Περίληψη
Στο κεφάλαιο 1 πραγματοποιείται μία ανασκόπηση της σχετικής με την κοινωνική επιρροή, κοινωνιοψυχολογικής γραμματείας. Πρώτιστα γίνεται αναφορά στα είδη κοινωνικής επιρροής και στη διάκριση ανάμεσα στις διαδικασίες πλειοψηφικής και μειοψηφικής επιρροής. Ακολουθεί μία εκτενής ανάλυση των θεωρητικών μοντέλων κοινωνικής επιρροής, ενώ στη συνέχεια πραγματοποιείται μία λεπτομερής περιγραφή των πειραματικών ερευνών των σχετικών με την κοινωνική επιρροή. Έμφαση προσδίδεται στις στρατηγικές αντίστασης στη μειονοτική επιρροή, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη Θεωρία Επεξεργασίας της Σύγκρουσης. Τέλος, πραγματοποιείται μία διεξοδική συζήτηση των μεθοδολογικών ζητημάτων σχετικών με τους τρόπους μέτρησης της κοινωνικής επιρροής, ενώ τονίζεται η ανάγκη διάκρισης ανάμεσα σε κοινωνικές και αριθμητικές ομάδες. Στο κεφάλαιο 2 εξηγείται αρχικά η σημασία της αντίληψης ομοιογένειας, ο βασικότερος ρόλος της οποίας εστιάζεται στη συγκρότηση στερεοτύπων. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στις μεθόδους μέτρησης της ...
Στο κεφάλαιο 1 πραγματοποιείται μία ανασκόπηση της σχετικής με την κοινωνική επιρροή, κοινωνιοψυχολογικής γραμματείας. Πρώτιστα γίνεται αναφορά στα είδη κοινωνικής επιρροής και στη διάκριση ανάμεσα στις διαδικασίες πλειοψηφικής και μειοψηφικής επιρροής. Ακολουθεί μία εκτενής ανάλυση των θεωρητικών μοντέλων κοινωνικής επιρροής, ενώ στη συνέχεια πραγματοποιείται μία λεπτομερής περιγραφή των πειραματικών ερευνών των σχετικών με την κοινωνική επιρροή. Έμφαση προσδίδεται στις στρατηγικές αντίστασης στη μειονοτική επιρροή, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη Θεωρία Επεξεργασίας της Σύγκρουσης. Τέλος, πραγματοποιείται μία διεξοδική συζήτηση των μεθοδολογικών ζητημάτων σχετικών με τους τρόπους μέτρησης της κοινωνικής επιρροής, ενώ τονίζεται η ανάγκη διάκρισης ανάμεσα σε κοινωνικές και αριθμητικές ομάδες. Στο κεφάλαιο 2 εξηγείται αρχικά η σημασία της αντίληψης ομοιογένειας, ο βασικότερος ρόλος της οποίας εστιάζεται στη συγκρότηση στερεοτύπων. Στη συνέχεια, γίνεται αναφορά στις μεθόδους μέτρησης της αντίληψης ομοιογένειας, στα διάφορα είδη αντίληψης ομοιογένειας, όπως και στην περίπλοκη σχέση της αντίληψης ομοιογένειας με την τυπικότητα. Πραγματοποιώντας μία θεωρητική σύζευξη των μοντέλων κοινωνικής επιρροής και των μοντέλων κοινωνικής νόησης, εξετάζονται παράλληλα οι μελέτες που διερευνούν τις διαφορές στην αντίληψη ομοιογένειας μειοψηφιών και πλειοψηφιών. