Περίληψη
Εισαγωγή: Οι διατροφικές διαταραχές (ΔΔ) περιλαμβάνουν ένα φάσμα καταστάσεων, όπως η ψυχογενής ανορεξία και η ψυχογενής βουλιμία. Δικαίως τυγχάνουν ιδιαίτερης δημόσιας, ιατρικής και ερευνητικής προσοχής εδώ και χρόνια, αφού οδηγούν σε σοβαρά σωματικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά προβλήματα, καθώς επίσης και σε ένα υψηλό ποσοστό θνησιμότητας.Υπόθεση: H κυπριακή κοινωνία έχει υποστεί μεγάλες αλλαγές τα τελευταία χρόνια ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής του 1974, της αστικοποίησης του πληθυσμού, της εισόδου στην ΕΕ και στην παρουσία μεγάλου αριθμού αλλοδαπών που εργάζονται και διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο. Ακόμη, η γρήγορη άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η τεχνολογία επηρεάζει τον τρόπο ζωής των εφήβων της Κύπρου, ενώ η παρατηρούμενη αύξηση της παχυσαρκίας στην Κύπρο πιθανόν να συμβάλλει και στην αύξηση των ΔΔ. Ενδεικτικά, αναφέρεται πως διπλασιάστηκαν οι εισαγωγές για ΔΔ στην παιδοψυχιατρική κλινική του Μακάριου νοσοκομείου την πενταετία 1992-1997 σε σχέση με την πενταετία 1997-2002 ...
Εισαγωγή: Οι διατροφικές διαταραχές (ΔΔ) περιλαμβάνουν ένα φάσμα καταστάσεων, όπως η ψυχογενής ανορεξία και η ψυχογενής βουλιμία. Δικαίως τυγχάνουν ιδιαίτερης δημόσιας, ιατρικής και ερευνητικής προσοχής εδώ και χρόνια, αφού οδηγούν σε σοβαρά σωματικά, ψυχολογικά και συναισθηματικά προβλήματα, καθώς επίσης και σε ένα υψηλό ποσοστό θνησιμότητας.Υπόθεση: H κυπριακή κοινωνία έχει υποστεί μεγάλες αλλαγές τα τελευταία χρόνια ως αποτέλεσμα της Τουρκικής εισβολής του 1974, της αστικοποίησης του πληθυσμού, της εισόδου στην ΕΕ και στην παρουσία μεγάλου αριθμού αλλοδαπών που εργάζονται και διαμένουν μόνιμα στην Κύπρο. Ακόμη, η γρήγορη άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η τεχνολογία επηρεάζει τον τρόπο ζωής των εφήβων της Κύπρου, ενώ η παρατηρούμενη αύξηση της παχυσαρκίας στην Κύπρο πιθανόν να συμβάλλει και στην αύξηση των ΔΔ. Ενδεικτικά, αναφέρεται πως διπλασιάστηκαν οι εισαγωγές για ΔΔ στην παιδοψυχιατρική κλινική του Μακάριου νοσοκομείου την πενταετία 1992-1997 σε σχέση με την πενταετία 1997-2002.Στόχοι: Στην Κύπρο δεν υπήρχαν ερευνητικά αποτελέσματα σχετικά με τις ΔΔ. Στόχοι της μελέτης είναι (α) η αξιολόγηση των διατροφικών τάσεων και συμπεριφορών των Κύπριων εφήβων (β) η εξακρίβωση κατά πόσο η διατροφική πρόσληψη διαφέρει μεταξύ των εφήβων που μπορεί να βρίσκονται σε κίνδυνο για την ανάπτυξη ΔΔ από εκείνη των εφήβων που δεν βρίσκονται σε κίνδυνο, (γ) η αξιολόγηση των αλλαγών στις σωματομετρήσεις (βάρος και ύψος) των Κύπριων εφήβων κατά τη χρονική περίοδο 2003 - 2010 και η διαπίστωση αν συσχετίζονται με ψυχολογικά χαρακτηριστικά που συνδέονται με τις ΔΔ και (δ) η αξιολόγηση της εγκυρότητας των αυτο-αναφορών του βάρους και του ύψους μεταξύ των εφήβων στην Κύπρο.Συμμετέχοντες-Εργαλεία-Μέθοδοι: Το έτος 2003 και το έτος 2010 επιλέχτηκε, αντίστοιχα, ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα παιδιών και εφήβων της Κύπρου 10-19 χρονών. Έγινε επιλογή του δείγματος βάσει του τόπου διαβίωσης, με τυχαία επιλογή τμημάτων στα σχολεία που επιλέγηκαν. Το 13% του επιλεγμένου δείγματος που αρνήθηκε να λάβει μέρος στη μελέτη, δεν αλλοίωσε την αξιοπιστία του δείγματος.