Συγκριτική ανάλυση ευαισθησίας και ειδικότητας των κριτηρίων ταξινόμησης και συσχέτιση με την πρόγνωση νόσου σε ασθενείς με Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο
Περίληψη
Εισαγωγή: Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) είναι ένα χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα που προσβάλλει κυρίως γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη κλινική ετερογένεια καθώς μπορεί να προσβάλλει σχεδόν οποιοδήποτε όργανο με ποικίλους τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό σοβαρότητας. Η νόσος έχει εναλλασσόμενες περιόδους εξάρσεων και υφέσεων, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε μη-αναστρέψιμη βλάβη/ δυσλειτουργία των οργάνων ως συνέπεια της χρόνιας φλεγμονής, της χρήσης κορτικοστεροειδών και των συννοσηροτήτων. Λόγω του ευρέος φάσματος εκδηλώσεων της νόσου, η έγκαιρη διάγνωση και κατά συνέπεια, η έγκαιρη αντιμετώπιση, αποτελεί σημαντική πρόκληση, η οποία περιπλέκεται περαιτέρω από την απουσία επίσημων διαγνωστικών κριτηρίων. Αντί αυτού, υπάρχουν κριτήρια ταξινόμησης (classification criteria) τα οποία βασίζονται στον συνδυασμό κλινικών και εργαστηριακών / ανοσολογικών ευρημάτων. Παρόλο που τα κριτήρια αυτά αναπτύχθηκαν με σκοπό την επιλογή ομοιογενών πληθυσμών ασθενών στα πλαίσια επιδ ...
Εισαγωγή: Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) είναι ένα χρόνιο αυτοάνοσο νόσημα που προσβάλλει κυρίως γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Χαρακτηρίζεται από μεγάλη κλινική ετερογένεια καθώς μπορεί να προσβάλλει σχεδόν οποιοδήποτε όργανο με ποικίλους τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό σοβαρότητας. Η νόσος έχει εναλλασσόμενες περιόδους εξάρσεων και υφέσεων, ενώ μπορεί να οδηγήσει σε μη-αναστρέψιμη βλάβη/ δυσλειτουργία των οργάνων ως συνέπεια της χρόνιας φλεγμονής, της χρήσης κορτικοστεροειδών και των συννοσηροτήτων. Λόγω του ευρέος φάσματος εκδηλώσεων της νόσου, η έγκαιρη διάγνωση και κατά συνέπεια, η έγκαιρη αντιμετώπιση, αποτελεί σημαντική πρόκληση, η οποία περιπλέκεται περαιτέρω από την απουσία επίσημων διαγνωστικών κριτηρίων. Αντί αυτού, υπάρχουν κριτήρια ταξινόμησης (classification criteria) τα οποία βασίζονται στον συνδυασμό κλινικών και εργαστηριακών / ανοσολογικών ευρημάτων. Παρόλο που τα κριτήρια αυτά αναπτύχθηκαν με σκοπό την επιλογή ομοιογενών πληθυσμών ασθενών στα πλαίσια επιδημιολογικών ή κλινικών μελετών, χρησιμοποιούνται ευρέως στην κλινική πράξη και για τη διάγνωση της νόσου.Τα πλέον διαδεδομένα κριτήρια ταξινόμησης είναι αυτά του Αμερικανικού Κολλεγίου Ρευματολογίας (ACR-1997). Αποτελούνται από 11 κλινικές και ανοσολογικές εκδηλώσεις της νόσου και προκειμένου να ταξινομήσουν έναν ασθενή ως ΣΕΛ, απαιτούν την ύπαρξη τουλάχιστον 4 από αυτές. Παρά την ευκολία στη χρήση τους, έχουν χαμηλή ευαισθησία για σοβαρές μορφές της νόσου, ενώ μπορούν να ταξινομήσουν ως ΣΕΛ ασθενείς με αμιγώς ήπιες βλεννογονο-δερματικές εκδηλώσεις. Επιπλέον, απουσιάζουν αρκετές εκδηλώσεις από ορισμένα όργανα/ συστήματα (π.χ. νευρικό, αιμοποιητικό), με συνέπεια τη καθυστέρηση της διάγνωσης. Το 2012, η ομάδα Systemic Lupus International Collaborating Clinics (SLICC) πρότεινε νέα κριτήρια ταξινόμησης, τα οποία απαιτούν ≥4 από 17 εκδηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον μίας κλινικής και μίας ανοσολογικής εκδήλωσης της νόσου, ή εναλλακτικά, αποδεδειγμένη με βιοψία νεφρίτιδα του λύκου με ύπαρξη θετικών αντιπυρηνικών αντισωμάτων (ΑΝΑ) ή αντισωμάτων έναντι διπλής έλικας του DNA (anti-dsDNA). Τα κριτήρια αυτά πλεονεκτούν καθώς περιλαμβάνουν περισσότερες κλινικές και ανοσολογικές εκδηλώσεις της νόσου. Παρόλο που έχουν υψηλότερη ευαισθησία (92-97% έναντι του 77-92%), υστερούν σημαντικά ως προς την ειδικότητα (74-88% έναντι 91-96%) σε σχέση με τα ACR κριτήρια. Οι περιορισμοί αυτοί οδήγησαν στην πρόσφατη (2019) συνεργασία των EULAR / ACR για την εισαγωγή ενός νέου συνόλου κριτηρίων ταξινόμησης. Τα νέα κριτήρια προϋποθέτουν την ύπαρξη θετικού τίτλου ANA ως κριτηρίου εισόδου, σε συνδυασμό με μια σειρά από κλινικά και ανοσολογικά κριτήρια, τα οποία έχουν διαφορετική βαρύτητα για τον υπολογισμό του συνολικού βαθμού που θα εντάσσει τον ασθενή ως πάσχων ή μη από ΣΕΛ. Κατά πόσον τα νέα κριτήρια ταξινόμησης επιτρέπουν την πιο έγκαιρη ταξινόμηση ασθενών με ΣΕΛ, με ανώτερη ευαισθησία και ειδικότητα σε σύγκριση με τα κριτήρια ACR και SLICC, επιτρέποντας τη χρήση τους στην κλινική πράξη ως βοήθημα για τη διάγνωση δεν είναι σαφές. Για το σκοπό αυτό, αρχικά αξιολογήσαμε τη συγκριτική απόδοση των τριών κριτηρίων ταξινόμησης του ΣΕΛ σε μια μεγάλη ομάδα ασθενών με πρώιμη διάγνωση ΣΕΛ ή άλλων ρευματολογικών παθήσεων, από την κοινότητα έως την τριτοβάθμια περίθαλψη. Εξετάσαμε επίσης ποια κριτήρια επιτρέπουν την έγκαιρη ταξινόμηση και αν αυτό έχει επιπτώσεις στη σοβαρότητα της νόσου. Στη συνέχεια, με βάση τα χαρακτηριστικά της κοορτής μας, προτείναμε τροποποιήσεις στους αλγόριθμους των κριτηρίων ταξινόμησης για να διασφαλίσουμε τον υψηλότερο συνδυασμό ευαισθησίας και ειδικότητας, επιτρέποντας έτσι την έγκαιρη ταξινόμηση και θεραπεία ασθενών με δυνητικά υψηλό φορτίο ασθένειας.