Περίληψη
Αντικείμενο έρευνας της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής είναι οι ηθικές θεωρίες δύο σπουδαίων φιλοσόφων, του Αριστοτέλη και του John Stuart Mill, και μάλιστα οι απόψεις που αυτοί διατυπώνουν για την ηδονή και τη σχέση της με την ευδαιμονία και την ευτυχία αντίστοιχα. Σκοπός της έρευνας είναι η ανασυγκρότηση των περί ηδονής θεωριών των δύο φιλοσόφων και η αντιπαραβολή αυτών, προκειμένου να αναδειχθούν τα κοινά στοιχεία, οι διαφορές και οι πιθανές επιδράσεις του πρώτου στη σκέψη του δευτέρου. Στην εισαγωγή αναφέρεται ότι ο John Stuart Mill, ο οποίος έλαβε από μικρή ηλικία κλασική παιδεία, φαίνεται, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι ερευνητές, ότι στη θεώρησή του για την ευτυχία έχει επηρεασθεί από το αρχαίο ελληνικό ευδαιμονιστικό ιδεώδες και ιδιαίτερα από την αριστοτελική αντίληψη περί ευδαιμονίας. Οι εργασίες των ερευνητών αυτών αποτέλεσαν το βασικό ερέθισμα για περαιτέρω διερεύνηση του συγκεκριμένου θέματος. Η διατριβή αποτελείται από Πρόλογο, Εισαγωγή, δύο Μέρη, Κριτική επισκόπηση ...
Αντικείμενο έρευνας της παρούσης Διδακτορικής Διατριβής είναι οι ηθικές θεωρίες δύο σπουδαίων φιλοσόφων, του Αριστοτέλη και του John Stuart Mill, και μάλιστα οι απόψεις που αυτοί διατυπώνουν για την ηδονή και τη σχέση της με την ευδαιμονία και την ευτυχία αντίστοιχα. Σκοπός της έρευνας είναι η ανασυγκρότηση των περί ηδονής θεωριών των δύο φιλοσόφων και η αντιπαραβολή αυτών, προκειμένου να αναδειχθούν τα κοινά στοιχεία, οι διαφορές και οι πιθανές επιδράσεις του πρώτου στη σκέψη του δευτέρου. Στην εισαγωγή αναφέρεται ότι ο John Stuart Mill, ο οποίος έλαβε από μικρή ηλικία κλασική παιδεία, φαίνεται, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι ερευνητές, ότι στη θεώρησή του για την ευτυχία έχει επηρεασθεί από το αρχαίο ελληνικό ευδαιμονιστικό ιδεώδες και ιδιαίτερα από την αριστοτελική αντίληψη περί ευδαιμονίας. Οι εργασίες των ερευνητών αυτών αποτέλεσαν το βασικό ερέθισμα για περαιτέρω διερεύνηση του συγκεκριμένου θέματος. Η διατριβή αποτελείται από Πρόλογο, Εισαγωγή, δύο Μέρη, Κριτική επισκόπηση - Συμπεράσματα και Βιβλιογραφία. Το πρώτο Μέρος, που τιτλοφορείται «Ηδονή και ευδαιμονία στην αριστοτελική ηθική», αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο, με τίτλο «Η θεματοποίηση του προβλήματος της ηδονής από τον Αριστοτέλη», διερευνώνται οι λόγοι καθώς και οι επιδράσεις που ώθησαν τον Αριστοτέλη να ασχοληθεί με το πρόβλημα της ηδονής και να το εντάξει στην πρακτική του φιλοσοφία. Εν συνεχεία, στα τρία κεφάλαια που ακολουθούν, επιχειρείται η ανασυγκρότηση της αριστοτελικής ηδονολογίας με βάση κυρίως τα έργα Προτρεπτικός προς Θεμίσωνα, Ηθικά Ευδήμια και Ηθικά Νικομάχεια. Στο δεύτερο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο «Ο Προτρεπτικός προς Θεμίσωνα και οι ηδονές του φιλοσοφικού βίου» ο Αριστοτέλης επιχειρηματολογεί υπέρ της απαράμιλλης ηδύτητας της φιλοσοφικής δραστηριότητας. Η ηδονή προβάλλει εδώ ως δέλεαρ για τη στροφή μας στο φιλοσοφείν και ο μόνος τρόπος για να απολαύσει κανείς τις αληθείς και αγαθές ηδονές είναι να πορευθεί την οδό της φιλοσοφίας. Προκειμένου μάλιστα να υπερασπίσει τη θέση του αυτή, κάνει χρήση μιας εκλαϊκευμένης διατύπωσης της θεωρίας του για το ζεύγος δύναμις - ἐνέργεια. Ο Αριστοτέλης καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η τέλεια και ανεμπόδιστη ενέργεια, η θεωρητική δηλαδή ενέργεια, εμπεριέχει μέσα της «τὸ χαίρειν», γι’ αυτό και είναι, συγκριτικά με όλες τις άλλες ενέργειες, η ηδίστη. Στο τρίτο κεφάλαιο, που επιγράφεται «Τα Ηθικά Ευδήμια και η σύζευξη ηδονής και ευδαιμονίας», η ηδονή κατατάσσεται από τον Αριστοτέλη στα εσωτερικά αγαθά της ψυχής, πράγμα που σημαίνει ότι προσδίδει σε αυτή θετική αξία. Ο Αριστοτέλης αδυνατεί να συλλάβει την ευδαιμονία αποκομμένη από το στοιχείο της ηδονής. Παρόλα αυτά, απορρίπτει τον απολαυστικό βίο που βασίζεται στην άμετρη απόλαυση