Περίληψη
Ο κύριος σκοπός της τυχαιοποιημένης κλινικής μελέτης που διεξήγαμε είχε δύο σκέλη: αφενός η εκτίμηση της χρησιμότητας της αρτηριακής τονομετρίας και της ρεοκαρδιογραφίας ως μεθόδων πρόβλεψης του αντιυπερτασικού αποτελέσματος, αφετέρου η σύγκριση μεταξύ ενός αποκλειστή υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ (ολμεσαρτάνη) και ενός διουρητικού (χλωροθαλιδόνη) ως προς το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα και την επίδραση στην καρωτιδο-μηριαία ταχύτητα σφυγμικού κύματος (c-fPWV), το δείκτη προσαύξησης (AI) και το αιμοδυναμικό προφίλ. Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα των δύο φαρμάκων εκτιμήθηκε με την 24ωρη περιπατητική καταγραφή της πίεσης στη βραχιόνιο αρτηρία και με τη μέτρηση των κεντρικών αορτικών πιέσεων στο εργαστήριο με τη μέθοδο της αρτηριακής τονομετρίας. Η c-fPWV και ο AI μετρήθηκαν μέσω της αρτηριακής τονομετρίας και το αιμοδυναμικό προφίλ εκτιμήθηκε με τη ρεοκαρδιογραφία. Στη μελέτη συμμετείχαν 66 ενήλικα άτομα που έπασχαν από ΑΥ 1ου ή 2ου βαθμού και δεν έπασχαν από άλλα νοσήματα. Τα άτομα που στρατολ ...
Ο κύριος σκοπός της τυχαιοποιημένης κλινικής μελέτης που διεξήγαμε είχε δύο σκέλη: αφενός η εκτίμηση της χρησιμότητας της αρτηριακής τονομετρίας και της ρεοκαρδιογραφίας ως μεθόδων πρόβλεψης του αντιυπερτασικού αποτελέσματος, αφετέρου η σύγκριση μεταξύ ενός αποκλειστή υποδοχέων αγγειοτενσίνης ΙΙ (ολμεσαρτάνη) και ενός διουρητικού (χλωροθαλιδόνη) ως προς το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα και την επίδραση στην καρωτιδο-μηριαία ταχύτητα σφυγμικού κύματος (c-fPWV), το δείκτη προσαύξησης (AI) και το αιμοδυναμικό προφίλ. Το αντιυπερτασικό αποτέλεσμα των δύο φαρμάκων εκτιμήθηκε με την 24ωρη περιπατητική καταγραφή της πίεσης στη βραχιόνιο αρτηρία και με τη μέτρηση των κεντρικών αορτικών πιέσεων στο εργαστήριο με τη μέθοδο της αρτηριακής τονομετρίας. Η c-fPWV και ο AI μετρήθηκαν μέσω της αρτηριακής τονομετρίας και το αιμοδυναμικό προφίλ εκτιμήθηκε με τη ρεοκαρδιογραφία. Στη μελέτη συμμετείχαν 66 ενήλικα άτομα που έπασχαν από ΑΥ 1ου ή 2ου βαθμού και δεν έπασχαν από άλλα νοσήματα. Τα άτομα που στρατολογήθηκαν δεν ελάμβαναν αντιυπερτασική θεραπεία ή, όσα ελάμβαναν, τη διέκοψαν για δύο εβδομάδες προκειμένου να γίνει έκπλυση των φαρμάκων από τον οργανισμό. Οι ασθενείς τυχαιοποιήθηκαν σε δύο ομάδες, 36 άτομα έλαβαν ολμεσαρτάνη με αρχική δοσολογία τα 10 ή τα 20mg και 30 άτομα έλαβαν χλωροθαλιδόνη με αρχική δοσολογία τα 12,5mg. Οι ασθενείς επαναξιολογήθηκαν κατόπιν 2 εβδομάδων και έγινε τιτλοποίηση ή όχι της δοσολογίας σε 20 ή 40mg ολμεσαρτάνης και 25mg χλωροθαλιδόνης καθότι ο στόχος της θεραπευτικής παρέμβασης ήταν η ρύθμιση της πίεσης σε κάθε ασθενή. Όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν στις δοκιμασίες του πρωτοκόλλου στην αρχή και το τέλος της μελέτης μετά από 12 εβδομάδες παρακολούθησης. Για τη σύγκριση των δύο φαρμάκων έγινε διόρθωση για συγχυτικούς παράγοντες, όπως η δοσολογία (DDD factor), οι μέσες τιμές των παραμέτρων στην αρχή της μελέτης, η ηλικία και ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ). Στο τέλος της μελέτης φάνηκε ότι τα δύο φάρμακα επηρέασαν την κεντρική και την περιφερική δυναμική με διαφορετικό τρόπο. Η χλωροθαλιδόνη επέφερε σημαντικά μεγαλύτερη μείωση της κεντρικής διαστολικής πίεσης, της c-fPWV και των συστηματικών αγγειακών αντιστάσεων (παράμετροι SVR, SVRI και SSVRI). Από την άλλη, φάνηκε υπεροχή της ολμεσαρτάνης στη μείωση της 24ωρης διαφορικής πίεσης και της διαφορικής πίεσης ημέρας. Επιπλέον, η ολμεσαρτάνη αύξησε την καρδιακή συσταλτικότητα (παράμετροι VI, ACI και HI), τον όγκο παλμού (παράμετροι SV, SI) και την καρδιακή παροχή (παράμετροι CO, CI). Η πολυπαραγοντική ανάλυση έδειξε ανεξάρτητη, από άλλες παραμέτρους, συσχέτιση μεταξύ της μεταβολής του ΑΙ και των μεταβολών της κεντρικής διαστολικής, της 24ωρης συστολικής και της 24ωρης διαστολικής πίεσης και επίσης ανεξάρτητη συσχέτιση μεταξύ της μεταβολής της c-fPWV και των μεταβολών της 24ωρης συστολικής πίεσης και της νυχτερινής διαφορικής πίεσης και οι συσχετίσεις αυτές ήταν θετικές. Η ηλικία φάνηκε ότι είναι η μοναδική ανεξάρτητη παράμετρος πρόβλεψης των μεταβολών της κεντρικής συστολικής πίεσης και της κεντρικής διαφορικής πίεσης και οι συσχετίσεις ήταν αρνητικές. Οι μεταβολές των ρεοκαρδιογραφικών παραμέτρων δεν παρουσίασαν σημαντικές και ανεξάρτητες συσχετίσεις με τις μεταβολές των παραμέτρων πίεσης. Τα παραπάνω ευρήματα υποδηλώνουν ότι η αρτηριακή τονομετρία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μέθοδος πρόβλεψης του αντιυπερτασικού αποτελέσματος σε αντίθεση με τη ρεοκαρδιογραφία. Η ρεοκαρδιογραφία, ωστόσο, ανέδειξε τις διαφορετικές επιδράσεις των δύο φαρμάκων στο αιμοδυναμικό προφίλ.