Το 2003 έλαβαν μέρος στη μελέτη 1790 παιδιά 10-19 χρονών, τα 935 ήταν κορίτσια. Το 2010 συνολικά 1128 μαθητές 11-19 χρόνων πήραν μέρος στην μελέτη. Οι 731 ήταν κορίτσια. Στη διατριβή αυτή χρησιμοποιήθηκαν τα εξειδικευμένα ερωτηματολόγια EAT-26 και EDI-3, που χρησιμοποιούνται ευρέως για διερεύνηση της κατάστασης των ΔΔ. Το ερωτηματολόγιο EAT-26 δείχνει καλύτερα την τάση για ανάπτυξη κλινικής ή υποκλινικής διατροφικής διαταραχής και το ερωτηματολόγιο EDI-3 εκτός από την ανάπτυξη κλινικής ή υποκλινικής διατροφικής διαταραχής αξιολογεί διαφορετικούς τομείς της προσωπικότητας και του χαρακτήρα των παιδιών. Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν έντυπο με την διατροφή τους, διάρκειας τριών ημερών, εκ των οποίων η μία ήταν Σάββατο ή Κυριακή, στη βάση δείγματος διαιτολογίου που τους δόθηκε. Τα διαιτολόγια αναλύθηκαν με πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή της Κοινωνικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης. Στους συμμετέχοντες έγινε μέτρηση του βάρους, του ύψους και της περιμέτρου της μέσης, από καθηγητή Φυσικής Αγωγής.Αποτελέσματα: Στα πρώτα αποτελέσματα, του 2003, βρέθηκαν ψηλά ποσοστά παιδιών με παράγοντες κινδύνους για ΔΔ. Σχεδόν το 20% των εφήβων αγοριών και σχεδόν διπλάσιο από αυτό (34%) των εφήβων2κοριτσιών είχαν ψηλή βαθμολογία στο ΕΑΤ-26. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι 465 μαθητές, από τους 1700 που απάντησαν το ΕΑΤ-26, πληρούν τα κριτήρια για περαιτέρω εξέταση, ούτως ώστε να διαγνωστεί εάν παρουσιάζουν διατροφική διαταραχή. Η πιθανότητα κλινικής ή υποκλινικής ψυχογενούς ανορεξίας με βάση τη βαθμολογία στο ΕΑΤ-26 (>20) και τον χαμηλό Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ <15η εκ. θέση), είναι 0,78% στα κορίτσια και 0,14% στα αγόρια.Με την «κλίμακα κινδύνου», τρόπος μέτρησης διατροφικών διαταραχών του EDI-3, μόνο το 1,6% των Κυπρίων εφήβων είχε βαθμολογηθεί στις ψηλές θέσεις της κλίμακας, που χαρακτηρίζει εφήβους με πιθανή νόσο, ενώ ποσοστό που έφτανε το 15,4% είχε βαθμολογηθεί στην περιοχή της κλίμακας που χαρακτηρίζεται ως οριακή και περιλαμβάνει εφήβους που βρίσκονται «σε κίνδυνο» εκδήλωσης ΔΔ. Μεταξύ των Κυπρίων εφήβων, το 0,8% βρίσκεται στο υψηλό εύρος της κλίμακας, όπου οι βαθμολογίες είναι ενδεικτικές σοβαρής ψυχοπαθολογίας και παρουσίας μιας κλινικής ΔΔ που συσχετίζεται με βουλιμικές τάσεις. Τα ποσοστά των εφήβων που βρίσκονται στη βαθμολογία της κλίμακας που χαρακτηρίζει εφήβους σε κίνδυνο να αναπτύξουν ΔΔ αγγίζουν το 30,6%.Μεταξύ των μαθητών 11-18 χρονών που έλαβαν μέρος στη μελέτη το 2003 και είχαν υψηλή βαθμολογία στην κλίμακα DT που δείχνει επιθυμία για αδυνάτισμα (Drive for Thinness) και ταυτόχρονα χαμηλό ΔΜΣ (<15η εκ. θέση) για την ηλικία και το φύλο τους, τα ποσοστά πιθανής κλινικής ή υποκλινικής ΨΑ είναι 1,19% στα κορίτσια και 0,65 % στα αγόρια.Στον κυπριακό εφηβικό πληθυσμό η δυσαρέσκεια προς το σωματικό βάρος (BD) είναι πολύ μεγάλη, αφού βρέθηκε στην υψηλή βαθμολογία το 21% ενώ το 17% φαίνεται να βρίσκεται σε κίνδυνο με τις γυναίκες να έχουν υψηλότερες βαθμολογίες στις κλίμακες απ’ ότι οι άντρες.Την περίοδο 2009-2010, κατά την οποία νέα ομάδα εφήβων επιλέχθηκε για να συμμετάσχει στη σύγκριση για τυχόν αλλαγές στις διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές, μετά από μια περίοδο έξι χρόνων από την αρχή της έρευνας, τα αποτελέσματα έδειξαν ίδιες διατροφικές συνήθειες και συμπεριφορές και στα δύο φύλα. Υπήρχε, ωστόσο, μία εμφανής αύξηση στον αριθμό των ευάλωτων εφήβων που διατρέχουν κίνδυνο από βουλιμία.