Περίληψη
Η παχυσαρκία αποτελεί ένα μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας στις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες κοινωνίες στις μέρες μας, τόσο στους ενήλικες, όσο και στα παιδιά. Ο λιπώδης ιστός, του οποίου τα λιποκύτταρα δημιουργούνται κατά την παιδική ηλικία, έχει αναγνωριστεί ως ένα ενδοκρινές όργανο, που παράγει τις λιποκίνες, ουσίες οι οποίες δρουν τοπικά, αλλά και σε απομακρυσμένους ιστούς. Η φλεγμονή θεωρείται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της παχυσαρκίας. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη σχεδιάστηκε με σκοπό τη διερεύνηση παραγόντων της φλεγμονής σε παιδιά με υπερβάλλον σωματικό βάρος πριν και μετά την απώλεια σωματικού βάρους, προκειμένου να αναζητηθούν δείκτες φλεγμονής που θα μπορούν να βοηθήσουν στην έγκαιρη αναγνώριση του προβλήματος και στην πρόληψη των επιπλοκών της παχυσαρκίας, από την παιδική ηλικία. Υλικό και Μέθοδοι: Στη μελέτη αρχικά εντάχθηκαν 178 παιδιά, παχύσαρκα και υπέρβαρα. Τα παιδιά αυτά, αφού έγινε αρχικός κλινικός και εργαστηριακός, λιπιδαιμικός έλεγχος, ξεκίνησαν ένα ...
Η παχυσαρκία αποτελεί ένα μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας στις ανεπτυγμένες και τις αναπτυσσόμενες κοινωνίες στις μέρες μας, τόσο στους ενήλικες, όσο και στα παιδιά. Ο λιπώδης ιστός, του οποίου τα λιποκύτταρα δημιουργούνται κατά την παιδική ηλικία, έχει αναγνωριστεί ως ένα ενδοκρινές όργανο, που παράγει τις λιποκίνες, ουσίες οι οποίες δρουν τοπικά, αλλά και σε απομακρυσμένους ιστούς. Η φλεγμονή θεωρείται ότι παίζει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της παχυσαρκίας. Σκοπός: Η παρούσα μελέτη σχεδιάστηκε με σκοπό τη διερεύνηση παραγόντων της φλεγμονής σε παιδιά με υπερβάλλον σωματικό βάρος πριν και μετά την απώλεια σωματικού βάρους, προκειμένου να αναζητηθούν δείκτες φλεγμονής που θα μπορούν να βοηθήσουν στην έγκαιρη αναγνώριση του προβλήματος και στην πρόληψη των επιπλοκών της παχυσαρκίας, από την παιδική ηλικία. Υλικό και Μέθοδοι: Στη μελέτη αρχικά εντάχθηκαν 178 παιδιά, παχύσαρκα και υπέρβαρα. Τα παιδιά αυτά, αφού έγινε αρχικός κλινικός και εργαστηριακός, λιπιδαιμικός έλεγχος, ξεκίνησαν ένα πρόγραμμα υγιεινοδιαιτητικής παρέμβασης με σκοπό τη βελτίωση του ΒΜΙ μέχρι την επάνοδό του μέσα στα φυσιολογικά, για τη δεδομένη ηλικία, όρια. Από τα παιδιά αυτά, μόνο τα 22 κατάφεραν να ελαττώσουν το ΒΜΙ τους μέσα στα φυσιολογικά όρια και να ολοκληρώσουν τη μελέτη. Αρχικά, αλλά και μετά την επίτευξη του ΒΜΙ - στόχου, προσδιορίσθηκαν οι παράμετροι του λιπιδαιμικού προφίλ, δηλαδή ολική χοληστερόλη (CHOL), τριγλυκερίδια (TG), HDL-χοληστερόλη (HDL), LDL-χοληστερόλη (LDL), αποπρωτεΐνη Α-Ι (apoA-I), αποπρωτεΐνη Β-100 (apoB-100) και μόνο μια φορά στην αρχή η λιποπρωτεΐνη α [Lp(α)]. Επιπλέον, προσδιορίσθηκαν παράγοντες και δείκτες φλεγμονής, όπως η hsCRP, η IL-6, ο TNF-α, η απτοσφαιρίνη (Hp) και το προ-Α νατριουρητικό πεπτίδιο (proANP) επί παθολογικού και, στο τέλος, επί φυσιολογικού BMI. Για τους προσδιορισμούς χρησιμοποιήθηκε ο αυτόματος βιοχημικός αναλυτής COBAS INTEGRA 400 (Roche) και έτοιμα kit για τεχνική ELISA. Η στατιστική επεξεργασία των αποτελεσμάτων πραγματοποιήθηκε με το λογισμικό SPSS Statistics 15.0 for Windows. Επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ήταν το 0,05. Κατά την προσέλευση των παιδιών διαπιστώθηκε ότι σε μεγάλο ποσοστό είχαν παθολογικά επίπεδα ολικής χοληστερόλης (90%), τριγλυκεριδίων (46%) και LDL-χοληστερόλης (68,2%), ενώ τα μισά περίπου παιδιά είχαν επίπεδα HDL-χοληστερόλης χαμηλότερα των επιθυμητών. Επίσης, περίπου το ένα πέμπτο των παιδιών (18,2%) είχαν παθολογικές τιμές ουρικού οξέος, 13,6% είχαν τιμές hsCRP >0,5 mg/l, ενώ κανένα παιδί δεν είχε τιμές απτοσφαιρίνης εκτός των τιμών αναφοράς. Η υγιεινοδιαιτητική παρέμβαση είχε ως αποτέλεσμα να ελαττωθούν σημαντικά τα επίπεδα της CHOL, των TG, της LDL και της apoB-100, ενώ αυξήθηκαν σημαντικά τα επίπεδα της HDL και της apoA-I. Σημαντική ήταν, επίσης, η μεταβολή των επιπέδων του ουρικού οξέος και της hsCRP, που ελαττώθηκαν, και του proANP, που αυξήθηκαν μετά την παρέμβαση. Δεν ήταν σημαντική η μεταβολή των υπόλοιπων παραμέτρων (IL-6, TNF-α και Hp). Η μεταβολή του proANP επηρεάστηκε μόνο από το φύλο, δηλαδή ήταν μεγαλύτερη στα αγόρια, παρά στα κορίτσια. Τέλος, σημαντική συσχέτιση παρουσίασαν μεταξύ τους οι παράγοντες της φλεγμονής (IL-6, TNF-α και Hp) ενώ η hsCRP και το ουρικό οξύ δεν παρουσίασαν καμία σημαντική συσχέτιση με τις άλλες παραμέτρους που μελετήθηκαν. Συμπερασματικά, η υγιεινοδιαιτητική παρέμβαση μπορεί να βελτιώσει τη δυσλιπιδαιμία και τη φλεγμονή της παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία, με στόχο την πρόληψη των δυσμενών συνεπειών της στην παιδική, αλλά και την ενήλικη, ζωή.