Περίληψη
Η ταχεία αύξηση των εταιρικών μετασχηματισμών τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει στην μαζική αύξηση των λογιστικών υπολοίπων υπεραξίας στις εταιρικές οικονομικές καταστάσεις. Το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων το 2004 άλλαξε το λογιστικό πλαίσιο για την υπεραξία, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας των οικονομικών καταστάσεων με την εισαγωγή νέων εννοιών όπως η επιμέτρηση της εύλογης αξίας των μετασχηματιζόμενων εταιρειών καθώς και τον ετήσιο έλεγχο απομείωσης. Διάφορες εμπειρικές μελέτες διερευνούν κατά πόσον αυτές οι νέες πρακτικές πράγματι οδήγησαν σε ποιοτικότερη λογιστική πληροφόρηση μελετώντας την επίδρασή τους στις επενδυτικές αποφάσεις.Οι λογιστικές πληροφορίες θεωρούνται ποιοτικές όταν συνδέονται στατιστικά με τις τιμές/αποδόσεις μετοχών. Ωστόσο, οι ερευνητές ανέπτυξαν πρόσθετες έμμεσες μεθόδους για την μέτρηση της συνάφειας μέσω της εξέτασης της προβλεπτικής ικανότητας των λογιστικών πληροφοριών (Finger, 1994; Beisland, 2011). Επιπλέον, δεδομένου ότι η αγοραία αξία ...
Η ταχεία αύξηση των εταιρικών μετασχηματισμών τις τελευταίες δεκαετίες έχει οδηγήσει στην μαζική αύξηση των λογιστικών υπολοίπων υπεραξίας στις εταιρικές οικονομικές καταστάσεις. Το Συμβούλιο Διεθνών Λογιστικών Προτύπων το 2004 άλλαξε το λογιστικό πλαίσιο για την υπεραξία, με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας των οικονομικών καταστάσεων με την εισαγωγή νέων εννοιών όπως η επιμέτρηση της εύλογης αξίας των μετασχηματιζόμενων εταιρειών καθώς και τον ετήσιο έλεγχο απομείωσης. Διάφορες εμπειρικές μελέτες διερευνούν κατά πόσον αυτές οι νέες πρακτικές πράγματι οδήγησαν σε ποιοτικότερη λογιστική πληροφόρηση μελετώντας την επίδρασή τους στις επενδυτικές αποφάσεις.Οι λογιστικές πληροφορίες θεωρούνται ποιοτικές όταν συνδέονται στατιστικά με τις τιμές/αποδόσεις μετοχών. Ωστόσο, οι ερευνητές ανέπτυξαν πρόσθετες έμμεσες μεθόδους για την μέτρηση της συνάφειας μέσω της εξέτασης της προβλεπτικής ικανότητας των λογιστικών πληροφοριών (Finger, 1994; Beisland, 2011). Επιπλέον, δεδομένου ότι η αγοραία αξία των ιδίων κεφαλαίων δύναται να ορίζεται ως το άθροισμα των προ-εξοφλημένων κερδών, ένας άλλος τρόπος εκτίμησης της συνάφειας των λογιστικών πληροφοριών με τις χρηματιστηριακές τιμές και αποδόσεις είναι ικανότητα πρόβλεψης των μελλοντικών κερδών. Κατά συνέπεια μια έμμεση μέθοδος της αξιολόγησης της συνάφειας της υπεραξίας είναι η συμβολή αυτής στην πρόβλεψη των χρηματιστηριακών τιμών και αποδόσεων.Όσον αφορά την υπεραξία, αν και υπάρχουν μελέτες που κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι δεν συνδέονται με τις αγοραίες αποδόσεις ή συνδέονται μόνο υπό ορισμένες προϋποθέσεις, η πλειονότητα των ερευνών απέδειξαν ότι η υπεραξία παρουσιάζει μια στατιστικά σημαντική σχέση με τις χρηματιστηριακές τιμές και αποδόσεις. Ωστόσο, οι μελέτες επικεντρώθηκαν στις πλέον ανεπτυγμένες οικονομίες, όπως χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, του Καναδά και της Αυστραλίας τα λαμβανόμενο δείγματα περιορίζονται μόνο σε λίγα έτη. Επιπλέον, οι ερευνητές διερευνήσαν άμεσα την συνάφεια της υπεραξίας στα χρηματιστηριακά μεγέθη χωρίς οποιαδήποτε αναφοράς στη συνεισφορά της υπεραξίας στην πρόβλεψη αυτών των μεγεθών. Κατά συνέπεια, η παρούσα διατριβή εστιάζει στην Ελλάδα αξιολογώντας την ποιότητα πληροφόρησης της μακροπρόθεσμα. Αυτό επιτυγχάνεται με δύο τρόπου αφενός άμεσα εξετάζοντας την ύπαρξη στατιστικά σημαντικής σχέσης με τις χρηματιστηριακές τιμές και αποδόσεις και αφετέρου μέσω της αξιολόγησης της προβλεπτικής της ικανότητας στην εκτίμηση αυτών των μεγεθών.