Περίληψη
Η οστεοπόρωση είναι το συχνότερο μεταβολικό νόσημα των οστών, του οποίου η ιστορία ξεκινάει από τον 9ο αιώνα π.Χ. και την αρχαία Αίγυπτο(Stix et al 1997). Ως οστεοπόρωση, ορίζεται η σκελετική πάθηση που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική αντοχή και προδιαθέτει ένα άτομο σε αυξημένο κίνδυνο κατάγματος (NIH, 2001). Η οστική αντοχή, καθορίζεται από την ελάχιστη ικανή για πρόκληση κατάγματος δύναμη και εξαρτάται ισότιμα από την οστική ποιότητα και ποσότητα. Yπολογίζεται ότι αριθμός των ατόμων που πάσχουν από οστεοπόρωση ανέρχεται στα 200 εκατομμύρια παγκοσμίως. Περίπου το 30% όλων των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών έχει κλινικά ευρήματα οστεοπόρωσης, κυριότερο των οποίων είναι η παρουσία οστεοπορωτικού κατάγματος. Ως οστεοπορωτικά. μπορούν να χαρακτηριστούν κατάγματα οποιουδήποτε σημείου του ανθρώπινου σκελετού, με πιθανές εξαιρέσεις την περιοχή του σπλαχνικού και εγκεφαλικού κρανίου. Το pQCT είναι ένας μικρών διαστάσεων 1ης γενιάς αξονικός τομογράφος, που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό ...
Η οστεοπόρωση είναι το συχνότερο μεταβολικό νόσημα των οστών, του οποίου η ιστορία ξεκινάει από τον 9ο αιώνα π.Χ. και την αρχαία Αίγυπτο(Stix et al 1997). Ως οστεοπόρωση, ορίζεται η σκελετική πάθηση που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική αντοχή και προδιαθέτει ένα άτομο σε αυξημένο κίνδυνο κατάγματος (NIH, 2001). Η οστική αντοχή, καθορίζεται από την ελάχιστη ικανή για πρόκληση κατάγματος δύναμη και εξαρτάται ισότιμα από την οστική ποιότητα και ποσότητα. Yπολογίζεται ότι αριθμός των ατόμων που πάσχουν από οστεοπόρωση ανέρχεται στα 200 εκατομμύρια παγκοσμίως. Περίπου το 30% όλων των μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών έχει κλινικά ευρήματα οστεοπόρωσης, κυριότερο των οποίων είναι η παρουσία οστεοπορωτικού κατάγματος. Ως οστεοπορωτικά. μπορούν να χαρακτηριστούν κατάγματα οποιουδήποτε σημείου του ανθρώπινου σκελετού, με πιθανές εξαιρέσεις την περιοχή του σπλαχνικού και εγκεφαλικού κρανίου. Το pQCT είναι ένας μικρών διαστάσεων 1ης γενιάς αξονικός τομογράφος, που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της οστικής πυκνότητας στα περιφερικά άκρα. Τα συστήματα pQCT αν και μικρότερα σε μέγεθος, μπορούν να προσφέρουν παρεμφερή αποτελέσματα συγκριτικά με τα ογκωδέστερα QCT, αποτελώντας ταυτόχρονα φθηνότερη εξέταση και εκθέτοντας τον ασθενή σε μικρότερη ποσότητα ακτινοβολίας, ενώ η αρχή λειτουργίας τους βασίζεται σε μια ειδικά διαμορφωμένη και έχουσα μικρό εστιακό σημείο, λυχνία εκπομπής ακτινών-Χ. Σκοπός της μελέτης ήταν η αξιολόγηση των σχετικών μεταβολών του φλοιώδους και του σπογγώδους οστού σε πληθυσμό μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών (50 - 75 ετών) με τη μέθοδο της περιφερικής ποσοτικής υπολογιστικής τομογραφίας. Επίσης σκοπός της μελέτης ήταν να παρατηρηθούν όλα τα υπόλοιπα μεγέθη που περιγράφονται από το pQCT και η διερεύνηση πιθανότητας συσχέτισης μεταξύ των μεταβολών των τιμών τους και του κινδύνου εμφάνισης κατάγματος. Κατά την χρονική περίοδο 2004-2007, 268 μετεμμηνοπαυσιακές Ελληνίδες μελετήθηκαν με τη μέθοδο της περιφερικής ποσοτικής υπολογιστικής τομογραφίας μετά από μετρήσεις στην περιοχή της κνήμης. Οι συμμετέχουσες δεν λάμβαναν φαρμακευτικές ουσίες που επηρέαζαν τον οστικό μεταβολισμό και δεν έπασχαν από άλλα μεταβολικά νοσήματα των οστών. Από τις συμμετέχουσες λήφθηκε ατομικό αναμνηστικό με έμφαση στο γυναικολογικό ιστορικό, τους κωλικούς νεφρού, παλαιές χειρουργικές επεμβάσεις, ενώ μετρήθηκαν το ύψος και το βάρος τους και καταγράφηκαν οι συνήθειες ζωής τους. Επίσης λήφθηκε ιστορικό καταγμάτων, τα οποία επιβεβαιώθηκαν ακτινολογικά. Ο πληθυσμός των γυναικών χωρίστηκε σε δυο ομάδες (παθολογικοί - φυσιολογικοί) με βάση την ύπαρξη ή μη, ιστορικού οστεοπορωτικού κατάγματος. Το περιφερικό κάτω τμήμα της κνήμης αποτέλεσε το οδηγό σημείο για να γίνουν εγκάρσιες τομές στο 4%, το 14%, το 38% και το 66% του μήκους της. Από τις τομές αυτές αναλύθηκαν όλες οι τιμές που επεξεργάζεται το p-QCT. Τα αποτελέσματα των μετρήσεων στην περιοχή της κνήμης κατέδειξαν ότι στον οστεοπορωτικό πληθυσμό παρατηρείται μείωση της οστικής πυκνότητας και επιμετάλλωσης του συνόλου του οστού . Η μεταβολή της ογκομετρικής συνολικής οστικής πυκνότητας δεν συνδυάζεται με διαφοροποιήσεις της διαμέτρου του οστού. Έτσι, η μείωση της αποδίδεται στην ελάττωση του οστικού περιεχομένου. .....................................