Παρά την υψηλή ευαισθησία και ειδικότητα των υπαρχόντων και τροποποιημένων κριτηρίων, η ανάπτυξη βελτιστοποιημένων κριτηρίων ταξινόμησης (ή διάγνωσης) που θα περιλαμβάνει όλους τους ασθενείς με κλινικά σημαντική νόσο, ενώ θα αποκλείει τα υγιή ή με άλλη νόσο άτομα, παραμένει ένας σημαντικός και ανεκπλήρωτος στόχος. Κατά τη διάρκεια της διατριβής επιχειρήσαμε να καλύψουμε αυτό το κενό με τη δημιουργία ενός κλινικά εφαρμόσιμου αλγόριθμου για την εκτίμηση πιθανότητας διάγνωσης του ΣΕΛ με βάση τις συχνές εκδηλώσεις της νόσου. Πιο ειδικά, με τη χρήση εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης και συγκεκριμένα, με τεχνικές μηχανικής μάθησης (ML) δημιουργήσαμε και επικυρώσαμε ένα νέο μοντέλο πρόβλεψης για τον Συστηματικό Ερυθηματώδη Λύκο, το οποίο βασίστηκε στα κλινικά χαρακτηριστικά των ασθενών της κοορτής μας. Η απόδοση του προγνωστικού αλγορίθμου αξιολογήθηκε περαιτέρω σε δύο ανεξάρτητα σύνολα ασθενών (ομάδες επικύρωσης) και συγκρίθηκε με τα κριτήρια ταξινόμησης ACR-1997, SLICC-2012 και EULAR / ACR-2019. Τέσσερις υποομάδες ασθενών ειδικού κλινικού ενδιαφέροντος από τις ομάδες επικύρωσης, δηλαδή ασθενείς με πρώιμο ΣΕΛ, νεφρίτιδα λύκου, NPSLE και ασθενείς με σοβαρές εκδηλώσεις, αναλύθηκαν χωριστά για να συγκριθεί το προγνωστικό μοντέλο με τα τρία σύνολα κριτηρίων. Εξετάσαμε περαιτέρω την απόδοση των τριών κριτηρίων ταξινόμησης, καθώς και του νέου αλγόριθμου πρόβλεψης ΣΕΛ, σε μια ομάδα περιπτώσεων με αδιαφοροποίητη νόσο, η οποία παρακολουθείται προοπτικά κατά τη διάρκεια αυτής της διατριβής.Σκοπός της μελέτηςΑρχικά πραγματοποιήσαμε μια σε βάθος μελέτη των υπαρχόντων κριτηρίων ταξινόμησης του ΣΕΛ, μετά από συστηματική ανάλυση μεγάλης ομάδας ασθενών με ΣΕΛ και άλλων ρευματολογικών νοσημάτων σε δύο τριτοβάθμια κέντρα της Ελλάδας. Στη συνέχεια, με βάση τα χαρακτηριστικά των ασθενών της κοορτής μας, δημιουργήσαμε ένα νέο προγνωστικό μοντέλο για τον ΣΕΛ με την εφαρμογή τεχνικών μηχανικής μάθησης (machine learning).Πιο συγκεκριμένα:•συγκρίναμε την ευαισθησία και ειδικότητα των τριών συνόλων κριτηρίων ταξινόμησης (ACR-1997, SLICC-2012, EULAR / ACR-2019) σε μια καλά χαρακτηρισμένη κοορτή ασθενών με ΣΕΛ, αντιπροσωπευτική της κοινότητας, που διαγνώστηκαν με βάση τη γνώμη ενός έμπειρου ιατρού•εξετάσαμε ποιο από τα σύνολα κριτηρίων επιτρέπει την πρώιμη ταξινόμηση της νόσου τόσο σε ασθενείς με εγκατεστημένη νόσο όσο και σε ομάδα ατόμων με αδιαφοροποίητη νόσο, οι οποίοι ήταν υπό παρακολούθηση για διάστημα 1-3 ετών (προοπτικό σκέλος μελέτης)•εξετάστηκαν οι προγνωστικές επιπτώσεις (ανάπτυξη βλάβης οργάνων) της ταξινόμησης ή μη ασθενών με ΣΕΛ με τα τρία σύνολα κριτηρίων ταξινόμησης•έγιναν τροποποιήσεις και συνδυασμοί των αλγορίθμων των κριτηρίων SLICC-2012 EULAR/ACR-2019 με προσθήκες στοιχείων ώστε να ενισχυθεί η διαγνωστική τους ακρίβεια για των ΣΕΛ•δημιουργήσαμε ένα απλοποιημένο σύστημα αξιολόγησης για την εκτίμηση πιθανότητας του ΣΕΛ, χρησιμοποιώντας τεχνικές μηχανικής μάθησης, βασισμένες στα χαρακτηριστικά των ασθενών της κοορτής μας.•αξιολογήσαμε περαιτέρω την απόδοση του προγνωστικού αλγορίθμου σε δύο εξωτερικά σύνολα ασθενών και συγκρίθηκε με τα κριτήρια ταξινόμησης ACR-1997, SLICC-2012 και EULAR / ACR-2019.Ασθενείς και μέθοδοιΗ μελέτη διεξήχθη σε δύο τριτοβάθμια κέντρα της Ελλάδας και περιλάμβανε ένα αναδρομικό και ένα προοπτικό σκέλος. Αξιοποιήθηκε το αρχείο (registry) ασθενών με ΣΕΛ και το αρχείο με άλλες ρευματολογικές παθήσεις της Ρευματολογικής Κλινικής ΠΑΓΝΗ και της Δ’ Παθολογικής κλινικής του Αττικού νοσοκομείου Αθηνών. •Κριτήρια ένταξης για την ανάλυση της ευαισθησίας και ειδικότητας των κριτηρίων και την τροποποίηση των υπαρχόντων κριτηρίων ήταν όλοι οι εγγεγραμμένοι ασθενείς ηλικίας ≥ 15 ετών που διαγνώστηκαν με ΣΕΛ από ειδικό ιατρό, κατά την περίοδο 1/2005-12/2016 και ασθενείς ≥ 15 ετών με άλλες ρευματολογικές παθήσεις που επιλέχθηκαν τυχαιοποιημένα από τα αντίστοιχα αρχεία ασθενών με άλλες ρευματολογικές παθήσεις των 2 συμμετεχόντων κλινικών. •Για τη δημιουργία προγνωστικού μοντέλου διάγνωσης ΣΕΛ με τεχνικές μηχανικής μάθησης συμπεριλήφθηκε τυχαιοποιημένο δείγμα 802 ασθενών ηλικίας ≥15 ετών και διάγνωση ΣΕΛ και άλλες ρευματολογικές παθήσεις από το 2005 και μετά, οι οποίοι επιλέχθηκαν τυχαιοποιημένα από τα αντίστοιχα αρχεία ασθενών των 2 συμμετεχόντων κλινικών. •Για το προοπτικό σκέλος εντοπίστηκαν άτομα ηλικίας ≥15 ετών που δεν πληρούν κανένα κριτήριο για ΣΕΛ ή για άλλες ρευματολογικές ασθένειες, τα οποία εμφανίζουν θετικά αυτοαντισώματα και κάποιες, όχι κλινικά σημαντικές εκδηλώσεις ή είναι πρώτου βαθμού συγγενείς ασθενών με ΣΕΛ. Αυτή η ομάδα αποτελεί την προκλινική (preclinical) ομάδα συμμετεχόντων ατόμων και παρακολουθούνται ανά 6-12 μήνες για πιθανή μετάβαση σε ΣΕΛ, σύμφωνα με τον ιατρό ή τα κριτήρια ταξινόμησης.Από τους ασθενείς συλλέχθηκαν δημογραφικά στοιχεία (φύλο, εθνικότητα, ημερομηνία γέννησης), το έτος διάγνωσης του ΣΕΛ ή άλλων διαγνώσεων (σύμφωνα με τη γνώμη ιατρού), η παρουσία (ναι / όχι) και το έτος εμφάνισης καθεμίας εκδήλωσης από τα 3 σύνολα κριτηρίων ταξινόμησης (ACR-1997, SLICC-2012, EULAR/ACR-2019), η παρουσία (ναι / όχι) και το έτος εμφάνισης επιλεγμένων πρόσθετων κλινικών εκδηλώσεων της νόσου που δεν περιλαμβάνονται στα υπάρχοντα κριτήρια ταξινόμησης (όπως φαινόμενο Raynaud, λεμφαδενοπάθεια σπληνομεγαλία, κλπ), η σοβαρότητα της νόσου, η ανάπτυξη μη-αναστρέψιμης βλάβη οργάνων (δείκτης SLICC / ACR Damage Index). Για τη συλλογή και την διαχείριση βάσεων δεδομένων για τη μελέτη, χρησιμοποιήθηκε η διαδικτυακή πλατφόρμα RedCap.