Περίληψη
Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., διαμορφώθηκε εν πολλοίς με βάση τις αρχές της Γ΄ Διεθνούς. Ειδικά σε συνθήκες παρανομίας τα ΚΚ έπρεπε να προωθούν τον συνδυασμό της παράνομης με την νόμιμη δράση, διατηρώντας πάντα έναν αφανή υπόγειο μηχανισμό, άγνωστο στις διωκτικές αρχές. Το ΚΚΕ διαμορφώθηκε στο πλαίσιο αυτό κατά τον Μεσοπόλεμο και απέκτησε μια σκληρή εμπειρία ημιπαρανομίας και ολοκληρωτικής παρανομίας. Η πείρα αυτή αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμη κατά την περίοδο της ΕΑΜικής Αντίστασης. Όμως οι νέες δυνάμεις που εντάχθηκαν ειδικά στο τέλος της Κατοχής γαλουχήθηκαν με την στόχευση μιας πολιτικής ομαλότητας και εθνικής συμφιλίωσης στο πλαίσιο ενός εκσυγχρονισμένου αστικού πλαισίου. Όμως μια νέα περίοδος ημιπαρανομίας αρχικά, μεταξύ 1945-1947, και βαθιάς παρανομίας από το 1948, διήρκεσε για τρεις περίπου δεκαετίες. Η περίοδος 1946- 1956 οπότε εγκαταλείπεται σταδιακά ως το 1958 η παράνομη οργανωτική υπόσταση του ΚΚΕ συνιστά ένα ιδιαίτερο ιστορικό μέγε ...
Το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, από τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αι., διαμορφώθηκε εν πολλοίς με βάση τις αρχές της Γ΄ Διεθνούς. Ειδικά σε συνθήκες παρανομίας τα ΚΚ έπρεπε να προωθούν τον συνδυασμό της παράνομης με την νόμιμη δράση, διατηρώντας πάντα έναν αφανή υπόγειο μηχανισμό, άγνωστο στις διωκτικές αρχές. Το ΚΚΕ διαμορφώθηκε στο πλαίσιο αυτό κατά τον Μεσοπόλεμο και απέκτησε μια σκληρή εμπειρία ημιπαρανομίας και ολοκληρωτικής παρανομίας. Η πείρα αυτή αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμη κατά την περίοδο της ΕΑΜικής Αντίστασης. Όμως οι νέες δυνάμεις που εντάχθηκαν ειδικά στο τέλος της Κατοχής γαλουχήθηκαν με την στόχευση μιας πολιτικής ομαλότητας και εθνικής συμφιλίωσης στο πλαίσιο ενός εκσυγχρονισμένου αστικού πλαισίου. Όμως μια νέα περίοδος ημιπαρανομίας αρχικά, μεταξύ 1945-1947, και βαθιάς παρανομίας από το 1948, διήρκεσε για τρεις περίπου δεκαετίες. Η περίοδος 1946- 1956 οπότε εγκαταλείπεται σταδιακά ως το 1958 η παράνομη οργανωτική υπόσταση του ΚΚΕ συνιστά ένα ιδιαίτερο ιστορικό μέγεθος, προνομιακό για την μελέτη της κομμουνιστικής παρανομίας στην Ελλάδα. Η περιοχή της Θεσσαλονίκης και η κοντινή της περιφέρεια, συνιστούν ένα πεδίο ιδιαίτερα κομβικό τόσο στην περίοδο της ένοπλης φάσης 1946-1949 όσο και στην επόμενη περίοδο παράνομης πολιτικής δράσης 1950-1958. Η Θεσσαλονίκη, σε σχέση με την Αθήνα, δεν γνώρισε την δεκεμβριανή ένοπλη σύγκρουση, με αποτέλεσμα η περίοδος μετά τη Βάρκιζα να βρει τις κομματικές και ΕΑΜικές δυνάμεις άθικτες. Η περίοδος της καταστολής και της τρομοκρατίας που ακολούθησε έφερε στο προσκήνιο δυο αντιφατικές τάσεις. Αφενός την εμπιστοσύνη στη μαζική επιρροή του ΚΚΕ, αφετέρου την ανάγκη για μια πιο δυναμική απάντηση στις επιθέσεις κράτους και παρακράτους. Η αργή ανάπτυξη των αντίστοιχων παράνομων μηχανισμών, σε σχέση με την γενική τακτική νωχελικής προετοιμασίας της διαφαινόμενης ένοπλης σύγκρουσης, έφερνε τα παράνομα δίκτυα του ΚΚΕ ένα βήμα πίσω από τις ενέργειες των αντιπάλων. Ωστόσο το τελευταίο τετράμηνο του 1946 όλα δείχνουν ότι στη Θεσσαλονίκη λειτουργούσαν τρία τουλάχιστον ευρύτερα δίκτυα, υποδιαιρούμενα σε άλλα μικρότερα, στο πλαίσιο ενός ημιπαράνομου κομματικού μηχανισμού: ένοπλη αυτοάμυνα, συλλογή πληροφοριών, φυγάδευση καταδιωκομένων εκτός της πόλης. Όλα δείχνουν ότι τα παραπάνω δίκτυα είχαν ελάχιστες συνδέσεις, κυρίως στα