Περίληψη
Στη διάρκεια των δεκαετιών του 1960-1970, στην Ψυχολογία σημειώθηκε μια γνωσιακή επανάσταση, κατά την οποία μοντέλα επεξεργασίας πληροφοριών βασισμένα στην μεταφορά-προσομοίωση του νου ως υπολογιστή αντικατέστησαν τα συμπεριφορικά μοντέλα. Με παρόμοιο τρόπο, τελευταία παρατηρείται μια εξέλιξη, η οποία χαρακτηρίζεται ως δεύτερη γνωσιακή επανάσταση. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της είναι η μεταφορά-προσομοίωση του νου, ως εγκέφαλο. Η αλλαγή της μεταφοράς έφερε στα γνωσιακά μοντέλα τρεις καταστάσεις: Το συναίσθημα, το κίνητρο και τη συνείδηση. Η Ψυχανάλυση ως θεωρία απαρτίζεται από πολλές προεκτάσεις και εφαρμογές της βασικές θεωρίες του Φρόυντ. Είναι δηλαδή πολύπλοκη, όπως οι περισσότεροι επιστημονικοί γνωστικοί κλάδοι. Η βασική πρόταση της Ψυχανάλυσης είναι, ότι ο ψυχισμός του ανθρώπου αποτελείται από δύο πόλους: Το Συνειδητό και το Ασυνείδητο. Η ψυχική λειτουργία εναρμονίζεται με την σχέση των δύο αυτών πόλων. Η Ψυχανάλυση ενδιαφέρεται για τις αλλαγές στην κατανόηση του ατόμου, σχετικά ...
Στη διάρκεια των δεκαετιών του 1960-1970, στην Ψυχολογία σημειώθηκε μια γνωσιακή επανάσταση, κατά την οποία μοντέλα επεξεργασίας πληροφοριών βασισμένα στην μεταφορά-προσομοίωση του νου ως υπολογιστή αντικατέστησαν τα συμπεριφορικά μοντέλα. Με παρόμοιο τρόπο, τελευταία παρατηρείται μια εξέλιξη, η οποία χαρακτηρίζεται ως δεύτερη γνωσιακή επανάσταση. Το βασικότερο χαρακτηριστικό της είναι η μεταφορά-προσομοίωση του νου, ως εγκέφαλο. Η αλλαγή της μεταφοράς έφερε στα γνωσιακά μοντέλα τρεις καταστάσεις: Το συναίσθημα, το κίνητρο και τη συνείδηση. Η Ψυχανάλυση ως θεωρία απαρτίζεται από πολλές προεκτάσεις και εφαρμογές της βασικές θεωρίες του Φρόυντ. Είναι δηλαδή πολύπλοκη, όπως οι περισσότεροι επιστημονικοί γνωστικοί κλάδοι. Η βασική πρόταση της Ψυχανάλυσης είναι, ότι ο ψυχισμός του ανθρώπου αποτελείται από δύο πόλους: Το Συνειδητό και το Ασυνείδητο. Η ψυχική λειτουργία εναρμονίζεται με την σχέση των δύο αυτών πόλων. Η Ψυχανάλυση ενδιαφέρεται για τις αλλαγές στην κατανόηση του ατόμου, σχετικά με τη νοητική και τη συναισθηματική του κατάσταση και προσθέτει τη μοναδική και ισχυρή αξίωση, ότι δηλαδή τα ανθρώπινα όντα έχουν τη δυνατότητα βελτίωσης του εαυτού τους. Η αλλαγή η οποία επιδιώκεται, είναι αλλαγή στις έννοιες καθώς αυτές επηρεάζουν τα συμπτώματα και τις συμπεριφορές. Η επιστημονική μελέτη των εσωτερικών, υποκειμενικών γεγονότων νοητικές αναπαραστάσεις και διεργασίες-είναι η καθημερινή εργασία του πεδίου εφαρμογής της Γνωσιακής Επιστήμης. Οι ψυχαναλυτές, όπως και οι γνωσιακοί επιστήμονες, εξάγουν συμπεράσματα από τη γλώσσα-λόγο και την συμπεριφορά, καθώς και από άλλους πιθανούς να παρατηρηθούν δείκτες, τις εσωτερικές αναπαραστάσεις και διεργασίες, στο πλαίσιο μιας γενικής θεωρίας του ψυχικού μηχανισμού. Αυτή είναι η βασική φύση της εργασίας και στις δύο επιστήμες. Αυτή ήταν και η κατανόηση του Φρόυντ για την ανάγκη ενός θεωρητικού μοντέλου του ψυχικού μηχανισμού, με την ίδια έννοια που οι γνωστικοί ψυχολόγοι εφαρμόζουν τα νοητικά μοντέλα. Αναδεικνύεται, ότι ο τόπος γένεσης, οργάνωσης και συντονισμού όλων των συνειδητών και μη συνειδητών διαστάσεων της ανθρώπινης συμπεριφοράς από τον εγκέφαλο, είναι η μέσα στον εγκέφαλο αποκτώμενη γνώση, δηλαδή οι μνημονικές λειτουργίες του ανθρώπινου νεοφλοιού. Με την προοδευτική αύξηση της γνώσης, οι μνημονικές αναπαραστάσεις των βιωμάτων συνδέονται στενά συνειρμικά με τις μνημονικές αναπαραστάσεις των δεξιοτήτων και των γνωστικο-συναισθηματικών στρατηγικών. Όπως φαίνεται, η μνήμη αποτελεί έναν ευνοϊκό χώρο για τη συνάντηση των δύο επιστημονικών πεδίων (Ψυχανάλυσης-Γνωσιακής Επιστήμης) στον βαθμό, που η ψυχαναλυτική θεωρία του «απωθημένου Ασυνειδήτου», στηρίζεται στη θεωρία των «μνημονικών ιχνών». Ως σημείο σύνδεσης ανάμεσα στο ψυχαναλυτικό Ασυνείδητο και τις Νευροεπιστήμες τοποθετείται το όριο της έμμεσης μνήμης. Ως αποτέλεσμα του όλου εγχειρήματος σημειώνεται ότι αν δεχθούμε, ότι η Ψυχανάλυση συνιστά Επιστήμη με αντικείμενο την ανθρώπινη υποκειμενικότητα και ως τέτοια βοηθάει αποφασιστικά να καταλάβουμε τι είναι ανθρώπινη γνώση, τότε η Ψυχανάλυση δεν μπορεί παρά να αποτελεί συνιστώσα της Γνωσιακής Επιστήμης και με την προϋπόθεση ότι η Γνωσιακή Επιστήμη έχει αρχίσει να λαμβάνει σοβαρά υπόψη της το γεγονός, ότι η γνώση είναι πάντοτε συναισθηματικά φορτισμένη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