Η ευαισθησία των κριτηρίων αξιολογήθηκε έναντι της διάγνωσης με βάση τον ιατρό, τόσο κατά τη στιγμή της διάγνωσης όσο και κατά την τελευταία επίσκεψη του ασθενούς (συνολική ευαισθησία). Προσδιορίστηκε η ειδικότητα με βάση τους ασθενείς με άλλες ρευματολογικές παθήσεις. Σε ξεχωριστή ανάλυση, υπολογίσαμε την ημερομηνία εκπλήρωσης κάθε συνόλου κριτηρίων και τον χρόνο που έχει παρέλθει από την εμφάνιση της πρώτης εκδήλωσης της νόσου. Η ανάλυση επικινδυνότητας (Hazard analysis) χρησιμοποιήθηκε για να προσδιοριστεί ο διάμεσος χρόνος (95% CI) μέχρι την ταξινόμηση για το κάθε σύνολο κριτηρίων. Οι τροποποιημένοι αλγόριθμοι ταξινόμησης προήλθαν από την ανάλυση τυχαίου 80% του δείγματος και επικυρώθηκαν στο υπόλοιπο 20% του συνόλου δεδομένων με πολλαπλές επαναλήψεις. Πραγματοποιήθηκαν συγκρίσεις μεταξύ των ομάδων με τη δοκιμή McNemar ή την ανάλυση γραμμικού μικτού μοντέλου για μερικώς ζευγαρωμένα δείγματα.Για τη δημιουργία απλοποιημένου συστήματος αξιολόγησης για την διάγνωση του ΣΕΛ εφαρμόσαμε δύο μοντέλα μηχανικής μάθησης, Logistic Regression (LR) σε συνδυασμό με LASSO Feature Selection και Random Forest, σε πλήθος κλινικών χαρακτηριστικών από τα κριτήρια ταξινόμησης (ACR-1997, SLICC-2012, EULAR / ACR-2019) και μη. Επιλέχθηκε το μοντέλο LR με την υψηλότερη ακρίβεια κατά τη διαδικασία της διασταυρούμενης επικύρωσης (10-fold cross-validation) και επαληθεύτηκε σε ανεξάρτητο δείγμα 513 ΣΕΛ ασθενών και 101 με άλλες ρευματολογικές ασθένειες. Δημιουργήθηκε ένα απλοποιημένο σύστημα αξιολόγησης για την πιθανότητα διάγνωσης του ΣΕΛ από το επιλεγμένο μοντέλο LR.ΑποτελέσματαΣυνολικά 690 ασθενείς με ΣΕΛ και 401 μάρτυρες με διάγνωση 1/2005-12/2016 αναλύθηκαν για τον υπολογισμό της διαγνωστικής αξίας των κριτηρίων ταξινόμησης ΣΕΛ. Η ανάλυση αυτή ανέδειξε υψηλότερη συνολική ευαισθησία (υπολογιζόμενη καθ’ όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης) των EULAR / ACR-2019 και των SLICC-2012 κριτηρίων σε σύγκριση με τα ACR-1997 (88,6%, 91,3% και 85,7%, αντίστοιχα), και υψηλότερη ειδικότητα των EULAR / ACR-2019 (97,3%, 93,8% και 93,0% αντίστοιχα). Ωστόσο, τη χρονική στιγμή της διάγνωσης του ΣΕΛ από τον κλινικό ιατρό η αντίστοιχη ευαισθησία των κριτηρίων ήταν σαφώς χαμηλότερη (74,4%, 73,5%, και 69,5% αντίστοιχα). Παρόλο που τόσο τα EULAR/ACR όσο και τα SLICC κριτήρια επέτρεψαν την ταξινόμηση των ασθενών με ΣΕΛ νωρίτερα σε σύγκριση με τα κριτήρια ACR, η ταξινόμηση αυτή καθυστέρησε κατά >3 μήνες σε 17,3-19,9% των περιπτώσεων. Επιπλέον, μεταξύ των ασθενών με νευροψυχιατρικό λύκο (ΝΨΣΕΛ), η καθυστέρηση στη διάγνωση ήταν ακόμα πιο σημαντική. Η ανάλυση μόνο των ασθενών με διάρκεια νόσου <3 έτη, ανέδειξε σημαντικά αυξημένη συνολική ευαισθησία των EULAR / ACR (87,3%) και των SLICC (91,4%) σε σύγκριση με τα κριτήρια ACR (79,9%, p <0,01 και p <0,001, αντίστοιχα). Σε αυτήν την ομάδα ασθενών, η διάμεση (95% CI) χρονική διάρκεια μεταξύ της πρώτης εκδήλωσης της ασθένειας και της εκπλήρωση των κριτηρίων ήταν βραχύτερη για τα EULAR / ACR (9,1 [6,5-11,8] μήνες) και SLICC (9,1 [6.9-11.3] μήνες) σε σύγκριση με τα κριτήρια ACR (12,1 [9,6-14,7] μήνες, p = 0,043 και p = 0,001, αντίστοιχα), υποδηλώνοντας ότι τόσο τα κριτήρια EULAR / ACR όσο και SLICC έχουν αυξημένη ευαισθησία στον πρώιμο ΣΕΛ και επιτρέπουν την ταξινόμηση συντομότερα από τα κριτήρια ACR. Συνολικά, μόνο το 2,9% των ασθενών με ΣΕΛ δε ταξινομήθηκαν από κάποιο από τα τρία κριτήρια καθ’ όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης, ενώ μόνο το 76,7% των ασθενών με ΣΕΛ πληρούσε και τα τρία κριτήρια, γεγονός που υποδηλώνει ότι το κάθε σύνολο κριτηρίων ταξινομεί διακριτούς φαινοτύπους της νόσου. Οι ασθενείς που δεν πληρούσαν τα κριτήρια ACR είχαν σημαντικά υψηλότερο επιπολασμό αιματολογικών και ανοσολογικών εκδηλώσεων. Οι ασθενείς που δεν πληρούσαν τα EULAR / ACR είχαν αυξημένα ποσοστά βλεννογονο-δερματικών εκδηλώσεων, ενώ εκείνοι που δεν ταξινομούνταν από τα κριτήρια SLICC είχαν κυρίως εκδηλώσεις από το δέρμα και τις αρθρώσεις. Από τους ασθενείς που δεν πληρούσαν κάποιο από τα τρία κριτήρια το 15% είχαν μετρίως σοβαρές εκδηλώσεις κατά BILAG και το 45% είχαν σοβαρές εκδηλώσεις κατά BILAG, ενώ το 50% των ασθενών αυτών εμφάνισε κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης μη αναστρέψιμη βλάβη οργάνων. Το 20% των ασθενών αυτών είχε νευρολογικές εκδηλώσεις, ενώ η συχνότητα των ανοσολογικών εκδηλώσεων στους ασθενείς αυτούς ήταν χαμηλότερη.