Περίληψη
Έναυσμα για την επιλογή του θέματος της εργασίας υπήρξε η διαπιστωμένη διαχρονική αντιπαλότητα (φιλοσοφική, ιδεολογική και επιστημονική) μεταξύ μορφής και περιεχομένου ή μορφής (text) και συμφραζομένων (context), η οποία μεταφέρθηκε και στην επιστημονική μελέτη τόσο του παραδοσιακού χορού (γενικά) όσο και του ελληνικού παραδοσιακού χορού (ειδικά) ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Στη βάση αυτή, το επίκεντρο της παρούσας διατριβής αποτελεί ο εσωτερικός χαρακτήρας της χορογραφικής σύνθεσης του ελληνικού παραδοσιακού χορού. Πρόκειται για «κειμενοκεντρική» προσέγγιση (ποιητική), η οποία δεν ενδιαφέρεται για τον δημιουργό, τον ακροατή/θεατή, ή την εποχή (για την ιστορικότητα), αλλά για το δημιούργημα (το τελειωμένο προϊόν), τις ιδιότητες που συνιστούν τόσο τη μορφή (δομισμός) όσο και την ουσία/φύση (μορφολογία) του ελληνικού παραδοσιακού χορού και τον διαφοροποιούν από άλλα είδη κίνησης και από άλλα είδη χορού. Πρόκειται για μια φαινομενολογία του (οπτικο-ακουστικού/χορ ...
Έναυσμα για την επιλογή του θέματος της εργασίας υπήρξε η διαπιστωμένη διαχρονική αντιπαλότητα (φιλοσοφική, ιδεολογική και επιστημονική) μεταξύ μορφής και περιεχομένου ή μορφής (text) και συμφραζομένων (context), η οποία μεταφέρθηκε και στην επιστημονική μελέτη τόσο του παραδοσιακού χορού (γενικά) όσο και του ελληνικού παραδοσιακού χορού (ειδικά) ήδη από τις τελευταίες δεκαετίες του περασμένου αιώνα. Στη βάση αυτή, το επίκεντρο της παρούσας διατριβής αποτελεί ο εσωτερικός χαρακτήρας της χορογραφικής σύνθεσης του ελληνικού παραδοσιακού χορού. Πρόκειται για «κειμενοκεντρική» προσέγγιση (ποιητική), η οποία δεν ενδιαφέρεται για τον δημιουργό, τον ακροατή/θεατή, ή την εποχή (για την ιστορικότητα), αλλά για το δημιούργημα (το τελειωμένο προϊόν), τις ιδιότητες που συνιστούν τόσο τη μορφή (δομισμός) όσο και την ουσία/φύση (μορφολογία) του ελληνικού παραδοσιακού χορού και τον διαφοροποιούν από άλλα είδη κίνησης και από άλλα είδη χορού. Πρόκειται για μια φαινομενολογία του (οπτικο-ακουστικού/χορευτικού) ‘κειμένου’ και ταυτόχρονα μια μικροσκοπική αναζήτηση των νόμων (της τέχνης) του ελληνικού παραδοσιακού χορού που αναζητά την ιδιαίτερη δομική και μορφική/υφολογική οργάνωσή του στα διάφορα επίπεδα (κινησιολογικό, μορφοσυντακτικό και σημασιολογικό) που ορίζουν την ‘ελληνική παραδοσιακή χορευτικότητα’. Με βάση τα παραπάνω, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι ο ορισμός της ‘ελληνικής παραδοσιακής χορευτικότητας’ μέσα από τη μελέτη της ιδιαίτερης δομικής και μορφικής/υφολογικής του σύστασης στα διάφορα επίπεδα οργάνωσής του υπό τους όρους της μορφολογικής ψυχολογίας (gestalt). Η «κειμενοκεντρική» αυτή προσέγγιση του ελληνικού παραδοσιακού χορού, τίθεται σε διαφορετική προοπτική από τις ισχύουσες μέχρι σήμερα υπό την έννοια ότι το ζητούμενο μεταφέρεται στις αφηρημένες ιδιότητες της χορευτικής ‘γλώσσας’ καθώς και του χορευτικού ‘λόγου’ που συνιστούν τη μοναδικότητα του ελληνικού παραδοσιακού χορευτικού φαινομένου, την «ελληνική παραδοσιακή χορευτικότητα». Αυτό επιτυγχάνεται με το συνδυασμό της δομικο-μορφολογικής και τυπολογικής ανάλυσης με την ανάλυση της τεχνοτροπίας δόμησης της χορευτικής φόρμας που βασίζεται στις αρχές της ψυχολογίας της μορφής (gestalt) και συγκεκριμένα στις θεμελιώδεις αντιληπτικές οργανωτικές αρχές της μορφής ή ιδιότητες της μορφής. Από την ανασκόπηση της σχετικής βιβλιογραφίας διαπιστώθηκε η παντελής απουσία συνδυασμού της δομικο-μορφολογικής και τυπολογικής ανάλυσης με την ανάλυση της τεχνοτροπίας δόμησης της χορευτικής φόρμας του παραδοσιακού χορού που να βασίζεται στις αρχές της ψυχολογίας της μορφής (gestalt), ως συμπόρευση -μολονότι φαινομενικά αντίθετων- του δομισμού και της μορφολογικής ψυχολογίας. Επίσης, διαπιστώθηκε