Περίληψη
Στην περιοχή του Ζαγορίου οι ευνοϊκές ιστορικές συνθήκες καθόρισαν ένα πρόσφορο οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον για την άνθιση της θρησκευτικής τέχνης. Η εξάρτηση από το γειτονικό άστυ των Ιωαννίνων, που αποτέλεσε την έδρα του όψιμου Δεσποτάτου της Ηπείρου και αργότερα ακτινοβόλο πνευματικό κέντρο, τα αυτοδιοικητικά προνόμια που έλαβε η περιοχή από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια και τέλος η σημαντική χορηγική δράση παραγόντων της εκκλησίας και των κοινοτήτων διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για τη μετάκληση σημαντικών καλλιτεχνών από άλλες περιοχές και τη διαμόρφωση μιας τοπικής καλλιτεχνικής παράδοσης. Αφετηρία της θρησκευτικής ζωγραφικής του Ζαγορίου αποτελούν οι τοιχογραφίες της μονής της Αγίας Παρασκευής Μονοδενδρίου (1414), έργο συνδεδεμένο με το καλλιτεχνικό κέντρο της Καστοριάς. Αντίστοιχες καταβολές αντικατοπτρίζονται σε τρεις εικόνες του όψιμου 15ου αιώνα και μία της έκτης δεκαετίας του 16ου αιώνα, στις οποίες αναγνωρίζεται άμεση σχέση με την τέχνη της βορειοδυτικής Μακεδον ...
Στην περιοχή του Ζαγορίου οι ευνοϊκές ιστορικές συνθήκες καθόρισαν ένα πρόσφορο οικονομικό και πολιτιστικό περιβάλλον για την άνθιση της θρησκευτικής τέχνης. Η εξάρτηση από το γειτονικό άστυ των Ιωαννίνων, που αποτέλεσε την έδρα του όψιμου Δεσποτάτου της Ηπείρου και αργότερα ακτινοβόλο πνευματικό κέντρο, τα αυτοδιοικητικά προνόμια που έλαβε η περιοχή από τα πρώτα μεταβυζαντινά χρόνια και τέλος η σημαντική χορηγική δράση παραγόντων της εκκλησίας και των κοινοτήτων διαμόρφωσαν τις προϋποθέσεις για τη μετάκληση σημαντικών καλλιτεχνών από άλλες περιοχές και τη διαμόρφωση μιας τοπικής καλλιτεχνικής παράδοσης. Αφετηρία της θρησκευτικής ζωγραφικής του Ζαγορίου αποτελούν οι τοιχογραφίες της μονής της Αγίας Παρασκευής Μονοδενδρίου (1414), έργο συνδεδεμένο με το καλλιτεχνικό κέντρο της Καστοριάς. Αντίστοιχες καταβολές αντικατοπτρίζονται σε τρεις εικόνες του όψιμου 15ου αιώνα και μία της έκτης δεκαετίας του 16ου αιώνα, στις οποίες αναγνωρίζεται άμεση σχέση με την τέχνη της βορειοδυτικής Μακεδονίας. Στη συνέχεια, προϊόντος του 16ου αιώνα, γίνεται αισθητή στην τέχνη της περιοχής η επενέργεια των κατακτήσεων της λεγόμενης «Σχολής των Θηβών» ή της «βορειoδυτικής Ελλάδας» που ανθεί στα γειτονικά Ιωάννινα. Στις επιρροές αυτές προσγράφονται οι τοιχογραφίες των ναών του Αγίου Νικολάου στα Καλύβια Ελαφοτόπου και της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Σκαμνέλι (τελευταίες δεκαετίες του 16ου αιώνα), καθώς και τρεις φορητές εικόνες από τις κοινότητες Kαλωτά και Βραδέτο. Από το τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα καθοριστική για τις τοπικές καλλιτεχνικές εξελίξεις είναι η έλευση ζωγράφων με καταγωγή από το Λινοτόπι, χωριό στην