Περίληψη
Οι διατροφικές διαταραχές συγκροτούν μια ομάδα παθολογικών συμπεριφορών διατροφής που χαρακτηρίζονται, από ανεπαρκή ή υπερβολική πρόσληψη τροφής. Η διαταραχή επεισοδίων υπερφαγίας, η ψυχογενής ανορεξία και η ψυχογενής βουλιμία αποτελούν τις συνηθέστερες κλινικές μορφές διατροφικών διαταραχών (Hudson και συν, 2007a). Την τελευταία δεκαετία έχει βρεθεί ότι παρουσιάζουν αύξηση και οι άτυπες μορφές διατροφικών διαταραχών που παρουσιάζουν παθολογικά χαρακτηριστικά που συνήθως ομοιάζουν αρκετά με αυτά των κλινικών διατροφικών διαταραχών αν και ενίοτε η κλινική εικόνα κάποιων ασθενών διαφέρει αρκετά από τους κλινικούς τύπους ( Mitrany, 1992; Patton, 2008). Οι διατροφικές διαταραχές προσβάλλουν συνήθως τις έφηβες και νεαρές γυναίκες των αναπτυγμένων ή αναπτυσσόμενων χωρών. Η αιτιολογία των διατροφικών διαταραχών είναι σύνθετη και παραμένει αρκετά ασαφής. Ορισμένοι παράγοντες έχουν ωστόσο επανειλημμένα βρεθεί να σχετίζονται με την ανάπτυξη και την συντήρηση της παθολογίας στη λήψη τροφής. Με ...
Οι διατροφικές διαταραχές συγκροτούν μια ομάδα παθολογικών συμπεριφορών διατροφής που χαρακτηρίζονται, από ανεπαρκή ή υπερβολική πρόσληψη τροφής. Η διαταραχή επεισοδίων υπερφαγίας, η ψυχογενής ανορεξία και η ψυχογενής βουλιμία αποτελούν τις συνηθέστερες κλινικές μορφές διατροφικών διαταραχών (Hudson και συν, 2007a). Την τελευταία δεκαετία έχει βρεθεί ότι παρουσιάζουν αύξηση και οι άτυπες μορφές διατροφικών διαταραχών που παρουσιάζουν παθολογικά χαρακτηριστικά που συνήθως ομοιάζουν αρκετά με αυτά των κλινικών διατροφικών διαταραχών αν και ενίοτε η κλινική εικόνα κάποιων ασθενών διαφέρει αρκετά από τους κλινικούς τύπους ( Mitrany, 1992; Patton, 2008). Οι διατροφικές διαταραχές προσβάλλουν συνήθως τις έφηβες και νεαρές γυναίκες των αναπτυγμένων ή αναπτυσσόμενων χωρών. Η αιτιολογία των διατροφικών διαταραχών είναι σύνθετη και παραμένει αρκετά ασαφής. Ορισμένοι παράγοντες έχουν ωστόσο επανειλημμένα βρεθεί να σχετίζονται με την ανάπτυξη και την συντήρηση της παθολογίας στη λήψη τροφής. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται, κοινωνικοί και πολιτισμικοί παράγοντες (Benjet & Hernandez –Guzman, 2002; Μonro & Huon, 2005; Adams & Araas, 2006; Colabianchi και συν, 2006; Ackard και συν, 2007), οικογενειακοί παράγοντες (Μurray και συν, 2000; Tozzi και συν, 2003; Blodgett Salafia και συν, 2009), συννοσηρότητα των διαταραχών διατροφής με άλλες διαταραχές του συναισθήματος ή της προσωπικότητας (Benjet & Hernandez –Guzman, 2002; Berkman και συν, 2007; Marmorstein και συν, 2008; Grilo και συν, 2009) κ.α.
