Περίληψη
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτελεί το ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό πρόγραμμα ERASMUS+ και η μέσω αυτού προώθηση της κινητικότητας των νέων Ευρωπαίων και της μεταξύ τους διασύνδεσης ως αναπόσπαστες αξίες του σύγχρονου «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής». Η έρευνα διεξήχθει στα έτη 2016 με 2020 και τοποθετείται χρονικά στο απόγειο της αναγνώρισής του ως «το πιο επιτυχημένο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αναγνώρισης η οποία εκφράστηκε εμφατικά μέσα από την καμπάνια εορτασμού των τριάντα του χρόνων το 2017. Έκτοτε, η ενίσχυση του ERASMUS+ εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ιδιαίτερα από την στιγμή που θεωρήθηκε ότι συμβάλλει δραστικά στις σύγχρονες ευρωπαϊκές προκλήσεις ως ένα εργαλείο ευρείας συναίνεσης στην υπηρεσία του αδιάκοπου έργου της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Αποδεχόμενη την άποψη ότι το ευρωπαϊκό πρόγραμμα αποτελεί, πράγματι, ένα από τα πιο επιτυχημένα μέσα άσκησης ευρωπαϊκής πολιτικής, απομακρύνομαι από τα επικρατέστερα ερευνητικά ερωτήματα που α ...
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτελεί το ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό πρόγραμμα ERASMUS+ και η μέσω αυτού προώθηση της κινητικότητας των νέων Ευρωπαίων και της μεταξύ τους διασύνδεσης ως αναπόσπαστες αξίες του σύγχρονου «ευρωπαϊκού τρόπου ζωής». Η έρευνα διεξήχθει στα έτη 2016 με 2020 και τοποθετείται χρονικά στο απόγειο της αναγνώρισής του ως «το πιο επιτυχημένο πρόγραμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης», αναγνώρισης η οποία εκφράστηκε εμφατικά μέσα από την καμπάνια εορτασμού των τριάντα του χρόνων το 2017. Έκτοτε, η ενίσχυση του ERASMUS+ εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ιδιαίτερα από την στιγμή που θεωρήθηκε ότι συμβάλλει δραστικά στις σύγχρονες ευρωπαϊκές προκλήσεις ως ένα εργαλείο ευρείας συναίνεσης στην υπηρεσία του αδιάκοπου έργου της ευρωπαϊκής οικοδόμησης. Αποδεχόμενη την άποψη ότι το ευρωπαϊκό πρόγραμμα αποτελεί, πράγματι, ένα από τα πιο επιτυχημένα μέσα άσκησης ευρωπαϊκής πολιτικής, απομακρύνομαι από τα επικρατέστερα ερευνητικά ερωτήματα που αμφιταλαντεύονται για αυτήν του την επιτυχία. Αντίθετα, θέτω στο επίκεντρο το ευρύ φάσμα των εμπλεκόμενων που αναλαμβάνουν ευχαρίστως ένα μέρος της διακυβέρνησης του προγράμματος, μέσα από πρωτοβουλίες που στοχεύουν στην προβολή, την αναβάθμιση, την υπεράσπιση, την βιωσιμότητα και την υποστήριξή του. Συνεπώς, η σημαντικότερη συμβολή της παρούσας διατριβής είναι η ανάδειξη και μελέτη τόσο των εθελούσια οργανωμένων όσο και των άτυπων «εταίρων» που εμπλέκονται στην «ήπια διακυβέρνηση» του προγράμματος και κρατούν άσβεστη την επιθυμία για «περισσότερο και μεγαλύτερο ERASMUS+». Πιο συγκεκριμένα, είναι η ανάδειξη της διάχυτης θετικότητας με την οποία παρουσιάζεται και προωθείται το ERASMUS+ από ένα μεγάλο μέρος ακαδημαϊκών, φορέων της ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών, συντονιστών εράσμους, επιχειρηματιών, εθελοντών, ακτιβιστών, vloggers και influensers ερασμιτών που καταφέρνουν να ενεργοποιούν και να επικαιροποιούν το ενδιαφέρον γύρω από το πρόγραμμα.Το πρόγραμμα σπάνια παρουσιάζεται ως μια «πολιτική πρωτοβουλία», ακόμα και μέσα στους κύκλους των Ευρωπαίων Αξιωματούχων. Αντίθετα, παρουσιάζεται ως εάν αποτελεί ένα «κοινό αγαθό», μια «μεταμορφωτική ευκαιρία», ένα «σύμβολο» της νέας γενιάς, ακόμα και ως ένα νέο «lifestyle» που προσδιορίζεται από την επιθυμία για διαρκή «προσωπική ανάπτυξη» ή τουλάχιστον ως μια «στρατηγική επιβίωσης» και προσωπικής «ανθεκτικότητας». Συνεπώς, στην παρούσα διατριβή το ERASMUS+ εξετάζεται ως ένα παράδειγμα μελέτης της στόχευσης των πολιτικών της Ε.Ε. προς μια «ηθική επιμέλειας» του ιδανικού Ευρωπαίου πολίτη. Επιπλέον, αναδεικνύεται η αντίληψη που επικρατεί στους κόλπους όλων όσων «εξειδικεύονται» στην «εμπειρία εράσμους», συμπεριλαμβανομένων των ερασμιτών ότι «πρακτικά τα πάντα» στην «εμπειρία εράσμους», θετικά ή αρνητικά, αξιολογούνται ως πιθανά οφέλη. Υποστηρίζω λοιπόν ότι η «εμπειρία εράσμους» εξακολουθεί να βιώνεται ως μια «ευκαιρία» απόκτησης «ήπιων» δεξιοτήτων ακόμα και άνευ κινητικότητας, μέσα από πρωτοβουλίες που επικαλούνται τον εκσυγχρονισμό του προγράμματος μέσω της ψηφιακής του μετάβασης, μέσα από προγράμματα «εικονικών ανταλλαγών» ή «μικτής» κινητικότητας (blended mobility) και μέσα από διαδικτυακές πλατφόρμες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα οποία αντιμετωπίζω ως ένα «ζωντανό» και ανατροφοδοτούμενο «πεδίο» θετικών αποτυπωμάτων και εντυπώσεων για το πρόγραμμα. Επιπλέον, υποστηρίζω ότι ακόμα και αν η «εμπειρία εράσμους» βιώνεται πρωτίστως ως μια εξατομικευμένη εμπειρία, το ERASMUS+ καταφέρνει να λειτουργεί ως ένα δυνατό «χαρτί διαπραγμάτευσης», αφού η Επιτροπή, τα πανεπιστήμια, η «ερασμίτικη» κοινωνία των πολιτών αλλά και οι ίδιοι οι ερασμίτες παρουσιάζονται να μάχονται από κοινού για ένα ERASMUS+ «για όλους».