Σύμφωνα με την θεωρία της αντιπροσώπευσης (Meckling & Jensen, 1976) οι εταιρικές διοικήσεις ενδεχομένως να επιδιώκουν προσωπικούς στόχους εις βάρος των μετόχων. Ειδικότερα, σε περιόδους οικονομικής ύφεσης κατά τις οποίες οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βελτιώσουν τις οικονομικές επιδόσεις τους, η διοίκηση μπορεί να έχει περισσότερα κίνητρα για χειραγώγηση της εταιρικής κερδοφορίας. Καθότι, η λογιστική της υπεραξίας παρέχει πολλές επιλογές χειραγώγησης της εταιρικής κερδοφορίας προκύπτει το ερώτημα αν επηρεάζεται η συνάφεια αυτής με τις χρηματιστηριακές τιμές/αποδόσεις κατά την διάρκεια αυτής της οικονομικής ύφεσης. Η Ελλάδα αποτελεί μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, δεδομένου ότι αντιμετώπισε μια μακροπρόθεσμη κρίση χρέους με βαρύτερες οικονομικές συνέπειες σε σχέση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Επιπλέον, το γεγονός ότι το Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών σημείωσε μια τεράστια μείωση στην κεφαλαιοποίηση του και στο δείκτη τιμών μετοχών καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της κρίσης, συνιστά την Ελλάδα μια μοναδική περίπτωση για την εξέταση πιθανών μεταβολών της συνάφειας της υπεραξίας κατά την περίοδο αυτή. Κατά συνέπεια, η διατριβή αυτή είναι η πρώτη μελέτη που διερευνά κατά πόσον το λογιστικό περιεχόμενο των πληροφοριών της υπεραξίας μεταβάλλεται κατά τη διάρκεια της περιόδου οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα.Επιπλέον, ο ετήσιος έλεγχος απομείωσης απαιτεί από την εταιρική διοίκηση να συγκρίνει την λογιστική αξία των μονάδων δημιουργίας μετρητών με το ανακτήσιμη αξία της. Κατά συνέπεια, ο αποτελεσματικός ετήσιος έλεγχος απομείωσης υποδηλώνει ότι προοδευτικά λογιστικά υπόλοιπα της υπεραξίας διατηρούν την συνάφεια τους με την πάροδο του χρόνου, αντικατοπτρίζοντας την πραγματική οικονομική αξία των μονάδων αυτών. Επιπλέον, οι περισσότερες μελέτες σχετικά με τη συνάφεια της υπαραξίας εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο τα τρέχοντα λογιστικά υπόλοιπα υπεραξίας επηρεάζουν τις τιμές και αποδόσεις των μετοχών. Ωστόσο, το λογιστικό υπόλοιπο των υπεραξιών περιλαμβάνει το άθροισμα υπεραξιών από διάφορους εταιρικούς μετασχηματισμούς. Ως εκ τούτου, παρουσιάζει ενδιαφέρον να ερευνηθεί αν όντως οι επενδυτές έχουν μακροπρόθεσμο επενδυτικό ορίζονται και αξιολογούν παλαιότερα υπόλοιπα της υπεραξίας στην λήψη των αποφάσεων τους. Μελέτες σε μη ευρωπαϊκές χώρες παρείχαν στοιχεία που αποδεικνύουν ότι παλαιότερα λογιστικά υπόλοιπα της υπεραξίας χάνουν την συνάφεια τους με την πάροδο του χρόνου, δεδομένου ότι οι επενδυτές εκτιμούν τους εταιρικούς αυτούς μετασχηματισμούς ως αποτυχημένους και ο έλεγχος απομείωσης απέτυχε να αποτυπώσει την πραγματική οικονομική αξία