Προκειμένου να βελτιώσουμε την ακρίβεια των κριτηρίων ταξινόμησης, διερευνήσαμε εναλλακτικούς αλγόριθμους ταξινόμησης με βάση τα υπάρχοντα κριτήρια. Συγκεκριμένα, εξήχθη ένα τυχαίο δείγμα του 80% του συνολικού μας δείγματος (derivation cohort) και χρησιμοποιώντας τα χαρακτηριστικά των ασθενών της κοορτής μας, έγινε τροποποίηση των αλγορίθμων των EULAR/ACR και SLICC κριτηρίων. Συμπεριλήφθηκαν τα χαμηλά συμπληρώματα ή / και τα θετικά αντιφωσφολιπιδικά αντισώματα ως εναλλακτικό κριτήριο εισόδου στην περίπτωση των EULAR / ACR , ενώ στην περίπτωση των SLICC κριτηρίων έγινε τροποποίηση ώστε να επιτρέπεται η ταξινόμηση ασθενών με λιγότερα κλινικά χαρακτηριστικά, αλλά με εκδηλώσεις από πολλαπλά όργανα. Δοκιμάσαμε τους τροποποιημένους αλγόριθμους των κριτηρίων στο υπόλοιπο 20% του δείγματος (validation cohort) και εκτελώντας 100 επαναλήψεις των αναλύσεων, για να ληφθεί υπόψη η ετερογένεια των ασθενών, υπολογίσαμε τη διάμεση ευαισθησία και ειδικότητα των τροποποιημένων κριτηρίων. Τα τροποποιημένα αυτά κριτήρια EULAR/ACR και ανέδειξαν αυξημένη ευαισθησία κατά τη διάγνωση (διάμεση ευαισθησία 82,0% και 86,2% αντίστοιχα) και αυξημένη συνολική ευαισθησία (διάμεση 93,7% και 97,1% αντίστοιχα) με μικρή πτώση στην ειδικότητά τους (διάμεση ειδικότητα 94,9% και 90,2% αντίστοιχα). Σημαντικά, οι ασθενείς που δεν ταξινομούνταν από το τροποποιημένα αυτά κριτήρια είχαν χαμηλότερη συχνότητα εμφάνισης σοβαρής προσβολής οργάνων, χρήσης ανοσοκατασταλτικών / βιολογικών θεραπειών και μόνιμης βλάβης οργάνων.Για την ανάπτυξη προγνωστικού μοντέλου διάγνωσης για τον ΣΕΛ, 40 κλινικά επιλεγμένα πάνελ εκδηλώσεων του ΣΕΛ (που συμπεριλαμβάνονται ή όχι στα υπάρχοντα κριτήρια ταξινόμησης), υποβλήθηκαν σε αλγόριθμους μηχανικής εκμάθησης που απέδωσαν ένα μοντέλο 14 μεταβλητών LASSO (M31) με την καλύτερη απόδοση (CV10 ακρίβεια 95,3%, AUC 98,4%). Από το μοντέλο LR αναπτύξαμε ένα απλοποιημένο σύστημα αξιολόγησης, βασισμένο σε 14 κλασσικά κλινικά και ανοσολογικά χαρακτηριστικά, τον δείκτη SLE Risk Probability Index (SLERPI). Η θρομβοπενία/ αιμολυτική αναιμία, ο οξύς δερματικός λύκος, η πρωτεϊνουρία, τα χαμηλά επίπεδα C3/C4, τα ANA και άλλα αυτοαντισώματα (αντιφωσφολιπιδικά, anti-DNA, anti-Sm) είχαν την ισχυρότερη προγνωστική αξία και αντιστοίχως, το υψηλότερο συντελεστή βαρύτητας στο μοντέλο. Η χρήση του SLERPI επιτρέπει αφενός την ταξινόμηση των ασθενών σε κατηγορίες πρόγνωσης του ΣΕΛ (απίθανος, πιθανός, πολύ πιθανός και σίγουρος ΣΕΛ), αφετέρου τη διχοτομική διάγνωση (ΣΕΛ ή όχι) με ακρίβεια 94.8%. Επίσης, ο SLERPI παρουσιάζει υψηλή ευαισθησία για ασθενείς ΣΕΛ με πρώιμη νόσο (93.7%), νεφρίτιδα (97.9%) και σοβαρή νόσο που χρήζει ανοσοκατασταλτικής- βιολογικής θεραπείας (96.4%).Το προοπτικό μέρος αυτής της διατριβής είναι μια εξελισσόμενη μελέτη. Μετά από μέση παρακολούθηση 14,3 ± 7,5 μηνών (μέσος όρος ± τυπική απόκλιση), 127 συμμετέχοντες (100% Καυκάσιοι, 93,7% γυναίκες, μέση ηλικία 38,2 έτη) συμπεριλήφθηκαν στην προκαταρκτική ανάλυση. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (75,6%) ήταν θετικοί για ΑΝΑ αντισώματα και οι συχνότερες αρχικές εκδηλώσεις ήταν η αρθρίτιδα (40,1%), η φωτοευαισθησία (33,1%), το εξάνθημα χρυσαλίδας (29,1%) και το φαινόμενο Raynaud (29,1%). Μέχρι στιγμής, 11 συμμετέχοντες έχουν μεταπέσει σε διάγνωση ΣΕΛ και 10 συμμετέχοντες έλαβαν εναλλακτικές διαγνώσεις. Μεταξύ των περιπτώσεων που διαγνώστηκαν με ΣΕΛ, μόνο ένας ασθενής πληρούσε τα κριτήρια ACR-1997 κατά την πρώτη εκτίμηση, ενώ 6 (54,5%) ασθενείς πληρούσαν τα κριτήρια SLICC-2012 και 2 (18,2%) ασθενείς πληρούσαν τα κριτήρια EULAR / ACR-2019. Τη στιγμή της διάγνωσης ΣΕΛ από τον ιατρό, 5 (45,5%) ασθενείς πληρούσαν τα ACR-1997 κριτήρια, 10 (90,9%) τα SLICC-2012 και 10 (90,9%) τα κριτήρια EULAR / ACR-2019. Μεταξύ των ασθενών που διαγνώστηκαν με εναλλακτικές ασθένειες 1 (10%) ασθενής ταξινομήθηκε εσφαλμένα ως ΣΕΛ από τα κριτήρια ACR-1997, 2 (20%) από τα κριτήρια SLICC-2012 και 4 (40%) από τα κριτήρια EULAR / ACR-2019, τόσο κατά την πρώτη εκτίμηση όσο και στην τελευταία. Μεταξύ αυτών των ατόμων που ανέπτυξαν ΣΕΛ (n = 11), οι 4/11 είχαν βαθμολογία SLERPI> 7 κατά την πρώτη εκτίμηση και 10/11 κατά τη στιγμή της διάγνωσης ΣΕΛ από τον κλινικό ιατρό. Μεταξύ των ασθενών που είχαν διαγνωστεί με εναλλακτικές διαγνώσεις (n = 10), 6/10 ασθενείς και 8/10 ασθενείς είχαν βαθμολογία SLERPI> 7 κατά την πρώτη και τελευταία εκτίμηση αντίστοιχα.ΣυμπεράσματαΤα υπάρχοντα κριτήρια ταξινόμησης ενδέχεται να μην επιτυγχάνουν την ταξινόμηση ασθενών με δυνητικά σοβαρή ασθένεια και να καθυστερούν, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις νευρολογικού ΣΕΛ. Ο συνδυασμός και τω τριών κριτηρίων ταξινόμησης μπορεί να εξασφαλίσει την περίληψη του μέγιστου αριθμού ασθενών σε κλινικές δοκιμές. Η τροποποίηση του ορίου ταξινόμησης μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω την ευαισθησία των νέων κριτηρίων EULAR/ACR, ιδιαίτερα στα αρχικά στάδια της νόσου. Ο νέος αλγόριθμος εκτίμησης πιθανότητας ΣΕΛ, ο οποίος αναπτύχθηκε με τεχνικές ML με βάση τις συχνές εκδηλώσεις της νόσου, θα μπορούσε να βοηθήσει στην έγκαιρη ανίχνευση και θεραπεία της νόσου, συμπεριλαμβανομένων των σοβαρών μορφών της.Τέλος, τα προκαταρκτικά αποτελέσματα της προοπτικής μελέτης δείχνουν ότι μεταξύ ατόμων με θετικά αυτοαντισώματα ή με πρώτου βαθμού συγγενείς με ΣΕΛ, ο βραχυπρόθεσμος κίνδυνος μετάβασης σε ΣΕΛ είναι χαμηλός. Τα κριτήρια SLICC-2012 μπόρεσαν να ταξινομήσουν εκείνες τις περιπτώσεις που μετέβησαν στον ΣΕΛ νωρίτερα, αλλά κατά τη στιγμή της διάγνωσης από τον κλινικό ιατρό τόσο τα κριτήρια SLICC-2012 όσο και τα κριτήρια EULAR / ACR-2019 ταξινόμησαν το 90% των ασθενών. Ο αλγόριθμος SLERPI έδειξε υψηλή ευαισθησία κατά τη στιγμή της διάγνωσης από τον ιατρό, αλλά εσφαλμένα προέβλεψε τη διάγνωση ΣΕΛ στους περισσότερους ασθενείς που έλαβαν τελικά εναλλακτικές διαγνώσεις. Μετά την ολοκλήρωση της μελέτης, τα κλινικά δεδομένα και τα δεδομένα που σχετίζονται με τον τρόπο ζωής των συμμετεχόντων θα συνδυαστούν με πληροφορίες από μεταγραφικό αίμα για τον καθορισμό μιας υποομάδας ατόμων υψηλού κινδύνου για εξέλιξη στον ΣΕΛ.