ανώτερα κλιμάκια Η εξέλιξη του καθενός υπήρξε διαφορετική. Το δίκτυο πληροφοριών εξαρθρώθηκε το καλοκαίρι του 1947 και δεν εμφανίστηκε σε αυτόνομη μορφή μέσα στην πόλη. Τα δίκτυα διαφυγής δέχτηκαν αλλεπάλληλα πλήγματα από τα τέλη του 1946 και υπέστησαν διάφορες αναδιαρθρώσεις ως το τέλος του 1949. Τα δίκτυα ένοπλης αυτοάμυνας εξαρθρώθηκαν σε διάφορες φάσεις ώστε από το 1948 να αφήσουν τη θέση τους σε σχήματα διείσδυσης στην πόλη από το ΔΣΕ. Στη συνέχεια τα δίκτυα συμφύρονται όλο και περισσότερο, εν μέρει και ως αποτέλεσμα της αποψίλωσης των δυνάμεων του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη. Κύριος στόχος η διευκόλυνση ένοπλων ενεργειών και προπαγάνδας στην πόλη. Η μετεμφυλιακή περίοδος, οπότε οι ελεύθερες δυνάμεις του ΚΚΕ μαζί με την ηγεσία βρίσκονται στις ανατολικές χώρες φιλοξενίας, χαρακτηρίστηκε από τη διαρκή προσπάθεια ανασυγκρότησης των παράνομων κομματικών οργανώσεων στην Ελλάδα με συντονισμό των εσωτερικών εναπομεινασών μελών και φίλων (όπως π.χ. η περίπτωση Νικηφορίδη) και κυρίως με διεισδύσεις απεσταλμένων από το εξωτερικό είτε μέσω δυτικών κρατών, είτε μέσω της Βουλγαρίας. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε αφενός προορισμός τέτοιων αποστολών με στόχο την αναδιοργάνωση των κομματικών οργανώσεων, είτε κόμβος αποστολών προς άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδας ή την Αθήνα. Στην πρώτη περίοδο, ως το 1952 βασικό στήριγμα στην ύπαιθρο υπήρξαν οι ανταρτοομάδες. Η περίοδος 1953-1955 αποτελεί μια αποκορύφωση των αποστολών. Μετά την 6η Ολομέλεια του 1956, μέχρι το 1958, η παράνομη κομματική δράση βασίστηκε στις εσωτερικές δυνάμεις. Το 1958, η 8η Ολομέλεια αποφάσισε την ουσιαστική κατάργηση των παράνομων μηχανισμών. Σε όλη αυτή την περίοδο το ΚΚΕ και οι υποστηρικτές του βίωσαν μια εκτεταμένη και αιματηρή καταστολή με διάφορες μορφές που κύριος στόχος της ήταν η εξαφάνιση των οργανωμένων δυνάμεών του στη Θεσσαλονίκη, όπως και παντού στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα στο εσωτερικό της ΕΑΜογενούς Αριστεράς και του ίδιου του ΚΚΕ, που μετά το 1951 συσπειρώθηκαν στην ΕΔΑ, αναπτύχθηκε, υπό την επίδραση διεθνών εξελίξεων, μια σθεναρή αμφισβήτηση της παράνομης δράσης, ως και η τάση για διάλυσή του. Το ΚΚΕ επέδειξε μια θαυμαστή ανθεκτικότητα στο χρόνο, μέσα σε σκληρές συνθήκες και εσωτερική διαπάλη, παρά τους κινδύνους που διέτρεξε.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The international communist movement, from the first decades of the 20th century, was largely formed on the basis of the principles of the Third International (Comintern). Especially in conditions of illegality, the CPs had to promote the combination of clandestine and legal action, always maintaining a hidden underground device, unknown to the prosecuting authorities. The KKE was formed in this context during the inter-war period and gained a harsh experience of semi-clandestinity and total clandestinity. This experience proved particularly useful during the period of the EAM resistance. But the new forces that joined especially at the end of the Occupation were nurtured with the aim of political normalcy and national reconciliation within a modernised bourgeois system. But a new period of semi-lawlessness initially, between 1945-1947, and deep lawlessness began in 1948, lasting for almost three decades. The period 1946-1956 when the clandestine organizational existence of the KKE was ...