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις λιγοστές μελέτες που θίγουν το ενδεχόμενο επίδρασης της αντίληψης ομοιογένειας, ως μίας γνωστικής προκατάληψης, στην έκφραση της κοινωνικής επιρροής. Στην ανεπάρκεια των προαναφερθέντων μελετών θεμελιώνεται ο θεωρητικός προβληματισμός μας. Η αντίληψη ομοιογένειας γίνεται λοιπόν αντιληπτή ως ένα μέσο με το οποίο μπορούν να μειωθούν τα στερεότυπα ενός ατόμου προς μία ομάδα που εκφέρει ένα μήνυμα επιρροής, για να αποσοβηθούν οι αναμενόμενες αντιδράσεις απέναντι στην εν λόγω ομάδα, με απώτερο σκοπό την αύξηση της αποδοχής των θέσεών της. Το κεφάλαιο 3 αφιερώνεται στην υποομαδοποίηση και στην ατομικοποίηση ως τρόπους μείωσης της αντίληψης ομοιογένειας, όπως αυτοί προσδιορίζονται από τη σχετική με τη μείωση στερεοτύπων γραμματεία. Αρχικά γίνεται μία γενική περιγραφή της υποομαδοποίησης, η οποία ακολουθείται από μία εκτενή και λεπτομερή αναφορά στις πειραματικές έρευνες που διερευνούν το ρόλο της υποομαδοποίησης στην αλλαγή στερεοτύπων, ενώ ιδιαίτερη μνεία γίνεται στις λιγοστές πειραματικές έρευνες που διερευνούν την επίδραση της υποομαδοποίησης στην επιρροή. Τα μεθοδολογικά ζητήματα που σχετίζονται με τον πειραματικό χειρισμό της υποομαδοποίησης εξετάζονται σε σχέση με τη μεθοδολογία που ακολουθείται στα πειράματα της παρούσης διατριβής. Παράλληλα, πραγματοποιείται μία αντίστοιχη γενική περιγραφή της ατομικοποίησης και μία λεπτομερής αναφορά στις πειραματικές έρευνες, που διερευνούν το ρόλο της ατομικοποίησης στην αλλαγή στερεοτύπων, όπως και στις μελέτες που διερευνούν το ρόλο της ατομικοποίησης στην επιρροή. Στο ίδιο κεφάλαιο εξετάζονται επίσης οι επιπτώσεις των θεωριών της ατομικοποίησης, όπως και τα μεθοδολογικά ζητήματα που σχετίζονται με τον πειραματικό χειρισμό της ατομικοποίησης. Στο κεφάλαιο 4 γίνεται μία διεξοδική συζήτηση των συνεπακόλουθων της σχετικής κοινωνιοψυχολογικής γραμματείας, όπως αυτή απορρέει από τα προηγούμενα τρία κεφάλαια. Η αντίληψη ομοιογένειας γίνεται αντιληπτή ως μέσο μείωσης των στερεοτύπων μίας ομάδας που εκφέρει ένα μήνυμα επιρροής με στόχο την αύξηση της επιρροής της εν λόγω ομάδας. Η έμφαση προσδίδεται λοιπόν, όχι Τα ευρήματα του πειράματος είναι ιδιαίτερα ενδιαφέροντα, καθώς καταδεικνύουν την επίδραση της τυπικότητας στην πλειοψηφική επιρροή, ενώ ταυτόχρονα αναδεικνύουν μερικά από τα πρώτα στοιχεία που έχουν σχέση με το ρόλο της αντίληψης ομοιογένειας στην κοινωνική επιρροή. Έμφαση προσδίδεται στη διαφορετική επίδραση της τυπικότητας στην άμεση και έμμεση επιρροή, όπου διαφαίνεται ότι η αναφορά στα τυπικά χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας αυξάνει την άμεση επιρροή της, ενώ παράλληλα μειώνει τη συμφωνία με την πλειοψηφική πηγή στο έμμεσο επίπεδο. Επιπλέον, τα ευρήματα αυτά προσδιορίζουν περαιτέρω τη σχέση της τυπικότητας και της αντίληψης ομοιογένειας. Ειδικότερα, από τα ευρήματα αυτού του πειράματος διαφαίνεται ότι η αντίληψη ομοιογένειας διαδραματίζει μεσολαβητικό ρόλο στην επίδραση της τυπικότητας στην άμεση πλειοψηφική επιρροή. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το εύρημα ότι η αντίληψη ομοιογένειας και η τυπικότητα δεν επιδρούν καθόλου στην εικόνα της πλειοψηφίας, αλλά αντιθέτως την αφήνουν απρόσβλητη. Στο δεύτερο πείραμα αυτής της πρώτης ενότητας εξετάζεται η επίδραση της τυπικότητας στη μειοψηφική επιρροή. Το ζητούμενο εγχειρηματοποιείται με την αναφορά σε τυπικά και μη-τυπικά χαρακτηριστικά της ομάδας-πηγής, όπου και πάλι η αντίληψη ομοιογένειας και η αρχική θέση των συμμετεχόντων χρησιμοποιούνται ως επιπρόσθετες ανεξάρτητες μεταβλητές. Τα ευρήματα αυτού του δεύτερου πειράματος καταδεικνύουν την επίδραση της τυπικότητας στην μειοψηφική επιρροή, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνουν τη σημασία του ρόλου που διαδραματίζει η αντίληψη ομοιογένειας στην κοινωνική επιρροή. Έμφαση προσδίδεται στη σημαντική αλληλεπίδραση της τυπικότητας με την αντίληψη ομοιογένειας στη μειονοτική επιρροή. Ειδικότερα τα ευρήματα αυτά δείχνουν ότι ο συνδυασμός της χαμηλής αντίληψης ομοιογένειας με την αναφορά σε μη-τυπικά χαρακτηριστικά της πηγής αυξάνει τη συμφωνία με τις μειονοτικές θέσεις στο έμμεσο επίπεδο, ενώ η αναφορά σε μη-τυπικά χαρακτηριστικά μειώνει τη συμφωνία με τη μειονοτική θέση στο άμεσο επίπεδο. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το εύρημα ότι η χαμηλή αντίληψη ομοιογένειας σε συνδυασμό με την παρουσίαση μη-τυπικών χαρακτηριστικών βελτιώνουν την εικόνα της μειοψηφικής πηγής. Σε αντίθεση δηλαδή με την εικόνα της πλειοψηφικής πηγής, φαίνεται ότι η κοινωνική αναπαράσταση της μειοψηφίας επηρεάζεται από την τυπικότητα των χαρακτηριστικών που συνδέονται μαζί της, όπως κι από την αντίληψη ομοιογένειάς της. Το κεφάλαιο 6 περιγράφει δύο πειράματα που εγγράφονται σε μία προσπάθεια διερεύνησης των τρόπων μείωσης της αντίληψης ομοιογένειας με στόχο τη διερεύνηση της επίδρασης της μείωσης αυτής στην κοινωνική επιρροή. Σε αντίθεση με τα πειράματα της πρώτης ενότητας, εδώ γίνεται άμεση σύγκριση της μειονοτικής και πλειοψηφικής επιρροής στο ίδιο πείραμα με σκοπό να αναγνωριστούν πιθανές διαφορές στην επίδραση της αντίληψης ομοιογένειας στις δύο διαφορετικές αυτές διαδικασίες επιρροής. Σε αυτή την ενότητα γίνεται χρήση ενός διαφορετικού πειραματικού υποδείγματος, αυτό του καπνίσματος, όπου το κείμενο επιρροής υποστηρίζει μία αντικαπνιστική θέση. Το τρίτο πείραμα χειρίζεται πειραματικά την υποομαδοποίηση με στόχο τη μείωση της αντίληψης ομοιογένειας της μειοψηφίας και της πλειοψηφίας. Όπως προκύπτει από τα πειραματικά ευρήματα, η υποομαδοποίηση και η χαμηλή αντίληψη ομοιογένειας πράγματι αυξάνουν την έμμεση μειοψηφική επιρροή. Αντιθέτως, σύμφωνα με τις υποθέσεις του πειράματος, η υποομαδοποίηση μειώνει την άμεση επιρροή. Περαιτέρω, τα