Σε αυτή τη μελέτη βρέθηκε ότι η λήψη θερμίδων και όλων των άλλων θρεπτικών συστατικών, με εξαίρεση αυτών των φυτικών ινών και βιταμινών Α και C, είναι σημαντικά υψηλότερη στα αγόρια εφήβους παρά στα κορίτσια. Επίσης, βρέθηκε ότι η κατανάλωση των μακροθρεπτικών συστατικών, πρωτεϊνών και υδατανθράκων, είναι σύμφωνη με τις συνιστώμενες ποσότητες, ενώ το 80% των εφήβων που συμμετείχαν στη μελέτη, φαίνεται να καταναλώνουν φυτικές ίνες κάτω από τη συνιστώμενη ποσότητα. Επίσης σχεδόν το 50% των εφήβων που έλαβαν μέρος σε αυτή τη μελέτη καταναλώνουν ασβέστιο κάτω από τη συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη ενώ το 37% των κοριτσιών έχουν ανεπαρκή λήψη σιδήρου, σε σύγκριση με 3% των αγοριών.Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μεταξύ του 2003 και του 2010, η κυπριακή νεολαία έχει γίνει πιο υπέρβαρη όπως φαίνεται και από την αύξηση του ΔΜΣ ενώ παρόμοια αύξηση βρέθηκε στις παθολογικές διατροφικές συνήθειες.3Σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, το 2010, η περίμετρος της μέσης (ΠΜ) έχει αυξηθεί σημαντικά σε σύγκριση με το 2003, κάτι που ισχύει και για τα δύο φύλα. Αυξήθηκε κατά 3,94 εκατοστά στα κορίτσια 10-15 χρονών και 3,48 εκατοστά στα αγόρια 10-15 χρονών. Η μεγαλύτερη αύξηση στην ΠΜ εντοπίζεται στις μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες των εφήβων. Συγκεκριμένα η ΠΜ αυξήθηκε κατά 8,64 εκατοστά και 3,98 εκατοστά αντίστοιχα σε αγόρια και κορίτσια, ηλικίας 16 έως 18 ετών, ενώ μόνο σε αυτή την ηλικιακή ομάδα παρουσιάζεται αύξηση του ΔΜΣ. Το ποσοστό των κοριτσιών που είχε το 2003 ΠΜ πάνω από τα φυσιολογικά όρια αυξήθηκε από 19,3% το 2003 στο 57,6% το 2009.Το αντίστοιχο ποσοστό των αγοριών αυξήθηκε από 20,7% το 2003 στο 44,3% το 2009. Επιπλέον, στη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα (16-18 ετών), οι έφηβοι με κανονικό ΔΜΣ φαίνεται να μειώνονται ενώ οι έφηβοι με ΔΜΣ στην κατηγορία των υπέρβαρων και παχύσαρκων αυξηθήκαν κατά 10% για τα αγόρια και κατά 10,8% για τα κορίτσια. Ακόμα, στις ηλικίες 10-12 ετών παρά τις αλλαγές στην περιφέρεια της μέσης, δεν βρέθηκε αντίστοιχη αύξηση του ΔΜΣ. Στις ηλικίες 13-15 ετών υπήρξε μια αύξηση στα ποσοστά των μαθητών, που βρίσκονται στο κανονικό επίπεδο ΔΜΣ, ενώ αντίστοιχα μειώθηκαν τα ποσοστά στην κατηγορία των υπέρβαρων.Η πλειονότητα των υπέρβαρων και παχύσαρκων κοριτσιών έχουν παθολογικές βαθμολογίες στην κλίμακα της DT – αυτή η κλίμακα σχετίζεται με το σωματικό βάρος. Στην DT κλίμακα το ποσοστό των υπέρβαρων κοριτσιών ήταν 37,8% και των παχύσαρκων 55,6%. Στα αγόρια, τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 31% στα υπέρβαρα και 15% στα παχύσαρκα.Σε αυτή τη μελέτη βρέθηκε ότι τα κορίτσια υποεκτιμούν το βάρος τους κατά μέσο όρο 0.91kg και υπέρ-εκτιμούν το ύψος τους κατά 1,51 εκατοστά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του ΔΜΣ τους κατά 0.74kg/m2. Τα αγόρια, αν και δεν υπήρχε στατιστική διαφορά, φαίνεται να υποεκτιμούν το βάρος τους κατά μέσο όρο 0.28kg, ωστόσο, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές, ως προς το ύψος τους, το οποίο είχε υπερεκτιμηθεί κατά 0,84 εκατοστά, κάνοντας έτσι το ΔΜΣ να μειώνεται κατά 0.3kg/m2. Σε πραγματικά νούμερα, όσον αφορά τους εφήβους της Κύπρου, 19 υπέρβαρα και παχύσαρκα κορίτσια (4,9%) και 6 υπέρβαρα και παχύσαρκα αγόρια (3,2%) θα είχαν αγνοηθεί και παραμεληθεί, αν η έρευνα στηριζόταν μόνο επί των αυτό-αναφερθέντων και αυτό-μετρούμενων τιμών του βάρους και του ύψους. Τα πιο πάνω κυπριακά επιδημιολογικά ευρήματα δεν διαφέρουν πολύ από εκείνα των γύρω χωρών.