Σε αυτή την εργασία, επιλέξαμε ένα δείγμα μαθητών και μαθητριών από Λύκεια τεσσάρων περιοχών της Αθήνας με διαφορετική κοινωνικοοικονομική διαστρωμάτωση, με σκοπό να ανιχνεύσουμε αφ ενός την παρουσία διατροφικών διαταραχών και αφ ετέρου να εξετάσουμε τη σχέση αυτών των διαταραχών με ψυχοκοινωνικούς παράγοντες που ενδεχόμενα επηρεάζουν την εμφάνιση τους. Αναλόγως προς τα ζητούμενα διαμορφώθηκαν και οι αντίστοιχες ερευνητικές υποθέσεις της έρευνας.
Ως μέθοδος για την επιλογή του δείγματος των μαθητών και μαθητριών χρησιμοποιήθηκε η τυχαία κατά στρώματα δειγματοληψία (Παρασκευόπουλος, 1984). Για την διευκόλυνση της δειγματοληπτικής διαδικασίας και την αποφυγή αποκλεισμού περιοχών, κάθε περιοχή κρίθηκε σκόπιμο να αποτελέσει στρώμα. Ακόλουθα κληρώθηκε για κάθε περιοχή ένα κυρίως λύκειο και ένα αναπληρωματικό. Για κάθε μια από τις τρεις τάξεις του Λυκείου κληρώθηκε ή υποδείχθηκε για τεχνικούς λόγους από τον Λυκειάρχη, ένα τμήμα. Ο συνολικός αριθμός του δείγματος ήταν Ν= 246.
Χορηγήσαμε τέσσαρα ερωτηματολόγια, το ερωτηματολόγιο Διάγνωσης Διατροφικών Διαταραχών (Q-EDD), την Κλίμακα Μέτρησης της Κατάθλιψης του Εθνικού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγείας των ΗΠΑ (CES-D), την Κλίμακα Εσωτερικής Συγκρότησης (SOC) και το ερωτηματολόγιο Οικογενειακών Ερεισμάτων (Family Strengths Questionnaire). Εκτός του ερωτηματολογίου Q-EDD, οι υπόλοιπες κλίμακες ήταν ήδη μεταφρασμένες στα ελληνικά και σταθμισμένες για χρήση σε ελληνικό πληθυσμό. Το ερωτηματολόγιο Q-EDD, το οποίο δεν είχε χρησιμοποιηθεί προηγουμένως σε ελληνικό δείγμα μεταφράστηκε από και προς τα αγγλικά από δίγλωσσο επιστήμονα ψυχικής υγείας και αγγλίδα φιλόλογο, και πριν χορηγηθεί στο κυρίως δείγμα της έρευνας, χορηγήθηκε σε πιλοτικό δείγμα μαθητών. Επιπλέον χορηγήθηκε στο δείγμα αυτοσχέδιο ερωτηματολόγιο δημογραφικών στοιχείων.
Επεξεργαστήκαμε στατιστικά τα στοιχεία που προέκυψαν από την εφαρμογή των δοκιμασιών στο μαθητικό πληθυσμό με το στατιστικό πρόγραμμα SPAS και εφαρμόζοντας τις παρακάτω στατιστικές μεθόδους: Οι υποθέσεις του μέσου όρου ελέγχθηκαν με την εφαρμογή της ανάλυσης διασποράς (ΑΝΟVA) και της δοκιμασίας t. Η συνάφεια μεταξύ μεταβλητών ελέγχθηκε με την εφαρμογή των δοκιμασιών Pearson Chi Square και Fischers. Εφαρμόστηκε η δοκιμασία της κανονικής κατανομής κατά Kolmogorov – Smirnov με τη διόρθωση του Lilliefors και η διαδικασία των ομογενών διακυμάνσεων κατά Levene, ώστε να ελεγχθεί η κανονική κατανομή με σταθερή διακύμανση μεταξύ συνδυαστικών διαφορικών ομάδων.
