Περίληψη
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διάλυση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, η μεσοπολεμική περίοδος αναδείχθηκε ως μια καθοριστική εποχή για την εδραίωση των εθνικών κρατών, την κωδικοποίηση του διεθνούς προσφυγικού δικαίου και τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών. Πουθενά δεν υπήρξαν πιο ριζοσπαστικές οι επιπτώσεις αυτών των δυνάμεων από ό,τι στη νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου τα νέα σύνορα και η άνοδος των εθνο-εθνικιστικών ιδεολογιών μετέβαλαν το νομικό και πολιτικό καθεστώς εκατομμυρίων ανθρώπων. Ανάμεσα σε όσους επηρεάστηκαν βαθύτατα ήταν οι ορθόδοξες ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες κατέφυγαν από την ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ 1912 και 1924, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ελληνοτουρκικού Πολέμου. Ένα σημαντικό μέρος αυτών δεν κατευθύνθηκε προς την Ελλάδα, αλλά προς τη Ρωσική Αυτοκρατορία, όπου ενώθηκε με παλαιότερες ελληνικές κοινότητες εγκατεστημένες στον Εύξεινο Πόντο, τον Καύκασο και τις νότιες στέπες. ...
Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τη διάλυση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών, η μεσοπολεμική περίοδος αναδείχθηκε ως μια καθοριστική εποχή για την εδραίωση των εθνικών κρατών, την κωδικοποίηση του διεθνούς προσφυγικού δικαίου και τη μαζική μετακίνηση πληθυσμών. Πουθενά δεν υπήρξαν πιο ριζοσπαστικές οι επιπτώσεις αυτών των δυνάμεων από ό,τι στη νοτιοανατολική Ευρώπη, όπου τα νέα σύνορα και η άνοδος των εθνο-εθνικιστικών ιδεολογιών μετέβαλαν το νομικό και πολιτικό καθεστώς εκατομμυρίων ανθρώπων. Ανάμεσα σε όσους επηρεάστηκαν βαθύτατα ήταν οι ορθόδοξες ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι οποίες κατέφυγαν από την ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ 1912 και 1924, κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ελληνοτουρκικού Πολέμου. Ένα σημαντικό μέρος αυτών δεν κατευθύνθηκε προς την Ελλάδα, αλλά προς τη Ρωσική Αυτοκρατορία, όπου ενώθηκε με παλαιότερες ελληνικές κοινότητες εγκατεστημένες στον Εύξεινο Πόντο, τον Καύκασο και τις νότιες στέπες. Ωστόσο, η φυγή τους συνέπεσε με την κατάρρευση της τσαρικής εξουσίας, τον Ρωσικό Εμφύλιο Πόλεμο και την τελική εγκαθίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης, γεγονότα που προκάλεσαν ένα νέο κύμα αβεβαιότητας, καταστολής και απώλειας ιθαγένειας. Παρά το γεγονός ότι πληρούσαν τις νομικές προϋποθέσεις της Σύμβασης της Λωζάννης του 1923 για την Ανταλλαγή των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών—μια διεθνή συμφωνία που επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή των μουσουλμάνων της Ελλάδας και των ορθοδόξων χριστιανών της Τουρκίας—οι ορθόδοξοι Έλληνες που διέμεναν σε σοβιετικό έδαφος αποκλείστηκαν ουσιαστικά από την εφαρμογή της. Η Σύμβαση όριζε ρητά ότι οι πληθυσμοί αυτοί δικαιούνταν επαναπατρισμό στην Ελλάδα, θέση που επανεπιβεβαιώθηκε περιοδικά μέσω της ελληνικής διπλωματικής αλληλογραφίας, κοινοβουλευτικών συζητήσεων και υπουργικών αποφάσεων. Ωστόσο, επειδή δεν βρίσκονταν πλέον εντός των τουρκικών συνόρων κατά την έναρξη ισχύος της Σύμβασης, το νομικό τους καθεστώς αμφισβητήθηκε γραφειοκρατικά και υποβαθμίστηκε διπλωματικά. Οι κοινότητες αυτές, αν και αναγνωρισμένες τυπικά, δεν μετεγκαταστάθηκαν ποτέ. Αυτό το παράδοξο—της νομικής αναγνώρισης χωρίς υλική μετεγκατάσταση—αποκαλύπτει μια βαθύτερη δομική ένταση στο προσφυγικό καθεστώς της μεσοπολεμικής περιόδου: μια διάσταση ανάμεσα στα διεθνή νομικά πλαίσια και τη βούληση ή την ικανότητα υλοποίησής τους. Η παρούσα διατριβή εξετάζει τους ιστορικούς, νομικούς και πολιτικούς παράγοντες που συνέβαλαν στον παρατεταμένο αποκλεισμό των Οθωμανών Ελλήνων Ορθοδόξων προσφύγων στη Σοβιετική Ρωσία από τη διαδικασία της ανταλλαγής πληθυσμών, παρά τη ρητή τους ένταξη στο πλαίσιο της Λωζάννης. Γιατί η Ελλάδα, αφού μετεγκατέστησε πάνω από ένα εκατομμύριο προσφύγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο, απέτυχε να δεχτεί αυτή τη μικρότερη και σαφώς προσδιορισμένη ομάδα; Πώς οι εξελισσόμενες σοβιετικές πολιτικές για την ιθαγένεια, τη μετανάστευση και τον έλεγχο των μειονοτήτων περιέπλεξαν ή και εμπόδισαν τη μετακίνησή τους; Ποιον ρόλο έπαιξαν οι μεταβαλλόμενες διπλωματικές προτεραιότητες και οι αναδυόμενες ψυχροπολεμικές δυναμικές στο να αποκλειστούν οι προσπάθειες επαναπατρισμού τους; Αναλύοντας τις διασταυρούμενες επιρροές της ελληνικής κρατικής πολιτικής, της σοβιετικής εσωτερικής καταστολής και των περιορισμών του διεθνούς προσφυγικού δικαίου, η παρούσα μελέτη