των σωματικών ηδονών που έχουν σχέση με την αίσθηση της αφής. Οι σωματικές ηδονές είναι επιτρεπτές και έχουν θέση στον ευδαίμονα βίο, όταν βιώνονται με μέτρο. Συνδέει επίσης τις ηθικές αρετές, τις αρετές δηλαδή του άλογου μέρους της ψυχής, με την ηδονή και τη λύπη και θεωρεί ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου διαμορφώνεται από τη στάση που αυτός υιοθετεί απέναντι σε συγκεκριμένες σωματικές ηδονές και λύπες, καθώς και από τον τρόπο που αυτός εκδηλώνει τα πάθη του, τα οποία υπάρχουν φύσει εντός της ψυχής και συνοδεύονται από αισθητική ηδονή ή λύπη. Στο τέταρτο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Τα Ηθικά Νικομάχεια και η φύση της ηδονής», εξετάζεται η φύση της ηδονής επί τη βάσει δύο βιβλίων των Ηθικών Νικομαχείων του Η’ (έβδομου, κεφ. 12-15) και του Κ’ (δέκατου, κεφ. 1-5). Στο έβδομο βιβλίο ο Αριστοτέλης απορρίπτει τον αντιηδονισμό του Σπεύσιππου και διατείνεται ότι δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε την ηδονή, όπως ο Πλάτων, ως «αἰσθητὴν γένεσιν» ή «κίνησιν» αλλά μάλλον ως ανεμπόδιστη ενέργεια «τῆς κατὰ φύσιν ἕξεως». Ισχυρίζεται μάλιστα ότι η ηδονή είναι κάτι αγαθό, αφού είναι το αντίθετο της λύπης, την οποία όλοι αποφεύγουμε ως κακό. Το ότι υπάρχουν κακές και επιζήμιες ηδονές δεν συνεπάγεται ότι η ηδονή εν γένει είναι κάτι το κακό, ούτε αποκλείει την περίπτωση κάποια συγκεκριμένη ηδονή να ταυτίζεται με το ύψιστο αγαθό. Το γεγονός επίσης ότι όλοι οι άνθρωποι και όλα τα ζώα αποζητούν την ηδονή αποτελεί ένδειξη ότι η ηδονή είναι κατά κάποιον τρόπο το «ἄριστον», το τελικό δηλαδή ανθρώπινο αγαθό. Η ευδαιμονία όμως στην αριστοτελική θεώρηση έχει ως βάση την ανεμπόδιστη ενέργεια, πράγμα που παραπέμπει στη σύγκλιση ευδαιμονίας και ηδονής στο έβδομο βιβλίο. Στο δέκατο βιβλίο των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι η ηδονή είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση. Οι άνθρωποι επιθυμούν και επιλέγουν ό,τι είναι ηδονικό και αποφεύγουν ό,τι προκαλεί λύπη. Για τη διαμόρφωση ενός ενάρετου χαρακτήρα είναι απαραίτητο ο άνθρωπος να εκπαιδεύεται από την παιδική του ηλικία να αντλεί ευχαρίστηση από το ηθικά ωραίο και λύπη από το ηθικά άσχημο. Ο Αριστοτέλης στο δέκατο βιβλίο ασκεί κριτική στην ηδονιστική θεωρία του Εύδοξου για να αποδείξει ότι η ηδονή δεν ταυτίζεται με το αγαθό. Στο βιβλίο αυτό δεν εξισώνει την ευδαιμονία με την ηδονή, αλλά δεν παύει να συνδέει τα δύο αυτά μεγέθη, καθώς όπως διατείνεται, η ηδονή «τελειοῖ» την ενέργεια, την τελειοποιεί δηλαδή ή την ολοκληρώνει, με αποτέλεσμα η ηδονή να εμφανίζεται ως κάτι που επιπροστίθεται στην ενέργεια ή ως απόρροια της ενέργειας, χωρίς όμως να αποτελεί εγγενές στοιχείο της. Στο τέλος του κεφαλαίου συζητούνται τα δύο είδη της αριστοτελικής ευδαιμονίας και υποστηρίζεται ότι ο Αριστοτέλης δεν θα πρέπει να θεωρηθεί θιασώτης του ηδονισμού και ότι δεν εμφορείται από το πνεύμα ενός εγωιστικού ευδαιμονισμού. Το δεύτερο Μέρος, που επιγράφεται «Ηδονή και ευτυχία στην ωφελιμιστική ηθική του John Stuart Mill», αποτελείται από επτά κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Πολιτικός ηδονισμός» αναφέρεται στην ανάδυση κατά τον 17ο αιώνα του φιλοσοφικού ρεύματος του πολιτικού ηδονισμού και παρουσιάζονται οι βασικότερες θέσεις των εκπροσώπων του ρεύματος αυτού, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και ο John Stuart Mill. Στο δεύτερο κεφάλαιο με τίτλο «Η αρχή της ωφέλειας στη μιλιανή ηθική» επιχειρείται η διασαφήνιση της έννοιας της αρχής της ωφέλειας ή της αρχής της μέγιστης ευτυχίας και του τρόπου με τον οποίο ο Mill συνδέει την αρχή αυτή με την ηδονή, ενώ στο τρίτο κεφάλαιο, που φέρει τον τίτλο «Φυσικό αίσθημα του καθήκοντος - Κοινωνικό αίσθημα», γίνεται εκτενής αναφορά στο αίσθημα της κοινωνικότητας που, σύμφωνα με τον Mill, χαρακτηρίζει την πλειονότητα των ανθρώπων και πάνω στο οποίο εδράζεται η δικαιολόγηση της αρχής της ωφέλειας. Στο