Από την εφαρμογή των κριτηρίων διάγνωσης διατροφικών διαταραχών του ερωτηματολογίου Q-EDD, βρέθηκε ότι το 40% των μαθητριών και μαθητών του δείγματος (σχεδόν 1 στα 2 άτομα) παρουσίαζαν κάποια παθολογία στην πρόσληψη τροφής. Από τα κορίτσια (Ν=148) τα 22 (23%) παρουσίαζαν κλινικά συμπτώματα διατροφικών διαταραχών σε αντίθεση με τα αγόρια (Ν=97) που μόνο 3 (3,09%) παρουσίαζαν ανάλογη συμπτωματολογία. Διαφορά σε σχέση με το φύλο ίσχυσε και στα υποκλινικά συμπτώματα διατροφικών διαταραχών όπου το 36% των κοριτσιών παρουσίασε συμπτώματα σε σύγκριση με το 14,19% των αγοριών. Τα ευρήματα μας, που είναι από τα υψηλότερα στη βιβλιογραφία, δείχνουν ότι το πρόβλημα των παθολογικών συνηθειών διατροφής στους εφήβους και των δυο φύλων και σε πολλαπλάσιο βαθμό στα κορίτσια, είναι έντονο στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τα κριτήρια του ερωτηματολογίου Q-EDD (τα οποία αντιστοιχούν στα διαγνωστικά κριτήρια κλινικών διατροφικών διαταραχών της 4ης έκδοσης του DSM), ανιχνεύθηκαν συμπτώματα διατροφικών διαταραχών στο 9,79% του δείγματος. Συγκεκριμένα Ψυχογενής Ανορεξία ανιχνεύθηκε στο 0,4% του δείγματος, Ψυχογενής Βουλιμία στο 0,8 %, Διαταραχή Επεισοδίων Υπερφαγίας στο 4,5% και Διατροφικές Διαταραχές μη Προσδιοριζόμενες Αλλιώς (Ανορεξία με Έμμηνο Ρύση, Υπό του Κατωφλίου Βουλιμία, Βουλιμία άνευ Υπερφαγίας) στο 4,5% του δείγματος. Σε όλες τις κλινικές κατηγορίες εκτός της Ψυχογενούς Ανορεξίας η επικράτηση των κοριτσιών έναντι των αγοριών ήταν συντριπτική. Αναλυτικότερα, Ψυχογενής Ανορεξία ανιχνεύθηκε σε 1 αγόρι (1,03%) και σε κανένα κορίτσι, Ψυχογενής Βουλιμία σε 2 κορίτσια (1,35%) και σε κανένα αγόρι και Διαταραχή Επεισοδίων Υπερφαγίας σε 10 κορίτσια (6,76%) και 1 αγόρι (1,03%). Η διαφορά μεταξύ αγοριών και κοριτσιών ίσχυσε εν μέρει και στις Διατροφικές Διαταραχές μη Προσδιοριζόμενες Αλλιώς. Υπό του Κατωφλίου Βουλιμία εμφάνισαν 2 κορίτσια (1,35%) έναντι κανενός αγοριού και Βουλιμία άνευ Υπερφαγίας παρουσίασαν 1 αγόρι (1, 03%) και 1 κορίτσι (0,68%). Στην κατηγορία Ψυχογενής Ανορεξία με Έμμηνο Ρύση, η οποία ίσχυσε μόνο για τα κορίτσια, 6 κορίτσια (4,5%) εκπλήρωσαν τα κριτήρια εισαγωγής σε αυτή την κατηγορία.
Σύμφωνα με τα κριτήρια του ερωτηματολογίου Q-EDD για την εκτίμηση των άτυπων συμπτωμάτων διατροφικών διαταραχών, βρέθηκε να εκπληρώνει τα κριτήρια για αυτή την κατηγορία το 30,6% του δείγματος και συγκεκριμένα το 23% των αγοριών και το 36% των κοριτσιών. Τα ευρήματα μας, που είναι από τα υψηλότερα στη βιβλιογραφία, δείχνουν ότι το πρόβλημα των άτυπων/υποκλινικών συνηθειών διατροφής στους εφήβους και των δυο φύλων και ιδιαίτερα στα κορίτσια, είναι έντονο στη χώρα μας.
