Περίληψη
Η παρούσα μελέτη αποτελεί μία διερεύνηση της συνείδησης του χρόνου, η οποία διεξάγεται μέσα από δύο κορυφαίες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, την αριστοτελική και την μπερξονική. Παρότι οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν καταγραφεί στην ιστορία της φιλοσοφίας ως αντιδιαμετρικές, εκλαμβάνουμε ως κλειδί για την ανακίνηση του φιλοσοφικού προβληματισμού την ιδιότητα της χρονικής συνέχειας, η οποία, αναπάντεχα, αποτελεί εν προκειμένω αξίωμα και για τους δύο στοχαστές. Το αφετηριακό πρόβλημα εντοπίζεται στην αριστοτελική θεωρία του χρόνου, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο Δ΄ των Φυσικών του Αριστοτέλη, η οποία συμπυκνώνεται στον ορισμό του χρόνου ως αριθμού της κίνησης. Δεδομένου ότι ο αριθμός αποδίδει ποσότητα ασυνεχή, διαπιστώνεται μία εγγενής δυσχέρεια στην αριστοτελική θεωρία, αφού ο φιλόσοφος συστηματικά επιμένει στη συνέχεια του χρόνου και της κίνησης. Αντίστοιχο πρόβλημα δημιουργείται και για την μπερξονική θεωρία, εφόσον ρωτήσουμε πού βασίζεται η δυνατότητα σύγκρισης διαρκειών και σχηματοποίησης ...
Η παρούσα μελέτη αποτελεί μία διερεύνηση της συνείδησης του χρόνου, η οποία διεξάγεται μέσα από δύο κορυφαίες φιλοσοφικές προσεγγίσεις, την αριστοτελική και την μπερξονική. Παρότι οι δύο αυτές προσεγγίσεις έχουν καταγραφεί στην ιστορία της φιλοσοφίας ως αντιδιαμετρικές, εκλαμβάνουμε ως κλειδί για την ανακίνηση του φιλοσοφικού προβληματισμού την ιδιότητα της χρονικής συνέχειας, η οποία, αναπάντεχα, αποτελεί εν προκειμένω αξίωμα και για τους δύο στοχαστές. Το αφετηριακό πρόβλημα εντοπίζεται στην αριστοτελική θεωρία του χρόνου, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο Δ΄ των Φυσικών του Αριστοτέλη, η οποία συμπυκνώνεται στον ορισμό του χρόνου ως αριθμού της κίνησης. Δεδομένου ότι ο αριθμός αποδίδει ποσότητα ασυνεχή, διαπιστώνεται μία εγγενής δυσχέρεια στην αριστοτελική θεωρία, αφού ο φιλόσοφος συστηματικά επιμένει στη συνέχεια του χρόνου και της κίνησης. Αντίστοιχο πρόβλημα δημιουργείται και για την μπερξονική θεωρία, εφόσον ρωτήσουμε πού βασίζεται η δυνατότητα σύγκρισης διαρκειών και σχηματοποίησης του χρόνου. Μέσα από την αριστοτελική κριτική των ελεατικών παραδόξων του μεγέθους και της κίνησης, αναδεικνύεται ο αντίστοιχος προβληματισμός του Μπερξόν και προβάλλει η δική του απαίτηση της αδιάσπαστης συνέχειας του χρόνου και της κίνησης, έτσι ώστε συγκροτείται ένας οιονεί διάλογος, τον οποίο θεωρούμε ως κατεξοχήν συνθήκη της φιλοσοφικής σκέψης. Ο παραλληλισμός αυτός δεν μας βοηθά μόνο στη σφαιρικότερη εξέταση του ζητήματος της χρονικής συνείδησης αλλά συμβάλλει και στην ανανεωτική ανάγνωση των δύο φιλοσοφιών. Ασφαλώς ο Μπερξόν θεωρεί ότι η αριστοτελική θεωρία του τόπου σφάλλει, διότι αποβάλλει την έκταση, ενώ η θεωρία του χρόνου σφάλλει, διότι βασίζεται στην ασυνέχεια του αριθμού. Θεωρούμε ότι η κίνηση κατά τον Μπερξόν, δηλαδή η χρονική διάρκεια, παρουσιάζει συμπεριφορικά χαρακτηριστικά υπόστασης και δεν μπορεί να διαιρεθεί χωρίς να προκύψει μεταβολή στη φύση της, δηλαδή μία νέα διαφορά. Στην προσπάθεια να άρουμε την ερμηνευτική δυσχέρεια τονίζουμε καταρχάς τη θεμελίωση της αριστοτελικής θεωρίας του χρόνου πάνω στη συνέχεια της κίνησης (Φυσικά, Δ΄) και επαναξιολογούμε την απόπειρα του Αριστοτέλη να διαμορφώσει μία ανανεωτική προσέγγιση της εμπειρίας, διατηρώντας συνάμα τη διάκριση αίσθησης και νόησης. Η αριστοτελική θεωρία αποκαθιστά την αίσθηση ως θεμέλιο της γνώσης και την πλαισιώνει από μία καινοτόμο θεωρία της φαντασίας, στην οποία υπάγεται και η ανάλυση της μνήμης. Επομένως το πεδίο της χρονικής συνείδησης, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, δεν διακρίνεται από το πεδίο της φυσικής, και γι’ αυτόν τον λόγο η συνέχεια και η αίσθηση αποτελούν θεμελιώδη χαρακτηριστικά της συνείδησης του χρόνου, η οποία εγγράφεται με τρόπο δυναμικό και σύμμετρο αριθμητικά στο φαινόμενο της κίνησης. Τελικό συμπέρασμα θα είναι ότι ο δυναμικός και εμπειρικός χαρακτήρας της χρονικής συνείδησης αποτελεί μία προοπτική προς την οποία συγκλίνουν και οι δύο φιλόσοφοι, με μία διαφορά: ενώ ο Αριστοτέλης θα παραδεχόταν ότι η δυναμικότητα πηγάζει από προϋπάρχουσες μορφές, με απώτατη πηγή τη θεϊκή νόηση, ο Μπερξόν από την πλευρά του θεωρεί ότι ο χρονικός ορίζοντας αποτελεί κατεξοχήν πεδίο εκδήλωσης του διαφοροποιητικού στοιχείου, το οποίο αποτελεί έκφραση της δημιουργικής εξέλιξης. Καταλήγει εντέλει να περιγράψει την αναγκαιότητα μιας κοσμικής υπερσυνείδησης. Κατανοούμε εν μέρει, μέσα από αυτό το σκεπτικό, την τοποθέτηση του Χάιντεγγερ να εντάξει την μπερξονική προσέγγιση στην αριστοτελική παράδοση, με την έννοια ότι δεν παύει να κινείται εντός του εμπειρικού σχήματος υποκείμενο-αντικείμενο, προκειμένου να κατανοήσει τον χρόνο. Από την άλλη πλευρά η αριστοτελική προσέγγιση θα πρέπει να ιδωθεί έξω από τα πλαίσια του παραδοσιακού εμπειρισμού, ως σύλληψη της χρονικότητας μέσα από όρους δυναμικού ισομορφισμού.