αποτελέσματα της εικόνας της πηγής υποδεικνύουν τις σημαντικές επιπτώσεις της χαμηλής αντίληψης ομοιογένειας και της υποομαδοποίησης στη μείωση της εικόνας της μειοψηφίας ως άκαμπτη. Όπως και στο δεύτερο πείραμα, αντίστοιχη επίδραση της αντίληψης ομοιογένειας στην εικόνα της πλειοψηφίας δεν παρουσιάζεται. Επιπλέον, διερευνάται περαιτέρω η ακριβή σχέση της αντίληψης ομοιογένειας με την κοινωνική επιρροή, όπου διαφαίνεται ο μεσολαβητικός ρόλος που διαδραματίζει η αντίληψη ομοιογένειας στην επίδραση της υποομαδοποίησης στην έκφραση της έμμεσης επιρροής. Το επόμενο πείραμα αυτής της ενότητας, παρουσιάζοντας πάλι ένα αντικαπνιστικό κείμενο προερχόμενο είτε από την πλειοψηφία είτε από τη μειοψηφία, διερευνά την επίδραση της ατομικοποίησης στη μείωση της αντίληψης ομοιογένειας και τη συνεπακόλουθη επίδραση της μείωσης αυτής στη μειονοτική και πλειοψηφική επιρροή. Τα πειραματικά ευρήματα επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα της ατομικοποίησης να μειώσει την αντίληψη ομοιογένειας όπως και να επιφέρει αλλαγές στην έμμεση αλλά όχι στην άμεση επιρροή. Η επίδραση της ατομικοποίησης στην εικόνα της πηγής φαίνεται ότι είναι πανομοιότυπη με την επίδραση της υποομαδοποίησης, αφού η χαμηλή αντίληψη ομοιογένειας σε συνδυασμό με την έμφαση στο ατομικό επίπεδο μειώνει την ακαμψία της μειοψηφίας. Συγκρίνοντας τα ευρήματα των δύο πειραμάτων αυτής της ενότητας, παρατηρείται ότι στο ατομικό επίπεδο, τα μέλη της αντικαπνιστικής ομάδας ως επί το πλείστο διαφοροποιούνται αυθόρμητα με βάση τα ψυχολογικά τους χαρακτηριστικά, ενώ στο υποομαδικό επίπεδο η διαφοροποίηση καθορίζεται περισσότερο από μία αυθόρμητη αναφορά στα αντικαπνιστικά επιχειρήματα που προέβαλλε η κάθε υποομάδα. Αυτές ακριβώς οι παρατηρήσεις καθορίζουν το σχεδιασμό του πέμπτου πειράματος, στο οποίο οι συμμετέχοντες καλούνται να διαφοροποιήσουν τις υποομάδες ή τα άτομα που αποτελούν την ομάδα-πηγή με βάση είτε τα ψυχολογικά τους χαρακτηριστικά είτε τα επιχειρήματα που προβάλλουν. Το κεφάλαιο 7 περιγράφει το πέμπτο πείραμα της παρούσης διατριβής, το οποίο σκοπεύει αφενός να συγκρίνει τις δύο προαναφερθείσες διαδικασίες διαφοροποίησης -της υποομαδοποίησης και της ατομικοποίησης-, χειρισμός που αποτελούσε μέχρι τώρα κενό στη γραμματεία της κοινωνικής νόησης, και αφετέρου να διερευνήσει την επίδραση του περιεχομένου του κάθε είδους διαφοροποίησης στην κοινωνική επιρροή. Το ζητούμενο εγχειρηματοποιείται με το πειραματικό υπόδειγμα της λύσης του κυπριακού προβλήματος. Η σύγκριση των επιδράσεων της υποομαδοποίησης και της ατομικοποίησης στην αντίληψη ομοιογένειας, όπως και στην κοινωνική επιρροή προσφέρει μερικά από τα πρώτα ευρήματα στον τομέα, αφού ενιχύεται η βασική υπόθεση για τη σύνδεση ανάμεσα στην