Εκτός των άτυπων κατηγοριών που προβλέπονταν από το Q-EDD, παρατηρήθηκε, ιδιαίτερα στα αγόρια του δείγματός μας, μια διατροφική συμπεριφορά που δεν αναφέρεται στη βιβλιογραφία, η οποία είχε όλα τα χαρακτηριστικά της Διαταραχής Επεισοδίων Υπερφαγίας, με εξαίρεση την αίσθηση απώλειας ελέγχου, κατά τα υπερφαγικά επεισόδια. Τα αγόρια γενικότερα, παρουσίασαν περισσότερο υπερφαγικά υποκλινικά συμπτώματα παρά βουλιμικά ή περιοριστικά. Η υπερίσχυση στα αγόρια αυτών των μορφών συμπτωμάτων ενδέχεται να συνδέεται με την πολιτισμική επιταγή για αύξηση όγκου στους άνδρες (Farrell και συν, 2005; Glauert και συν, 2009). Ωστόσο τα ευρήματα αυτά χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.
Κατά την επεξεργασία των δεδομένων που προέκυψαν από τη χορήγηση του ερωτηματολογίου Q-EDD, βρέθηκαν επίσης σημαντικές διαφορές, ανάμεσα στα αγόρια και τα κορίτσια, στον τρόπο που αντιμετωπίζουν το σώμα τους και στους τρόπους που χρησιμοποιούν για τον έλεγχο του βάρους τους. Ενδεικτικά τα κορίτσια είχαν συχνότερα από τα αγόρια Δ.Μ.Σ < 17,5, ανέφεραν συχνότερα από τα αγόρια βάρος σώματος βαρύτερου εκείνου που πραγματικά έχουν, ανησυχούσαν περισσότερο από τα αγόρια για το σχήμα και το βάρος του σώματος, το σχήμα και το βάρος του σώματος τους επηρέαζε πολύ περισσότερο την αυτοεικόνα τους και χρησιμοποιούσαν πολύ συχνότερα από τα αγόρια περιοριστικές και καθαρτικές μεθόδους ελέγχου του βάρους τους. Αντίθετα τα αγόρια υπερτέρησαν των κοριτσιών στην χρήση τα σωματικής άσκησης ως μεθόδου ελέγχου του σωματικού βάρους.
Γενικότερα φάνηκε ότι τα κορίτσια επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα πολιτισμικά πρότυπα σχετικά με το σχήμα και το βάρος του σώματος. Ενδεχόμενα η ενσωμάτωση των πολιτισμικά προσδιορισμένων προτύπων ομορφιάς και μάλιστα του λεγόμενου “ ιδανικού της λεπτότητας” (Colabianchi και συν, 2006) από συναισθηματικά ευάλωτες έφηβες, να επηρεάζει την εμφάνιση προβλημάτων στη λήψη τροφής.
Κατά τη στατιστική συσχέτιση των αποτελεσμάτων του ερωτηματολογίου Q-EDD με το κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των μαθητών όπως αυτό εκφράζεται στο επάγγελμα και στη μόρφωση των γονέων, δεν βρέθηκε σχέση. Επίσης δεν φάνηκε να υπάρχει σχέση μεταξύ των προβλημάτων στη λήψη τροφής και του κατά πόσον η μητέρα βρίσκεται εντός ή εκτός τα αγοράς εργασίας.
Η στατιστική συνεκτίμηση των αποτελεσμάτων του Q-EDD με την μεταναστευτική προέλευση, το ιστορικό πολιτισμικών ή γλωσσικών ιδιαιτεροτήτων και την παλιννόστηση δεν στάθηκε δυνατή λόγω του πολύ μικρού αριθμού παιδιών σε αυτές τις πληθυσμιακές ομάδες στο δείγμα. Μελλοντικά, για τη διερεύνηση αυτής της σχέσης, θα είναι προτιμότερη η συλλογή του δείγματος από γυμνασιακές τάξεις ή από εξωσχολικά περιβάλλοντα (γειτονιά, συλλόγους κ.α.).
Επίσης δεν θεμελιώθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των προβλημάτων στη λήψη τροφής και των μεταβλητών της ηλικίας και της σχολικής απόδοσης.