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The main purpose of the randomized clinical trial that we conducted was to evaluate the usefulness of arterial tonometry and impedance cardiography as methods of predicting the antihypertensive effect, as well as to compare an angiotensin II receptor blocker (olmesartan) with a diuretic (chlorthalidone) regarding the antihypertensive effect and the effect on the carotid-femoral pulse wave velocity (c-fPWV), the augmentation index (AI) and the hemodynamic profile. The antihypertensive effect of the two drugs was assessed by 24-hour ambulatory blood pressure monitoring at the brachial artery and by measuring the central aortic pressures in the laboratory by arterial applanation tonometry. C-fPWV and AI were measured by arterial tonometry and the hemodynamic profile was assessed by impedance cardiography. The study included 66 adults who suffered from 1st or 2nd grade hypertension and did not suffer from other diseases. The individuals recruited were not receiving antihypertensive treatm ...
The main purpose of the randomized clinical trial that we conducted was to evaluate the usefulness of arterial tonometry and impedance cardiography as methods of predicting the antihypertensive effect, as well as to compare an angiotensin II receptor blocker (olmesartan) with a diuretic (chlorthalidone) regarding the antihypertensive effect and the effect on the carotid-femoral pulse wave velocity (c-fPWV), the augmentation index (AI) and the hemodynamic profile. The antihypertensive effect of the two drugs was assessed by 24-hour ambulatory blood pressure monitoring at the brachial artery and by measuring the central aortic pressures in the laboratory by arterial applanation tonometry. C-fPWV and AI were measured by arterial tonometry and the hemodynamic profile was assessed by impedance cardiography. The study included 66 adults who suffered from 1st or 2nd grade hypertension and did not suffer from other diseases. The individuals recruited were not receiving antihypertensive treatment or, if they did, discontinued it for two weeks in order to washout the drugs. Patients were randomized into two groups, 36 individuals received olmesartan at an initial dose of 10 or 20 mg and 30 individuals received chlorthalidone at an initial dose of 12.5 mg. Patients were re-evaluated after 2 weeks and the dosage was titrated or not at 20 or 40 mg olmesartan and 25 mg chlorothalidone as the goal of the therapeutic intervention was to control blood pressure in each patient. All patients underwent the protocol tests at the beginning and end of the study after 12 weeks of follow-up. For the comparison of the two drugs, an adjustment was made for confounding factors, such as the dosage (DDD factor), the mean values of the parameters at the beginning of the study, the age and the body mass index (BMI). At the end of the study it appeared that the two drugs affected central and peripheral hemodynamics in different ways. Chlorthalidone, compared to olmesartan, caused a significantly greater reduction in central diastolic pressure, c-fPWV and systemic vascular resistance (parameters SVR, SVRI and SSVRI). On the other hand, olmesartan was shown to be superior in reducing 24-hour pulse pressure and daytime pulse pressure. In addition, olmesartan increased cardiac contractility (parameters VI, ACI and HI), stroke volume (parameters SV, SI) and cardiac output (parameters CO, CI). Multivariate analysis showed an independent correlation between the change in AI and changes in central diastolic, 24-hour systolic and 24-hour diastolic pressure, as well as an independent correlation between the change in c-fPWV and changes in 24-hour systolic pressure and nocturnal pulse pressure and these correlations were positive. Age seemed to be the only independent predictor of changes in central systolic pressure and central pulse pressure and the correlations were negative. Impedance cardiography parameters did not show significant and independent correlations with changes in pressure parameters. The above findings suggest that arterial tonometry could be used as a method of predicting the antihypertensive effect as opposed to impedance cardiography. Impedance cardiography, however, highlighted the different effects of the two drugs on the hemodynamic profile.
περισσότερα