Περίληψη
Γενικά: Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα καθώς η συχνότητά της αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς τις τελευταίες τρείς δεκαετίες.16-18 Παρόμοιες ανοδικές τάσεις παρατηρούνται στον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό της Ελλάδας,19-22 χωρίς να έχουν καθοριστεί πλήρως οι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την αύξηση. Κενό, εξάλλου, διαπιστώνεται στη διαχρονική πορεία της σωματικής ανάπτυξης των Ελληνοπαίδων από την ηλικία των 7 ετών έως την εφηβεία, χρονική περίοδος κατά την οποία επισυμβαίνουν μεγάλες και μη προβλέψιμες μεταβολές στον αναπτυσσόμενο οργανισμό.
Σκοπός: Προκειμένου να καλυφθεί η έλλειψη των επιδημιολογικών αυτών δεδομένων στη χώρα μας, μελετήθηκαν οι μεταβολές του ΔΜΣ από τα 7 στα 18 έτη και οι παράγοντες που επιδρούν σε αυτές διαχρονικά από της γεννήσεως. Απαραίτητη προϋπόθεση υπήρξε ο καθορισμός του ΔΜΣ στην ηλικία 7 και 18 ετών σε πανελλήνιο και αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών. Επιχειρήθηκε η διερεύνηση ατομικών, οικογενειακών και κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων που ...
Γενικά: Η παιδική παχυσαρκία αποτελεί παγκόσμιο πρόβλημα καθώς η συχνότητά της αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς τις τελευταίες τρείς δεκαετίες.16-18 Παρόμοιες ανοδικές τάσεις παρατηρούνται στον παιδικό και εφηβικό πληθυσμό της Ελλάδας,19-22 χωρίς να έχουν καθοριστεί πλήρως οι παράγοντες που συμβάλλουν σε αυτή την αύξηση. Κενό, εξάλλου, διαπιστώνεται στη διαχρονική πορεία της σωματικής ανάπτυξης των Ελληνοπαίδων από την ηλικία των 7 ετών έως την εφηβεία, χρονική περίοδος κατά την οποία επισυμβαίνουν μεγάλες και μη προβλέψιμες μεταβολές στον αναπτυσσόμενο οργανισμό.
Σκοπός: Προκειμένου να καλυφθεί η έλλειψη των επιδημιολογικών αυτών δεδομένων στη χώρα μας, μελετήθηκαν οι μεταβολές του ΔΜΣ από τα 7 στα 18 έτη και οι παράγοντες που επιδρούν σε αυτές διαχρονικά από της γεννήσεως. Απαραίτητη προϋπόθεση υπήρξε ο καθορισμός του ΔΜΣ στην ηλικία 7 και 18 ετών σε πανελλήνιο και αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών. Επιχειρήθηκε η διερεύνηση ατομικών, οικογενειακών και κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων που ενδεχόμενα συσχετίζονται με αύξηση στην τιμή z του ΔΜΣ στις αντίστοιχες ηλικίες. Τέλος, έγινε διακρατική σύγκριση του επιπολασμού των υπέρβαρων και παχύσαρκων παιδιών και εφήβων με εκείνον των παιδιών ίδιας ηλικίας από την Μ. Βρετανία και τη Φινλανδία.
Πληθυσμός και Μέθοδος: Έγινε επεξεργασία των διαχρονικών στοιχείων αντιπροσωπευτικού δείγματος Ελληνοπαίδων τα οποία γεννήθηκαν μεταξύ 1ης και 30 Απριλίου 1983 και παρακολουθήθηκαν προοπτικά μέχρι την ηλικία των 18 ετών.
Η έρευνα περιλάμβανε τρεις φάσεις:
Α’ Πανελλήνια Περιγεννητική Έρευνα (ΠΠΕ) (11048 γεννήσεις): συλλογή περιγεννητικών και κοινωνικο-δημογραφικών στοιχείων για τη μητέρα και το νεογνό μέσω ερωτηματολογίων που συμπληρώθηκαν από τη μαία ή το γιατρό του τοκετού σε συνεργασία με τη μητέρα.23
Επτά χρόνια αργότερα συλλέχτηκαν για τα ίδια παιδιά στοιχεία που αφορούσαν τη σωματική και ψυχική τους υγεία, τη συμπεριφορά και τη νοημοσύνη τους, τα βιομετρικά τους χαρακτηριστικά, την οικογένεια και το σχολείο (8130 παιδιά).