Παρά την υψηλή απόδοση των κριτηρίων ταξινόμησης και του νέου προγνωστικού αλγορίθμου ΣΕΛ SLERPI, η ανάπτυξη βελτιστοποιημένων κριτηρίων ταξινόμησης (ή διάγνωσης) που θα περιλαμβάνει όλους τους ασθενείς με κλινικά σημαντική νόσο, ενώ θα αποκλείει τα υγιή ή με άλλη νόσο άτομα, παραμένει ένας σημαντικός και ανεκπλήρωτος στόχος.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Introduction: Systemic lupus erythematosus (SLE) is a chronic autoimmune disease that mainly affects women of reproductive age. It is characterized by great clinical heterogeneity as it can affect almost any organ with varying degrees of severity. The disease has alternating periods of remission and relapses and can lead to irreversible organ damage as a result of chronic inflammation, corticosteroid use and comorbidities. Due to the wide range of disease manifestations, early diagnosis and consequently early treatment, poses a significant challenge, which is further complicated by the absence of diagnostic criteria. Instead, classification criteria have been developed, which are based on a constellation of clinical and laboratory / immunological findings. Although classification criteria were developed for the selection of homogeneous patient populations in the context of epidemiological or clinical studies, they are widely used in clinical practice to aid the diagnosis of the disease ...
Introduction: Systemic lupus erythematosus (SLE) is a chronic autoimmune disease that mainly affects women of reproductive age. It is characterized by great clinical heterogeneity as it can affect almost any organ with varying degrees of severity. The disease has alternating periods of remission and relapses and can lead to irreversible organ damage as a result of chronic inflammation, corticosteroid use and comorbidities. Due to the wide range of disease manifestations, early diagnosis and consequently early treatment, poses a significant challenge, which is further complicated by the absence of diagnostic criteria. Instead, classification criteria have been developed, which are based on a constellation of clinical and laboratory / immunological findings. Although classification criteria were developed for the selection of homogeneous patient populations in the context of epidemiological or clinical studies, they are widely used in clinical practice to aid the diagnosis of the disease. The most commonly used classification criteria are those of the American College of Rheumatology (ACR-1997). They consist of 11 clinical and immunological manifestations of the disease and require the presence of at least 4 of them in order to classify a patient as SLE. Despite their ease of use, they have low sensibility for early and severe forms of the disease, while they can classify as SLE patients with purely mild mucocutaneous manifestations. In addition, several manifestations are absent from certain organs / systems (e.g., nervous system, hematopoietic), resulting in delayed diagnosis. In 2012, the Systemic Lupus International Collaborating Clinics (SLICC) team proposed new classification criteria that require ≥4 of 17 manifestations, including at least one clinical and one immunological, or alternatively, biopsy-proven lupus nephritis with either positive antinuclear antibodies (ANA) or double-stranded DNA antibodies (anti-dsDNA). These criteria are advantageous as they include more clinical and immunological manifestations. Although they have higher sensitivity (92-97% vs. 77-92%), they are limited in terms of specificity (74-88% vs. 91-96%) as compared to the ACR criteria. These restrictions led to the recent (2019) cooperation of EULAR / ACR for the introduction of a new set of classification criteria. The new criteria presuppose the existence of a positive ANA titre as an entry criterion, in combination with a series of clinical and immunological items, which have different weight for the calculation of the total score that will classify the patient as SLE or not. Whether these new classification criteria allow for earlier classification of SLE patients, with superior sensitivity and specificity as compared to the ACR-1997 and SLICC-2012 criteria, allowing them to be used in clinical practice to aid diagnosis is not clear. To this end, we first evaluated the comparative performance of the three SLE classification criteria in a large cohort of patients with early diagnosis of SLE or other rheumatological diseases, spanning from the community to tertiary care. We also examined which criteria enable earlier classification and whether this has implications in disease severity. Next, based on our sample characteristics, we proposed modifications to the existing classification algorithms to ensure the highest combination