους συμπληρώνοντας το «πλήρες ερωτηματολόγιο» εκδήλωσαν ενδιαφέρον συμμετοχής στη διδακτική παρέμβαση (211) με τυχαία επιλογή 38 αποτέλεσαν την oμάδα παρέμβασης R1 (ανταπόκριση 90,48%) και 79 την ομάδα ελέγχου R2 (ανταπόκριση 98,75%). Από τα 119 άτομα τα οποία συμπλήρωσαν το «σύντομο ερωτηματολόγιο» και εκδήλωσαν επιθυμία να εκπαιδευτούν σχετικά, με τυχαία επιλογή 35 αποτέλεσαν την ομάδα παρέμβασης R3 (ανταπόκριση 92,11%) και 43 αποτέλεσαν την ομάδα ελέγχου R4 (ανταπόκριση 97,73%). Όλες οι ομάδες (R1, R2, R3, R4) συμπλήρωσαν το πλήρες ερωτηματολόγιο μετά την ολοκλήρωση της διδακτικής παρέμβασης. Οι ομάδες παρέμβασης (R1, R3), οι οποίες παρακολούθησαν τη διδακτική παρέμβαση απάντησαν επιπλέον ερωτήσεις αξιολόγησης αυτής, του εκπαιδευτικού υλικού και των εκπαιδευτών. Με το πέρας της διδακτικής παρέμβασης, κωφοί μέλη της κοινότητας των κωφών αξιολόγησαν αυτή και τις δεξιότητες επικοινωνίας των συμμετεχόντων, με τη χρήση ειδικής κλίμακας, που σχεδιάστηκε γι’ αυτό το σκοπό (συντελεστής αξιοπιστίας Cronbach’s α για τους 2 αξιολογητές = 0,947 και 0,956). Τα δεδομένα αναλύθηκαν με το SPSS 18 για Windows. Το επίπεδο σημαντικότητας του ελέγχου υπόθεσης ορίστηκε ≤ 0,05 για αμφίπλευρο έλεγχο. Αποτελέσματα: Στην πρώτη φάση της μελέτης αναδεικνύεται σημαντικό έλλειμμα γνώσεων τυχαία επιλεγμένων νοσηλευτών και φοιτητών νοσηλευτικής σχετικά με τη νοηματική γλώσσα, τα κωφά άτομα και το δικαίωμα των ατόμων αυτών στην υγεία, αλλά και ενδιαφέρον της πλειονότητας αυτών να εκπαιδευτούν σχετικά. Επίσης, προέκυψε θετική συσχέτιση του επιπέδου γνώσης με τυχόν προηγούμενη θεωρητική εκπαίδευση με σχετική θεματολογία (rho =0,132, p=0,014), όχι όμως και με προηγούμενη επαφή με κωφά άτομα (p=0,835). Στους φοιτητές νοσηλευτικής και στο σύνολο του δείγματος οι γυναίκες εμφάνισαν κατά μέσο όρο θετικότερη στάση (p=0,016, p=0,018), ενώ ανάλογη συσχέτιση δεν βρέθηκε για τους νοσηλευτές (p=0,350). Επίσης, θετική συσχέτιση βρέθηκε, για το σύνολο του δείγματος, μεταξύ της στάσης και προηγούμενης επαφής με κωφά άτομα (rho =0,122, p=0,028) ή θεωρητικής εκπαίδευσης με σχετική θεματολογία (rho=0,136, p=0,014). Με την προηγούμενη επαφή με κωφά άτομα φαίνεται να σχετίζεται θετικά και η αυτοεκτίμηση της ικανότητας παροχής φροντίδας υγείας σε κωφά άτομα (rho=0,280, p<0,001). Ακόμη, προέκυψε ότι οι νοσηλευτές συνηθίζουν να αφιερώνουν συγκριτικά περισσότερο χρόνο σε έναν κωφό ασθενή απ’ ότι σε έναν ακούοντα και στην επικοινωνία τους με κωφούς ασθενείς δεν συνηθίζουν να χρησιμοποιούν διερμηνέα, αλλά παντομίμα ή νοήματα και συχνά τη χειλεανάγνωση και το γραπτό λόγο. Από τη δεύτερη φάση της μελέτης προέκυψε ότι με την παρακολούθηση της διδακτικής παρέμβασης αυξήθηκε κατά μέσο όρο η γνώση (p<0,001), οι δείκτες γνώσης (p<0,001, p<0,001, p<0,001) και η αυτοεκτίμηση ως προς την ικανότητα φροντίδας κωφών ασθενών (p<0,001) στις ομάδες παρέμβασης. Επίσης, η στάση όσων εκπαιδεύτηκαν έγινε κατά μέσο όρο πιο θετική (p<0,001) και οι συμμετέχοντες ανέπτυξαν δεξιότητες επικοινωνίας με τα κωφά άτομα. Η διδακτική παρέμβαση αξιολογήθηκε θετικά τόσο από τους συμμετέχοντες, όσο και από κωφούς μέλη της κοινότητας των κωφών. Θετικά αξιολογήθηκαν από τους συμμετέχοντες και το εκπαιδευτικό υλικό (έντυπο και ηλεκτρονικό) και οι εκπαιδευτές. Συμπεράσματα: Φαίνεται ότι η διδακτική παρέμβαση ήταν αποτελεσματική και επομένως σχετική εκπαίδευση νοσηλευτών και φοιτητών νοσηλευτικής θα συμβάλλει στην κάλυψη ελλείψεων στο χώρο της υγείας και έμμεσα στη διασφάλιση του δικαιώματος των κωφών στην υγεία. Τέτοιου είδους εκπαιδευτικά προγράμματα φαίνεται κατ’ αρχήν να βρίσκουν θετική αποδοχή, τόσο στους εκπαιδευόμενους όσο και στην κοινότητα των κωφών και κρίνεται σημαντική η ενσωμάτωσή τους στο πρόγραμμα σπουδών σχολών επιστημών υγείας.