Περίληψη
Η υπόθεση εργασίας της διατριβής βασίζεται στη δυνατότητα σαφούς διάκρισης μεταξύ των αισθητικών κριτικών προτάσεων από τα υπόλοιπα είδη προτάσεων, οσάκις οι πρώτες καλούνται να εφαρμοστούν σε εικαστικές δομές αυτοδύναμες (έργα τέχνης), ενώ οι δεύτερες όταν εφαρμόζονται σε εικαστικές δομές έμμεσης αναφορικότητας (αισθητικά αντικείμενα). Τούτο στηρίζεται σε δύο προϋποθέσεις: α) στο γεγονός ότι υπάρχει ένα μόνιμο βιολογικό-νευρωνικό υπόβαθρο της ανθρώπινης αντίληψης που συνδέεται φιλοσοφικά, λογικά και κοινωνιολογικά προς όλες τις αντιδράσεις οι οποίες προκύπτουν από ό,τι ονομάζεται “κοινή λογική” (η εμπειριοκρατική γραμμή σκέψης), ενώ κατ' αντίθεσιν, υπάρχει ένα δευτερογενές μέρος της ανθρώπινης σκέψης που καταλήγει σε ερμηνείες, δόξες και φαντασιακές αντιδράσεις, οι οποίες προκύπτουν από ό,τι ονομάζουμε “φαινομενολογική ανταπόκριση” (η ιδεαλιστική γραμμή σκέψης), β) στο γεγονός ότι τα έργα τέχνης, κατά την εποχή της ακατάπαυστης παροχής και διακίνησης ανιεράρχητων εικόνων, φαίνεται να ...
Η υπόθεση εργασίας της διατριβής βασίζεται στη δυνατότητα σαφούς διάκρισης μεταξύ των αισθητικών κριτικών προτάσεων από τα υπόλοιπα είδη προτάσεων, οσάκις οι πρώτες καλούνται να εφαρμοστούν σε εικαστικές δομές αυτοδύναμες (έργα τέχνης), ενώ οι δεύτερες όταν εφαρμόζονται σε εικαστικές δομές έμμεσης αναφορικότητας (αισθητικά αντικείμενα). Τούτο στηρίζεται σε δύο προϋποθέσεις: α) στο γεγονός ότι υπάρχει ένα μόνιμο βιολογικό-νευρωνικό υπόβαθρο της ανθρώπινης αντίληψης που συνδέεται φιλοσοφικά, λογικά και κοινωνιολογικά προς όλες τις αντιδράσεις οι οποίες προκύπτουν από ό,τι ονομάζεται “κοινή λογική” (η εμπειριοκρατική γραμμή σκέψης), ενώ κατ' αντίθεσιν, υπάρχει ένα δευτερογενές μέρος της ανθρώπινης σκέψης που καταλήγει σε ερμηνείες, δόξες και φαντασιακές αντιδράσεις, οι οποίες προκύπτουν από ό,τι ονομάζουμε “φαινομενολογική ανταπόκριση” (η ιδεαλιστική γραμμή σκέψης), β) στο γεγονός ότι τα έργα τέχνης, κατά την εποχή της ακατάπαυστης παροχής και διακίνησης ανιεράρχητων εικόνων, φαίνεται να παρουσιάζουν δύο βασικές ομαδοποιήσεις: Αφενός στην κατηγορία εκείνων που προτάσσουν τα φορμαλιστικά δομικά τους στοιχεία και τον τρόπο της δομικής τους εμπλοκής. Και αφετέρου στην τάξη εκείνων που προτάσσουν τη θεματολογική τους λεζάντα ή άλλα περιφερειακά και εξωδομικά ανεκδοτολογικά στοιχεία. Η πρώτη κατηγορία εγείρει το αίτημα κατάδειξης αντικειμενιστικών κριτηρίων, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν και μόνον ως κατηγόρημα σε αμιγώς κριτικές προτάσεις. Η δεύτερη τάξη εγείρει το αίτημα ερμηνευτικών στοιχείων που μας πληροφορούν για τον αναφερόμενο σε αυτά και μπορούν να ενταχθούν μόνον ως επιθετικοί προσδιορισμοί σε φαινομενολογικές προτάσεις. Στο πρώτο κεφάλαιο θεμελιώνεται ο διαχωρισμός μεταξύ γενικών κριτικών προτάσεων και αισθητικών κριτικών προτάσεων, ενώ αναλύονται και θεμελιώνονται οι ειδοποιοί διαφορές τους. Στο δεύτερο κεφάλαιο επιχειρείται η χαρτογράφηση της κριτικής ικανότητας, τόσο σε γλωσσικό, όσο και σε προ-γλωσσικό επίπεδο και εξετάζεται η νευροφυσιολογική δυνατότητα της πλαστικής σκέψης ή άλλως του “σκέπτεσθαι δίχως λέξεις”. Στο τρίτο κεφάλαιο γίνεται η οντολογική προσέγγιση της εικαστικής εικόνας ως ιστορικού, φιλοσοφικού και νευροφυσιολογικού αντικειμένου. Στο τέταρτο κεφάλαιο επιχειρείται ο προσδιορισμός αντιμετώπισης της εικαστικής εικόνας υπό συνθήκες μοντερνισμού και μεταμοντερνισμού και προσδιορίζονται τα είδη των προτάσεων που χρησιμοποιούνται σε κάθε μία από τις δύο συνθήκες. Στο πέμπτο κεφάλαιο προτείνεται η εφαρμογή ενός ολόκληρου πολυεπίπεδου μοντέλου, αποτελούμενου από αμιγώς αισθητικές κριτικές προτάσεις. Τέλος, παρατίθενται τα πλήρη