Περίληψη
Οι συναρτήσεις ενίσχυσης αποτελούν τον θεμελιώδη μηχανισμό συμπεριφοράς της Σκιννεριανής αρχής της επιλογής από ενίσχυση. Ωστόσο, οι αποκαλούμενες «αναδυόμενες» σχέσεις ερεθισμάτων φαίνεται να μην προέρχονται άμεσα από μία τέτοια λειτουργία· όταν δύο ή περισσότερές σχέσεις συντελεστικών διακρίσεων υπό όρους αποτελούνται από κοινά και μη κοινά ερεθίσματα (π.χ., Α:Β & Β:C), τα μη κοινά στοιχεία εμφανίζονται να είναι λειτουργικά ισοδύναμα (Α:C) στην απουσία διαφορικής ενίσχυσης. Το γεγονός αυτό έχει καταστήσει τη μελέτη της προέλευσης των «αναδυόμενων» σχέσεων ένα θέμα με έντονο ενδιαφέρον στην κοινότητα της ανάλυσης συμπεριφοράς για περίπου πέντε δεκαετίες, αλλά οι μηχανισμοί συμπεριφοράς που συνθέτουν αυτό το φαινόμενο δεν έχουν ακόμα διαλευκανθεί πλήρως. Η παρούσα διατριβή εξέτασε την υπόθεση ότι οι σχέσεις μεταβατικότητας δεν συνιστούν λειτουργικά ισοδύναμες σχέσεις (Α:C), αλλά, αντίθετα, παραμένουν μη-διασυνδεδεμένες σχέσεις (Α::C) έως ότου ενδιάμεσα διακριτικά ερεθίσματα συνδέσουν τ ...
Οι συναρτήσεις ενίσχυσης αποτελούν τον θεμελιώδη μηχανισμό συμπεριφοράς της Σκιννεριανής αρχής της επιλογής από ενίσχυση. Ωστόσο, οι αποκαλούμενες «αναδυόμενες» σχέσεις ερεθισμάτων φαίνεται να μην προέρχονται άμεσα από μία τέτοια λειτουργία· όταν δύο ή περισσότερές σχέσεις συντελεστικών διακρίσεων υπό όρους αποτελούνται από κοινά και μη κοινά ερεθίσματα (π.χ., Α:Β & Β:C), τα μη κοινά στοιχεία εμφανίζονται να είναι λειτουργικά ισοδύναμα (Α:C) στην απουσία διαφορικής ενίσχυσης. Το γεγονός αυτό έχει καταστήσει τη μελέτη της προέλευσης των «αναδυόμενων» σχέσεων ένα θέμα με έντονο ενδιαφέρον στην κοινότητα της ανάλυσης συμπεριφοράς για περίπου πέντε δεκαετίες, αλλά οι μηχανισμοί συμπεριφοράς που συνθέτουν αυτό το φαινόμενο δεν έχουν ακόμα διαλευκανθεί πλήρως. Η παρούσα διατριβή εξέτασε την υπόθεση ότι οι σχέσεις μεταβατικότητας δεν συνιστούν λειτουργικά ισοδύναμες σχέσεις (Α:C), αλλά, αντίθετα, παραμένουν μη-διασυνδεδεμένες σχέσεις (Α::C) έως ότου ενδιάμεσα διακριτικά ερεθίσματα συνδέσουν τα ανεξάρτητα στοιχεία (Α & C). Με βάση την ανάλυση του Skinner, η μη-διασυνδεδεμένη συνάρτηση μπορεί να περιγραφεί ως μια συνθήκη επίλυσης-προβλήματος, όπου το «πρόβλημα» είναι ότι το παρόν περιβάλλον (ερέθισμα Α) δεν προξενεί επαρκώς την αποτελεσματική συμπεριφορά του ατόμου (δηλ. την παραγωγή του C ερεθίσματος). Για την επίλυση του προβλήματος, το άτομο πρέπει να δημιουργήσει προδρομική συμπεριφορά παράγοντας κατασκευασμένα διακριτικά ερεθίσματα τα οποία διαδυνδέουν την A::C σχέση. Μελετήσαμε τη σημασία της διασυνδεμένης συντελεστικής διαδικασίας με εντός-υποκειμένου χειρισμό σε δύο πειραματικές μελέτες. Και οι δύο μελέτες σχεδιάστηκαν να παράξουν διαφορετικά επίπεδα κατασκευασμένων διακριτικών ερεθισμάτων κατά τη διάρκεια εκπαίδευσης συμβατικών σχέσεων ερεθισμάτων με τη διαδικασία συμβατικής αντιστοίχισης ερεθισμάτων. Το πρώτο πείραμα πραγματοποιήθηκε σε δύο συνεδρίες και οι συμμετέχοντες είτε έλαβαν οδηγίες για να ονομάσουν τα οπτικά ερεθίσματα ή να τα ονομάσουν και να δημιουργήσουν μια ιστορία που σειριακά ένωνε τις ονομασίες των