οροσειρά του Γράμμου. Η πρόσφατη έρευνα έχει συνδέσει τις τοιχογραφίες του ναού του Αγίου Δημητρίου Παλατιτσίων (1570), του πρώτου υπογεγραμμένου τοιχογραφικού συνόλου του συνεργείου, με τις τοιχογραφίες στη μονή της Ευαγγελίστριας Καστρακίου (1575/6) στο δυτικό Ζαγόρι, συσχετισμός που κατά την άποψή μας επιβεβαιώνεται και με τη συγκριτική μελέτη των φορητών έργων των δύο μνημείων. Την τελευταία δεκαετία του 16ου αιώνα η τέχνη των Λινοτοπιτών ζωγράφων φαίνεται να έχει ήδη αποκτήσει κύρος σε κύκλους παραγγελιοδοτών του Ζαγορίου, ώστε να τους ανατεθούν πέντε τουλάχιστον τέμπλα στις κοινότητες Κάτω και Άνω Πεδινών, Ελαφοτόπου, Κουκουλίου και Νεγάδων. Τον 17ο αιώνα η δράση τους στην περιοχή συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι την έκτη δεκαετία. Αποτελούν την κυρίαρχη καλλιτεχνική ομάδα και αναλαμβάνουν την τοιχογράφηση αλλά και τη ζωγραφική τέμπλων και φορητών εικόνων, υπογράφοντας ενίοτε τα έργα τους. Από τους επώνυμους καλλιτέχνες της ομάδας εργάζονται στην περιοχή την περίοδο αυτή ο Μιχαήλ, με φορητά έργα στον Ελαφότοπο, τη Βίτσα, το Μονοδένδρι και την Κλειδωνιά, ο γιος του Κωνσταντίνος με έργα στο Κουκούλι, τα Άνω Πεδινά και τον Ελαφότοπο, ενώ ανιχνεύεται το χέρι ενός ακόμη μέλους της ομάδας, του Νικολάου (ΙV), στον οποίο αποδίδουμε εικόνες και τμήμα τέμπλου στις κοινότητες Βίτσα, Νεγάδες και Μονοδένδρι. Από την έκτη δεκαετία μέχρι την όγδοη δεκαετία του 17ου αιώνα στο Ζαγόρι κυριαρχούν οι Γραμμοστινοί Ιωάννης Σκούταρης και οι αδελφοί Δημήτριος (ΙΙ) και Γεώργιος. Φιλοτεχνούν τοιχογραφίες, τέμπλα και εικόνες στις κοινότητες Κλειδωνιά, Αρίστη, Σκαμνέλι, Φραγκάδες, Κουκούλι και Βραδέτο. Στον αντίποδα των συνεργείων από την περιοχή του Γράμμου, από την έβδομη δεκαετία του 17ου αιώνα την τέχνη της ευρύτερης περιοχής των Ιωαννίνων επηρεάζουν αντιλήψεις με επιρροές από τη δυτική τέχνη του μπαρόκ, γερές βάσεις στην εικονογραφία της Κρητικής Σχολής αλλά και αγάπη για διακοσμητική εκζήτηση με καταβολές στη «Σχολή των Θηβών». Κύριος εκπρόσωπος των τάσεων αυτών είναι ο ιερέας Αθανάσιος από το Γρεβενίτι του Ζαγορίου, που υπογράφει με τους συνεργάτες του τις τοιχογραφίες της μονής Βοτσάς (1680) και στον οποίο αποδίδουμε μια εικόνα στην Καλωτά 1677),αφιερωμένη πιθανότατα στο μετόχι της μονής Βοτσάς, τη μονή Βισσικού. Η εκκοσμικευμένη τέχνη του Αθανασίου δε βρήκε συνέχεια. Ο Ιωάννης, οποίος υπογράφει ως «οικτρός εικονογράφος» τη δεσποτική εικόνα της Παναγίας στο τέμπλο της μονής Βοτσάς και οπωσδήποτε υπήρξε μαθητής του, αποδίδει με ιδίωμα συντηρητικό συνθετικές αρχές της κρητικής σχολής, ενώ για τις βιογραφικές εικόνες του χρησιμοποιεί εικονογραφικά πρότυπα της μακεδονικής παλαιολόγειας παράδοσης. Στην τέχνη του προσγράφονται ακόμη τέσσερα φορητά έργα στις κοινότητες Μονοδενδρίου, Φραγκάδων και