Στην ηλικία των 18 ετών οι ίδιοι οι έφηβοι και οι γονείς τους συμπλήρωσαν ερωτηματολόγια με πληροφορίες για την οικογένεια, τους φίλους, το σχολείο, τις συνήθειες, την υγεία, τα βιομετρικά χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά τους (3828 έφηβοι).
Κατόπιν συγκριτικής στατιστικής ανάλυσης διαπιστώθηκε ότι, παρά το υψηλό ποσοστό απώλειας στην παρακολούθηση των παιδιών, οι πληθυσμοί που τελικά εντοπίστηκαν και στις δύο φάσεις της μελέτης (1990 και 2001) ήταν αντιπροσωπευτικοί του αρχικού πληθυσμού του 1983. Μετά την αναδρομική διαδικασία ταυτοποίησης, ο τελικός αριθμός των εφήβων με διαθέσιμες διαχρονικές πληροφορίες από τη γέννηση έως την εφηβεία κατέληξε σε 2180, που αποτέλεσε και τον κύριο πληθυσμό της μελέτης.
Για τον υπολογισμό του επιπολασμού της παχυσαρκίας στις ηλικίες 7 και 18 ετών χρησιμοποιήθηκαν οι υποπληθυσμοί των 6847 παιδιών και 2842 εφήβων, με συμπληρωμένα τα σωματομετρικά στοιχεία στις αντίστοιχες ηλικίες.
Την εξαρτημένη μεταβλητή αποτέλεσε η τιμή z του ΔΜΣ στην ηλικία των 7 και 18 ετών καθώς και η μεταβολή στην τιμή z του ΔΜΣ από τα 7 στα 18 έτη. Ο ΔΜΣ ως κατηγορικό μέγεθος χρησιμοποιήθηκε κατά περίπτωση με υποομάδες τα υπέρβαρα και παχύσαρκα παιδιά που καθορίστηκαν σύμφωνα με τα διεθνή κριτήρια διαχωρισμού ΙΟΤF.
Τόσο στη μονοπαραγοντική, όσο και στη πολυπαραγοντική ανάλυση, ως επίπεδο σημαντικότητας ορίστηκε το 5%.
Αποτελέσματα. Τα κύρια ευρήματα της παρούσας μελέτης μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:
1) Στην ηλικία των 7 ετών, αγόρια και κορίτσια διαπιστώθηκαν εξίσου υπέρβαρα (15.7% στα αγόρια, 17.6% στα κορίτσια) και παχύσαρκα (6.1% στα αγόρια, 5.6% στα κορίτσια).
2) Στην ηλικία των 18 ετών, ο επιπολασμός υπέρβαρων και παχύσαρκων αγοριών (19.1% υπέρβαρα και 3.7% παχύσαρκα, συνολικά 22.8%) είναι στο σύνολο παρόμοιος με αυτόν στην ηλικία των 7 ετών (21.8%). Αντίθετα, ο πληθυσμός των έφηβων κοριτσιών διαφοροποιήθηκε σημαντικά με κατακόρυφη μείωση των υπέρβαρων (7.8%) και παχύσαρκων (1%) στα 18 χρόνια.
3) Ένα στα δύο αγόρια που είναι υπέρβαρα/παχύσαρκα στην ηλικία των 7 ετών παραμένει υπέρβαρο/παχύσαρκο στο τέλος της εφηβείας (18 χρόνια), ενώ μόνο ένα στα τέσσερα κορίτσια της ίδιας ομάδας εξακολουθεί να είναι υπέρβαρο/παχύσαρκο στην ηλικία των 18 ετών.