των παλαιότερων λογιστικών υπολοίπων υπεραξίας με σκοπό την χειραγώγηση των κερδών. Η διατριβή αυτή διερευνά για πρώτη φορά την στατιστική συσχέτιση των παλαιότερων λογιστικών υπολοίπων της υπεραξίας με τις χρηματιστηριακές τιμές και αποδόσεις στην Ελλάδα. Η τρέχουσα διατριβή έχει ως στόχο να παρουσιάσει μια ολιστική προσέγγιση της υπεραξίας ερευνώντας και την φορολογική προέκταση αυτής στην Ελλάδα. Κατά συνέπεια η παρούσα μελέτη παρέχει μια κριτική επισκόπηση του φορολογικού πλαισίου της υπεραξίας στην Ελλάδα. Επιπλέον, παρά το γεγονός ότι η φορολόγηση της υπεραξίας δημιουργεί δημόσια έσοδα, μπορεί να θεωρηθεί ένα σοβαρό εμπόδιο για τους εταιρικούς μετασχηματισμούς και τις επενδύσεις εν γένει, διακυβεύοντας τη δημιουργία ομίλων εταιρειών και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και της οικονομικής ανάπτυξης. Η υπεραξία από φορολογική άποψη διαφέρει από την αντίστοιχη λογιστική, δεδομένου ότι επικεντρώνεται στα κέρδη από τη μεταβίβαση ολόκληρης εταιρείας ή τίτλων. Ειδικότερα, με την πάροδο του χρόνου, οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν θεσπίσει διάφορους νόμους υιοθετώντας καθεστώτα απαλλαγής από τη φορολογία της υπεραξίας προκειμένου να προωθηθούν οι συνενώσεις επιχειρήσεων μέσω της μείωσης των σχετικών φορολογικών υποχρεώσεων. Επιπλέον, το 2014 θεσπίστηκε ο νέος κώδικας φορολογίας εισοδήματος παρέχοντας πρόσθετα καθεστώτα απαλλαγής από τον φόρο υπεραξίας για συγκεκριμένους τύπους συνένωσης επιχειρήσεων συμμορφώνοντας με την ευρωπαϊκή οδηγία 2009/133/ΕΚ του Συμβουλίου. Ωστόσο, προηγούμενα καθεστώτα φοροαπαλλαγής, όπως τα νομοθετικό διάταγμα 1297/1972 και ο νόμος 2166/1993, έχουν αποτελέσει αντικείμενο κριτικής από συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες (ειδική έκθεση του Συνδέσμου Ελλήνων Βιομηχάνων, 2018) για την μη προσαρμογή στο νέο επιχειρηματικό περιβάλλον και στις ανάγκες των εταιρειών να συμμετάσχουν σε νέα είδη συνενώσεων επιχειρήσεων. Κατά συνέπεια, η τρέχουσα διατριβή εξετάζει εμπειρικά για πρώτη φορά την αποτελεσματικότητα των φορολογικών νομοσχεδίων απαλλαγής της φορολογίας υπεραξιών στην Ελλάδα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The rapid increase of business combinations over the last decades has led to the massive rise of goodwill accounting balances in the financial statements of companies. Consequently, the International Accounting Standard Board (IASB) changed in 2004 the accounting framework for goodwill, intending to improve financial statements reporting quality by introducing new concepts of goodwill accounting such as fair value measurement of acquired companies and annual impairment testing. Consequently, empirical studies are investigating whether or not these new concepts have actually led to qualitative financial reporting regarding goodwill, by measuring goodwill’s value relevance. Accounting information is value relevant when it is statistically associated with stock prices/returns. However, researchers developed additional indirect methods of measuring value relevance by examining the predictive ability of accounting information (Finger, 1994; Beisland, 2011). Furthermore, as the market value ...