Συμπέρασμα: Η πρωτογενής πρόληψη με την υιοθέτηση ενός υγιεινού τρόπου διαβίωσης πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα στην παιδεία των παιδιών που διαμένουν στην Κύπρο. Η δευτερογενής πρόληψη με έγκαιρη ανίχνευση των παιδιών υψηλού κινδύνου, στο πλαίσιο ενός οργανωμένου προγράμματος πρόληψης των ΔΔ και της παχυσαρκίας θα έχει θετική επίδραση στην υγεία των εφήβων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Introduction: Eating disorders (ED) consist of a range of conditions, and include anorexia nervosa and bulimia nervosa. They have received much public, medical and research attention over the years and rightfully so since they lead to serious physical, psychological and emotional problems, as well as having a high mortality rate.Hypothesis: Cypriot society has been subject to a great many changes over the years as a result of the Turkish invasion in 1974, the urbanization of the population, the entry in to the EU and the influx of a great number of immigrants who work and live permanently in Cyprus. Furthermore, the rapid increase in living standards and technology affects Cypriot adolescents’ ways of living. Indicative of this are reports that hospitalizations for EDs have doubled at the child psychiatric ward of Makarios hospital when the 5 year periods 1992-1997 and 1997-2002 are compared. In addition, the observed increase in obesity in Cyprus possibly contributes to the rise in ED ...
Introduction: Eating disorders (ED) consist of a range of conditions, and include anorexia nervosa and bulimia nervosa. They have received much public, medical and research attention over the years and rightfully so since they lead to serious physical, psychological and emotional problems, as well as having a high mortality rate.Hypothesis: Cypriot society has been subject to a great many changes over the years as a result of the Turkish invasion in 1974, the urbanization of the population, the entry in to the EU and the influx of a great number of immigrants who work and live permanently in Cyprus. Furthermore, the rapid increase in living standards and technology affects Cypriot adolescents’ ways of living. Indicative of this are reports that hospitalizations for EDs have doubled at the child psychiatric ward of Makarios hospital when the 5 year periods 1992-1997 and 1997-2002 are compared. In addition, the observed increase in obesity in Cyprus possibly contributes to the rise in ED.Aims: In Cyprus no research data existed concerning ED. The aims of the research are (a) the evaluation of the eating attitudes and behaviours of Cypriot adolescents (b) to identify whether dietary intake differs between adolescents at risk for the development of an ED and those who are not at risk, (c) detect changes in anthropometric measures (weight and height) of Cypriot adolescents during the period 2003-2010 and to determine whether they are related to the psychological characteristics linked to ED and (d) the evaluation of the accuracy of self-report measures of weight and height among Cypriot adolescents.Participants-Apparatus-Methods: In the years 2003 and 2010 a representative sample of children and adolescents 10-19 years of age in Cyprus were selected. Sample selection was based on area of living with a random selection of departments in chosen