αντίληψη ομοιογένειας και την κοινωνική επιρροή. Συγκεκριμένα, από τα ευρήματα του πειράματος φαίνεται ότι η αναφορά στα επιχειρήματα που προβάλλει η κάθε υποομάδα, από τις οποίες αποτελείται η κεντρική ομάδα, αυξάνει την άμεση πλειοψηφική επιρροή της εν λόγω ομάδας. Επιπλέον, διαφαίνεται ότι η αναφορά στα επιχειρήματα που προβάλλουν οι υποομάδες που αποτελούν τη μειοψηφική πηγή σε συνδυασμό με τη χαμηλή αντίληψη ομοιογένειας αυξάνει την έμμεση μειοψηφική επιρροή. Από τα αποτελέσματα σχετικά με την εικόνα της πηγής παρατηρείται ότι η έμφαση στα επιχειρήματα αυξάνει την πρόσληψη των μελών της πλειοψηφικής και μειοψηφικής πηγής ως ψυχολογικά ισορροπημένων σε σχέση με την έμφαση σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον, η εικόνα της μειοψηφίας ως άκαμπτη μειώνεται περισσότερο από την υποομαδοποίηση παρ’ ότι από την ατομικοποίηση, τονίζοντας τη διαφορετική επενέργεια που επιφέρουν αυτές οι δύο διαδικασίες διαφοροποίησης. Το κεφάλαιο 8 εκθέτει συνοπτικά τα αποτελέσματα των προαναφερθέντων πέντε πειραμάτων και αναλύει διεξοδικά τα συμπεράσματα που απορρέουν από αυτά. Τονίζεται ο ενεργός ρόλος της αντίληψης ομοιογένειας στην κοινωνική επιρροή και αναδεικνύονται οι τρόποι με τους οποίους η μείωση αυτής της γνωστικής προκατάληψης προς την ομάδα-πηγή επιδρά στη μειοψηφική και πλειοψηφική επιρροή. Προσδίδεται έμφαση στην αμφίδρομη σχέση της τυπικότητας με την αντίληψη ομοιογένειας, όπως και στη διαφορετική επενέργεια που επιφέρει η διαφοροποίηση στην έκφραση της άμεσης πλειοψηφικής και της έμμεσης μειοψηφικής επιρροής. Περαιτέρω, υποδεικνύεται η περιοριστική επίδραση της διαφοροποίησης με αναφορά σε ψυχολογικά χαρακτηριστικά, ιδιαίτερα σε σχέση με τη διαφοροποίηση με αναφορά σε επιχειρήματα. Συνοψίζοντας, ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην τριπλή επενέργεια που επιφέρει η υποομαδοποίηση, όπου α) προσδίδει έμφαση στο διομαδικό επίπεδο επιτρέποντας την ανάδυση των διομαδικών διεργασιών κοινωνικής επιρροής, β) μειώνει την αντίληψη ομοιογένειας της ομάδας σε κοινωνιογνωστικό επίπεδο και γ) αυξάνει τη συγχρονική σταθερότητα της πηγής τονίζοντας τη διαφορετικότητα των υποομάδων που την αποτελούν σε ορισμένες διαστάσεις χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται την οποιαδήποτε απόκλισή τους από την κοινή θέση που υποστηρίζουν. Ολοκληρώνοντας, προσδίδεται έμφαση στη σημαντικότερη συνεισφορά της διατριβής αυτής στη σχετική γραμματεία, η οποία εστιάζεται στην επιλογή σύγκλισης δύο διαφορετικών κοινωνιοψυχολογικών προσεγγίσεων, αφού τα ευρήματα που προκύπτουν προσδίδουν έμφαση στους συνεμπλεκόμενους μηχανισμούς κοινωνικής ταυτότητας και κοινωνικής νόησης που εκφράζονται στη μειονοτική και στην πλειοψηφική επιρροή.
περισσότερα