ερεθισμάτων. Οι συμμετέχοντες των οποίων η προδρομική συμπεριφορά κατά την 1η συνεδρία περιορίστηκε στην ονομασία των ερεθισμάτων, παρήγαγαν σημαντικά περισσότερες σχέσεις μεταβατικότητας όταν, κατά την εκπαίδευση της δεύτερης συνεδρίας, δημιούργησαν ιστορίες που διάσυνδεσαν τις ονομασίες των οπτικών ερεθισμάτων. Η ίδια σχεδόν αλάνθαστη εμφάνιση «αναδυόμενων» σχέσεων καταγράφηκε από την ομάδα συμμετεχόντων που έλαβαν την οδηγία των ιστοριών στην 1η συνεδρία. Ο σκοπός του δεύτερου πειράματος ήταν να αντικαταστήσει την ανεξάρτητη μεταβλητή της γλωσσολογικής ιστορίας με μοτίβα λεκτικών οφθαλμικών κινήσεων. Οι συμμετέχοντες εκτέθηκαν σε πειραματικό σχεδιασμό ανατροπής (Α-Β1-Β2-Α') και στις συνεδρίες χειρισμού όπου οι συμβατικές σχέσεις ερεθισμάτων διασυνδέθηκαν με τα συγκεκριμένα μοτίβα οφθαλμικής κίνησης, οι σχέσεις μεταβατικότητας εμφανίστηκαν με τέλεια ή σχεδόν τέλεια ακρίβεια όποτε οι συμμετέχοντες παρήγαγαν τα συγκεκριμένα προδρομικά μοτίβα συμπεριφοράς (ή ισοδύναμα γλωσσικά ερεθίσματα). Κατά τη βασική συνεδρία και ανατροπής, όπου οι συμβατικές σχέσεις δεν διασυνδέθηκαν με συμπληρωματικά ερεθίσματα ή περιορίστηκαν σε διακριτικά ερεθίσματα με χαμηλή συνδετική δύναμη (π.χ., ονομασία), οι συμμετέχοντες εμφάνισαν σημαντικά λιγότερες «αναδυόμενες» σχέσεις. Σε αμφότερα τα πειράματα, καταγράφηκε η ίδια σχεδόν αλάνθαστη παραγωγή μεταβατικών σχέσεων όποτε κατασκευάστηκαν διακριτικά ερεθίσματα πέραν την ονομασίας των ερεθισμάτων (π.χ., κατηγοριοποίηση των κλάσεων ερεθισμάτων). Τα αποτελέσματα από τα δύο πειράματα αποκάλυψαν ότι συμπληρωματικά ερεθίσματα με υψηλής τάξης διακριτικό έλεγχο επηρέασαν ισχυρά τον ρυθμό εμφάνισης των μη-διασυνδεδεμένων A::C σχέσεων. Από την άλλη πλευρά, αν εκπαιδεύοντας τις συμβατικές σχέσεις A:B και B:C αναδύεται η μη-εκπαιδευμένη A:C σχέση, τότε η ακρίβεια των σχέσεων μεταβατικότητας θα έπρεπε να ήταν ανεξάρτητη από το διαφορετικό επίπεδο κατασκευασμένων διακριτικών ερεθισμάτων· μια συνθήκη που τα πειραματικά δεδομένα της παρούσας εργασίας δεν επιβεβαίωσαν.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Reinforcement contingencies constitute the fundamental behavioral mechanism in Skinner's principle of selection by reinforcement. However, the so-called "emergent" stimulus relations do not appear to derive directly from a consequential operation; when two or more conditional discriminations are established with shared and unshared arbitrary stimuli (e.g., A:B & B:C), the unshared elements appear to become functionally equivalent (A:C) in the absence of relevant differential reinforcement. This fact has made the study of the source of "emergent" stimulus relations a subject area of intense interest in the behavior analysis community for some five decades, but the behavioral mechanisms that compose this phenomenon have yet to be fully clarified. The present dissertation examined the assumption that transitivity relations do not constitute functionally equivalent relations (A:C), but, contrarily, they remain non-interlocking relations (A::C) until intermediate discriminative stimuli link ...