Κουκουλίου, ως επί το πλείστον σε μετόχια της μονής Βοτσάς. Σε δύο κοινότητες, τη Βίτσα και τους Φραγκάδες, σώζονται δύο ζεύγη ομόλογων εικόνων, που κατά την άποψή μας προσγράφονται στο ιδιαίτερο ιδίωμα του Κυπρίου ζωγράφου Ονουφρίου. Η εικόνα του Χριστού με την επωνυμία «ο Πάντων Κριτής» στον ναό του Αγίου Νικολάου Βίτσας έχει ήδη αποδοθεί με αμφιβολίες από τη μέχρι σήμερα έρευνα στον καλλιτέχνη, ενώ οι υπόλοιπες τρεις είναι αδημοσίευτες. Εξωτερικά στοιχεία, όπως η μορφή των φωτοστεφάνων και η διαμόρφωση του χρυσωμένου βάθους με έξεργα ζατρικοειδή μοτίβα, καθώς και το ιδιαίτερο ύφος, στο οποίο συνυπάρχουν επιρροές από την κυπριακή ζωγραφική του 16ου αιώνα συνδυασμένες με την αντικλασική γραμμική πραγμάτευση που χαρακτηρίζει τη συγκαιρινή τέχνη της σημερινής νότιας Αλβανίας, συνηγορούν στην απόδοση των τεσσάρων έργων στο ιδίωμα του ζωγράφου. Από τα λίγα υπογεγραμμένα έργα του Ζαγορίου συνάγεται η δράση στην περιοχή δύο αθησαύριστων από τη μέχρι σήμερα έρευνα ζωγράφων, του «Χατζηπέτρου της Μεγάλης Ρωσίας» (Κουκούλι 1679) και του Λάμπρου από τη Ζίτσα (Σκαμνέλι 1694). Στο περιθώριο της δράσης των συνεργείων και των επώνυμων ζωγράφων, μια σειρά ανωνύμων έργων της περιόδου αντιπροσωπεύουν την ευρεία κατηγορία της περιφερειακής τέχνης με «αντικλασικό» χαρακτήρα, εκλεκτικισμό προτύπων και απλούστευση των καλλιτεχνικών μέσων, που κυριάρχησε στην ηπειρωτική ύπαιθρο τον 17ο αιώνα. Η μετάκληση καταξιωμένων ζωγράφων και συνεργείων, η διαρκής έμπνευση από καθιερωμένα πρότυπα, η άμεση αφομοίωση των συγκαιρινών τάσεων σηματοδοτούν το δυναμικό καλλιτεχνικό περιβάλλον της περιοχής του Ζαγορίου που τους επόμενους αιώνες θα διαμορφώσει μια ισχυρή τοπική παραγωγή με ευρύτατη ακτινοβολία.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In the Zagori region the favorable historical conditions formed a suitable economic and cultural environment for the flourishing of religious art. The dependence on the neighboring city of Ioannina, the self-governing privileges that the region received since the early post-Byzantine years, and, finally, the significant sponsorship of church and communities set the conditions for the transfer of important artists from other regions and the formation of a local artistic tradition. The starting point of the religious painting of Zagori are the frescoes of the monastery of Agia Paraskevi of Monodentri (1414), a work connected with the artistic centre of Kastoria. Corresponding origins are reflected in three icons of the late 15th century and in one of the sixth decade of the 16th century, in which a direct connection with the art of northwestern Macedonia is recognized. Then, over the 16th century, the effect of the conquests of the so-called “School of Thebes” or “School of the northw ...
