Περίληψη
Οι κλινικές επιπλοκές της αθηροσκλήρυνσης ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως. Οι παράγοντες κινδύνου που συνδέονται στατιστικά με τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου και των επιπλοκών της, αναγνωρίζουν ή συμβάλλουν στις βλάβες του αγγειακού τοιχώματος που οδηγούν σε αυτές αλλά δεν αναγνωρίζουν απαραίτητα τη νόσο αυτή καθ’εαυτή. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, νέες μέθοδοι σήμερα έχουν καταστήσει δυνατή την αναγνώριση και την παρακολούθηση των βλαβών του αγγειακού τοιχώματος ή του τελικού οργάνου-στόχου. Η ορθολογική χρήση των μεθόδων αυτών θα μπορούσε να οδηγήσει στην εκτίμηση του μελλοντικού καρδιαγγειακού κινδύνου και στην παρακολούθηση της απόκρισης σε μια συγκεκριμένη θεραπεία με βάση την in vivo αναγνώριση ύπαρξης και/ή προόδου της αθηρωματικής διαδικασίας. Με τις μεθόδους αυτές είναι δυνατό να αναγνωριστούν δομικές ή λειτουργικές ανωμαλίες του καρδιαγγειακού δέντρου. Στις δομικές ανήκουν παράμετροι όπως το πάχος του έσω μέσου χιτώνα του τοιχώμ ...
Οι κλινικές επιπλοκές της αθηροσκλήρυνσης ευθύνονται για το μεγαλύτερο ποσοστό νοσηρότητας και θνησιμότητας παγκοσμίως. Οι παράγοντες κινδύνου που συνδέονται στατιστικά με τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου και των επιπλοκών της, αναγνωρίζουν ή συμβάλλουν στις βλάβες του αγγειακού τοιχώματος που οδηγούν σε αυτές αλλά δεν αναγνωρίζουν απαραίτητα τη νόσο αυτή καθ’εαυτή. Με τη βοήθεια της τεχνολογίας, νέες μέθοδοι σήμερα έχουν καταστήσει δυνατή την αναγνώριση και την παρακολούθηση των βλαβών του αγγειακού τοιχώματος ή του τελικού οργάνου-στόχου. Η ορθολογική χρήση των μεθόδων αυτών θα μπορούσε να οδηγήσει στην εκτίμηση του μελλοντικού καρδιαγγειακού κινδύνου και στην παρακολούθηση της απόκρισης σε μια συγκεκριμένη θεραπεία με βάση την in vivo αναγνώριση ύπαρξης και/ή προόδου της αθηρωματικής διαδικασίας. Με τις μεθόδους αυτές είναι δυνατό να αναγνωριστούν δομικές ή λειτουργικές ανωμαλίες του καρδιαγγειακού δέντρου. Στις δομικές ανήκουν παράμετροι όπως το πάχος του έσω μέσου χιτώνα του τοιχώματος των καρωτίδων (καρωτιδικό ΙΜΤ) και η μάζα της αριστερής κοιλίας, ενώ στις λειτουργικές η αρτηριακή υπέρταση, η δυσλειτουργία του ενδοθηλίου, η αρτηριακή σκληρία και η αλβουμινουρία. Το πλεονέκτημα των παραμέτρων αυτών είναι ότι αναδεικνύεται μη επεμβατικά η βλάβη των αγγείων και των οργάνων, κι έτσι μπορεί να αναγνωριστούν ασυμπτωματικά άτομα υψηλού κινδύνου ή να παρακολουθηθεί η εξέλιξη της νόσου. Το καρωτιδικό ΙΜΤ θεωρείται ως άμεσος δείκτης της κατάστασης του αγγειακού τοιχώματος και σχετίζεται με τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Η αθηροσκλήρωση των καρωτίδων έχει συνδεθεί με την αθηρωμάτωση του υπόλοιπου αγγειακού δικτύου, χρησιμοποιείται ως προγνωστικός δείκτης καρδιαγγειακής νόσου αλλά και ως μέσο παρακολούθησης της θεραπείας σε κλινικές μελέτες. Οι μηχανικές ιδιότητες του αγγειακού δένδρου αποκτούν αυξανόμενη σημασία στην παθοφυσιολογία των καρδιαγγειακών νόσων. Η αύξηση της αρτηριακής σκληρίας των μεγάλων αγγείων και οι επακόλουθες μεταβολές στην ταχύτητα του κύματος παλμού και στα χαρακτηριστικά του ανακλώμενου κύματος σχετίζονται με υψηλό καρδιαγγειακό κίνδυνο. Ο δείκτης αύξησης της πίεσης στην αορτή (ΑΙ) είναι μια παράμετρος που περιγράφει την αορτική σκληρία και την ανάκλαση του κύματος παλμού στην περιφέρεια, ο οποίος μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ποσοτικοποίηση του φαινομένου αυτού μη επεμβατικά. Ο σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να ελεγχθεί η υπόθεση ότι η συνδυασμένη μέτρηση ενός δομικού δείκτη καρδιαγγειακής νόσου, όπως το καρωτιδικό ΙΜΤ, και ενός λειτουργικού δείκτη, όπως το ΑΙ, θα προσέθετε προγνωστικές πληροφορίες σε σχέση με τον κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου, σε πληθυσμό ασυμπτωματικών υγιών ενηλίκων. Μέσα στα πλαίσια αυτά πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις του καρωτιδικού ΙΜΤ και του ΑΙ με ανάλυση κύματος παλμού σε 81 ασυμπτωματικούς άρρενες εθελοντές, αξιωματικούς του Ελληνικού στρατού (39,2±6,2 ετών), χωρίς εμφανή καρδιαγγειακή νόσο (στεφανιαία νόσο, συμπτωματική νόσο καρωτίδων, περιφερική αγγειοπάθεια) ή σακχαρώδη διαβήτη. Ο μελλοντικός κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου υπολογίστηκε με τις εξισώσεις Framingham για άρρενες, σύμφωνα με τις τροποποιήσεις του Adult Treatment Panel III. Οι παράγοντες κινδύνου που ελήφθησαν υπόψη ήταν η ηλικία, η ολική χοληστερόλη, η HDL χοληστερόλη, η συστολική αρτηριακή πίεση, η θεραπεία υπερτάσεως και το κάπνισμα. .....................................................