Reinforcement contingencies constitute the fundamental behavioral mechanism in Skinner's principle of selection by reinforcement. However, the so-called "emergent" stimulus relations do not appear to derive directly from a consequential operation; when two or more conditional discriminations are established with shared and unshared arbitrary stimuli (e.g., A:B & B:C), the unshared elements appear to become functionally equivalent (A:C) in the absence of relevant differential reinforcement. This fact has made the study of the source of "emergent" stimulus relations a subject area of intense interest in the behavior analysis community for some five decades, but the behavioral mechanisms that compose this phenomenon have yet to be fully clarified. The present dissertation examined the assumption that transitivity relations do not constitute functionally equivalent relations (A:C), but, contrarily, they remain non-interlocking relations (A::C) until intermediate discriminative stimuli link the independent elements (A & C). Based on Skinner's analysis, a non-interlocking contingency could be described as a problem-solving condition, where the "problem" is the current environment (stimulus A) that does not adequately evoke the individual's effective responding (i.e., the production of C stimulus). In order to solve the problem, the individual has to establish precurrent behavior that generates constructed discriminative stimuli which interlock the A::C relation. We investigated the significance of this interlocking operant process by within-subject manipulation in two experimental studies. Both studies were designed to produce different levels of constructed discriminative stimuli during the training of arbitrary relations with matching-to-sample (MTS) procedure. The first experiment was conducted in two sessions, and the participants either received instructions to name the visual stimuli or received instructions to both name them and generate a tale serially interlocking the named stimuli. Participants whose precurrent behavior at the 1st session was limited to naming, derived significantly more transitivity relations when, in training at session two, they generated tales linking the names of visual stimuli. The same near-errorless derivation was recorded in the group of participants who received the story instructions at the 1st session.The purpose of the second experiment was to replace the language story-telling independent variable with verbal eye-movement patterns. The participants were exposed in a reversal design study (A-B1-B2-A'); at the manipulation sessions, where the arbitrary relations were interlocked with specific eye-movement patterns, the transitive relations emerged with perfect or near-perfect accuracy whenever the participants produced these precurrent behavioral patterns (or equivalent linguistic stimuli). At the baseline and reversal sessions, where the arbitrary relations did not interlock with supplementary stimuli or limited to low linkage strength discriminative stimuli (e.g., naming), the participants produced significantly less "emergent" relations. At both experiments, the same near-errorless derivation was recorded whenever the participants constructed relational stimuli beyond stimuli naming (e.g., categorization of stimulus classes). The results of both experiments revealed that the supplementary stimuli with higher level of relational discriminative control robustly affect the derivation rate of non-interlocking A::C relations. On the other hand, if training the arbitrary A:B and B:C relations emerged the untrained A:C relation, then the accuracy of transitivity relations should be independent of the different levels of constructed discriminative stimuli; a condition that experimental data of the present study did not confirm.
περισσότερα