τέταρτο κεφάλαιο, που τιτλοφορείται «Η μιλιανή τελειοκρατία», μελετάται το πρότυπο ατομικής τελείωσης, που προτείνει ο Mill, το οποίο στοχεύει στην καλλιέργεια του εαυτού και την αυτοανάπτυξη του ατόμου με την επίτευξη αριστειών ικανών να συνεισφέρουν στην ολοκλήρωση του ανθρώπου ως λογικού όντος. Στο πέμπτο κεφάλαιο που επιγράφεται «Ο μιλιανός ηδονισμός» εξετάζονται τόσο ο ηδονισμός του Mill και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που συνθέτουν την εικόνα του όσο και το πρότυπο ηθικής συμπεριφοράς που αυτός προκρίνει, δηλαδή τον επαρκή γνώστη, και τη σχέση του με την ηδονή. Ακολούθως, στο έκτο κεφάλαιο, με τίτλο «Στοιχεία που δρουν ενισχυτικά στην ατομική μας τελείωση και ευτυχία και προάγουν τη γενική ευτυχία», συζητείται η μεγάλη σημασία που προσδίδει ο Mill στην καλλιέργεια του χαρακτήρα και στην αρετή, όσον αφορά την προαγωγή της ατομικής και της γενικής ευτυχίας, σημασία που είναι ενδεικτική της επίδρασης που έχει ασκήσει στη σκέψη του η αρχαία ελληνική φιλοσοφία και η αριστοτελική ηθική. Τέλος, στο τελευταίο κεφάλαιο, που επιγράφεται «Το “ψηφιδωτό” της ευτυχίας», επιχειρείται να προσδιορισθεί σε τι συνίσταται η ευτυχία κατά τον Mill και ποια είναι ακριβώς η σχέση ευτυχίας και ηδονής. Στην «Κριτική επισκόπηση - Συμπεράσματα» επιχειρείται η αντιπαραβολή των θεωριών για την ηδονή των δύο φιλοσόφων και η ανάδειξη ομοιοτήτων, διαφορών και αναλογιών ανάμεσά τους. Μεταξύ άλλων, αναδεικνύονται: α) Μία αναλογία ανάμεσα στον επαρκή γνώστη του Mill και στον φρόνιμο του Αριστοτέλη. Ο επαρκής γνώστης έχει κατά μία έννοια πρακτική σοφία και δύναται ως εκ τούτου να έχει ορθή κρίση για το τι είναι πραγματικά ηδονικό, όπως στον Αριστοτέλη την ορθή κρίση για το ηδονικό και το αγαθό την έχει ο φρόνιμος. β) Η επίδραση του Αριστοτέλη στον Mill, καθώς ο Mill εισάγοντας ως δεύτερο κριτήριο ηθικότητας την πρόθεση του δρώντος ουσιαστικά έχει κατά νου τις αριστοτελικές καλές έξεις, τις σταθερές προδιαθέσεις του χαρακτήρα, βάσει των οποίων το άτομο ενεργεί κατά τρόπο που να συμβάλλει στην ευδαιμονία του, αλλά και στο ευ ζην του συνόλου. γ) Η ομοιότητα των δύο φιλοσόφων όσον αφορά τον κοινωνικό χαρακτήρα των θεωριών τους, καθώς η αρχή της ωφέλειας στον Mill, που αποσκοπεί στην προαγωγή της ατομικής αλλά και της γενικής ευτυχίας, μπορεί να παραλληλισθεί με τις απόψεις του Αριστοτέλη για τον ενάρετο, ο οποίος ασκεί τις αρετές προς όφελος των άλλων καθώς και με την αριστοτελική αντίληψη για την αρετή ως δύναμη ευεργετική προς τους άλλους ανθρώπους. δ) Η κοινή αντίληψη και των δύο φιλοσόφων για τον άνθρωπο ως ένα ενεργητικό και προοδευτικό ον, που εντός της κοινότητας αναπτύσσει αρετές και αριστείες, εξελίσσεται και ολοκληρώνεται ως ύπαρξη και δρα λαμβάνοντας υπόψη τόσο το ατομικό όσο και το γενικό καλό.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This dissertation focuses on the moral theories of Aristotle and John Stuart Mill and particularly it examines in depth the views they develop about pleasure and its relationship to eudaimonia and happiness, respectively. The theories on pleasure of these two great philosophers are reconstructed and compared in order to come to light the common elements, the differences and the possible effects of Aristotle on John Stuart Mill’s thought. This dissertation consists of Prologue, Introduction, two Parts, Critical Review - Conclusions and Bibliography. In the Introduction is stated that John Stuart Mill, who received a classical education from his early childhood, seems that in his view of happiness he has been influenced by the ancient Greek eudaimonistic ideal and especially by the Aristotelian concept of eudaimonia as some researchers argue. The work of these researchers was the main incentive to deal with this specific topic. The first Part, entitled "Pleasure and Eudaimonia in ...
