Περίληψη
Η παρούσα μελέτη διερευνά τους θεωρητικούς και ιστορικούς όρους κάτω από τους οποίους κατέστη δυνατή η προσέγγιση φιλοσοφίας και επιστήμης στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου επιστημολογικού πεδίου, το οποίο ορίζεται από τις ποικίλες φυσικές και φιλοσοφικές έννοιες του χρόνου. Η δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος έγκειται στο γεγονός ότι ο φυσικός χρόνος τείνει να εμφανίζεται όχι ως το προνομιακό πεδίο συνάντησης επιστήμης και φιλοσοφίας, αλλά ως ο συστηματικός «τόπος» όπου συντελείται ο διαχωρισμός τους. Τη θέση αυτή είχε υποστηρίξει το 1922 ο Einstein, όταν, απαντώντας στον Bergson, επέμεινε στην ανάγκη να διακριθεί ο «χρόνος του φυσικού» από τον «χρόνο των φιλοσόφων». Επιχειρούμε να δείξουμε ότι η διάκριση αυτή βασίζεται σε μια άρρητη προϋπόθεση: την ταύτιση της φιλοσοφίας με μια ορισμένη «ψυχολογία» ως θεωρία των εσωτερικών καταστάσεων του εγώ. Αρκεί όμως να αναγνωρισθεί το πραγματικό εύρος του φιλοσοφικού εγχειρήματος για να γίνει ευθύς αμέσως αντιληπτό οτι ο «χρόνος των φιλοσόφων» δ ...
Η παρούσα μελέτη διερευνά τους θεωρητικούς και ιστορικούς όρους κάτω από τους οποίους κατέστη δυνατή η προσέγγιση φιλοσοφίας και επιστήμης στο εσωτερικό ενός συγκεκριμένου επιστημολογικού πεδίου, το οποίο ορίζεται από τις ποικίλες φυσικές και φιλοσοφικές έννοιες του χρόνου. Η δυσκολία ενός τέτοιου εγχειρήματος έγκειται στο γεγονός ότι ο φυσικός χρόνος τείνει να εμφανίζεται όχι ως το προνομιακό πεδίο συνάντησης επιστήμης και φιλοσοφίας, αλλά ως ο συστηματικός «τόπος» όπου συντελείται ο διαχωρισμός τους. Τη θέση αυτή είχε υποστηρίξει το 1922 ο Einstein, όταν, απαντώντας στον Bergson, επέμεινε στην ανάγκη να διακριθεί ο «χρόνος του φυσικού» από τον «χρόνο των φιλοσόφων». Επιχειρούμε να δείξουμε ότι η διάκριση αυτή βασίζεται σε μια άρρητη προϋπόθεση: την ταύτιση της φιλοσοφίας με μια ορισμένη «ψυχολογία» ως θεωρία των εσωτερικών καταστάσεων του εγώ. Αρκεί όμως να αναγνωρισθεί το πραγματικό εύρος του φιλοσοφικού εγχειρήματος για να γίνει ευθύς αμέσως αντιληπτό οτι ο «χρόνος των φιλοσόφων» δεν είναι μόνο ο εσωτερικός χρόνος της συνείδησης αλλά επίσης, και κυρίως, ο χρόνος της φύσης και της ζωής, της εξέλιξης και της καινοτομίας. Ο χρόνος εισάγει την απροσδιοριστία στα πράγματα ή, ακριβέστερα, είναι ο ίδιος απροσδιοριστία, πηγή μη αναγώγιμων διαφορών. Σε αντίθεση με τις ντετερμινιστικές περιγραφές που ερμηνεύουν τη φύση ως «μηχανή», ο χρόνος, με τη σημασία που του αποδίδει ο Bergson, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τη φύση ως «δημιουργική εξέλιξη». Είναι λοιπόν αναγκαία η συγκρότηση μιας νέας επιστήμης της φύσης που δεν θα εξαντλείται στη διατύπωση ντετερμινιστικών νόμων - εντός του πεδίου ισχύος των οποίων τίποτε το πραγματικά νέο δεν μπορεί να συμβεί. Στην προοπτική μιας τέτοιας επιστήμης, οι έννοιες της αστάθειας, της χρονικής ασυμμετρίας και της απρόβλεπτης καινοτομίας παύουν να τοποθετούνται στο εξωτερικό όριο της επιστημονικής ορθολογικότητας και εγκαθίστανται στο εσωτερικό της, μετασχηματίζοντας την ριζικά. Τον μετασχηματισμό αυτόν κατέστησαν αναγκαίο και εφικτό πρωτίστως η φιλοσοφία της διάρκειας (Bergson) και η θερμοδυναμική μακράν της ισορροπίας (Prigogine). Στο εξής, η επιστημονική γνώση της φυσικής πραγματικότητας οφείλει, αναθεωρώντας το λογικό και εννοιολογικό υπόβαθρο που της κληροδότησε η κλασική φιλοσοφία και επιστήμη, να λάβει υπόψη τον χρόνο και την «ιστορικότητα» της φύσης. Οφείλει να αναγνωρίσει ότι η φύση δεν είναι μηχανική επανάληψη του εαυτού της στο διηνεκές, αλλά αδιάκοπη επεξεργασία νέων και διαρκώς μεταβαλλόμενων μορφών. Αξιοποιείται στη συνέχεια παιδαγωγικά και διδακτικά η προηγούμενη έρευνα, μέσω μιας υποδειγματικής διδασκαλίας της έννοιας του χρόνου