συμπεράσματα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The study case of the thesis is based on the possibility of a specific distinction between aesthetic critical judgements and all the other kinds of statements each time the former are called to be implemented in autonomous plastic structures (works of art), while the latter are implemented in plastic structures of indirect referentiality (aesthetic objects). The above is based on two conditions: a) on the fact that there is a permanent biological-neural substratum of human perceiving, which is connected philosophically, logically and sociologically with all the reactions resulting from what is known as “common sense” (the empiriocratic line of thought), while in contrast, there is a secondary part of human thought ending up in interpretations, popular beliefs and fantasy reactions, resulting from what is known as “phenomenological response” (idealistic line of thought), b) on the fact that, in the era of a continuous supply and distribution of un-estimated images, works of art seem to ...
The study case of the thesis is based on the possibility of a specific distinction between aesthetic critical judgements and all the other kinds of statements each time the former are called to be implemented in autonomous plastic structures (works of art), while the latter are implemented in plastic structures of indirect referentiality (aesthetic objects). The above is based on two conditions: a) on the fact that there is a permanent biological-neural substratum of human perceiving, which is connected philosophically, logically and sociologically with all the reactions resulting from what is known as “common sense” (the empiriocratic line of thought), while in contrast, there is a secondary part of human thought ending up in interpretations, popular beliefs and fantasy reactions, resulting from what is known as “phenomenological response” (idealistic line of thought), b) on the fact that, in the era of a continuous supply and distribution of un-estimated images, works of art seem to present two basic groupings: on the one hand concerning the category of those proposing their formal structural elements as well as the pattern of their structural interweaving. And on the other hand concerning the class of those proposing their thematic titlefication or other regional and non-structural anecdotological elements. The first category raises a demand for the demonstration of objective criteria, which are the only ones that can be used as a predicate in pure critical judgements. The second class raises a demand for interpretational elements informing only about the person referring to them and can only be put forward as adjectival complements in phenomenological statements. The first chapter deals with the founding both of the differentiation between generic critical statements and aesthetic critical judgements, and of their specific distinctions. The second chapter deals with the mapping of human critical ability, both on a linguistic and on a non-linguistic level as well as with the investigation of the neuro-physiological capability of plastic thought, or else of “Thinking Without Words”. The third chapter deals with the ontological approach of artistic image as a historical, philosophical and neuro-physiological object. The fourth chapter deals with the defining of the artistic image under both modern and postmodern conditions, as well as with the kinds of propositions used in each case. The fifth chapter deals with the implementation of a complete, multi-level model, composed of pure aesthetic critical propositions. Finally, the full conclusions are presented.
περισσότερα