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Obesity is a major health problem in developed and developing societies, for adults and children, as well. Adipose tissue, whose adipocytes are mainly produced during childhood, is considered an endocrine organ producing adipokines, substances that act locally and systematically. Inflammation plays a central role in the development of obesity. Aim: The present study has been designed for the investigation of inflammation markers in overweight and obese children, aiming in early prevention of obesity and its consequences from childhood. Materials and methods: Children initially recruited in the study were 178, overweight and obese. After the initial clinical examination, lipid assessments were carried out and children began a healthy lifestyle intervention programme, in order to decrease BMI values within normal. Out of these children, only 22 managed to achieve the target. In the beginning and in the end, parameters determined in serum were total cholesterol (CHOL), triglycerides (TG), ...
Obesity is a major health problem in developed and developing societies, for adults and children, as well. Adipose tissue, whose adipocytes are mainly produced during childhood, is considered an endocrine organ producing adipokines, substances that act locally and systematically. Inflammation plays a central role in the development of obesity. Aim: The present study has been designed for the investigation of inflammation markers in overweight and obese children, aiming in early prevention of obesity and its consequences from childhood. Materials and methods: Children initially recruited in the study were 178, overweight and obese. After the initial clinical examination, lipid assessments were carried out and children began a healthy lifestyle intervention programme, in order to decrease BMI values within normal. Out of these children, only 22 managed to achieve the target. In the beginning and in the end, parameters determined in serum were total cholesterol (CHOL), triglycerides (TG), HDL-cholesterol (HDL), LDL-cholesterol (LDL), apolipoproteins A-I (apoA-I) and B-100 (apoB-100), and only in the beginning, lipoprotein (α) [Lp(a)]. Moreover, factors and inflammation markers, such as hsCRP, IL-6 and TNF-α, haptoglobin (Hp) and pro-A natriuretic peptide (proANP) were determined in the beginning and in the end of the intervention, as well. For the purpose of the assessments, automated biochemical analyzer COBAS INTEGRA 400 (Roche) and ELISA kits were used. Statistical analysis of data was performed using software SPSS Statistics 15.0 for Windows. Level of statistical significance was considered p=0.05. Results: On the initial visit of the children, results showed that 90% of them had high CHOL levels, 46% had TG higher than normal, 68.2% had LDL elevated and about half of the children had lower than normal HDL values. About one fifth (18.2%) of the children had elevated uric acid levels, 13.6% had higher than 0.5mg/l hsCRP values, whereas no child had elevated Hp levels. Lifestyle intervention resulted in significant reduction in elevated lipid levels and significant elevation of HDL and apoA-I levels. Significantly reduced were levels of uric acid and hsCRP too, whereas proANP levels were significantly elevated. No significant alteration in levels of the other inflammation markers (IL-6, TNF-α and Hp) was noticed. Linear regression analysis revealed significant relation of proANP to gender, meaning that boys had greater increase than girls, whereas hsCRP alteration depended on no other parameter alteration. Correlation of parameters revealed significant positive correlation between known markers of inflammation, such as IL-6, TNF-α and Hp, whereas uric acid and hsCRP presented no significant correlation with the other parameters, before or after the intervention. Conclusions: Lifestyle intervention is capable of managing dyslipidemia and inflammation of obesity in childhood and adolescence, with the aim of prevention of adverse obesity consequences in childhood and in future adult life.
περισσότερα