4) Ο σωματότυπος των Ελληνοπαίδων στην ηλικία των 7 ετών βρέθηκε να είναι καθοριστικός για την κατάσταση του σωματικού βάρους τους στο τέλος της εφηβείας (18 ετών), δεδομένου ότι 7 στα 10 παιδιά ανεξαρτήτως φύλου παραμένουν στην ίδια ομάδα ταξινόμησης ως προς το ΔΜΣ μεταξύ της παιδικής και εφηβικής ηλικίας (παραμένουν δηλαδή ή κανονικού βάρους ή υπέρβαρα ή παχύσαρκα).
5) Στην ηλικία των 7 ετών, διάφοροι παράγοντες -κοινωνικοί, ατομικοί και περιγεννητικοί- βρέθηκαν να επηρεάζουν την τιμή z του ΔΜΣ και στα δύο φύλα, ενώ στα 18 χρόνια ενοχοποιήθηκαν κυρίως ψυχοκοινωνικοί και συναισθηματικοί παράγοντες. Οι θερμίδες που προσλαμβάνονται ή καταναλώνονται δε βρέθηκε να συσχετίζονται με αύξηση της τιμής z του ΔΜΣ
6) Ο ΔΜΣ των γονέων, με σημαντική την επίδραση του πατέρα στα αγόρια και της μητέρας στα κορίτσια, συνδέεται με αύξηση του ΔΜΣ των παιδιών από την ηλικία των 7 στα 18 έτη.
7) Τέλος, από τη διακρατική θεώρηση που επιχειρήθηκε, βρέθηκε ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα, σε σύγκριση με την Μ. Βρετανία και τη Φινλανδία, εντοπίζεται στο μεγάλο αριθμό υπέρβαρων παιδιών παιδικής και εφηβικής ηλικίας.
Συμπεράσματα. Τα ευρήματα της μελέτης υπογραμμίζουν την ανάγκη επαγρύπνησης για την πρόληψη της παχυσαρκίας ήδη από την προσχολική ηλικία, αλλά και της πρώιμης παρέμβασης μέσω προγραμμάτων αγωγής υγείας και διατροφής στις οικογένειες. Ο εντοπισμός παιδιών και εφήβων που διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη παχυσαρκίας και η αποτελεσματική αντιμετώπισή τους πρέπει να αποτελούν στόχους των Παιδιάτρων και όλων όσοι ασχολούνται με την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Τέλος, η ανάδειξη των ψυχοκοινωνικών παραμέτρων αποτελεί σημαντικό εύρημα της παρούσας εργασίας και συνάδει με τις σύγχρονες διεθνείς τάσεις για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας. Υπάρχουν, άλλωστε, σοβαρές ενδείξεις ότι παρεμβάσεις για την αναστροφή του κύματος της παχυσαρκίας στα παιδιά, μπορεί στο μέλλον να στηριχτούν σε αρχές της επιγενετικής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Background: Obesity has become a global issue, since there are numerous indications that a greater number of children and adolescents are becoming overweight each year. In Greece, increasing trends in the proportion of overweight children have been observed. Nonetheless, epidemiological information is lacking as these findings pertained to different population samples, and robust conclusions could not be drawn.
Aim: The purposes of the present study were to assess the body mass index (BMI) and prevalence of overweight and obesity in a population-based, representative sample of Greek children at the ages of 7 and 18, and to examine changes in the proportion of children classified as overweight or obese from childhood to adolescence. In addition, we examined the association between BMI z-score at 7 and 18 years, and change in BMI z-score from 7 to 18 years, and perinatal, child, parental, socio-economic and adolescent lifestyle characteristics. Finally, cross-national comparisons aimed ...
Background: Obesity has become a global issue, since there are numerous indications that a greater number of children and adolescents are becoming overweight each year. In Greece, increasing trends in the proportion of overweight children have been observed. Nonetheless, epidemiological information is lacking as these findings pertained to different population samples, and robust conclusions could not be drawn.
Aim: The purposes of the present study were to assess the body mass index (BMI) and prevalence of overweight and obesity in a population-based, representative sample of Greek children at the ages of 7 and 18, and to examine changes in the proportion of children classified as overweight or obese from childhood to adolescence. In addition, we examined the association between BMI z-score at 7 and 18 years, and change in BMI z-score from 7 to 18 years, and perinatal, child, parental, socio-economic and adolescent lifestyle characteristics. Finally, cross-national comparisons aimed to reveal similarities and differences in the weight status of children and adolescents, and in characteristics among adolescents of a Northern (Finland) and Southern (Greece) European country.