The international communist movement, from the first decades of the 20th century, was largely formed on the basis of the principles of the Third International (Comintern). Especially in conditions of illegality, the CPs had to promote the combination of clandestine and legal action, always maintaining a hidden underground device, unknown to the prosecuting authorities. The KKE was formed in this context during the inter-war period and gained a harsh experience of semi-clandestinity and total clandestinity. This experience proved particularly useful during the period of the EAM resistance. But the new forces that joined especially at the end of the Occupation were nurtured with the aim of political normalcy and national reconciliation within a modernised bourgeois system. But a new period of semi-lawlessness initially, between 1945-1947, and deep lawlessness began in 1948, lasting for almost three decades. The period 1946-1956 when the clandestine organizational existence of the KKE was gradually abandoned, until its complete abolishment in 1958, constitutes a special historical dimension. The region of Thessaloniki and its immediate surroundings constitute a particularly crucial field both in the period of the armed phase 1946-1949 and in the subsequent period of clandestine political activity 1950-1958. Thessaloniki, in comparison to Athens, did not experience the armed conflict of December 1944, so that the period after Varkiza found the party and EAM forces intact. The period of repression and state and parastate terrorism that followed brought to the fore two contradictory trends. On the one hand, confidence in the mass influence of the KKE, and on the other, the need for a more dynamic response to the attacks of the state and the rightwing parastate. The slow development of the respective underground mechanisms, in relation to the general tactic of lazy preparation of the looming armed conflict, brought the underground networks of the KKE one step behind the actions of the opponents. However, in the last quarter of 1946 everything indicates that in Thessaloniki at least three larger networks, subdivided into other smaller ones, were operating within the framework of a semi-clandestine party apparatus: armed self-defence, intelligence gathering, and the flight of fugitives outside the city. Everything indicates that the above networks had few connections, especially at the upper echelons. The intelligence gathering network was dismantled in the summer of 1947 and did not appear in an autonomous form in the city. The escape networks were repeatedly hit from the end of 1946 and underwent various reorganizations by the end of 1949. The armed self-defence networks were dismantled in various phases so that from 1948 they gave way to infiltration patterns in the city by the communist democratic army (DSE). Thereafter, the networks became more and more cohesive, partly as a result of the depletion of the KKE forces in Thessaloniki. The main objective was to facilitate armed actions and propaganda in the city. The post-civil-war period, when the free forces of the KKE together with the leadership were in the eastern host countries, was characterised by the constant effort to reconstruct the underground party device in Greece through the coordination of internal remaining members and friends (e.g. the case of Nikiforidis mission) and mainly through infiltrations of emissaries from abroad either through western states or through Bulgaria. Thessaloniki was both a destination for such missions aimed at reorganising party core, and a hub for missions to other areas of northern Greece or Athens. In the first period, until 1952, the main support in the countryside was provided by the guerrilla groups. The period 1953-1955 is a peak of the expeditions. After the 6th Plenum of 1956, until 1958, illegal party activity was based on internal forces. In 1958, the 8th Plenum decided on the effective abolition of all underground apparatus. Throughout this period the KKE and its supporters experienced an extensive and bloody repression in various forms, the main aim of which was the disappearance of its organised forces in Thessaloniki, as well as everywhere else in Greece. At the same time, within the EAMoan Left and the KKE itself, which after 1951 was rallied to the EDA, a strong questioning of its underground action developed, under the influence of international developments, as well as the tendency to dissolve it. The KKE showed an admirable resilience over time, in the face of harsh conditions and internal strife, despite the dangers it faced.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Le mouvement communiste international, dès les premières décennies du 20e siècle, fut en très grande parti constitué sur la base des principes de la Troisième Internationale (Comintern). En particulier dans des conditions de clandestinité, les PC devaient combiner l’activité légale et l’action clandestine, en maintenant toujours un dispositif souterrain, inconnu des autorités répressives. Le KKE fut formé dans ce contexte pendant l'entre-deux-guerres et a connu des phases critiques, agissant dans une semi-clandestinité ou dans une clandestinité complète. Cette expérience s'est avérée particulièrement utile pendant la période de Résistance au sein de l'EAM. Mais les nouvelles forces qui qui ont adhéré au Parti, notamment vers la fin de l'Occupation, furent formées dans le but d'une normalisation politique et d'une réconciliation nationale dans un cadre politique bourgeois libéralisé. Cependant, une nouvelle phase de semi-clandestinité, dans un premier temps, aux années 1945-1947, et d’i ...
