Περίληψη
Τα πιο σημαντικά γλωσσικά μέσα που χρησιμοποιεί η Αγγλική γλώσσα για να δηλώσει τροπικότητα είναι τα ακόλουθα (Stephany, 1997:375): 1. Τα τροπικά ρήματα must, should, have to, will, would, can, may, might, κ.α. 2. Τροπικές εγκλίσεις όπως η προστακτική, η υποτακτική, η ευκτική, καθώς και οι υποθετικοί λόγοι. 3. Τα τροπικά επιρρήματα possibly, perhaps, maybe, probably, κ.α. Βασικός στόχος της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της κατηγορίας των τροπικών ρημάτων. Το γεγονός ότι αυτά τα ρήματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διδασκαλίας της ξένης γλώσσας στη δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα καθιστά το ρόλο τους θεμελιακό στην ξενόγλωσση τάξη. Η παρούσα διατριβή ερευνά τη διαγλωσσική προσέγγιση της χρήσης των Αγγλικών τροπικών ρημάτων που διδάσκονται στα δημόσια σχολεία στην Ελλάδα, εντός του θεωρητικού πλαισίου της γνωστικής γλωσσολογικής ανάλυσης. Η ιδέα για αυτή την έρευνα γεννήθηκε με αφορμή τον εντοπισμό διαφόρων εσφαλμένων συσχετισμών μεταξύ των τροπικών ρημάτων και των σημασιών τους α ...
Τα πιο σημαντικά γλωσσικά μέσα που χρησιμοποιεί η Αγγλική γλώσσα για να δηλώσει τροπικότητα είναι τα ακόλουθα (Stephany, 1997:375): 1. Τα τροπικά ρήματα must, should, have to, will, would, can, may, might, κ.α. 2. Τροπικές εγκλίσεις όπως η προστακτική, η υποτακτική, η ευκτική, καθώς και οι υποθετικοί λόγοι. 3. Τα τροπικά επιρρήματα possibly, perhaps, maybe, probably, κ.α. Βασικός στόχος της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της κατηγορίας των τροπικών ρημάτων. Το γεγονός ότι αυτά τα ρήματα αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της διδασκαλίας της ξένης γλώσσας στη δημόσια εκπαίδευση στην Ελλάδα καθιστά το ρόλο τους θεμελιακό στην ξενόγλωσση τάξη. Η παρούσα διατριβή ερευνά τη διαγλωσσική προσέγγιση της χρήσης των Αγγλικών τροπικών ρημάτων που διδάσκονται στα δημόσια σχολεία στην Ελλάδα, εντός του θεωρητικού πλαισίου της γνωστικής γλωσσολογικής ανάλυσης. Η ιδέα για αυτή την έρευνα γεννήθηκε με αφορμή τον εντοπισμό διαφόρων εσφαλμένων συσχετισμών μεταξύ των τροπικών ρημάτων και των σημασιών τους από τους μαθητές στην ξενόγλωσση τάξη της δευτεροβάθμιας δημόσιας εκπαίδευσης. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε ότι οι μαθητές αντιμετωπίζουν δυσκολία όταν καλούνται να συνδέσουν κάποια τροπικά ρήματα με την αντίστοιχη έννοια τους, κατά την επικοινωνιακή χρήση της γλωσσας. Το ερώτημα που προκύπτει αφορά τα αίτια των ασυμμετριών που υπάρχουν μεταξύ των τροπικών ρημάτων και των σημασιών τους στην Αγγλική και την Ελληνική, και κατά πόσο τα αίτια αυτά σχετίζονται με την Ελληνική γλώσσα και το σύστημα των εννοιών που έχουν αναπτύξει οι μαθητές στην μητρική τους γλώσσα. Ο συσχετισμός των Αγγλικών τροπικών ρημάτων με την Ελληνική γλώσσα δικαιολογεί και τον αντιπαραβολικό χαρακτήρα αυτής της έρευνας. Η ιδέα της σύγκρισης και της αντιπαραβολής εστιάζει στην ψυχολογική πραγματικότητα της παρεμβολής (Kellerman, 1995). Οι λόγοι που οδήγησαν την παρούσα έρευνα στη διαγλωσσική προσέγγιση της χρήσης των Αγγλικών τροπικών ρημάτων εντός του θεωρητικού πλαισίου της γνωστικής γλωσσολογικής ανάλυσης είναι οι ακόλουθοι: Οι συνηθισμένες ονομασίες που χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν την δεοντική τροπικότητα είναι υποχρέωση, αναγκαιότητα και συμβουλή. Για τις επιστημικές σημασίες οι καθιερωμένοι όροι είναι βεβαιότητα, πιθανότητα και δυνατότητα. Αυτοί όμως οι χαρακτηρισμοί αναφέρονται στη θεώρηση των συγκεκριμένων ρημάτων ώς ξεχωριστών λεξικογραμματικών μονάδων, χωρίς η σημασία τους να αναφέρεται σε πραγματολογικούς συσχετισμούς. Η παρούσα διατριβή προτείνει μία γνωστική θεώρηση, σύμφωνα με την οποία τα τροπικά ρήματα προσεγγίζονται ώς αδιαχώριστα κι αλληλοσυνδεόμενα μέρη ενός γνωστικού συνόλου. Οι δεοντικές κι οι επιστημικές τους έννοιες ορίζονται με βάση το στοιχείο της δύναμης, το οποίο λειτουργεί ως ο κοινός εννοιολογικός κρίκος για το σύνολο των λεκτικών πράξεων των διαταγών και των συμπερασμάτων. Στο πλαίσιο αυτό προωθείται η άποψη ότι η πρωταρχική σημασία των τροπικών ρημάτων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη επικοινωνιακών στόχων κατά την έκφραση διαταγών και συμπερασμάτων δηλώνει διαφορετικές μορφές σχέσεων εξουσίας μεταξύ των συνομιλητών. Στη συνέχεια, αυτές οι μορφές δύναμης κι εξουσίας προεκτείνονται μεταφορικά από το φυσικό μας περιβάλλον (δεοντικές έννοιες) στο πεδίο των αφηρημένων διανοητικών διεργασιών (επιστημικές έννοιες). Αυτές οι σχέσεις εξουσίας επηρεάζονται από συγκεκριμένους παράγοντες. Οι μεν διαταγές υπόκεινται στις επιταγές του κοινωνικού πλαισίου μέσα στο οποίο κινούνται οι συνομιλητές (σχολείο, οικογένεια, εργασία, γειτονιά, φίλοι), τα δε συμπεράσματα υπόκεινται στην αλληλεπίδραση των αποδεικτικών στοιχείων και των προσδοκιών που εγείρουν αυτά σε σχέση με τη επαλήθευση των δηλώσεων. Αυτού του είδους η αλληλεπίδραση χαρακτηρίζεται από μια δύναμη η οποία κυμαίνεται από ‘υψηλή’, σε ‘μέτρια’ ή σε ‘χαμηλή’. Οι διαφορετικοί βαθμοί αυτής της δύναμης επιδρούν επίσης στις προσδοκίες του ομιλητή, ως προς τη δυνατότητα πραγματοποίησης της διαταγής ή της επαλήθευσης του συμπεράσματος. ..........