η παντελής απουσία διαπραγμάτευσης των προαναφερόμενων σε σχέση με τις έννοιες της δημιουργικότητας, της δημιουργικής σκέψης και του δημιουργικού ατόμου προκειμένου να κατανοηθεί η δημιουργική διαδικασία παραγωγής του. Παράλληλα, διαπιστώθηκε η παντελής έλλειψη αναφοράς και τεκμηρίωσης της έννοιας της ελληνικής παραδοσιακής ‘χορευτικότητας’, δηλαδή της θεμελιώδους διάκρισης ανάμεσα στην παραδοσιακή χορευτική (‘ποιητική’) χρήση της κίνησης, των ειδών κίνησης και του ιεραρχικού τρόπου συνδυασμού τους, και στην καθημερινή (πρακτική) χρήση της κίνησης ή αυτής που χαρακτηρίζει άλλες φυσικές και κινητικές δραστηριότητες ή άλλα είδη χορού, αλλά και η τεκμηρίωση του εάν και πώς ο ελληνικός παραδοσιακός χορός συνιστά ή όχι μία στερεότυπη και αυστηρή -δομικά και τεχνοτροπικά- τέχνη. Πρόκειται για βιβλιογραφικό κενό το οποίο έρχεται να καλύψει η παρούσα εργασία στο πλαίσιο της οποίας εισάγεται για πρώτη φορά ο αδόκιμος όρος της «ελληνικής παραδοσιακής χορευτικότητας». Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με βάση την εθνογραφική μέθοδο και βασίστηκε στη χρήση πρωτογενών και δευτερογενών πηγών. Παρόλο που για τις ανάγκες της εργασίας καταγράφηκε ένας πολύ μεγάλος αριθμός χορών από όλο τον ελλαδικό χώρο, ωστόσο επειδή ήταν πρακτικά αδύνατον να συμπεριληφθούν όλοι στην ανάλυση των δεδομένων, στην παρούσα μελέτη επιλέχτηκε ένας συγκεκριμένος αριθμός χορών και κοινοτήτων προκειμένου να χρησιμοποιηθούν ως αναλυτικά παραδείγματα και να απαντηθούν τα ερευνητικά ερωτήματα. Η διαδικασία επιλογής των χορών και των τοπικών κοινοτήτων βασίστηκε στις αρχές της δειγματοληπτικής έρευνας και συγκεκριμένα στη μέθοδο απροσδιόριστης πιθανότητας επιλογής και τη δειγματοληψία κρίσης ή σκοπιμότητας, και συνίσταται από τοπικές κοινότητες και χορούς, τα οποία θεωρήθηκαν ότι είναι περισσότερο σημαντικά για τη συγκεκριμένη έρευνα με βάση τον ακριβή προσδιορισμό των υπό μελέτη χαρακτηριστικών καθώς και των χαρακτηριστικών των πληροφορητών (π.χ. ηλικία, φύλο, κοινωνικο-οικονομικό επίπεδο), των χαρακτηριστικών του τόπου (π.χ. αστικές/αγροτικές περιοχές) και των χαρακτηριστικών του χρόνου (π.χ. εποχή, ημέρα, ώρα, εθιμική περίσταση). Για την καταγραφή και την ανάλυση των χορών χρησιμοποιήθηκε, για το μεν πρώτο, το σύστημα σημειογραφίας του Laban για τα δύο βασικά δομικά σχήματα των χορών «στα δύο» και «στα τρία», ενώ, για το δεύτερο, την ανάλυση της δομής και μορφής των χορών, η δομική-μορφολογική μέθοδος. Τέλος, για την κωδικοποίηση της δομής και μορφής των χορών υιοθετήθηκε η τυπολογία και η δομικο-τυπολογική μέθοδος, έτσι όπως έχουν προταθεί και εφαρμοστεί στην περίπτωση του ελληνικού παραδοσιακού χορού. Για την σύγκριση και ταξινόμηση των δεδομένων χρησιμοποιείται η συγκριτική μέθοδος, με τη χρήση της οποίας αποκαλύπτεται το κοινό και το ιδιαίτερο στο υπό εξέταση φαινόμενο. Το είδος της ταξινόμησης που χρησιμοποιείται είναι η μορφολογική-τυπολογική ταξινόμηση, η οποία βασίζεται στη θεωρία του δομισμού. Τέλος, η ερμηνεία των δεδομένων και, συγκεκριμένα, των κοινών δομικών τύπων καθώς και των κοινών τεχνοτροπικών/εκφραστικών σχημάτων βάσει των οποίων ‘κατασκευάζεται’ ο ελληνικός παραδοσιακός χορός, στηρίχθηκε στην έννοια της δημιουργικότητας ενταγμένης στο πλαίσιο της θεωρίας της μορφολογικής ψυχολογίας (gestalt). Από την ανάλυση, σύγκριση και ταξινόμηση των δεδομένων διαπιστώθηκε ότι ο ελληνικός παραδοσιακός χορός στο σύνολό του, όπως και κάθε παραδοσιακή χορευτική μορφή, είναι ένας ‘μηχανισμός’ που παράγει σε άμεση συνάρτηση με την κίνηση και το κέντρο βάρους του σώματος -κατά κύριο λόγο και πρώτα από όλα- χώρο και χρόνο μέσα από μία διανοητική λειτουργία που ασκείται στην πραγματικότητα, ενώ στη συνέχεια παράγει σημασία. Πιο συγκεκριμένα, από τη