This dissertation focuses on the moral theories of Aristotle and John Stuart Mill and particularly it examines in depth the views they develop about pleasure and its relationship to eudaimonia and happiness, respectively. The theories on pleasure of these two great philosophers are reconstructed and compared in order to come to light the common elements, the differences and the possible effects of Aristotle on John Stuart Mill’s thought. This dissertation consists of Prologue, Introduction, two Parts, Critical Review - Conclusions and Bibliography. In the Introduction is stated that John Stuart Mill, who received a classical education from his early childhood, seems that in his view of happiness he has been influenced by the ancient Greek eudaimonistic ideal and especially by the Aristotelian concept of eudaimonia as some researchers argue. The work of these researchers was the main incentive to deal with this specific topic. The first Part, entitled "Pleasure and Eudaimonia in Aristotle's Ethics", consists of four chapters. The first chapter titled "Aristotle's Thematization of the Problem of Pleasure" constitutes an introductory chapter in which the reasons that prompted Aristotle to deal with the problem of pleasure and to include it in his practical philosophy are examined. In the three consequent chapters, a critical reconstruction of Aristotle’s theory of pleasure is attempted, which is based mainly on his works Protrepticus to Themison, Eudemian Ethics and Nicomachean Ethics. In the second chapter, denominated "Protrepticus to Themison and the Pleasures of Contemplative Life", Aristotle argues about the unique pleasantness of the philosophical life. In order to defend this position he makes use of a popularized form of his theory on potentiality and actuality. He concludes that perfect and unimpeded activity contains in itself pleasure. This entails that the activity of contemplation must be the most pleasant. In the third chapter entitled "Eudemian Ethics and the Conjunction of Pleasure and Eudaimonia", pleasure is classified by Aristotle among the internal goods of the soul which means that he ascribes to it a positive value. Aristotle cannot conceive eudaimonia without the element of pleasure. However, he rejects the life of enjoyment which is based on the sense of touch. Sensual pleasures are acceptable if they are under the control of reason. He also connects the moral virtues, which are the virtues of the irrational part of the soul, with pleasure and pain. Aristotle is convinced that a man’s character is determined by the stance he adopts towards certain physical pleasures and pains as well as by the way he expresses his passions. The fourth chapter which bears the title "Nicomachean Ethics and the Nature of Pleasure", the nature of pleasure is examined on the basis of two books of the Nicomachean Ethics: book Η’ (seventh, ch. 12-15) and book Κ’ (tenth, ch. 1-5). In the seventh book Aristotle rejects Speusippus’ antihedonism and denies the Platonic doctrine according to which pleasure is the perceptible replenishment of a lack or a process of generation. He defines pleasure as the “unimpeded activity of a disposition in its natural state” and argues that pleasure is something good, since its opposite, pain, is generally considered as something bad. Even though most pleasures are bad, nothing prevents a certain pleasure to be the good. The fact that all (man and animals) pursue pleasure, it could be an indication that pleasure is in a way the supreme human good. Eudaimonia is also an unimpeded activity, which entails that eudaimonia and pleasure coincide and that Aristotle in seventh book endorses hedonism. In the tenth book of the Nicomachean Ethics Aristotle maintains that pleasure is inextricably interwoven with human race. Human beings desire and choose what gives them pleasure and avoid what is