Population and methods: A total of 11048 neonates, that represented 8% of the country’s annual births, were recorded nationwide from the 1st to the 30th of April 1983 and constituted a representative, population-based sample. Children were followed up through two, separate, questionnaire surveys conducted in 1990 and 2001. The first follow-up survey was conducted through primary schools nationwide, whereby a total of 8130 completed questionnaires from 7-year-olds nationwide were returned, and 6143 were merged with corresponding data from the 1983 survey. During the second follow-up participants were located at high-schools throughout the country. Of the 4675 questionnaires distributed, 3500 responded (75% response rate). For each survey, the questionnaires were kept anonymous. Finally, data was matched-up through the three study periods using key-variables, whereby complete data from birth up to 18 years was available for 2180 children. Due to the fact that the Greek adolescents’ responded to the questionnaire shortly before their university entry examinations, the attrition was relatively high. Nevertheless, sensitivity analyses showed that the follow-up data was well representative of the initial Greek birth cohort from whom it was selected.
Analysis was restricted to those who had valid weight and height measurements (6847 participants aged 7, and 2842 participants aged 18) to determine the BMI and prevalence of obesity among children aged 7 and 18 years. To determine the tracking of overweight and obesity, and the factors associated with BMI z-score and change in BMI z-score from 7 to 18 years, analysis was restricted to 2180 participants matched-up throughout the three study periods.
The independent variables analyzed in the present study from the three study periods included peripartum and parental factors, early childhood and adolescent lifestyle characteristics, and socio-economic status. Univariate and multivariate linear regression analyses were used to examine the associations between BMI z-score at 7 and 18 years and change in BMI z-score between 7 and 18 years with the independent variable studied. Chi-squared tests and logistic regression analyses were also used to examine the binary status of overweight and obesity and the included variables. A significance level of 0.05 was used and analysis was performed for both genders separately.
Results: Some of the most significant findings in the present study were:
1. The levels of overweight and obesity were similar for both genders in childhood, given that overweight boys and girls were 15.7% and 17.6%, respectively, and obese boys and girls were 6.1% and 5.6% each. Yet, during adolescence boys had a significantly higher prevalence of overweight and obesity than girls (19.1% vs. 7.8%, and 3.7% vs. 1.0% respectively, P< 0.001).
2. The tracking of subgroups showed that overall 73.7% of the 7-year-olds retain their classification of weight status at 18 years. For the obesity categories, 24.6% of the overweight 7-year-olds remained overweight at 18 years of age, and 15.0% of the obese 7-year-olds remained obese at the age of 18 years. However, there was a significant difference in the trends followed by each gender, as there was a greater shift from overweight/obesity in childhood to normal weight in adolescence among girls (77.9%) than among boys (51.8%). In fact, data revealed that overweight/obesity persisted in 48.2% of the boys and only in 22.1% of the girls.
3. BMI z-score at 7 years was positively associated with higher parental education, smaller number of siblings and responsiveness with food in boys. In girls, a positive association was also found with birthweight, maternal smoking during pregnancy and maternal pre-pregnancy obesity.
4. Parental weight status was positively associated with BMI z-score in boys and girls at 18 years, and with change in BMI z-score between 7 and 18 years, with the father mostly influencing his son, and the mother her daughter.
5. BMI z-score at 18 years was significantly influenced by psychosocial factors and eating behaviors in both genders.
6. The cross-national comparison confirmed higher levels of overweight youth at 7 years in Greece, compared to England, and a higher rate of overweight adolescents in Greece compared to Finland.
Conclusions: The high prevalence and tracking of overweight and obesity among Greek boys is an important public health problem. Those developing policy and programmes for obesity prevention should place more emphasis on appropriate measures in preschool years. A high priority for the future should be to further examine the associations between psychosocial parameters and obesity by gender, and to establish the extent to which these determinants can explain the obesity problem in our country.
περισσότερα