During the 1960-1970 decades, a cognitive revolution occurred in Psychology, in which information processing models based on transposition-simulation of the mind as a computer replaced the behavioral models. Likewise, lately a development is observed, which is characterized as a second cognitive revolution. Its outstanding characteristic is the transposition-simulation of the mind, as brain. The change of the transposition brought about three conditions on the cognitive models: The emotion, the motivation and the conscience. Psychoanalysis, as a theory is constituted by many extensions and applications of the basic theories of Freud. In other words, it is complex, as are most of the scientific cognitive branches. The basic premise of Psychoanalysis is that, the psyche of man is composed by two poles: The Conscious and the Unconscious. Psychic function is harmonized by the relation of these two poles. Psychoanalysis is concerned for the changes in the comprehension of the individual in ...
During the 1960-1970 decades, a cognitive revolution occurred in Psychology, in which information processing models based on transposition-simulation of the mind as a computer replaced the behavioral models. Likewise, lately a development is observed, which is characterized as a second cognitive revolution. Its outstanding characteristic is the transposition-simulation of the mind, as brain. The change of the transposition brought about three conditions on the cognitive models: The emotion, the motivation and the conscience. Psychoanalysis, as a theory is constituted by many extensions and applications of the basic theories of Freud. In other words, it is complex, as are most of the scientific cognitive branches. The basic premise of Psychoanalysis is that, the psyche of man is composed by two poles: The Conscious and the Unconscious. Psychic function is harmonized by the relation of these two poles. Psychoanalysis is concerned for the changes in the comprehension of the individual in relation with his mental psychical and emotional condition and adds the unique and forceful claim, which is that human beings are capable of improving themselves. The aspired change is a change in meanings, as these influence the symptoms and the behaviors. The scientific study of the inner, subjective events - mental/psychical representations and processes - is the daily work of the application field of Cognitive Science. Psychoanalysts, as do the other cognitive scientists, extract their conclusions by the language-word/speech and behavior, as well as by other observable indices, the inner representations and processes, within the context of an overall theory of the psychic mechanism. This is the basic nature of the work of both sciences. This was also the comprehension of Freud for the need of a theoretical model of the psychic mechanism, with the same meaning that cognitive psychologists apply the mental models. Is made known that the place of birth, organization and coordination of all the conscious and unconscious dimensions of human behavior from the brain, is the knowledge acquired within the brain, that is, the memory's functions of human cerebral cortex. With the progressive increase of knowledge, the memory's representations of experiences are closely linked associatively with the memory's representations of dexterities and of cognitive emotional strategies. As it appears, memory constitutes a conductive realm of the two scientific fields (Psychoanalysis - Cognitive Science) to the degree that the psychoanalytic theory of the "repressed Unconscious" is based on the theory of the "memory's traces". As a connection point between the psychoanalytic Unconscious and of the Neurosciences the limit of indirect memory is placed. As a result of the entire enterprise it is underlined that if we are to accept that Psychoanalysis constitutes a Science with object the human subjectivity and as such assists us decisively in the comprehension of what human knowledge is, then Psychoanalysis cannot but constitute the component of Cognitive Science, on condition that Cognitive Science has begun considering seriously the fact that knowledge is always emotionally charged.
περισσότερα