Περίληψη
Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής είναι η εμπειρική διερεύνηση των επιδράσεων που ενδεχομένως ασκεί η χρήση νέων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) σε διάφορα οικονομικά αποτελέσματα, όπως η διαδικασία διαμόρφωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου, οι αποφάσεις σχετικά με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, την απασχόληση και την ανεργία καθώς και μηχανισμοί αναζήτησης εργασίας. Για την υλοποίηση του παραπάνω στόχου χρησιμοποιήθηκαν βάσεις μικρο-δεδομένων από την Ελλάδα, που εκτείνονται χρονικά από τις αρχές τη δεκαετίας του ’90 έως και σήμερα. Η ανάλυση των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η χρήση των νέων τεχνολογιών πληροφορικής σε ατομικό επίπεδο αναμένεται να εμπλουτίσει τη διαθέσιμη, εγχώρια και διεθνή, επιστημονική γνώση για τους μηχανισμούς επένδυσης και συσσώρευσης ανθρώπινου κεφαλαίου, αλλά και για τις επιπτώσεις που αυτοί οι μηχανισμοί μπορεί να έχουν στη λήψη αποφάσεων, σχετικά με τη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων (π.χ. χρόνος) στην αγορά εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ...
Αντικείμενο της διδακτορικής διατριβής είναι η εμπειρική διερεύνηση των επιδράσεων που ενδεχομένως ασκεί η χρήση νέων Τεχνολογιών Πληροφορικής και Επικοινωνιών (ΤΠΕ) σε διάφορα οικονομικά αποτελέσματα, όπως η διαδικασία διαμόρφωσης του ανθρώπινου κεφαλαίου, οι αποφάσεις σχετικά με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, την απασχόληση και την ανεργία καθώς και μηχανισμοί αναζήτησης εργασίας. Για την υλοποίηση του παραπάνω στόχου χρησιμοποιήθηκαν βάσεις μικρο-δεδομένων από την Ελλάδα, που εκτείνονται χρονικά από τις αρχές τη δεκαετίας του ’90 έως και σήμερα. Η ανάλυση των επιπτώσεων που μπορεί να έχει η χρήση των νέων τεχνολογιών πληροφορικής σε ατομικό επίπεδο αναμένεται να εμπλουτίσει τη διαθέσιμη, εγχώρια και διεθνή, επιστημονική γνώση για τους μηχανισμούς επένδυσης και συσσώρευσης ανθρώπινου κεφαλαίου, αλλά και για τις επιπτώσεις που αυτοί οι μηχανισμοί μπορεί να έχουν στη λήψη αποφάσεων, σχετικά με τη διαχείριση των διαθέσιμων πόρων (π.χ. χρόνος) στην αγορά εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρούσα διατριβή αναλύει, πέραν των τυπικών διαστάσεων της χρήσης νέων τεχνολογιών πληροφορικής (π.χ. πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και χρήση διαδικτύου), και άλλες διαστάσεις που σχετίζονται με τη συχνότητα χρήσης (π.χ. κατανομή χρόνου) και τον σκοπό χρήσης των νέων αυτών τεχνολογιών (π.χ. συμμετοχή σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Η διατριβή αποτελείται από τρία αυτοτελή δοκίμια που επικεντρώνονται στην ελληνική αγορά εργασίας.Το πρώτο κεφάλαιο της διατριβής αποτελείται από δυο μέρη. Αρχικά, αναλύεται η διαχρονική εξέλιξη των ποσοστών υιοθέτησης και χρήσης νέων τεχνολογιών πληροφορικής από τα νοικοκυριά στην Ελλάδα (1993-2019). Στη συνέχεια, διερευνάται η επίδραση που ενδεχομένως έχει η προσβασιμότητα των εφήβων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι σε διάφορα εκπαιδευτικά αποτελέσματα. Το θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης βασίζεται σε υποδείγματα συσσώρευσης ανθρώπινου κεφαλαίου και ανάπτυξης ψηφιακών δεξιοτήτων, όπου ο ρόλος της κατοχής ηλεκτρονικού υπολογιστή στο σπίτι καθίσταται ως εξωγενής μεταβλητή. Ο κύριος στόχος της έρευνας είναι να παρέχει ενδείξεις για το αναπτυσσόμενο ψηφιακό χάσμα και τις δυνητικές συνέπειές του για μελλοντικές ανισότητες, στην εκπαίδευση και στην αγορά εργασίας. Για λόγους ανάλυσης, στο πρώτο μέρος χρησιμοποιούνται μικρο- δεδομένα από τις Έρευνες Οικογενειακών Προϋπολογισμών (δημόσια αρχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής). Στο πλαίσιο αυτό εντοπίζονται τα νοικοκυριά εκείνα τα οποία έχουν αποκτήσει ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι και γίνεται προσπάθεια συσχέτισης των δαπανών του νοικοκυριού για