of sensitivity and specificity, thus allowing the timely classification and treatment of patients with potentially high disease burden. Despite the high sensitivity and specificity of existing and modified criteria, the development of optimized classification (or diagnostic) criteria that will include all patients with clinically significant disease, while excluding healthy or with alternative diseases individuals, remains an important and unmet need. During this dissertation we tried to fill this gap by creating a clinically applicable algorithm for assessing the likelihood SLE diagnosis based on the frequent manifestations of the disease. More specifically, we applied artificial intelligence tools and specifically, machine learning techniques (ML) to create and validate a new predictive model for Systemic Lupus Erythematosus,which was based on the clinical characteristics of large, well-characterized patient datasets. The performance of the predictive algorithm was further evaluated in two external validation datasets and was compared to the classification criteria sets ACR-1997, SLICC-2012 and EULAR / ACR-2019. Four patient subgroups of special clinical interest from the external validation dataset, i.e., patients with early SLE, lupus nephritis, NPSLE and patients with severe manifestations, were separately used to compare the predictive model to the three criteria sets. We further examined the performance of the three classification criteria, as well as of the new SLE predictive ML-based algorithm, in a group of cases with undifferentiated disease, who were monitored prospectively during this dissertation.Aims of the thesisWe first performed a comprehensive study of the existing classification criteria for SLE, exploiting a large group of patients with SLE or other rheumatic diseases in two Greek tertiary centers. Second, based on the characteristics of our cohort patients, we created a new prognostic model for SLE by applying machine learning techniques.More specifically:•we compared the sensitivity and specificity of the three sets of classification criteria (ACR-1997, SLICC-2012, EULAR/ACR-2019) in a well-defined cohort of patients with SLE, representative of the community, diagnosed according to the opinion of an experienced physician•we examined which of the criteria sets allows earlier classification of the disease both in patients with established SLE and in a group of cases with undifferentiated disease who were monitored in the outpatient clinic every 6-12 months (prospective study)•we analyzed the prognostic effects (development of organ damage) of the classification or non-classification of SLE patients with the three sets of classification criteria•modifications and combinations of the algorithms of the SLICC-2012 and EULAR/ACR-2019 criteria were made to enhance their diagnostic accuracy for SLE•we created a simplified assessment algorithm for the prediction of SLE using ML techniques, based on the characteristics of our cohorts•we further evaluated the performance of the predictive algorithm in two external validation datasets and was compared to the classification criteria sets ACR-1997, SLICC-2012 and EULAR / ACR-2019. Patients and methodsThe study was conducted in two tertiary centres and included a retrospective and a prospective part. The SLE registries and the registries of patients with other rheumatic diseases of the Rheumatology Clinic of PAGNI and the 4th Internal Medicine Clinic of the Attikon Hospital of Athens were utilized.•Inclusion criteria for the analysis of the sensitivity and specificity of the criteria and the modification of the existing criteria were consecutively registered patients aged ≥ 15 years who were diagnosed with SLE by a specialist, during the period 1/2005-12/2016 and patients ≥ 15 years with other rheumatic diseases randomly selected from the respective registries of patients with other rheumatic diseases of the 2 participating clinics.•To create a diagnostic model with ML techniques, a randomized sample of 802 patients ≥15 years of age and diagnosis of SLE and other rheumatic diseases from 2005 onwards were included, which were randomly selected from the respective patient registries of the 2 participating clinics.•For the prospective part of the study, individuals ≥15 years of age who do not meet any criteria for SLE or other rheumatic diseases, with positive autoantibodies and non-clinically significant manifestations or first-degree relatives (FDRs) of patients with SLE were included. This group constitutes the preclinical group of participants who are monitored every 6-12 months for possible transition to SLE, according to physician or the classification criteria.From each study participant demographics, year of diagnosis of SLE or other diagnoses (according to physician opinion), presence and year of occurrence of each manifestation from the 3 sets of classification criteria (ACR-1997, SLICC-2012, EULAR / ACR-2019), the presence and the year of occurrence of selected additional clinical manifestations of the disease that are not included in the existing classification