painfull. For the formation of a virtuous character it is necessary to educate man from early childhood to enjoy and hate the right things. Αristotle in the tenth book criticizes Eudoxus’ hedonistic theory in order to prove that pleasure is not identical with the good. Aristotle does not identify in this book eudaimonia with pleasure, but he does not cease to combine these two elements by supporting that pleasure accompanies and perfects the eudaimonistic activity. At the end of the chapter the two kinds of Aristotelian eudaimonia are discussed. The second Part, entitled "Pleasure and Happiness in John Stuart Mill's Utilitarian Ethics", consists of seven chapters. The first chapter titled "Political Hedonism" refers to the emerge in the 17th century of the philosophical current of political hedonism and presents the main positions of the representatives of this current. In the second chapter, entitled "The Principle of Utility in Millian Ethics", an attempt is made to clarify the concept of “the principle of utility” or “the greatest happiness principle” and the way in which Mill connects it with pleasure. The third chapter, denominated "Natural Feeling of Duty - Social Feeling" deals with the social feeling which, according to Mill, characterizes the majority of people and justifies the principle of utility. In the fourth chapter titled "Millian Perfectionism" the model of individual perfection proposed by Mill is examined. This model aims at the cultivation of the self and the self-development of the individual by achieving excellences capable of contributing to the completion of human being. The fifth chapter, entitled "Millian Hedonism", refers to Mill's qualitative hedonism and its specific characteristics. Special emphasis is given to the competent agent as the model of moral behavior who is able to choose and appreciate ways of life that offer higher and spiritual pleasures. The sixth chapter denominated "Elements that Enhance Individual Fulfillment and Happiness and Promote General Happiness" discusses the great importance that Mill assigns to the excellence of individuality and to the cultivation of character and virtues in the promotion of individual and general happiness which is indicative of the influence that ancient Greek philosophy and Aristotelian ethics had exerted upon his thought. Finally, the last chapter entitled "The Mosaic of Happiness" analyses Mill’s concept of happiness and its relationship with pleasure. In the Critical Review - Conclusions the comparison of Aristotle’s and Mill’s theory of pleasure highlights important similarities and analogies between them. Among other things, it emerges: a) An analogy between Mill's competent agent who has in a sense practical wisdom and is therefore able to have a correct judgment about what is truly pleasant, as in Aristotle the prudent person (φρόνιμος) has the correct judgment about the pleasant and the good (ἀγαθόν). b) Aristotle's influence on Mill, since Mill, by introducing as a second criterion of morality the intention of the moral agent, essentially has in mind Aristotle’s stable dispositions of the character (ἕξεις) based on which the individual acts in such a way as to contribute to his happiness and to the well-being of the whole. c) The similarity of the two philosophers regarding the social character of their theories, as Mill's utility principle resembles Aristotle's views such as that the best man exercises his virtue towards another and that moral virtue is a capability of bestowing benefits upon others and d) The common view of the two philosophers about the individual who has mastered the highest good as an active being who, within the community, develops virtues and excellences, evolves, completes himself as a human being and acts taking into account the good of the whole.
περισσότερα