Περίληψη
Η παρούσα διδακτορική διατριβή είναι μία εμπειρική διερεύνηση της οικονομικής μεγέθυνσης και σύγκλισης των δώδεκα πρώτων κρατών-μελών της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Είναι κυρίως εμπειρική, αλλά έχει και θεωρητικές προεκτάσεις. Το πρώτο κεφάλαιο παρέχει μια εμπεριστατωμένη επισκόπηση των οικονομικών επιδόσεων των εν λόγω χωρών διαχρονικά και δίνει απαντήσεις στο ερώτημα αν υπήρξε σύγκλιση μεταξύ τους, με έμφαση στη διάκριση μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας. Επιπλέον, αναδεικνύει τους παράγοντες που ενίσχυσαν ή εμπόδισαν τη διαδικασία σύγκλισης από τη σκοπιά τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς. Η μελέτη συγκρίνει δείκτες σύγκλισης σε διαφορετικές περιόδους, πριν και μετά την εισαγωγή του ευρώ.Όπως δείχνει η εμπειρική ανάλυση, η περιφέρεια ξεκίνησε από χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, κατέγραψε ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και πλησίασε τον πυρήνα, γεγονός που αποτελεί ένδειξη πραγματικής σύγκλισης. Εντούτοις, με το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσ ...
Η παρούσα διδακτορική διατριβή είναι μία εμπειρική διερεύνηση της οικονομικής μεγέθυνσης και σύγκλισης των δώδεκα πρώτων κρατών-μελών της ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Είναι κυρίως εμπειρική, αλλά έχει και θεωρητικές προεκτάσεις. Το πρώτο κεφάλαιο παρέχει μια εμπεριστατωμένη επισκόπηση των οικονομικών επιδόσεων των εν λόγω χωρών διαχρονικά και δίνει απαντήσεις στο ερώτημα αν υπήρξε σύγκλιση μεταξύ τους, με έμφαση στη διάκριση μεταξύ πυρήνα και περιφέρειας. Επιπλέον, αναδεικνύει τους παράγοντες που ενίσχυσαν ή εμπόδισαν τη διαδικασία σύγκλισης από τη σκοπιά τόσο της ζήτησης όσο και της προσφοράς. Η μελέτη συγκρίνει δείκτες σύγκλισης σε διαφορετικές περιόδους, πριν και μετά την εισαγωγή του ευρώ.Όπως δείχνει η εμπειρική ανάλυση, η περιφέρεια ξεκίνησε από χαμηλότερα επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος, κατέγραψε ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης και πλησίασε τον πυρήνα, γεγονός που αποτελεί ένδειξη πραγματικής σύγκλισης. Εντούτοις, με το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2008, η πραγματική σύγκλιση διακόπηκε. Όπως κρίνεται εκ των υστέρων, κάποιες από τις χώρες που επί σειρά ετών κατέγραφαν ταχύτερη ανάπτυξη από ό,τι άλλες βασίζονταν σε παραγωγικά πρότυπα τα οποία αποδείχθηκαν μη βιώσιμα.Το δεύτερο κεφάλαιο θέτει υπό αμφισβήτηση το κατάλοιπο του Solow ως δείκτη ολικής παραγωγικότητας των συντελεστών παραγωγής. Σύμφωνα με το νεοκλασικό μοντέλο μεγέθυνσης, η ολική παραγωγικότητα θεωρείται ότι ενσωματώνει την τεχνολογία και την αποτελεσματικότητα της παραγωγής, το λεγόμενο «κατάλοιπο του Solow». Στην πραγματικότητα όμως, το κατάλοιπο του Solow αποτυπώνει την αμοιβή των συντελεστών παραγωγής, δηλαδή το σταθμισμένο άθροισμα των αποδόσεων της εργασίας και του κεφαλαίου, και προκύπτει άμεσα από την ταυτότητα του εθνικού εισοδήματος. Κατασκευάζεται ένας «αληθινός» δείκτης ολικής παραγωγικότητας με τη μέθοδο της ανάλυσης των κύριων συνιστωσών, ο οποίος ενσωματώνει όλες τις μεταβλητές που έχουν αναδειχθεί στη βιβλιογραφία ως οι κύριοι προσδιοριστικοί της παράγοντες. Αξιολογείται η εξέλιξη του δείκτη σε σχέση με το κατάλοιπο του Solow για τα δώδεκα πρώτα κράτη-μέλη της ευρωζώνης από τα μέσα της δεκαετίας του ’90. Στις χώρες του πυρήνα, το κατάλοιπο του Solow ακολουθεί σε γενικές γραμμές κοινή πορεία με την ολική παραγωγικότητα. Αντίθετα, στις χώρες της περιφέρειας υπάρχουν επίμονες διαφορές μεταξύ των δύο δεικτών και παρέχονται κάποιες ενδείξεις ότι αυτές συνδέονται με μακροοικονομικές ανισορροπίες.Το τρίτο κεφάλαιο υποστηρίζει ότι η συμμετοχή στη ζώνη του ευρώ συνέπεσε με μια περίοδο που χαρακτηρίστηκε από υψηλές μακροοικονομικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας. Η εξισορρόπηση της οικονομίας ήταν απαραίτητη, τόσο από την πλευρά της ζήτησης όσο και της προσφοράς, καθώς είχαν εμφανιστεί σοβαρά προβλήματα διατηρησιμότητας του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Παρουσιάζει ένα υπόδειγμα συνολικής προσφοράς-συνολικής ζήτησης προκειμένου, πρώτον, να δείξει, χρησιμοποιώντας μια απλή διαγραμματική λύση, πώς παράγοντες από την πλευρά της ζήτησης και της προσφοράς προσδιορίζουν το προϊόν και την πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία ισορροπίας και, δεύτερον, να εξετάσει πώς μπορεί να επιτευχθεί η εξισορρόπηση της οικονομίας με τη χρήση παραμέτρων πολιτικής από την πλευρά της ζήτησης και της προσφοράς.