criteria (such as Raynaud's phenomenon, lymphadenopathy, etc.), disease severity, the development of irreversible organ damage (SLICC / ACR Damage Index) were collected. The RedCap online platform was used to collect and manage databases for the study.Sensitivity of the criteria was assessed against physician diagnosis, both at the time of diagnosis and at last patient follow-up visit (overall sensitivity). Specificity was determined against patients with other rheumatological diseases. In separate analysis, we calculated the earliest date of fulfilment of each set of criteria and the time elapsed since the date of the earliest item. Hazard analysis was used to determine the median (95% CI) time-to-classification for each set of criteria. Modified classification algorithms were derived from a random 80% and validated in the remaining 20% of the dataset running multiple iterations. Between-groups comparisons were performed by the McNemar’s test or linear mixed model analysis for partially paired samples. To create a simplified evaluation system for the prediction of SLE diagnosis we applied two ML models, Logistic Regression (LR) in combination with LASSO Feature Selection and Random Forest, in a number of clinical features from the classification criteria (ACR-1997, SLICC-2012, EULAR/ACR-2019) and not. The LR model with the highest accuracy was selected during the 10-fold cross-validation process and was verified in an independent sample of 513 SLE patients and 101 with other rheumatic diseases. Α simplified evaluation system for the prediction of SLE from the selected LR model was created.ResultsA total of 690 patients with SLE and 401 controls with a diagnosis between 1/2005-12/2016 were analysed to calculate the diagnostic value of the SLE classification criteria. This analysis showed a higher overall sensitivity (calculated throughout the monitoring period) of the EULAR/ACR-2019 and SLICC-2012 criteria compared to the ACR-1997 (88.6%, 91.3% and 85.7%, respectively), and higher specificity of the EULAR/ACR-2019 (97.3%, 93.8% and 93.0% respectively). However, at the time of clinician diagnosis the corresponding sensitivity of the criteria was clearly lower (74.4%, 73.5%, 69.5% respectively). Although both the EULAR/ACR and the SLICC criteria allowed the classification of SLE patients earlier than the ACR criteria, this classification was delayed by >3 months in 17.3-19.9% of cases. In addition, among patients with neuropsychiatric lupus (NPSLE), the delay in diagnosis was even more significant.The analysis of patients with disease duration <3 years, showed a significantly increased overall sensitivity of the EULAR/ACR (87.3%) and SLICC (91.4%) compared to the ACR criteria (79.9%, p < 0.01 and p <0.001, respectively). In this group of patients, the median (95% CI) time elapsed between the appearance of the first manifestation of the disease and the fulfilment of the criteria was shorter for the EULAR/ACR (9.1 [6.5-11.8] months) and SLICC (9.1 [6.9-11.3] months) as compared to the ACR criteria (12.1 [9.6-14.7] months, p = 0.043 and p = 0.001, respectively), indicating that both the EULAR/ACR and the SLICC criteria have increased sensitivity among early SLE patients and allow classification earlier than the ACR criteria.Overall, only 2.9% of SLE patients were not classified by any of the three criteria throughout the follow-up period, while only 76.7% of SLE patients met all three classification criteria, suggesting that each set of criteria classifies distinct disease phenotypes. Patients who did not meet the ACR criteria had a significantly higher prevalence of haematological and immunological manifestations. Patients who did not meet the EULAR / ACR had increased rates of mucocutaneous manifestations, while those who did not meet the SLICC criteria had predominantly skin and joint manifestations. Among patients who did not meet any of the three criteria, 15% had moderately severe BILAG manifestations and 45% had severe BILAG manifestations, while 50% of these patients developed irreversible organ damage during follow-up. Twenty percent of these patients had neurological manifestations, while the frequency of autoantibodies in these patients was lower.In order to improve the accuracy of the classification criteria, we explored alternative classification algorithms based on the existing criteria. Specifically, a random sample of 80% of our total sample (derivation cohort) was extracted and using the characteristics of our cohort patients, the algorithms of the EULAR/ACR and SLICC criteria were modified. Low complement and/or positive antiphospholipid antibodies were included as an alternative entry criterion in the case of the EULAR/ACR, while in the case of SLICC criteria a modification was made to allow the classification of patients with fewer clinical features but with manifestations from multiple organs. We tested the modified algorithms of the criteria in the remaining 20% of the sample (validation cohort) and by performing 100 iterations of the analysis, to take into account the heterogeneity of the patients, we calculated the