schools. The 13% of the sample which refused to participate did not alter the credibility of the sample. In 2003, 1790 children 10-19 years of age took part in the study, 935 of which were female. In 2010, 1128 students 11-19 years of age participated in the study, 731 girls. This thesis utilized specialized questionnaires EAT-26 and EDI-3 which have been used widely to explore ED status. The EAT-26 questionnaire is better suited to reveal tendencies for the development of clinical or subclinical eating disorders whereas the EDI-3 apart from the development of clinical and subclinical eating disorders evaluates different personality and character traits of children. Participants also completed 3-day diet records, of which one day was either a Saturday or Sunday. The diet-records were analyzed by a computer program of the Social Medicine department of the University of Crete. The participants’ weight, height and waist circumference were measured by a physical education teacher.Results: The first results of 2003 showed a high percentage of children at risk for the development of an ED, with maladaptive eating attitudes and convictions concerning food. Nearly 20% of adolescent boys and almost double, 34% of adolescent girls had high scores on the EAT-26. Practically, this means that in 2003, 465 out of the 1700 students who completed the EAT-26 met criteria for further referral to a qualified professional so that it could be determined whether they meet the diagnostic criteria for an ED. This translates to 27% of the5adolescent population. The likelihood of clinical or subclinical anorexia nervosa based on an EAT-26 > 20 score and low body mass index (BMI < 15th percentile) was 0.78% for girls and 0.14% for boys.Using the EDI-3 Eating Disorder Risk Scale only 1.6% of Cypriot adolescents had scores at the high end of the scale characterizing them with a likely condition, whereas 15.4% had scores in the typical clinical range which is characteristic of adolescents "at risk" for an ED. Amongst Cypriot adolescents 0.8% had scores in the range indicative of a high level of psychopathology and the presence of a clinical eating disorder associated with bulimia. "At risk" adolescents comprised of 30.6% of the sample.Those students between the ages of 11-18 who took part in the study in 2003 and had high scores on the DT scale which measures the preoccupation with dieting (Drive for thinness) and who simultaneously had low BMI<15th percentile for their age and gender; the percentage likely to have clinical or subclinical anorexia nervosa is 1.19% for girls and 0.65% for boys.In the Cypriot adolescent population their dissatisfaction towards their bodies (BD) is great, since 2.1% had high scores while 17% appear to be at risk with females having higher scores than males.The period 2009-2010, during which a new group of adolescents were selected to participate in the follow-up comparison for any likely changes in eating attitudes and behaviours after a period of six years since the start of the study; the results showed the same dietary attitudes and behaviours for both genders. There was however an apparent increase in the number of vulnerable adolescents at risk for the development of bulimia.In this study it was found that the intake of calories and all other nutrient ingredients with the exception of fibers and vitamins A