Le mouvement communiste international, dès les premières décennies du 20e siècle, fut en très grande parti constitué sur la base des principes de la Troisième Internationale (Comintern). En particulier dans des conditions de clandestinité, les PC devaient combiner l’activité légale et l’action clandestine, en maintenant toujours un dispositif souterrain, inconnu des autorités répressives. Le KKE fut formé dans ce contexte pendant l'entre-deux-guerres et a connu des phases critiques, agissant dans une semi-clandestinité ou dans une clandestinité complète. Cette expérience s'est avérée particulièrement utile pendant la période de Résistance au sein de l'EAM. Mais les nouvelles forces qui qui ont adhéré au Parti, notamment vers la fin de l'Occupation, furent formées dans le but d'une normalisation politique et d'une réconciliation nationale dans un cadre politique bourgeois libéralisé. Cependant, une nouvelle phase de semi-clandestinité, dans un premier temps, aux années 1945-1947, et d’illégalité totale ; à partir de 1948, a finalement duré près de trois décennies. La période 1946-1956, caractérisée par l'existence d’un dispositif organisationnel du KKE à l’intérieur du territoire, et abandonné définitivement en 1958, constitue une dimension historique particulière, privilégiée pour l'étude de la clandestinité communiste en Grèce.
La région de Thessalonique et ses environs immédiats constituent un terrain particulièrement crucial tant dans la période de la phase d’affrontement armé (1946-1949) que dans la période qui en suivit (1950-1958), portant sur l’action clandestine.
Thessalonique, par rapport à Athènes, n'a pas connu le conflit armé de décembre 1944, de sorte que la période après l’accord de Varkiza ait trouvé les forces du parti et de l'EAM intactes. La phase de répression sanglante et de terrorisme d’État, qui a suivie, a mis en évidence deux tendances contradictoires au sein du Parti. D'une part, la confiance dans l'influence de masse du KKE, et d'autre part, la nécessité d'une réponse plus dynamique aux attaques de l'État et des bandes paraétatiques fascisantes. Le développement lent de dispositifs clandestins efficaces, en combinaison avec la tactique indécise quant à la préparation du conflit armé, mais inévitable, a fait que les réseaux clandestins du KKE ont eu un temps de retard sur les actions des leurs opposants. Toutefois, dans le dernier trimestre de 1946, tout indique qu'à Thessalonique, au moins trois réseaux importants, subdivisés en d'autres partiels, opéraient dans le cadre d'un appareil semi-clandestin de parti, ceux d’autodéfense armée, de collecte de renseignements et de sauvetage de fugitifs conduits loin de la ville. Tout indique que les réseaux en question avaient peu d’interconnexions, celle étant présentes notamment aux échelons supérieurs. Le réseau des renseignements fut infiltré et démantelé à partir du début de l'été 1947 et ne fut pas reconstitué sous une forme autonome dans la ville. Les réseaux de sauvetage furent frappés par les services de sécurité à plusieurs reprises à partir de la fin de 1946 et ont connu plusieurs réorganisations jusqu'à la fin de 1949. Les réseaux d'autodéfense armée furent démantelés en plusieurs phases, de sorte qu'à partir de 1948, ils ont cédé leur place à des groupes du DSE infiltrés dans la ville. Au fur et à mesure de l’affrontement armé, les réseaux clandestins furent plus restreints, notamment en raison de l'épuisement des dispositifs urbains du KKE à Thessalonique. À partir de 1948, l'objectif principal était de faciliter les actions armées et la propagande dans la ville.
La période de l'après-guerre civile, lorsque les forces libres du KKE et la direction se trouvaient dans les pays de l'Est, fut caractérisée par un effort constant de reconstruction des noyaux clandestins du Parti en Grèce par la coordination des membres secrets, restés libres, et d’autres partisans (par exemple, le mission de Nikiforidis) et principalement par des infiltrations d'émissaires depuis l'étranger en passant soit par les pays occidentaux, soit par la Bulgarie. Thessalonique était à la fois une destination pour ces missions, visant à réorganiser les dispositifs clandestins du Parti, et une plaque tournante pour les missions vers d'autres régions du nord de la Grèce ou vers Athènes. Dans une première période, jusqu'en 1952, le principal soutien dans les campagnes était assuré par de petits groupes de guérilla. La période 1953-1955 constitue le point culminant des missions. Après le 6e plénum de 1956, jusqu'en 1958, l'activité illégale du Parti repose sur les forces internes. En 1958, le 8e Plénum a décidé de l'abolition définitive des dispositifs clandestins du Parti en Grèce.
Tout au long de cette période, le KKE et ses partisans ont subi une répression dure et sanglante sous diverses formes, dont l'objectif principal était la disparition de ses forces communistes organisées à Thessalonique, de même que partout ailleurs en Grèce. Parallèlement, au sein de la gauche issue de l’EAM et du KKE lui-même, qui s'était ralliée à l’EDA après 1951, une forte remise en question de son action illégale s'est développée, sous l'influence des développements internationaux, ainsi que la tendance à abandonner cette tactique. Le KKE a fait preuve d'une admirable résilience au fil du temps, face à des conditions difficiles et à des conflits internes, malgré les dangers auxquels il était confronté.
περισσότερα