Η εκτίμηση των συμπτωμάτων κατάθλιψης έγινε με την κλίμακα CES-D (Center for Epidemiologic Studies Depression Scale). Σύμφωνα με την παραπάνω κλίμακα η υψηλότερη βαθμολογία είναι ενδεικτική βαρύτερης καταθλιπτικής συμπτωματολογίας και η τιμή ουδού είναι το 16. Στην παρούσα έρευνα, 97 μαθητές (39,6%) εμφάνισαν άθροισμα μεγαλύτερο του 16.
Διαπιστώθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των συμπτωμάτων κατάθλιψη και του φύλου. Τα κορίτσια παρουσίασαν στοιχεία κατάθλιψης στο 51,1% σε αντίθεση με τα αγόρια που παρουσίασαν στο 29,5%. Παρόμοια ευρήματα έχουν βρεθεί και σε φοιτητικό πληθυσμό (Παπαδιώτη-Αθανασίου, Καλτσούδα, Τσακοπιάκου, Λεοντίτσης, Αλεξίου, 2007).
Βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των διατροφικών διαταραχών και των στοιχείων κατάθλιψης και στα δυο φύλα. Η σοβαρότητα των καταθλιπτικών στοιχείων βρέθηκε να αυξάνεται αναλογικά με τη σοβαρότητα των προβλημάτων στη λήψη τροφής και το αντίστροφο. Επίσης διαφάνηκε μια τάση αυξημένων τιμών συμπτωμάτων κατάθλιψης σε άτομα με υπερφαγική συμπτωματολογία.
Αντίθετα δεν αποδείχθηκε σχέση μεταξύ των στοιχείων κατάθλιψης και του κοινωνικοοικονομικού επιπέδου.
Η εκτίμηση της Εσωτερικής Συγκρότησης έγινε με τη χρήση της κλίμακας SOC. Εφαρμόστηκε η δοκιμασία της κανονικής κατανομής κατά Kolmogorov-Smirnov με τη διόρθωση του Lilliefors και η διαδικασία των ομογενών διακυμάνσεων κατά Levene και επιβεβαιώθηκε ότι η συσχέτιση μεταξύ των τριών υποκλιμάκων ( ικανότητα κατανόησης και ερμηνείας, ικανότητα χειρισμού, ικανότητα συναισθηματικής επένδυσης) που διαμορφώνουν την εσωτερική συγκρότηση είναι θετική και ισχυρή.
Βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ της εσωτερικής συγκρότησης και των προβλημάτων στην πρόσληψη τροφής. Συγκεκριμένα βρέθηκε ότι η εσωτερική συγκρότηση μειώνεται όταν το άτομο εμφανίζει διατροφικές διαταραχές κλινικής ή υποκλινικής μορφής. Διαφορές ίσχυσαν και στις υποκλίμακες εκτός της συναισθηματικής επένδυσης.
Επίσης βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση, μεταξύ της εσωτερικής συγκρότησης και της κατάθλιψης, αλλά όχι και της εσωτερικής συγκρότησης και του φύλου. Μελλοντικά θα πρέπει να ερευνηθεί ο διαμεσολαβητικός ρόλος τα εσωτερικής συγκρότησης ανάμεσα στην κατάθλιψη και την ανάπτυξη διαταραχών στη λήψη τροφής.
Δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική σχέση μεταξύ των δυο υποκλιμάκων του ερωτηματολογίου οικογενειακών ερεισμάτων (Family Strengths Questionnaire) και των αποτελεσμάτων του ερωτηματολογίου Q-EDD. Ωστόσο, φάνηκε μια τάση των ατόμων με κλινικά ή άτυπα/υποκλινικά προβλήματα διατροφής, ανεξαρτήτως φύλου, να συμφωνούν λιγότερο από ότι τα άτομα χωρίς διατροφική διαταραχή στις θετικές προτάσεις της υποκλίμακας ‘οικογενειακή υπερηφάνεια’.