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The most important formal devices found in the English language for expressing modality (Stephany, 1997:375) are: 1) modal verbs e.g. must, should, will, would, can, could, may, might, etc. 2) modal inflections or moods, e.g. imperative, subjunctive, optative, conditional, and 3) modal adverbs, e.g. possibly, perhaps, maybe, probably, etc. The main concern of this study is the modal verbs’category, since this group of modal carriers by being most systematically studied at schools, plays a significant role in the Greek EFL classroom. In this light, the aim of the present study is a cross-pragmalinguistic comparison of the English modal verbs used by EFL learners in the Greek State Schools, within a Cognitive Linguistics framework. This interdisciplinary approach is what basically constitutes the novelty in the present study. The idea for this research emerged after several observations of mismatches, i.e. wrong form-meaning connections - FMCs - between certain modal verbs and their mean ...
The most important formal devices found in the English language for expressing modality (Stephany, 1997:375) are: 1) modal verbs e.g. must, should, will, would, can, could, may, might, etc. 2) modal inflections or moods, e.g. imperative, subjunctive, optative, conditional, and 3) modal adverbs, e.g. possibly, perhaps, maybe, probably, etc. The main concern of this study is the modal verbs’category, since this group of modal carriers by being most systematically studied at schools, plays a significant role in the Greek EFL classroom. In this light, the aim of the present study is a cross-pragmalinguistic comparison of the English modal verbs used by EFL learners in the Greek State Schools, within a Cognitive Linguistics framework. This interdisciplinary approach is what basically constitutes the novelty in the present study. The idea for this research emerged after several observations of mismatches, i.e. wrong form-meaning connections - FMCs - between certain modal verbs and their meanings by Greek EFL learners in State schools. These learners seem to have difficulty in making the correct associations between modal verbs and the concepts they correspond to when used in real communication. The question naturally arising concerns the cause of these mismatches and whether these are related with the learners’ L1 and their conceptual system as native speakers of M. Greek. Hence the contrastive character of this study. The whole idea of comparing and contrasting, however, is reinforced by a pragmatic element, i.e. it involves the comparison of English modal verbs with their M. Greek modal equivalents when used to perform certain communicative acts. Furthermore, it emphasises the psychological underpinning of transfer (Kellerman, 1995), since this cross-pragmalinguistic comparison is approached from a psychological processing perspective. The reason for a cognitive grounding of the cross-pragmalinguistic comparison, being initially triggered by the incorrect FMCs, can be further explained as follows: The most common labels used to describe modality meanings are necessity, obligation, advisability for the deontic senses and certainty, probability, possibility for the epistemic senses. However, these labels suggest viewing modal verbs as distinct lexicogrammatical elements with no semanticopragmatic interrelationships among themselves. This study suggests a cognitive perspective, i.e. looking at the modal verbs as inseparable, interrelated parts whose deontic and epistemic meanings will be defined by the unifying element of force against the conceptual background (ICM) of the speech acts of directives and conclusions, respectively. It is proposed, therefore, that the primary meaning of modal verbs, when used for certain communicative purposes, i.e. in directives and conclusions, is to express different kinds of power relations between the interactants, which are metaphorically mapped from the physical milieu to the social (deontic senses) and to the reasoning milieu (epistemic senses). These power relationships are subject to certain restrictions. In the case of directives, they are a function of the domain (social context) to which the interactants belong (school, family, work, neighbourhood, friends, etc.), while in the case of conclusions they are a function of the interaction between the evidence and the expectations. In this connection there is a kind of gradation ascribable to them ranging from /high/ to /medium/ and then to /low strength/. The strength of force has an immediate effect on the speaker’s expectations with regard to the realisation either of the directive or of the conclusion. In fact, the degree of the speaker’s expectations is proportionate to the strength of force exercised by him on the hearer in the case of directives or by the evidence on his/her reasoning system in the case of conclusions. This kind of interaction between speaker and hearer and between speaker and evidence by virtue of the element of force indicates the interactional character of the speech acts of directives and conclusions (Winters, 1990; Marmaridou, 2002), which is also emphasised in this study. ........................
περισσότερα