δομικο-μορφολογική και τυπολογική ανάλυση καθώς και τη σύγκριση του συνολικού υλικού προέκυψε ότι οι ελληνικές παραδοσιακές χορευτικές μορφές χαρακτηρίζονται από φαινομενική πολυμορφία που όμως δεν είναι τίποτα άλλο παρά απλά και στερεότυπα δομικά σχήματα (απλά δομικά βασικά σχήματα, βασικά δομικά σχήματα του χορού «στα τρία» και του χορού «στα δύο») τα οποία συνδυάζονται μεταξύ τους, αφενός, με βάση τη χρήση του χώρου, του χρόνου και την τοπική υφολογία και, αφετέρου, με βάση τις αντιληπτικές οργανωτικές αρχές της μορφής ή ιδιότητες της μορφής ή βασικές δομές επιφάνειας (στερεότυπες παραστατικές δομές ή τεχνοτροπικά/εκφραστικά σχήματα) που άπτονται των αρχών της μορφολογικής ψυχολογίας (θεμελιώδεις αντιληπτικές οργανωτικές αρχές της μορφής ή ιδιότητες της μορφής), δηλαδή της ‘κλειστότητας της μορφής’, της ‘ομοιότητας’, της ‘επανάληψης’, της ‘αντίθεσης’ και της ‘συμμετρίας’. Η αρμονία/ισορροπία συνιστά τον βασικό ιστό γύρο από τον οποίο περιπλέκονται οι αρχές της ‘κλειστότητας της μορφής’, της ‘ομοιότητας’, της ‘επανάληψης’, της ‘αντίθεσης’ και της ‘συμμετρίας’/ασυμμετρίας’, διακρίνει όλες τις χορευτικές μορφές που αναλύθηκαν και φέρεται ως σχήμα σκέψης με καθολική ισχύ που χαρακτηρίζει -χωρίς εξαίρεση- τον ελληνικό παραδοσιακό χορό στο σύνολό του. Υπό αυτούς τους όρους, η εκφραστικότητα του ελληνικού παραδοσιακού χορού δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο διαφορετικός τρόπος που ο παραδοσιακός δημιουργός/χορευτής επιλέγει και χειρίζεται το υλικό του, χρησιμοποιώντας ωστόσο, στερεότυπα δομικά σχήματα, συμβάσεις και ‘κοινούς τόπους’, που συναντώνται σε όλο το εύρος της δημιουργίας του. Πρόκειται για τυποποίηση των δομικών και εκφραστικών μέσων η οποία συνιστά θεμελιακό χαρακτηριστικό του ελληνικού παραδοσιακού χορού, θεμελιακό χαρακτηριστικό, που συνδέεται άμεσα αφενός, με την ίδια τη διαδικασία της δημιουργίας του και, αφετέρου, με την έννοια της «ελληνικής παραδοσιακής χορευτικότητας».
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The choice of the subject of this paper was triggered by the ascertained intertemporal contrast (philosophical, ideological and scientific) between the form and the content or between the text and the context, which was also extrapolated into the scientific research both regarding the traditional dance (in general) and the Greek traditional dance (in particular), starting from the last decades of the previous century. On that basis, the focus of this dissertation is the internal character of the choreographic composition of the Greek traditional dance. That approach is rather text-centred (poetic), in which no relevance is given to the creator, the spectator/audience or the time (historicity) and what most matters is the creation (the final product), as well as its properties that constitute its form (structuralism) and differentiate it from other types of movement and dance. It can be defined as a phenomenology of the (audio-visual/dance) ‘text’ and a microscopical research of the law ...
The choice of the subject of this paper was triggered by the ascertained intertemporal contrast (philosophical, ideological and scientific) between the form and the content or between the text and the context, which was also extrapolated into the scientific research both regarding the traditional dance (in general) and the Greek traditional dance (in particular), starting from the last decades of the previous century. On that basis, the focus of this dissertation is the internal character of the choreographic composition of the Greek traditional dance. That approach is rather text-centred (poetic), in which no relevance is given to the creator, the spectator/audience or the time (historicity) and