Δεν επιβεβαιώθηκε, επίσης, στατιστική σχέση μεταξύ των διαταραχών διατροφής και των ακραίων απαντήσεων για τα θετικά ή αρνητικά στοιχεία της οικογένειας. Το ίδιο ίσχυσε και κατά τη συσχέτιση των ακραίων απαντήσεων με τις μεταβλητές: φύλο, κατάθλιψη και εσωτερική συγκρότηση.
Τα προβλήματα στη λήψη τροφής ενδεχόμενα αποτελούν αρκετά σημαντικό πρόβλημα ιδιαίτερα μεταξύ των εφήβων κοριτσιών. Σχετίζονται θετικά με άλλα προβλήματα όπως τα στοιχεία κατάθλιψης και δείχνουν να επηρεάζουν και να επηρεάζονται από τον ‘υγιή’ ή μη ‘υγιή’ προσανατολισμό του ατόμου προς τις προκλήσεις της ζωής γενικότερα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Eating disorders are a group of heterogeneous disorders characterized by insufficient or excessive food intake. Binge eating, anorexia nervosa and bulimia nervosa comprise the commonest forms of eating disorders (Hudson et al, 2007). Recent research findings suggest also an increase, in recent years, in atypical forms of eating disorders which present pathological characteristics closely related to the clinical spectrum but occasionally present a quite different clinical. It has been found that eating disorders are gender related and most commonly appear in adolescent girls and young women in developed and developing countries. The etiology of the disorders is still unclear and appears profoundly complex. However, there seems to exist a link between eating disorders and genetic, sociocultural (Benjet & Hernandez –Guzman, 2002; Μonro & Huon, 2005; Adams & Araas, 2006; Colabianchi et al, 2006; Ackard et al, 2007), and familial factors (Μurray et al, 2000; Tozzi et al, 2003; Blodgett S ...
Eating disorders are a group of heterogeneous disorders characterized by insufficient or excessive food intake. Binge eating, anorexia nervosa and bulimia nervosa comprise the commonest forms of eating disorders (Hudson et al, 2007). Recent research findings suggest also an increase, in recent years, in atypical forms of eating disorders which present pathological characteristics closely related to the clinical spectrum but occasionally present a quite different clinical. It has been found that eating disorders are gender related and most commonly appear in adolescent girls and young women in developed and developing countries. The etiology of the disorders is still unclear and appears profoundly complex. However, there seems to exist a link between eating disorders and genetic, sociocultural (Benjet & Hernandez –Guzman, 2002; Μonro & Huon, 2005; Adams & Araas, 2006; Colabianchi et al, 2006; Ackard et al, 2007), and familial factors (Μurray et al, 2000; Tozzi et al, 2003; Blodgett Salafia et al, 2009). Τhe literature also suggests that eating pathology is related to personality psychopathology and affective disorders.
In the context of the present study, full form (clinical) and atypical eating pathology, were investigated in a sample of Athenian senior high school pupils of both sexes. Subsequently, the association between eating disorders and a number of demographic and psychosocial variables was evaluated. The research hypotheses were formulated in accordance to the aforementioned aims of the study.
Using the method of random stratified sampling ( Paraskevopoulos, 1984), 246 pupils were selected from four senior high schools located in four Athenian suburbs markedly different in terms of population socioeconomic status.
The sample completed four measures and a demographic questionnaire. The Questionnaire of Eating Disorder Diagnosis (Q-EDD) was administered to assess eating pathology. The Center for Epidemiologic Studies Depression Scale (CES-D) was administered to assess depressive symptoms. The Sense of Coherence Scale (SOC) and the Family Strengths Questionnaire, were administered to measure, respectively, the sense of coherence and family strengths. All measures apart from the Q-EDD were already translated into Greek and standardized for the Greek population. The Q-EDD was translated from English into Greek and vice versa and administered to a pilot sample prior to the main sample.
Statistical correlations between variables were tested with the Pearson Chi Square and Fischers tests. Median hypotheses were tested with AVONA and the t-test. Between groups standard deviation with constant fluctuation was computed using the Kolmogorov-Smirnov test with Lilliefors correction and the homogeneous fluctuations procedure by Levene.