νέες τεχνολογίες πληροφορικής με εκπαιδευτικές δαπάνες του ίδιου του νοικοκυριού. Εφαρμόζοντας γραμμικά υποδείγματα ανάλυσης παλινδρόμησης και μη-γραμμικά υποδείγματα ανάλυσης πιθανοτήτων βρέθηκε ότι η σχέση μεταξύ των δαπανών για εκπαίδευση και των δαπανών για νέες τεχνολογίες πληροφορικής είναι θετική και ανθεκτική σε μια σειρά από εμπειρικούς ελέγχους ανθεκτικότητας που πραγματοποιήθηκαν. Ωστόσο, η πιθανότητα μεροληψίας των αποτελεσμάτων, λόγω αδυναμίας πλήρους ελέγχου για τον ρόλο της ενδογένειας στην παραπάνω σχέση, αποτελεί μια πρόκληση η οποία αντιμετωπίζεται στο δεύτερο μέρος αυτού του κεφαλαίου. Για το σκοπό αυτό αξιοποιήθηκαν μικρο-δεδομένα για την Ελλάδα από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (δημόσια αρχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, 2003-2019) και υιοθετήθηκαν σύγχρονες μεθοδολογικές προσεγγίσεις για την ανάλυση διαστρωματικών χρονοσειρών (π.χ. μελέτη γεγονότων σε διαστρωματικές χρονοσειρές, panel event study). Τα εν λόγω υποδείγματα σταθερών επιδράσεων σε ατομικό επίπεδο διευκολύνουν την εξαγωγή κατάλληλων ανθεκτικών εκτιμητών που τεκμηριώνουν σχέσεις αιτιώδους συνάφειας μεταξύ των μεταβλητών (σε αντιδιαστολή με τις εκτιμήσεις για τη συσχέτιση μεταβλητών). Με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης προέκυψε ότι η πρόσβαση εφήβων σε ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι αποτελεί ένα γεγονός το οποίο έχει σημαντική επεξηγηματική ικανότητα στην ανάλυση της διακύμανσης των μελλοντικών εκπαιδευτικών αποτελεσμάτων. Για παράδειγμα, βρέθηκε ότι τα παιδιά που κατά την εφηβεία δεν έχουν πρόσβαση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι, έχουν 10 ποσοστιαίες μονάδες μεγαλύτερη πιθανότητα να εγκαταλείψουν το σχολείο σε σύγκριση με τα παιδιά που έχουν πρόσβαση. Επίσης, φαίνεται ότι τα έτη σχολικής εκπαίδευσης αυξάνονται στις επόμενες περιόδους μετά την έκθεση σε ηλεκτρονικό υπολογιστή στο σπίτι. Τα ευρήματα αυτής της ενότητας υποδηλώνουν ότι οι ανισότητες σχετικά με την πρόσβαση σε υπολογιστή μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά την ανάπτυξη του ανθρώπινου κεφαλαίου κατά την εφηβεία. Το δεύτερο κεφάλαιο της διατριβής επικεντρώνεται στον ρόλο της πρόσβασης στο διαδίκτυο στη λήψη αποφάσεων σχετικά με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Το θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης βασίζεται σε υποδείγματα ατομικής επιλογής όσον αφορά την υιοθέτηση του διαδικτύου και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι προεκτάσεις της συγκεκριμένης ανάλυσης αφορούν σε ζητήματα οικονομικής μεγέθυνσης και εισοδηματικής ανισότητας. Για λόγους ανάλυσης χρησιμοποιούνται μικρο-δεδομένα σε ατομικό επίπεδο για την Ελλάδα, από την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών (δημόσια αρχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, 2013-2022). Η εμπειρική ανάλυση εστιάζει στην πληθυσμιακή ομάδα των γυναικών και διερευνά το κατά πόσο οι αποφάσεις των γυναικών σχετικά με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας επηρεάζονται από την πρόσβαση στο διαδίκτυο. Υιοθετώντας τις υφιστάμενες και καλά τεκμηριωμένες εμπειρικές συναρτήσεις προσφοράς εργασίας γυναικών, στο κεφάλαιο αυτό γίνεται προσπάθεια εμπλουτισμού και επαύξησης αυτών των υποδειγμάτων με μεταβλητές που υποδεικνύουν με σαφήνεια τη χρονική στιγμή της απόκτησης πρόσβασης στο διαδίκτυο από το σπίτι. Στη συνέχεια υιοθετούνται σύγχρονες μικρο-οικονομετρικές στρατηγικές για την ανάλυση διαστρωματικών χρονοσειρών (panel event study) εφαρμόζοντας γραμμικά υποδείγματα πιθανότητας. Οι εκτιμήσεις αυτές συμπεριλαμβάνουν σταθερές επιδράσεις σε ατομικό επίπεδο με στόχο την αντιμετώπιση μεροληψίας λόγω της μη-παρατηρούμενης ετερογένειας που συχνά χαρακτηρίζει τις αποφάσεις για τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης προέκυψε ότι οι γυναίκες που αποκτούν πρόσβαση στο διαδίκτυο φαίνεται ότι