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This doctoral dissertation is an empirical investigation of growth and convergence of the initial twelve Member States of the euro area including Greece. It is mostly empirical but it has implications for theory as well. The first chapter provides an in-depth overview of the economic performance of these countries throughout time and gives answers on whether there has been convergence among them, with emphasis on the core and the periphery. Furthermore, it sheds light on the factors which reinforced or hindered the convergence process using both a demand- and a supply-side approach. The study compares convergence indicators in various periods before and after the introduction of the euro. As the empirical analysis demonstrates, the periphery with lower initial levels of income per head grew faster and moved closer to the core, an indication of real convergence. However, at the outbreak of the international financial crisis in 2008 real convergence was interrupted. With the benefit of h ...
This doctoral dissertation is an empirical investigation of growth and convergence of the initial twelve Member States of the euro area including Greece. It is mostly empirical but it has implications for theory as well. The first chapter provides an in-depth overview of the economic performance of these countries throughout time and gives answers on whether there has been convergence among them, with emphasis on the core and the periphery. Furthermore, it sheds light on the factors which reinforced or hindered the convergence process using both a demand- and a supply-side approach. The study compares convergence indicators in various periods before and after the introduction of the euro. As the empirical analysis demonstrates, the periphery with lower initial levels of income per head grew faster and moved closer to the core, an indication of real convergence. However, at the outbreak of the international financial crisis in 2008 real convergence was interrupted. With the benefit of hindsight, some of the countries that grew faster than others for long periods of time relied on economic models that turned out to be non-viable. The second chapter challenges the Solow residual as an index of total factor productivity. According to the neoclassical growth model, total factor productivity is assumed to incorporate technology and production efficiency and has come to be known as the “Solow residual”. Νevertheless, in reality, the Solow residual captures the remuneration of production factors, being the weighted sum of the returns to labour and capital, and is a straightforward outcome of the National Income Identity. A “true” total factor productivity index is constructed using principal component analysis incorporating all those variables that have emerged in the literature as the main determinants of total factor productivity. Its performance vis-à-vis the Solow residual is evaluated for the initial twelve Member States of the euro area since the mid-90s. It appears that for the core countries, the pattern of the Solow residual broadly identifies with that of total factor productivity. On the other hand, there are persistent differences between the two indices in the case of the periphery countries. Some evidence is provided that these differences are related to macroeconomic imbalances. The third chapter argues that participation in the euro area coincided with a period of large macroeconomic imbalances for the Greek economy. Rebalancing was necessary both on the demand and the supply side, as serious current account sustainability problems had emerged. It presents an aggregate supply-aggregate demand model in order, first, to show, using a simple diagrammatic solution, how demand- and supply-side factors determine the equilibrium output and real exchange rate and, second, to discuss how the rebalancing of the economy could be achieved using both demand- and supply-side policy parameters.
περισσότερα