Applying the diagnostic criteria of Q-EDD, 40% of our sample (almost 1 in 2) appeared to manifest some sort of eating pathology. Clinical eating disorders symptoms prevailed in 9,79% of the total sample and in 23% of the girls and 3,09% of the boys. Sub clinical eating pathology was found in 30,6% of the total sample and in 36% of the girls and 14,19% of the boys. According to the Q-EDD criteria (which correspond to the DSM-IV clinical criteria for eating disorders) 0,4% of the sample demonstrated anorexia nervosa, 0,8% bulimia nervosa, 4,5% binge eating disorder and 4,5% eating disorders not otherwise specified (EDNOS). In all clinical categories, excluding AN, girls prevailed to boys. More specifically, AN was detected in 1 boy (1,03%), BN was detected in 2 girls and BED in 10 girls (6,76%) and 1 boy (1,03%). Additionally, EDNOS were detected in 9 girls compared to 2 boys. The more numerous EDNOS category was AN with menstruation, where 6 girls (4,5%) met the diagnostic criteria.
All categories were observed in our sample. Furthermore, a new sub clinical behavior was noted, especially in boys, involving all the diagnostic criteria for BED apart from the loss of control during the binge episodes. There was a general tendency of the boys in our sample to favor binging rather than bulimic or restrictive (i.e. fasting, dieting) sub clinical behaviors. However those findings need to be replicated in future research.
Important differences between girls and boys were found in their attitudes regarding the shape and weight of their bodies as well as the methods they employed to control weight gain. Girls more often than boys possessed BMI below 17,5, considered themselves heavier than actually reported, worried about the weight/shape of their bodies and their body weight/shape affected their self-esteem. Additionally, girls employed more often restrictive and cathartic body weight control methods whereas boys used sports as a means of controlling body weight and presumably acquiring body muscle (Farrell et al, 2005; Glauert et al, 2009).
It appeared that girls were affected by the societal standards pertaining to the ideal female body weight and shape. Possibly the internalization by psychologically vulnerable adolescent girls of mainstream beauty standards and especially the “ideal of thinness” (Colabianchi και συν, 2006), accounts for the high incidence of eating pathology in females of that age group.
No correlation was found between the socioeconomic status of the parents of the pupils, or the mother working or not and eating disorders.
Due to the scant representation, in our sample, of individuals of immigrant parentage or originating from Greek communities in the former Soviet Union and Albania or Rom, this study failed to correlate those statuses with eating disorders and other parameters.
No statistically significant relationship was established between eating disorder results and age or school performance.
39,6% of the sample scored over 16 (cut-off point) in the CES-D. 51,1% of the girls and 29,5% of the boys manifested depressive symptoms. The link between depression rates and gender has been established in numerous studies of adolescent and student population ( Papadioti – Athanasiou et al, 2007; Cyranowski, 2000; Benjet & Hernandez –Guzman, 2002).
Eating disorders were found statistically correlated to depression, in both sexes. The higher the depression the more severe the eating disorder problem and vice versa. It was also noted that depressive symptoms were more severe in individuals with binge eating pathology. Depression was found independent of socioeconomic status.
A reverse analogy was found to exist between internal coherence and its subscales and both eating disorders and depressive symptoms. That is, the more internally cohere was an individual the less was he/she liable to exhibit eating disordered or depressive symptoms. Internal coherence not found not related to gender.
The two sub scales of the Family Strengths Questionnaire (family pride and family accord) were not statistically related to eating diagnosis results. A slight tendency was exhibited by both the clinically and the sub clinically eating disordered groups irrespective of sex, to agree less with the positive items of the “Family pride” sub scale, than the non eating disordered group. No significant statistical relationship was found between the excessively positive or negative responses to the items of the above test and other parameters, including: eating disorders, sex, depressive symptoms and internal coherence. Thus the view that ‘extreme’ responses regarding positive or negative aspects of family life may signify family ‘rigidity’ and relate to other parameters was disproved.
Disordered eating habits seem to pose a serious problem especially among adolescent girls. They appear to positively relate to other problems such as depressive symptoms and negatively relate to a ‘healthy’ orientation towards life challenges in general.
περισσότερα