and C, are significantly higher in adolescent males when compared to females. It was found that the consumption of macronutrients, protein and carbohydrates, were in line with recommended percentages whereas 80% of the adolescents studied consumed below the advised fiber intake. Almost 50% of the adolescents who took part in the study consume below the recommended daily calcium intake. In addition, it was found that 37% of girls have insufficient iron consumption, in comparison to only 3% of boys.The results indicate that between 2003 and 2010, Cypriot youth have become more overweight as it appears from their increase in BMI whereas a similar increase has been found in pathological dietary habits.Across all age groups in 2010, waist circumference (WC) has increased significantly in comparison to 2003, a finding that applies for both genders. WC has increased by 3.94cm in girls 10-12 years of age and 3.48cm in boys 10-15 years of age. The greatest increase in WC appears in older adolescent age groups. More specifically WC increased by 8.64cm and 3.98cm in boys and girls respectively, aged 16-18, and only in this age group was an increase in BMI observed. 19.3% of females aged 16-18 had WC above normal limits in 2003 which increased to 57.6% in 2009. 20.7% of males aged 16-18 had WC above normal limits in 2003 which increased to 44.3% in 2009. In addition, in this particular age group (16-18 years), the percentage of adolescents with normal BMI appears to have decreased whereas adolescents with BMIs in the overweight and obese categories have increased by 10% in boys and 10.8% in girls. In the 10-12 age range despite changes in WC, no corresponding increase in BMI was found. In the 13-15age range there was an increase in6the percentage of children with normal BMI, while at the same time there was a decrease in the percentage of children in the overweight category.The majority of overweight and obese girls have pathological scores on the DT scale, as this is the scale relevant for body weight. The percentage of girls with high DT scores was 37.8% in overweight and 55.6% in obese girls. In boys the corresponding figures are 31% for those overweight and 15% for those obese.In this study it was found that girls underestimate their weight by an average of 0.91 kg and overestimate their height by 1.51 cm. As a result this decreases BMI by 0.74 kg/m2. Boys, even though no statistical significant difference was found, underestimate their weight by an average of 0.28 kg, however statistically significant differences were found with regards to height, which is overestimated by 0.84 cm, making their BMI be decreased by 0.3 kg/m2. The actual figures, as far as adolescents in Cyprus are concerned, 19 overweight and obese girls (4.9%) and 6 overweight and obese boys (3.2%) would have been overlooked and neglected, had this research relied solely on self-report and self-measurement of weight and height. The above Cypriot epidemiological findings so not differ much from those of neighboring countries.Conclusion: Primary prevention and the adoption of a healthy way of living must become a priority in the education of Cypriot children. Secondary prevention with the early detection of high risk children in the framework of an organized prevention program for EDs and obesity would have a positive impact on adolescents’ health.
περισσότερα