The rapid increase of business combinations over the last decades has led to the massive rise of goodwill accounting balances in the financial statements of companies. Consequently, the International Accounting Standard Board (IASB) changed in 2004 the accounting framework for goodwill, intending to improve financial statements reporting quality by introducing new concepts of goodwill accounting such as fair value measurement of acquired companies and annual impairment testing. Consequently, empirical studies are investigating whether or not these new concepts have actually led to qualitative financial reporting regarding goodwill, by measuring goodwill’s value relevance. Accounting information is value relevant when it is statistically associated with stock prices/returns. However, researchers developed additional indirect methods of measuring value relevance by examining the predictive ability of accounting information (Finger, 1994; Beisland, 2011). Furthermore, as the market value of equity may be defined as the sum of the discounted earnings, another way of value relevance estimation of accounting information is by examining its predictive ability on future earnings. Additionally, as value relevant studies are investigating the statistical association of accounting elements with stock prices, another indirect method of goodwill’s value relevance may be defined by measuring goodwill’s predictive ability on future stock prices. As far as goodwill is concerned, although there are studies that provided evidence that it is not or only under certain conditions value relevant, the majority of researchers reached the conclusion that goodwill is statistically associated with stock prices. However, studies focused on the most developed economies such as central and northern European countries, Canada and Australia and their sample period is restricted only to very few years. Additionally, researchers directly investigated goodwill’s value relevance without making any reference to the contribution of goodwill on predicting corporate market equity prices and earnings. Consequently, focusing on Greece the current dissertation aims to evaluate the information content of goodwill during a long-term period. Additionally, this thesis examines the quality of goodwill accounting according to the International Financial Reporting Standards (IFRS) in Greece in two ways, by investigating its statistical association with stock prices as well as returns and by assessing its predictive ability on forecasting corporate stock prices and profitability. Agency theory (Meckling & Jensen, 1976) suggests that corporate management pursues opportunistic goals at the expense of shareholder’s wealth. Subsequently, during periods of economic downturn in which corporate struggle to improve their performance, corporate management may have more incentives to manipulate corporate profitability. Consequently, as goodwill provides many earnings management options to corporate leadership its value relevance may be affected during the crisis period. Greece provides an interesting case since it has faced a severe long-term debt crisis with heavier economic consequences than other Eurozone countries affected by that crisis. Additionally, the Athens Stock Exchange (ASE) has noted a vast decline of its market capitalization and share price index throughout this crisis period providing a unique environment to examine potential goodwill value relevance changes during that period. Consequently, this thesis is the first study that investigates whether or not goodwill’s information content is affected during the period of economic recession in Greece. Additionally, annual impairment testing requires corporate management to compare cash generating units’ carrying amount with its recoverable equivalent. Consequently, effective annual impairment testing implies that older goodwill accounting balances maintain their value relevance over time reflecting the true economic value of Cash Generating Units according to IFRS. Furthermore, most studies on the value relevance of goodwill examine how overall goodwill accounting balances affect equity prices and returns. However, aggregate goodwill accounting balances include goodwill purchased from different business combinations which took place at different years. Therefore, it would be of interest to investigate whether investors have a more long-term investment horizon and still value older goodwill accounting balances. Studies in non-European countries provided evidence that older goodwill accounting balances do not hold its value relevance over time, since investors perceive that anticipated benefits from business combinations were not achieved and impairment testing failed to reflect the true economic value of older goodwill accounting balances due to earnings management activities. This thesis investigates for the first time the statistical association of older goodwill accounting balances with stock prices/returns in a code-law European country such as Greece. The current dissertation aims to present a holistic approach of goodwill by analyzing goodwill from a taxation standpoint in Greece. Thus, the current study provides a critical review of the current state of goodwill taxation in Greece. Furthermore, even though goodwill taxation gives rise to public revenue, it may be considered to be a serious obstacle for business combinations and security investing in general, endangering the creation of groups of companies and the promotion of the competitiveness of corporates and economic growth. However, goodwill from a taxation standpoint differs from its accounting counterpart since it focuses on the corporate gains from the disposal of an entire company or securities. Over time, Greek Governments have passed several laws introducing goodwill tax-exemption schemes to promote business combinations by reducing relevant tax obligations. Additionally, in 2014 the new Greek income tax code introduced additional goodwill tax exemption schemes for specific business combination types complying with European Council Directive 2009/133/EC. However, previous tax-exemption schemes such as legislative decree No.1297/1972 and L.2166/1993 have been criticized by specific groups (Special Report of Hellenic Foundation of Enterprises, 2018) for not adapting to the new business environment and the contemporary needs of companies engaging in new business combination types. Thus, the current dissertation investigates for the first time the effectiveness of these goodwill tax exemption schemes on business combinations in Greece.
περισσότερα