median sensitivity and specificity of the modified criteria. These modified EULAR/ACR and SLICC criteria showed increased sensitivity at diagnosis (median sensitivity 82.0% and 86.2% respectively) and increased overall sensitivity (median 93.7% and 97.1% respectively) with a slight decrease in their specificity (median specificity 94.9% and 90.2% respectively). Importantly, patients not classified by these modified criteria had a lower incidence of severe organ damage, use of immunosuppressive / biological therapies, and permanent organ damage.Furthermore, for the development of a prognostic model for SLE, a total 40 clinically-selected panels of criteria and non-criteria features were subjected to machine learning algorithms yielding a 14-variable LASSO model (M31) with the best performance (CV10 accuracy 95.3%; AUC 98.4%). From the LR model we developed a simplified evaluation system based on 14 classical clinical and immunological characteristics, the SLE Risk Probability Index (SLERPI). Thrombocytopenia / haemolytic anaemia, acute cutaneous lupus erythematosus, proteinuria, low C3 / C4 levels, ANA and other autoantibodies (antiphospholipids, anti-DNA, anti-Sm) had the strongest prognostic value and, respectively, the highest weight factor in the model. The use of SLERPI allows on the one hand the classification of patients into prognostic categories (unlikely, probable, very probable and certain SLE), on the other hand the dichotomous diagnosis (SLE or not) with an accuracy of 94.8%, when a threshold of SLERPI>7 is applied. Also, SLERPI presents high sensitivity for SLE patients with early disease (93.7%), nephritis (97.9%) and severe disease that requires immunosuppressive-biological treatment (96.4%).The prospective part of this dissertation is an ongoing study. After a follow-up of 14.3 ± 7.6 months (mean ± standard deviation), 127 participants (100% Caucasians, 93.7% females, mean age 38.2 years) were eligible for inclusion in the preliminary analysis. The majority of the participants (75.6%) were ANA positive at enrolment and the most frequent initial manifestations were arthritis (40.1%), photosensitivity (33.1%), malar rash (29.1%) and Raynaud’s phenomenon (29.1%). So far, 11 participants have transitioned to SLE and 10 participants to other diagnoses. Among cases who have transitioned to SLE so far, only one patient fulfilled the ACR-1997 criteria at enrolment, whereas 6 (54.5%) patients fulfilled the SLICC-2012 criteria and 2 (18.2%) patients fulfilled the EULAR/ACR-2019 criteria. At the time of SLE diagnosis by the physician, 5 (45.5%) patients were classified by the ACR-1997, 10 (90.9%) by the SLICC-2012 and 10 (90.9%) by the EULAR/ACR-2019 criteria. Among those patients who were diagnosed with alternative diseases 1 (10%) patient was misclassified as SLE by the ACR-1997 criteria, 2 (20%) by the SLICC-2012 criteria and 4 (40%) by the EULAR/ACR-2019 criteria, both at enrolment and at last follow-up. Among those patients who developed SLE (n=11), 4/11 had a SLERPI score >7 at enrolment and 10/11 at physician diagnosis. Among patients who were diagnosed with alternative diagnoses (n=10), 6/10 patients and 8/10 patients had a SLERPI score>7 at enrolment, and at last follow-up respectively. ConclusionsExisting classification criteria may miss patients with potentially serious disease or delay classification, especially in cases of neurological SLE. Combination of all three sets of criteria may assure maximum capture of patients for inclusion in clinical trials. Modifying the classification threshold may further enhance the sensitivity of the new EULAR/ACR criteria, especially in the early stages of the disease. Our ML-based predictive model for SLE, which was developed based on frequent manifestations of the disease, could aid in the timely detection and treatment of the disease, including its severe forms.Finally, our preliminary results of the prospective study suggest that among individuals with positive autoantibodies or FDRs with SLE, the short-term risk for transition into clinical SLE is low. The SLICC-2012 criteria were able to classify those cases who transitioned to SLE earlier, but at the time of physician diagnosis both the SLICC and the EULAR/ACR criteria captured the 90% of patients. The SLERPI algorithm showed high sensitivity at physician diagnosis, but misclassified as SLE most cases with alternative diseases. Following the prospective part of the study’s completion, clinical and lifestyle data will be combined with blood transcriptome to define a high-risk subgroup of individuals for progression into SLE.Despite the high performance of classification criteria and the new SLE predictive algorithm SLERPI, the development of optimized classification (or diagnostic) criteria that will include all patients with clinically significant disease while excluding all mimickers, remains an important and unfulfilled goal.
περισσότερα
Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (6.35 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Σχετικές εγγραφές (με βάση τις επισκέψεις των χρηστών)
λιγότερα
περισσότερα