what most matters is the creation (the final product), as well as its properties that constitute its form (structuralism) and differentiate it from other types of movement and dance. It can be defined as a phenomenology of the (audio-visual/dance) ‘text’ and a microscopical research of the laws (of the art) of the Greek traditional dance, in search of the particular structural and morphological/stylistic organisation in various levels (kinesiological, morphosyntactic and semantic) that governs the ‘Greek traditional danseality’. Based on the above, the aim of this research is to define the ‘Greek traditional danseality’ through the study of its particular structural and morphologic-stylistic properties among the various levels of its organisation under the terms of the morphological psychology (gestalt). This text-centred approach regarding the Greek traditional dance is placed under a different approach than the ones applicable to date, insofar as the former focuses on the abstract properties of the dance ‘language’ and the dance ‘discourse’, which are the ones to attribute the singularity of the phenomenon of the Greek traditional dance, the ‘Greek traditional danseality’. This is achieved through the combination of the structural-morphological and typological analysis with the analysis of the structural style of the dance pattern in light of the principles of morphological psychology (gestalt), and, in particular, the fundamental perceptual principles of the organisation of the pattern or properties of the pattern. The review of the relevant literature revealed a total absence of combination of the structural-morphological and typological analysis, on one hand, and the analysis of the structural style of the dance pattern of traditional dance, on the other hand, on the basis of morphological psychology (gestalt), in which the apparently opposite approaches of structuralism and morphological psychology could join hands. Moreover, no association was found to have been applied between the above and the concepts of creativity, creative thinking and creative person, that might help to comprehend the creative process of the production. At the same time, it was concluded that there was a total lack of reference and documentation regarding the concept of the ‘Greek traditional danseality’, that is to say, the fundamental distinction between the traditional dance (‘poetic’) use of the movement, the types of movement and the hierarchic way of their combination, and the everyday (practical) use of the movement or the movement that defines other physiological and kinetic activities or other dance types. Nor was there proof of documentation whether Greek traditional dance constitutes a stereotypical and strict (structurally and stylistically) art. Therefore, there is a literature gap, which is meant to be filled by this paper, by introducing for the first time the nonstandard term of the «Greek traditional danseality». The data was collected according to the ethnographic method and data collection was based on the use of primary and secondary sources. Although for the needs of this paper, a great number of dances throughout Greece was notated, however, it was practically impossible to include all of them in the data analysis. Therefore, a specific number of dances and communities was selected in order to be used as analytical examples and provide answers to the research questions. The selection of the dances and the local communities was based on the principles of the sample-based research, and, in particular, on the method of non-probability sampling and judgmental or purposive sampling, consisting of local communities and dance that were