αυξάνουν τα ποσοστά συμμετοχής στην αγορά εργασίας, στις περιόδους που έπονται της πρόσβασης. Το εύρημα αυτό φαίνεται να βρίσκεται σε συμφωνία με τις διαθέσιμες σχετικές μελέτες που εντοπίζονται στη διεθνή βιβλιογραφία. Ωστόσο η μεθοδολογία εκτίμησης που χρησιμοποιείται στην παρούσα διατριβή, δεν φαίνεται να έχει υιοθετηθεί από τις υπόλοιπες σχετικές μελέτες οι οποίες κατά κανόνα χρησιμοποιούν προσεγγιστικές μεταβλητές. Αξίζει να σημειωθεί ότι εξετάστηκε επίσης και ο βαθμός στον οποίο η συμμετοχή στην αγορά εργασίας επηρεάζει την απόκτηση πρόσβασης στο διαδίκτυο. Ωστόσο τα αποτελέσματα της οικονομετρικής ανάλυσης απέρριψαν την υπόθεση της αντίστροφης σχέσης αιτιώδους συνάφειας. Το τρίτο κεφάλαιο της διατριβής επικεντρώνεται στην ανάλυση του ρόλου που έχουν οι επιμέρους διαστάσεις της χρήσης του διαδικτύου στις αποφάσεις που σχετίζονται με την αγορά εργασίας. Η εμπειρική ανάλυση επικεντρώνεται στον τρόπο με τον οποίο τα άτομα χρησιμοποιούν το διαδίκτυο και ειδικότερα μελετάται ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνεται ο χρόνος που αφιερώνουν τα άτομα στο διαδίκτυο αλλά και οι επιμέρους δράσεις, όπως η χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Από θεωρητικής άποψης, η ανάλυση της κατανομής του διαθέσιμου χρόνου σχετικά με την αναζήτηση και την επεξεργασία της διαθέσιμης πληροφορίας αναμένεται να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων σχετικά με την αγορά εργασίας, δεδομένου ότι οι νέες τεχνολογίες πληροφορικής μειώνουν το κόστος αναζήτησης και διευρύνουν το φάσμα της διαθέσιμης πληροφορίας. Για λόγους ανάλυσης, χρησιμοποιούνται διαστρωματικά μικρο-δεδομένα σε ατομικό επίπεδο που αντλήθηκαν από την Έρευνα για τη Χρήση Τεχνολογιών Πληροφορίας και Επικοινωνίας (δημόσια αρχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, 2011-2022). Τα δεδομένα αυτά επιτρέπουν τον εντοπισμό των ατόμων εκείνων που βρίσκονται σε συγκεκριμένες καταστάσεις σχετικά με την αγορά εργασίας (απασχόληση, ανεργία, εκτός εργατικού δυναμικού) και ταυτόχρονα κατανέμουν τον χρόνο τους σχετικά με τη συχνότητα αλλά και το σκοπό χρήσης του διαδικτύου (π.χ. μέσα κοινωνικής δικτύωσης) με διαφορετικό τρόπο. Για λόγους εκτίμησης χρησιμοποιούνται γραμμικά και μη-γραμμικά υποδείγματα πιθανοτήτων. Από τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων προέκυψε ότι η συχνότητα χρήσης του διαδικτύου σχετίζεται θετικά με τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας και την απασχόληση. Επίσης, προέκυψε ότι η σχέση αυτή διαφοροποιείται σημαντικά με βάση το φύλο. Εξετάστηκε επίσης και ο ρόλος που έχει ενδεχομένως η συμμετοχή των ατόμων σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. facebook, twitter) στην αναζήτηση εργασίας. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δείχνουν ότι η εν λόγω σχέση είναι θετική και στατιστικά σημαντική, υποδηλώνοντας ότι η ανάγκη της επικοινωνίας και της αναζήτησης πληροφορίας σχετικά με την αναζήτηση εργασίας διευκολύνεται σημαντικά από τις υφιστάμενες νέες τεχνολογίες πληροφορικής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This doctoral dissertation delves into a comprehensive analysis of the adoption and impact of new Information and Communication Technologies (ICT) on various aspects of the economy, including the development of human capital, choices regarding labour market participation, employment, unemployment, and job searching methods. This research employs detailed datasets from Greece spanning from the early 1990s to the present. By examining how ICT affects individuals, it aims to contribute valuable insights to both national and global scientific knowledge, shedding light on how ICT influences the accumulation of human capital and how this, in turn, affects decision-making in the labour market, including how individuals allocate their time. Additionally, this dissertation extends beyond the usual aspects of ICT use, such as computer and internet access, to explore other dimensions like how often ICT is used and its purpose, such as social media engagement. The dissertation is composed of three ...