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Osteoporosis is a skeletal disorder featuring compromised bone strength and thus augmented fracture risk (NIH, 2001). This rather broad definition includes a number of conditions, which by different mechanisms affect several determinants of bone strength such as bone mass, architecture, geometry and intrinsic tissue properties. On epidemiological grounds osteoporosis is defined as the reduced areal BMD (aBMD) by more than 2.5 standard deviations (S.D.) below the young normal mean values. However, this “threshold” approach has several limitations identifying patients being at high risk of suffering from a fracture; since almost 50% of all fragility fractures occur in subjects at moderate or mild risk, based on their aBMD. Moreover, the occurring aBMD changes in response to osteoporosis treatment account at best to less than 50% of their antifracture efficacy. Bone strength is the outcome of: 1. bone mass 2. bone architecture, 3. bone geometry, 4. bone tissue properties (collagen fibers ...
Osteoporosis is a skeletal disorder featuring compromised bone strength and thus augmented fracture risk (NIH, 2001). This rather broad definition includes a number of conditions, which by different mechanisms affect several determinants of bone strength such as bone mass, architecture, geometry and intrinsic tissue properties. On epidemiological grounds osteoporosis is defined as the reduced areal BMD (aBMD) by more than 2.5 standard deviations (S.D.) below the young normal mean values. However, this “threshold” approach has several limitations identifying patients being at high risk of suffering from a fracture; since almost 50% of all fragility fractures occur in subjects at moderate or mild risk, based on their aBMD. Moreover, the occurring aBMD changes in response to osteoporosis treatment account at best to less than 50% of their antifracture efficacy. Bone strength is the outcome of: 1. bone mass 2. bone architecture, 3. bone geometry, 4. bone tissue properties (collagen fibers cross linking, number of microdamages, mineralization status) Thus implying that besides its mineral content, bone quality should also be considered as a major determinant of bone’s potency. The lifetime risk for sustaining a fragility fracture is 40% for women whilst the latter is considered as the capital osteoporosis aftereffect, leading to a decrement of life quality and increment <http://www.thefreedictionary.com/increment> of mortality, morbidity, as well as rehabilitation and hospitalization funding. As the female skeleton ages the trabecular bone structure switches progressively from a honeycomb-like structure composed by trabecular plates to a rod-like model with concurrent loss of horizontally orientated trabeculi. According to Parfitt et al the latter are the most responsible for the preservation of bone strength. On the other hand cortical bone loss advances with thinning of the cortex and concurrent broadening of the bone marrow cavity resulting after absorption from the endosteal surface of the cortices. Cortical bone loss occurs also in the haversian canals but in a much more modest degree. According to D. Thompson et al cortical porosity attained after bone loss, is the result of increased Haversian canal area number and diameter. The amount of bone mineral content (BMC) plays an essential role in bone strength since according to Currey et al a 7% increase of the BMC would double bone stiffness and triple bone strength minimizing the fracture risk. Likewise, turnover is a major modulator of the ageing skeleton since it affects its strength, shape, mass and calcium homeostasis. In cases where turnover works in favor of remodeling it leads to bone loss, trabecular bone thinning, cortex thinning, reduction of connectivity and bone porosity. ........................................................
περισσότερα