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
La presente etude est une recherche portant sur les conditions theoriques et historiques sous lesquelles a ete rendu possible le rapprochement de la philosophie et de la science a l’interieur d’un champ epistemologique determine par les differentes notions physiques et philosophiques du temps. La difficulte d’une telle entreprise consiste en ce que le temps physique tend a se manifester comme le «lieu» theorique dans lequel s’effectue plutot la disjonction de la philosophie et de la science. Cette disjonction devient particulierement claire dans la reponse donnee par Einstein a Bergson en 1922. En effet, selon Einstein il est necessaire de distinguer entre le «temps du physicien» et le «temps des philosophes». Or nous essayons de montrer qu’une telle distinction se fonde en realite sur une image appauvrie et inadequate de la philosophie concue comme psychologie des etats interieurs du moi. Le «temps des philosophes» n’est pas seulement le temps interieur de la conscience mais aussi -et ...
La presente etude est une recherche portant sur les conditions theoriques et historiques sous lesquelles a ete rendu possible le rapprochement de la philosophie et de la science a l’interieur d’un champ epistemologique determine par les differentes notions physiques et philosophiques du temps. La difficulte d’une telle entreprise consiste en ce que le temps physique tend a se manifester comme le «lieu» theorique dans lequel s’effectue plutot la disjonction de la philosophie et de la science. Cette disjonction devient particulierement claire dans la reponse donnee par Einstein a Bergson en 1922. En effet, selon Einstein il est necessaire de distinguer entre le «temps du physicien» et le «temps des philosophes». Or nous essayons de montrer qu’une telle distinction se fonde en realite sur une image appauvrie et inadequate de la philosophie concue comme psychologie des etats interieurs du moi. Le «temps des philosophes» n’est pas seulement le temps interieur de la conscience mais aussi -et surtout- le temps de la nature et de la vie, de l’evolution et de la nouveaute. Le temps introduit l’indetermination dans les choses, il est lui-meme source d’irreductibles differences. Par opposition aux descriptions deterministes et mecanistes de la nature, le temps, ou plutot la duree au sens de Bergson, nous permet de concevoir la nature comme « evolution creatrice ». Il est donc necessaire de construire une nouvelle science de la nature, dans la perspective de laquelle les notions d’instabilite, d’asymetrie temporelle et d’imprevisible nouveaute cessent de se situer a l’exterieur de la rationalite scientifique et viennent se placer en son c?ur, tout en la transformant de maniere radicale. C’est cette transformation profonde qu’ont provoquee d’une part la philosophie de la duree (Bergson) et d’autre part l’etude des systemes thermodynamiques loin de l’equilibre (Prigogine). En revisant completement les bases conceptuelles et logiques qui lui ont ete imposees par la philosophie et la science classiques, la connaissance scientifique de la realite naturelle doit desormais prendre en consideration le temps et l’ « historicite » de la nature. Elle doit reconnaitre que la nature n’est pas une repetition indefiniment prolongee d’elle-meme, mais une elaboration continue des formes nouvelles et sans cesse modifiees. Sont ensuite tirees des applications pedagogiques et didactiques de la recherche precedente
περισσότερα