This doctoral dissertation delves into a comprehensive analysis of the adoption and impact of new Information and Communication Technologies (ICT) on various aspects of the economy, including the development of human capital, choices regarding labour market participation, employment, unemployment, and job searching methods. This research employs detailed datasets from Greece spanning from the early 1990s to the present. By examining how ICT affects individuals, it aims to contribute valuable insights to both national and global scientific knowledge, shedding light on how ICT influences the accumulation of human capital and how this, in turn, affects decision-making in the labour market, including how individuals allocate their time. Additionally, this dissertation extends beyond the usual aspects of ICT use, such as computer and internet access, to explore other dimensions like how often ICT is used and its purpose, such as social media engagement. The dissertation is composed of three distinct essays, each focusing on aspects of the Greek labour market.The first chapter of the dissertation consists of two parts. Initially, it analyses the historical evolution of adoption and usage rates of ICT by Greek households (1993-2019). Subsequently, it explores the potential impact of adolescents’ access to a personal computer at home on various educational outcomes. The theoretical framework of analysis is based on models of human capital accumulation and digital skill development, where the possession of a personal computer at home is treated as an exogenous variable. The main objective of this research is to provide insights into the growing digital divide and its potential consequences for future inequalities, both in education and subsequently within the labour market. In the first part, we use micro-data from the Household Budget Surveys, provided by the Hellenic Statistical Authority. Within this framework, households that have acquired a personal computer at home are identified, and efforts are made to correlate household expenditures on ICT with the household’s educational expenses. By applying linear regression models and non-linear probability analysis, it was found that the relationship between education expenditures and expenditures on ICT is positive and resilient to a series of robustness tests. However, the potential bias in the results due to the inability to fully control for endogeneity in the above relationship is a challenge addressed in the second part of this chapter. For this purpose, micro-data for Greece from the Income and Living Conditions Survey (public use files of the Hellenic Statistical Authority, 2003-2019) are utilised, and modern methodological approaches for the analysis of panel data (panel event studies) are adopted. The fixed effects models, at the individual level, facilitated the extraction of appropriate robust estimators, providing evidence of causal relationships between variables (as opposed to mere correlations). Based on the analysis results, it emerged that adolescents’ access to a personal computer at home is a significant explanatory factor in analysing the variation in future educational outcomes. For example, children who do not have access to a personal computer during adolescence are 10 percentage points more likely to drop out of school compared to children with access. Additionally, it appears that the years of schooling increase in the subsequent periods following exposure to a personal computer at home. The findings in this section imply that inequalities related to computer access can significantly impact human capital development during adolescence. The second chapter of the