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This PhD Thesis investigates the European education programme ERASMUS+ as a means to promote youth mobility and the imperative to connect, towards the consolidation of a “European way of life”. The research was conducted in the years 2016 to 2020 at the peak of the programme’s recognition as “the most successful European programme” during its thirty years anniversary campaign in 2017. Since then, the programme’s development is still perceived as an EU top priority, since it is considered to drastically contribute to Europe’s resilience and provide consensus for further European integration.Confirming that ERASMUS+ is indeed one of the most successful European policies, this Thesis does not follow the prevailing research questions and ambiquities and instead draws attention to the large network of the programme’s stakeholders willing to take over part of the programme’s governance, through initiatives aimed towards its promotion, upscaling, defence, sustainability and support. Therefore ...
This PhD Thesis investigates the European education programme ERASMUS+ as a means to promote youth mobility and the imperative to connect, towards the consolidation of a “European way of life”. The research was conducted in the years 2016 to 2020 at the peak of the programme’s recognition as “the most successful European programme” during its thirty years anniversary campaign in 2017. Since then, the programme’s development is still perceived as an EU top priority, since it is considered to drastically contribute to Europe’s resilience and provide consensus for further European integration.Confirming that ERASMUS+ is indeed one of the most successful European policies, this Thesis does not follow the prevailing research questions and ambiquities and instead draws attention to the large network of the programme’s stakeholders willing to take over part of the programme’s governance, through initiatives aimed towards its promotion, upscaling, defence, sustainability and support. Therefore, the Thesis strongest contribution is the manifestation and the investigation of the organized, voluntary and/or informal “partners” who actively engage with the programe’s “soft” governance and keep the desire for “more and bigger ERASMUS+” alive. Specifically, it is the manifestation of the widespread positivity that defines the programme’s promotion by a big part of academics, civil society, coordinators, entrepreuneurs, volunteers, activists, vloggers and influencers, who manage to consistently activate and update the programme’s enthusiasm.The programme is rarely presented as a political initiative even among the European Officials. Instead, it is presented as a common good, a transformative experience, a symbol of the new generation and even as a new lifestyle characterized by the deisire for lifelong personal development or at least as a survival strategy and personal resilience. Therefore, the thesis investigates ERASMUS+ as a case study that reveals the art of European governance and of its policies aiming towards self-governed European citizens. Additionaly, it emphasizes the dominant notion among the programme’s experts, including Erasmus students themselves, that practically everything within erasmus experience, whether positive or negative, is assessed as a possible benefit. Therefore, I argue that erasmus experience continues to be performed as an opportunity to develop “soft” skills even without mobility and through initiatives that claim he programme’s modernization through its digital transition, through virtual exchanges, blended mobility and through online platforms and social media networks, which I treat as a live and self-generated field of the programme’s positive footprint and impressions. In addition, I argue that, even if erasmus experience is practiced predominately as an individualized experience, ERASMUS+ continues to work as a strong bargaining chip since the Commission, the universities, the erasmus civil society and of course the Erasmus students themselves, are presented to fight collectively for an ERASMUS+ for all.
περισσότερα