εντάσσει την τύχη των Οθωμανών Ελλήνων Ορθοδόξων προσφύγων στη Σοβιετική Ρωσία ως μια κρίσιμη περίπτωση στην ευρύτερη ιστορία της απώλειας ιθαγένειας, της περιορισμένης κινητικότητας και της μη πραγματοποιηθείσας προστασίας κατά τον Μεσοπόλεμο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In the aftermath of the First World War and the disintegration of multiethnic empires, the interwar period emerged as a defining era for the consolidation of nation-states, the codification of international refugee law, and the mass displacement of populations. Nowhere were these forces more disruptive than in southeastern Europe, where redrawn borders and the rise of ethnonationalist ideologies transformed the legal and political status of millions. Among those profoundly affected were the Ottoman Greek Orthodox communities who fled the late Ottoman Empire between 1912 and 1924, during the Balkan Wars, World War I, and the Greco-Turkish War. A significant number of these individuals sought refuge not in Greece but in the Russian Empire, where they joined older Greek communities established across the Black Sea region, the Caucasus, and the southern steppes. However, their flight soon coincided with the collapse of tsarist authority, the Russian Civil War, and the eventual establishmen ...
In the aftermath of the First World War and the disintegration of multiethnic empires, the interwar period emerged as a defining era for the consolidation of nation-states, the codification of international refugee law, and the mass displacement of populations. Nowhere were these forces more disruptive than in southeastern Europe, where redrawn borders and the rise of ethnonationalist ideologies transformed the legal and political status of millions. Among those profoundly affected were the Ottoman Greek Orthodox communities who fled the late Ottoman Empire between 1912 and 1924, during the Balkan Wars, World War I, and the Greco-Turkish War. A significant number of these individuals sought refuge not in Greece but in the Russian Empire, where they joined older Greek communities established across the Black Sea region, the Caucasus, and the southern steppes. However, their flight soon coincided with the collapse of tsarist authority, the Russian Civil War, and the eventual establishment of the Soviet Union, ushering in a new wave of uncertainty, repression, and statelessness. Despite their legal eligibility under the 1923 Convention Concerning the Exchange of Greek and Turkish Populations—an international agreement that mandated the compulsory exchange of Muslims in Greece and Orthodox Christians in Turkey—the Greek Orthodox populations residing in Soviet territory remained effectively excluded from its implementation. The Convention explicitly defined these populations as eligible for repatriation to Greece, a position that has been periodically reaffirmed in Greek diplomatic correspondence, legislative debates, and ministerial decrees. Yet because they were no longer physically located within Turkish borders at the time of the Convention’s enforcement, their legal status was bureaucratically contested and diplomatically deprioritized. These communities, though recognized on paper, were never relocated. This paradox—legal recognition without material relocation—illuminates a deeper structural tension in the refugee regime of the interwar period: a disjuncture between international legal frameworks and the political will or capacity to act on them. This thesis, therefore, examines the historical, legal, and political factors that contributed to the prolonged exclusion of Ottoman Greek Orthodox refugees in Soviet Russia from the population exchange process, despite their formal inclusion in the Lausanne framework. Why did Greece, after resettling over a million Anatolian and Pontic Greek refugees, fail to accommodate this smaller, clearly defined group? How did the Soviet Union’s evolving policies on nationality, migration, and minority control further complicate or preclude their mobility? What role did shifting diplomatic priorities and emerging Cold War trajectories play in foreclosing repatriation efforts? By tracing the intersecting forces of Greek state policy, Soviet internal repression, and the limitations of international refugee law, this study situates the fate of Ottoman Greek Orthodox refugees in Soviet Russia as a critical case within the broader history of statelessness, constrained mobility, and unrealized protection in the interwar era.
περισσότερα