In the Zagori region the favorable historical conditions formed a suitable economic and cultural environment for the flourishing of religious art. The dependence on the neighboring city of Ioannina, the self-governing privileges that the region received since the early post-Byzantine years, and, finally, the significant sponsorship of church and communities set the conditions for the transfer of important artists from other regions and the formation of a local artistic tradition. The starting point of the religious painting of Zagori are the frescoes of the monastery of Agia Paraskevi of Monodentri (1414), a work connected with the artistic centre of Kastoria. Corresponding origins are reflected in three icons of the late 15th century and in one of the sixth decade of the 16th century, in which a direct connection with the art of northwestern Macedonia is recognized. Then, over the 16th century, the effect of the conquests of the so-called “School of Thebes” or “School of the northwestern Greece”, that flourishes in neighboring Ioannina, is felt in the art of the region. These influences include the frescoes of the temples of Agios Nikolaos at Kalyvia in Elafotopos and of the Dormition of the Virgin in Skamneli (last decades of the 16th century), as well as the icons from the villages of Kalota and Vradeto. Since the last quarter of the 16th century, the arrival of the painters from Linotopi, a village in the mountain range of Grammos, has been decisive for local artistic developments. Recent research has linked the frescoes of the temple of Agios Demetrios in Palatitsia (1570), the first signed mural ensemble of the workshop, to the frescoes in the monastery of Evangelistria of Kastraki (1575/6) in western Zagori, a correlation that, in our opinion, is also confirmed by the comparative study of the icons of the two monuments. In the last decade of the 16th century the art of the painters from Linotopi seems to have already gained prestige in Zagori’s ordering circles, so that they were assigned with the painting of at least five iconostasis in the villages of Kato and Ano Pedina, Elafotopos, Koukouli and Negades.During the 17th century their activity in the region continued uninterruptedly until the sixth decade. They are the dominant artistic group and undertake the frescoing as well as the painting of iconostasis and icons, sometimes signing their works. Among the artists of the group, Michael is currently working in the region producing portable works in Elafotopos, Vitsa, Monodentri and Kleidonia, his son Konstantinos with works in Koukouli, Ano Pedina and Elafotopos, while the hand of another member of the group is detected, that of Nikolaos (IV), to whom we attribute icons and a section of an iconostasis in the villages of Vitsa, Negades and Monodentri.From the sixth until the eighth decade of the 17th century the Grammostians Ioannis Skoutaris and brothers Demetrios (II) and Georgios dominate in the art of Zagori. They work on frescoes, iconostasis and icons in the villages of Kleidonia, Aristi, Skamneli, Fragades, Koukouli and Vradeto. In the opposite of the workshops from the Grammos region, after the seventh decade of the 17th century the art of the wider area of Ioannina is influenced by perceptions with effects from the western art of Baroque, solid foundations on the iconography of the Cretan School, but also love for decorative pretentiousness with origins in the School of Thebes. The main representative of these tendencies is the priest Athanasios from Greveniti of Zagori, who signs with his partners the frescoes in the monastery of Votsa (1680) and to whom we attribute an icon in Kalota (1677), probably dedicated at first to the metochion of the monastery of Votsa, the monastery of Vissiko. The secularized art of Athanasios did not continue. Ioannis, who signs as “pitiable iconographer” the despotic icon of Virgin Mary on the iconostasis of the monastery of Votsa and was definitely his student, attributes synthetic principles of the Cretan School with a conservative idiom, while he uses iconographic patterns of the Macedonian palaeologian tradition for his biographical icons. Another four icons are attributed to his art in the villages of Monodentri, Fragades and Koukouli, mostly in metochia of the monastery of Votsa. In two villages, Vitsa and Fragades, two pairs of icons are connected to the special idiom of the Cypriot painter Onoufrios. The icon of Christ in the temple of Agios Nikolaos in Vitsa, has already been attributed to the artist, with considerable doubt, though, by research to date, while the other three are unpublished. External features , such as the shape of nimbus and the formation of the gilded ground with elaborate pastry patterns, as well as the particular style, in which influences from the Cypriot painting of the 16th century co-exist with the anti-classical linear treatment that characterizes the contemporary art of today’s south Albania, advocate for attributing these four works to Onoufrios. By the few signed works in Zagori is inferred the action of two painters, whose work has not been thoroughly collected and studied by research to date, that of Chatzipetros from Russia (Koukouli 1679) and of Lampros from Zitsa (Skamneli 1694). On the fringes of the action of the workshops and of the painters known by their signature , a series of anonymous works of the period represent the wide category of peripheral art with an “anti-classical” character, model eclecticism and simplification of artistic means, that dominated the mainland countryside in the 17th century. The transfer of renowned painters and workshops, the constant inspiration from established standards, the immediate assimilation of current trends signal the dynamic artistic environment of the Zagori region, that in the coming centuries will form a local art production with a wide refulgence.
περισσότερα