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Our present study constitutes an investigation of time consciousness and is conducted through twoleading philosophical approaches, the Aristotelian and the Bergsonian. Despite the fact that these two theories are recorded in the history of philosophy as diametrically opposed, they, surprisingly, share a common postulate on time: that of temporal continuity, which serves for us as a motive lever to deploy philosophical reflection. The key problem is being traced in the Aristotelian theory of time, as set out in the book IV of Aristotle’s Physics, and can be located in the definition of time as the number of motion: given that number normally refers to discrete quantities, one can detect at this point an inherent difficulty in the Aristotelian theory, since the philosopher systematically insists on the de facto continuity of time and movement. Similar problem is created on account of the Bergsonian theory, if we ask where the possibility of comparing durations and extracting time out of ...
Our present study constitutes an investigation of time consciousness and is conducted through twoleading philosophical approaches, the Aristotelian and the Bergsonian. Despite the fact that these two theories are recorded in the history of philosophy as diametrically opposed, they, surprisingly, share a common postulate on time: that of temporal continuity, which serves for us as a motive lever to deploy philosophical reflection. The key problem is being traced in the Aristotelian theory of time, as set out in the book IV of Aristotle’s Physics, and can be located in the definition of time as the number of motion: given that number normally refers to discrete quantities, one can detect at this point an inherent difficulty in the Aristotelian theory, since the philosopher systematically insists on the de facto continuity of time and movement. Similar problem is created on account of the Bergsonian theory, if we ask where the possibility of comparing durations and extracting time out of them does rely. Through the Aristotelian critique of the Eleatic paradoxes of magnitude and movement, and the corresponding reflection of Bergson on these same paradoxes, its own requirement of indivisible continuity of time and movement is highlighted, so that a quasi-dialogue is established between these two thinkers — a condition which we consider as primordial for the enhancement of philosophical thinking. This parallelism not only contributes to a more comprehensive examination of the temporal consciousness issue but also promotes the innovative reading of both philosophies. Certainly Bergson considers the Aristotelian theory of place erroneous, because the extension is excluded from this notion, while the theory of time is held as erroneous because it is based on the conceptual discontinuity of number.According to Bergson, movement, i.e. the temporal duration, presents sustainable aspects ofsubstance and cannot be divided without producing a change of nature, i.e. a new difference. In aneffort to remove the interpretative difficulties, firstly we emphasize the foundation of the Aristotelian theory of time on the realm of movement (Physics, IV) and we re-evaluate Aristotle’s attempt to develop an innovative approach of experience, maintaining at the same time the distinction of sensation and intellection. The Aristotelian theory (On the soul, II-III) rehabilitates sensation as the source of knowledge and introduces a complementary theory of imagination, in which falls the analysis of memory (Parva naturalia). Therefore, the field of temporal consciousness, according to Aristotle, is not distinct from the field of physics, and for this reason continuity and sensation are fundamental features of time consciousness, which finally comes to be inscribed, through a dynamic and mathematically symmetrical way, in the phenomenon of movement. A final conclusion will be that the dynamic and empirical character of temporal consciousness is a perspective towards which converge both philosophers with the exception of a crucial difference: while Aristotle would admit that the element of the potential stems from pre-existing forms, indicating as its ultimate source the divine intellect, Bergson, on his side, considers that time horizon is mainly constituted by the endless actualisation of differentiating elements, forming a wave of becoming which is an expression of creative evolution. Anyway, Bergson also concludes to affirm the necessity of a universal conscience. Thus we can partially understand, through this reasoning, Heidegger’s suggestion to classify the Bergsonian approach within the Aristotelian tradition, in the sense that Bergson’s thinking still moves within the empirical subject-object structure, in order to investigate time. On the other hand, the Aristotelianapproach should be seen outside the context of traditional empiricism, as a conception of temporality through terms of dynamic isomorphism.
περισσότερα