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The clinical complications of atherosclerosis and atherothrombotic disease represent the major causes of morbidity and mortality worldwide. Risk factors are markers that are statistically related to the risk of morbid events, presumably because they identify or contribute to one or more of the vascular processes that lead to these events, but they do not necessarily identify the disease itself. New insights and expanding technology now make it possible to identify and track the progression of the arterial wall or end-organ disease instead of relying on the statistically related risk factors. The availability of reliable markers for the disease might ultimately allow disease progression to replace end-point events as a guide to the risk of disease and its response to therapy. Such markers may take several forms. They may demonstrate structural abnormalities of the arteries or the heart, like carotid artery wall thickness and left ventricular mass, or functional abnormalities of the card ...
The clinical complications of atherosclerosis and atherothrombotic disease represent the major causes of morbidity and mortality worldwide. Risk factors are markers that are statistically related to the risk of morbid events, presumably because they identify or contribute to one or more of the vascular processes that lead to these events, but they do not necessarily identify the disease itself. New insights and expanding technology now make it possible to identify and track the progression of the arterial wall or end-organ disease instead of relying on the statistically related risk factors. The availability of reliable markers for the disease might ultimately allow disease progression to replace end-point events as a guide to the risk of disease and its response to therapy. Such markers may take several forms. They may demonstrate structural abnormalities of the arteries or the heart, like carotid artery wall thickness and left ventricular mass, or functional abnormalities of the cardiovascular system, like blood pressure, endothelial dysfunction, arterial wall stiffness or albuminuria. Their superiority over classical risk factors lies on the fact that they can reveal vascular or organ damage non-invasively, and so identify asymptomatic persons of high risk for a morbid event and monitor disease progression. Carotid intima-media thickness (IMT) is considered as a direct measure of the status of the vascular wall and is related to cardiovascular risk. Carotid atherosclerosis has been correlated with the development of atherosclerosis in any vascular bed, is useful for risk stratification, predicts vascular events and can be used as a valuable marker for therapeutic benefit in clinical trials. Unfavourable alterations of the mechanical characteristics of the arterial system in general and the reflecting properties in particular are increasingly recognized to play an important role in cardiovascular diseases. Arterial stiffness is a growing epidemic associated with increased risk of cardiovascular events. Decreased compliance of the central vasculature alters arterial pressure and flow dynamics and impacts cardiac performance and coronary perfusion. In the case of stiff arteries, pulse wave velocity rises and reflected waves arrive back at the central arteries earlier, adding to the forward wave and augmenting the systolic pressure. This phenomenon can be quantified through the augmentation index (AIx). The purpose of this study was to test the hypothesis that the combined use of a structural marker of cardiovascular disease like carotid IMT with a functional marker like augmentation index would provide additive prognostic information to help identify currently healthy adults with the highest risk to develop coronary artery disease in the future. To test this hypothesis measurements of carotid IMT and augmentation index with pulse wave analysis were conducted in 81 asymptomatic male volunteers, officers from the Hellenic army (39,2±6,2 years) without clinically overt cardiovascular disease (coronary heart disease, sympromatic carotid artery disease, peripheral artery disease) or diabetes mellitus. Cardiovascular risk assessment was carried out by using the Framingham equations for men modified by the Adult Treatment Panel III. The risk factors used to calculate the Framingham risk score (FRS) were age, total cholesterol, HDL cholesterol, systolic blood pressure, treatment of hypertension and cigarette smoking. ........................................................................................................................
περισσότερα