dissertation focuses on the role of internet access in decisions related to labour market participation. The theoretical framework for this analysis is based on models of individual choice, concerning internet adoption and labour market engagement. It is worth noting that the implications of this analysis relate to issues of economic growth and income inequality. For analytical purposes, micro-data, at the individual level, for Greece are utilised from the Income and Living Conditions Survey (public use files of the Hellenic Statistical Authority, 2013-2022). The empirical investigation specifically targets the demographic of women and explores whether women’s decisions, regarding labour market participation, are influenced by their access to the internet at home. Building upon existing and well-established empirical labour supply functions for women, this chapter seeks to enhance and expand these models by incorporating variables that clearly indicate the timing of internet access from home. Subsequently, modern micro-econometric strategies for analysing panel data (panel event studies) are adopted, utilising linear probability models. These estimations include individual fixed effects to address potential bias due to unobserved heterogeneity, that often characterises women’s decisions regarding labour market participation. Based on the analysis results, it is found that women who gain access to the internet tend to increase their labour market participation rates in the periods following the acquisition of internet access. This finding appears to align with the available relevant studies in international literature. However, it is worth noting that the estimation methodology employed in this dissertation does not seem to be commonly adopted by other related studies, which typically use approximate variables. Additionally, it was also examined the extent to which labour market participation affects the acquisition of internet access. Nevertheless, the results of the econometric analysis rejected the hypothesis of a reverse causal relationship. Chapter three of the dissertation focuses on analysing the role of specific dimensions of internet usage in decisions related to the labour market. The empirical analysis delves into how individuals utilise the internet, particularly examining how they allocate their time on the internet and their specific activities, such as the use of social media. From a theoretical perspective, the examination of how individuals allocate their available time for information search and processing is anticipated to have a substantial impact on decisions related to the labour market, given that ICTs reduce the cost of job search and broaden the scope of available information. For analytical purposes, micro-level data from the Survey on the Use of Information and Communication Technologies (public use files of the Hellenic Statistical Authority, 2011-2022) are used. This data allows for the identification of individuals in various labour market states (employment, unemployment, out of labour force) while simultaneously documenting their internet usage patterns differently (e.g. frequency and purpose of internet use). Linear and non-linear probability models are employed for estimation purposes. The results of the estimations reveal that the frequency of internet usage is positively related to labour market participation and employment. Moreover, this relationship varies significantly by gender. The analysis also explores the potentially influential role of individuals’ participation in social media platforms (e.g. Facebook, Twitter) in job search. The findings indicate that this relationship is positive and statistically significant, suggesting that the need for communication and information-seeking, related to job searching, is significantly facilitated by modern ICTs.
περισσότερα