deemed to be more relevant for the specific study according to the characteristics under study and the characteristic of the informants (e.g. age, gender, socioeconomic status), the characteristics of the place (urban/rural areas) or time features (e.g. season, day, time, ritual occasion). The dances were notated by use of the Labanotation system for the two basic structural patterns «sta dyo» and «sta tria», whereas for the analysis of the dances, that is to say, the analysis of the form and structure, the structural-morphological method was used. Finally, the classification of the form and structure of dances was carried out on the basis of the taxonomy and structural-typological method, as they have been proposed and applied in the case of the Greek traditional dance. The data was compared and classified according to the comparative method, by use of which the common and particular phenomenon under study was revealed. The classification method used is the morphological-typological classification, based on the theory of structuralism. Finally, data interpretation, and, particularly, the interpretation of the common structural forms and the common stylistic/expressive forms which are the structural components of the Greek traditional dance, was based on the concept of creativity, integrated within the framework of morphological psychology (gestalt). After analysing, comparing and classifying the data, it was found that Greek traditional dance as a whole, as well as any traditional dance pattern, is a ‘mechanism’ that produces — firstly and above all — space and time, in direct connection with the movement and the centre of weight of the body, through a mental process that takes place and, in continuation, it produces meaning. In particular, through the structural-morphological and typological analysis, as well as through the comparison of the overall material, it was found that even though the Greek traditional dance patterns are seemingly characterised by polymorphy, however they turn out to be simple and stereotypical structural forms (simple structural basic forms, basic structural forms of the dance «sta tria» and the dance «sta dyo»), which are combined, on one hand, according to the time, space and local style, and, on the other hand, on the basis of the perceptual organisation principles of the pattern or properties of the pattern or basic surface structures (stereotypical, representational patterns or stylistic/expressive patterns) that pertain to the principles of the morphological psychology (basic perceptual organisation principles of the patterns or properties of the pattern), that is to say, the ‘closure’, the ‘proximity, the ‘repetition’, the ‘contrast’ and the ‘symmetry’. The harmony/balance constitutes the basic tissue around which the principles of ‘closure’, ‘proximity’, ‘repetition’, ‘contrast’ and ‘symmetry/asymmetry’ are entangled, it is a common feature shared among all dance patterns that were analysed and it seems to be a universal vehicle of thought that characterises, with no exception, the Greek traditional dance as a whole. Under said terms, the expressivity in Greek traditional dance is merely the different way in which the traditional creator/dancer chooses to handle the dance material, though still using stereotypical structural forms, conventions and commonplaces that are recurrent throughout all levels of creation. Therefore, it is the standardisation of the structural and expressive means which constitutes a fundamental characteristic of the Greek traditional dance, directly related to, first, the process of its own creation, and second, the concept of the ‘Greek traditional danseality’.
περισσότερα